ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ, Ο Στάθης κουράστηκε (διήγημα της Στεφανίας Τσουκαλίδου)

0
20

 

Ο Αναγνώστης δημοσιεύει τα διακριθέντα διηγήματα στον διαγωνισμό που προκήρυξε μαζί με το Μητροπολτικό Κολλέγιο.

Παράλληλα δημοσιεύουμε ως δεύτερο το κείμενο που έγραψε η Τεχνητή Νοημοσύνη όταν της δώσαμε την πλοκή της ιστορίας.

 

Ο Στάθης κουράστηκε της Στεφανίας Τσουκαλίδου

Κάθισε πάνω του βαριά. Το στρώμα αναπήδησε κι έβγαλε έναν μακρόσυρτο, παραπονεμένο ήχο. Φριχτά τριξίματα συνόδευαν κάθε του κίνηση. Χιλιάδες ώρες χρήσης, σκέφτηκε, τι να σου κάνει κι αυτό; Από κάτω του πολυκαιρισμένες τάβλες, αρμοί ξεχαρβαλωμένοι, σαράκι που σιγότρωγε τα ξύλα. Στην πλευρά που είχε διαλέξει να κοιμάται τόσα χρόνια διαγραφόταν διακριτή καμπύλη από το βάρος του. «Να το γυρίζεις τα πάνω-κάτω», του έλεγε συχνά η μάνα του, όσο ζούσε. Εκείνος όμως, διαρκώς το αμελούσε. Η δίπλα του πλευρά, άθικτη, σα καινούρια. Ποτέ δεν πλάγιασε γυναίκα δίπλα του για καιρό, μόνο καμιά πρόθυμη ‘φίλη’.

Γύρισε στο πλάι, διαμαρτυρόμενο έσκουξε το στρώμα στο κρεβάτι, σα να ήταν γεμάτο νερό, όπως σ’ αυτά που ξάπλωναν με τη Μάρθα στα ξενοδοχεία ημιδιαμονής.

Εθνική Οδός στο ύψος της Νέας Κηφισιάς, εκεί χώνονταν βιαστικά ρίχνοντας κλεφτές ματιές τριγύρω. Ως που κουράστηκε.  Εκείνη. Τελευταία φορά, του είπε προχτές. Λατρευτικές αγκαλιές, αποχαιρετιστήριος έρωτας και δάκρυα. Ο Στάθης έπρεπε  να το αποδεχτεί. Εκείνη είχε ήδη δυο μικρά παιδιά, ο έρωτάς τους κουράστηκε από το βάρος της νέας πραγματικότητας. Ηταν σχεδόν οχτώ χρόνια μαζί. Πέρασαν έναν γάμο, τον δικό της, μια εγκυμοσύνη και μια γέννα με δίδυμα. Τίποτα δεν του ανήκε, χαιρόταν από σπόντα με τη δική της χαρά. Όλες οι αναμνήσεις ήταν δικές της, οι δικές του περιορίζονταν μόνο στον ορίζοντα των δυο ωρών της εβδομαδιαίας συνάντησης. Δεν έπρεπε να παραπονιέται, σκέφτηκε. Αυτά τα δίωρα ήταν αρκετά για να ζήσει ως την επόμενη συνάντηση. Η συνθήκη ήταν προκαθορισμένη. Ο άντρας της θα ήταν πάντα κοντά της, ιδανικός πατέρας για τα παιδιά, ένα καλό και πρόθυμο παιδί, που δεν ταξίδευε με τη νταλίκα μερόνυχτα. Είχαν ερωτευτεί παράφορα, αλλά ο ίδιος δεν ήταν ακριβώς το πρότυπο το «κανονικό». Έτσι ήρθαν τα πράγματα κι άφησε τη ζωή να τον πάει με το κύμα.

Σκούπισε τα μάτια με το ανάστροφο της παλάμης και τέντωσε το χέρι του να πιάσει τα τσιγάρα. ‘Αναψε και φύσηξε με αηδία τον καπνό. Κωλοτσίγαρο, σκέφτηκε, ενώ ρουφούσε λαίμαργα τη δεύτερη ρουφηξιά. Να σηκωθώ να κάνω καφέ, τσαρούχι είναι το στόμα μου. Εικοσιδύο ώρες οδηγούσε και δεν είχε φάει τίποτα, για να μη νυστάξει. Νηστικός, λίγα πατατάκια μόνο που βρήκε ξεχασμένα στο ντουλαπάκι τού Σήφη, της νταλίκας του. Ήρθε πατημένος από τη Σόφια, μονορούφι πήγε τον δρόμο μέχρι την Καλαμάτα, παρέδωσε ξυλεία και γύρισε πίσω Αθήνα. Άφησε τον Σήφη στο πάρκινγκ του βενζινάδικου, έλεγξε ελαστικά, λάδια-νερά και μίλησε λίγο με τον Νίκο, τον βενζινοπώλη. Τον κέρασε δυο ουίσκυ έτσι, στα όρθια, για τη γιορτή του. Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, πότε μπήκε ο Δεκέμβρης;

Όλο σκεφτόταν να σηκωθεί να φτιάξει καφέ και μια μακαρονάδα πρόχειρη, ορφανή, να φάει με κέτσαπ. Είχε φτάσει απομεσήμερο κι ο ήλιος έμπαινε ξεθυμασμένος από τις γρίλιες. Το στομάχι του διαμαρτυρόταν. Να κάνει ένα μπάνιο, να φάει και να κοιμηθεί ως αύριο το πρωί. Μετά είχε φορτίο για Δράμα. Ήταν γυρισμένος στο πλάι και βλαστημούσε την ώρα και τη στιγμή που έπρεπε να σηκωθεί. Το ένα χέρι κάτω από το μάγουλο και το άλλο με το τσιγάρο ξεκουραζόταν στο στρώμα. Μολύβι το κορμί του, κούρνιασε μια χαρά στο κοίλο του στρώματος.

Του άρεσε να τη φαντάζεται πριν αποκοιμηθεί. Θα έπαιζε με τα δίδυμα τώρα. Τρυφερή μάνα, όπως ήταν και με κείνον, όλο αγκαλιές. Αργότερα θα τα τάιζε, θα τα έβαζε για ύπνο με φιλιά και θα έκλεινε απαλά την πόρτα πίσω της. Θα πήγαινε στο μπάνιο, θ’ άνοιγε το ντους. Θα δυσφορούσε μ’ εκείνες τις κάθετες ραγάδες της κοιλιάς της, εκείνες που του έκρυβε ντροπαλά όταν στεκόταν γυμνή μπροστά του. Θα έκανε το μπάνιο της και θα φορούσε καθαρά εσώρουχα. Ύστερα θα ξάπλωνε δίπλα στον σύζυγο. Θα την έπαιρνε αγκαλιά, θα έκλειναν το φως.

Έτσι γυρισμένο στο πλάι τον βρήκαν μετά, έναν σωρό από στάχτες.

Ούρλιαζε η πυροσβεστική από μακριά. Οι γείτονες θορυβημένοι, κρεμασμένοι στα παράθυρα και στα μπαλκόνια, φωτιά, φωτιά, φώναζε η κυρία Ντίνα του πρώτου με τη νυχτικιά στο δρόμο, τραβώντας τα μαλλιά της. Πυκνός καπνός έβγαινε από τη γκαρσονιέρα του ισογείου.

Λίγο νωρίτερα, κάτι του ενοχλούσε τα ρουθούνια, την ανάσα. Άνοιξε  παραζαλισμένος τα κουρασμένα μάτια κι είδε τις φλόγες. Παρατηρούσε ακίνητος, νικημένος. Έκανε να σηκωθεί, τού τέλειωσε η ανάσα. Ανίκανο το σώμα, ξανάπεσε βαρύ στο στρώμα που φλεγόταν.

Την ίδια στιγμή, ένα μικρό φορτηγό με το κόκκινο  ευδιάκριτο λογότυπο της εταιρίας, σταμάτησε πίσω από το όχημα της πυροσβεστικής. Ο συνοδηγός ξεπέζεψε αλαφιασμένος με κάτι χαρτιά στα χέρια.

  • Εδώ είναι Απόλλωνος 16-18;
  • Ναι εδώ, απάντησε η κυρία Ντίνα, πηδώντας πάνω από τις μάνικες, τι θες παιδί μου, βλέπεις τι συμφορά μας βρήκε; Ίσα που πρόλαβα να πεταχτώ έξω, ζωντανή θα καιγόμουν, πανάθεμά τον, με τα τσιγάρα του πάφα-πούφα.
  • Έχω να παραδώσω ένα στρώμα, στο ισόγειο, στον κύριο Στάθη Ανδρεάτο, τον ξέρετε;
  • Μα τί λέμε, δε βλέπεις? θεός σχωρέσ’ τον, πολύ καλό παιδί, είπε και σταυροκοπήθηκε κοιτώντας τον ουρανό.
  • Και τώρα εγώ το στρώμα, τι να το κάνω;

 

Ο Στάθης κουράστηκε- το κείμενο της Τεχνητής Νοημοσύνης

Καθισμένος στο φθαρμένο στρώμα του, ο Στάθης ένιωσε το βάρος των οκτώ χρόνων που είχαν περάσει. Ο δεσμός του με τη Μάρθα δεν ήταν τίποτα λιγότερο από αθέμιτος. Παντρεμένη, με δύο παιδιά, ζούσαν τη δική τους μικρή παράνομη πραγματικότητα, κρυμμένοι πίσω από το προσωπείο της κανονικότητας. Τα ξενοδοχεία ήταν ο τόπος τους, εκεί που ο χρόνος συμπιέζονταν σε βιαστικά δίωρα, γεμάτα πάθος αλλά και κενά.

Μόλις γύρισε από ένα μεγάλο και κουραστικό δρομολόγιο με το φορτηγό του. Τα χέρια του ήταν μουδιασμένα από το τιμόνι, τα μάτια βαριά από την κούραση, το στομάχι άδειο. Η ιδέα να μαγειρέψει του φαινόταν αδύνατη, σχεδόν αστεία. Αντί να σηκωθεί, ψιλοξάπλωσε στο στρώμα του, αφήνοντας τη σκέψη να περιπλανηθεί στον κόσμο της Μάρθας, στα παιδιά της, στον άντρα της. Αναρωτήθηκε τι έκαναν εκείνη τη στιγμή, αν τον σκεφτόταν ή αν ζούσαν τη δική τους αδιάφορη καθημερινότητα, χωρίς να τον περιμένουν.

Το στρώμα ήταν φθαρμένο, οι ελατήριες βάσεις είχαν χαλαρώσει και κάθε κίνηση προκαλούσε ένα μικρό τρίζιμο. Ο Στάθης άφησε το τσιγάρο να πέσει στο πάτωμα, χωρίς να το προσέξει. Η σπίθα βρήκε την παλιά μοκέτα και σε λίγα λεπτά η φωτιά άρχισε να καίει. Ο καπνός τύλιξε το δωμάτιο, η θερμοκρασία ανέβαινε γρήγορα, και εκείνος έμεινε ξαπλωμένος, σχεδόν αφελής, με μια αίσθηση απογοήτευσης να τον κυριεύει. Σκέψεις για τη Μάρθα, για τη ζωή του, για τη μοναξιά του, περνούσαν σαν σκιές πάνω από το κεφάλι του.

Με δυσκολία σηκώθηκε, αναστέναξε και κατάφερε να σβήσει τη φωτιά πριν πάρει διαστάσεις, αλλά η μυρωδιά του καμένου είχε γεμίσει όλο το σπίτι. Η καρδιά του χτυπούσε γρήγορα, το σώμα του μουδιασμένο από την αγωνία και την κόπωση. Ήξερε πως η ζωή του είχε πάρει μια τροπή που δύσκολα θα άλλαζε. Το πάθος του για τη Μάρθα ήταν τόσο έντονο όσο και καταστροφικό, και η παραμέληση, η κούραση και η απροσεξία είχαν οδηγήσει σε σχεδόν μοιραίο ατύχημα.

Λίγο αργότερα, μια μεταφορική έφερε το καινούργιο στρώμα που είχε παραγγείλει μήνες πριν. Ο Στάθης το κοίταξε, και για μια στιγμή ένιωσε ότι όλα μπορούσαν να ξαναρχίσουν, ότι υπήρχε η πιθανότητα μιας αλλαγής, ενός νέου ξεκινήματος. Αλλά ήταν ήδη αργά. Η φωτιά, η μοναξιά, οι χρόνια παράνομοι δεσμοί και οι αποφάσεις που είχε πάρει είχαν αφήσει τα ίχνη τους. Ο χρόνος δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω, και ούτε το νέο στρώμα μπορούσε να σβήσει τα παλιά λάθη.

Καθώς τοποθετούσε το στρώμα στο δωμάτιο, ένιωθε το παλιό να παραμένει στη μνήμη του. Τα ξενοδοχεία, οι βιαστικές συναντήσεις, οι ένοχες νύχτες, όλα ήταν χαραγμένα σαν ουλές. Η Μάρθα υπήρξε για αυτόν η πιο δυνατή αίσθηση συντροφικότητας, αλλά ταυτόχρονα και η μεγαλύτερη πληγή. Κάθε ανάμνηση μαζί της ήταν ταυτόχρονα γλυκιά και πικρή, ένας συνδυασμός πάθους και απώλειας.

Το φθαρμένο στρώμα είχε δει πολλά. Τώρα, με το καινούργιο δίπλα του, ένιωσε την ειρωνεία της ζωής: η αλλαγή υπήρχε, αλλά δεν μπορούσε να αλλάξει την ουσία των πραγμάτων. Οι επιλογές του, οι λάθος αποφάσεις, η αδράνεια και η κόπωση είχαν αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια τους. Το νέο στρώμα ήταν ένα σύμβολο πιθανότητας, αλλά όχι λύτρωσης.

Στάθηκε για λίγο πάνω από το στρώμα, έβαλε τα χέρια στις τσέπες του και κοίταξε το ταβάνι. Σκέψεις για τη Μάρθα ξαναήρθαν στην επιφάνεια. Αν ζούσαν οι συνθήκες διαφορετικά, αν δεν ήταν παντρεμένη, αν οι ώρες τους ήταν ελεύθερες και ανοιχτές, ίσως όλα να ήταν αλλιώς. Αλλά η ζωή τους είχε σφραγιστεί από το χρόνο, από την καθημερινότητα που δεν τους άφηνε χώρο να αναπνεύσουν.

Ο Στάθης ήξερε πως το πάθος του είχε κόστος, πως η αμαρτία του δεσμού του ήταν βαριά. Το τσιγάρο, η φωτιά, η κούραση, όλα ήταν μέρη μιας ίδιας αλυσίδας που δεν μπορούσε να σπάσει. Το καινούργιο στρώμα τον κοίταζε σαν να τον ρωτούσε τι θα κάνει με το υπόλοιπο της ζωής του, τι δρόμο θα ακολουθήσει. Αλλά εκείνος δεν είχε ακόμα απάντηση.

Η νύχτα προχωρούσε, οι ήχοι του δρόμου έφταναν αχνά στο δωμάτιο. Ο Στάθης ξάπλωσε στο φθαρμένο στρώμα για τελευταία φορά πριν περάσει στο καινούργιο. Το μυαλό του περιπλανιόταν στις επιλογές, στις αποτυχίες και στα λάθη που τον είχαν φέρει ως εδώ. Η Μάρθα ήταν μακριά, τα παιδιά της άγνωστα στον κόσμο του, και εκείνος μόνος με τη συνείδησή του και την κούραση που τον είχε κυριεύσει.

Η φωτιά, η απροσεξία, ο παράνομος δεσμός, όλα είχαν συντελέσει σε μια αίσθηση αδυναμίας και πεπρωμένου. Το καινούργιο στρώμα δεν άλλαζε την ουσία, αλλά του έδινε χώρο να σκεφτεί, να ανασάνει, να ξαπλώσει και να κοιτάξει τον εαυτό του στα μάτια. Σκέψεις για ζωή, αγάπη, πάθος και μοναξιά στροβίλιζαν μέσα του, αλλά τουλάχιστον υπήρχε ένας νέος καμβάς μπροστά του, έτοιμος να υποδεχτεί ό,τι ήθελε να σχεδιάσει, αν τολμούσε.

Και έτσι, καθισμένος και ξαπλωμένος ταυτόχρονα, ο Στάθης κατάλαβε ότι μερικές φορές η αλλαγή έρχεται πολύ αργά, αλλά η συνειδητοποίηση της δικής μας ευθύνης μπορεί να είναι το πρώτο βήμα για να μη χαθεί όλη η ζωή μέσα σε μια παράνομη αγκαλιά, ένα φθαρμένο στρώμα και μια φωτιά που σχεδόν σε καταπίνει.

Προηγούμενο άρθροΚλαούντια Καρντινάλε (1938-2025): Η απελευθέρωση της φυσικής ομορφιάς (του Μανώλη Γαλιάτσου)
Επόμενο άρθροΔημήτρης Αγγελής: Εμείς σκεφτόμαστε ποιήματα

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ