«Σωτηρία» (Χαρά Ρόμβη), «Σαρμάντζα» (Κων.  Δομηνίκ). Όταν τα διηγήματα γίνονται θεατρικό κείμενο (της Όλγας Σελλά)

0
424

 

της Όλγας Σελλά

 

Δύο μονόλογοι, αντλημένοι από βιβλία νεότερων συγγραφέων, βρήκαν τη θέση τους στην ενότητα «Η Σκηνή των Βιβλίων» στο Φεστιβάλ Αθηνών. Δύο διαφορετικής θεματολογίας και ύφους διηγήματα, της Χαράς Ρόμβη το πρώτο, με τον τίτλο «Σωτηρία» σε σκηνοθεσία Θανάση Δόβρη και ένας μονόλογος του Κωνσταντίνου Δομηνίκ  με τον τίτλο «Σαρμάντζα» σε σκηνοθεσία Έλενας Μαυρίδου. Και οι δύο παραστάσεις παρουσιάστηκαν τον Ιούνιο στην Πειραιώς 260.

Δύο εντελώς διαφορετικές λογοτεχνικές γλώσσες με μόνο κοινό στοιχείο, ίσως, ότι και οι δύο μονόλογοι κινούνται σε παλαιότερες χρονικές ή πολιτισμικές περιόδους και «περιοχές». Μη γνωρίζοντας τα έργα των δύο συγγραφέων, το πρώτο στοίχημα, η γνωριμία με το κείμενο, είχε επιτευχθεί.  Ίσχυσε το ίδιο και για τη θεατρική τους μεταφορά;

«Σαρμάντζα»

Μια διαρκής κίνηση που παραπέμπει σε μανία. Ο ήρωας αυτής της ιστορίας κρατάει μια ξύλινη παιδική κούνια (σαρμάντζα), ένα φτυάρι κι έχει κρεμασμένο στον ώμο ένα θυμιατό. Στο κεφάλι φοράει ένα τσεμπέρι, άδετο. Και βαδίζει ασταμάτητα γύρω γύρω. Κάποια στιγμή ο Γιαννάκος (Γιάννης Τσορτσέκης) φτάνει πάνω από έναν τάφο. Κι αρχίζει το «κουβεντολόι». Μόνο που αυτές οι κουβέντες έχουν θυμό, οργή, παράπονο, βρισιές. Ο Γιαννάκος «μιλάει» στη μάνα του. Και μέσα από τον παραληρηματικό τρόπο της αφήγησής του αντιλαμβανόμαστε ότι αυτός ο άνθρωπος εισέπραξε υποτίμηση, αδιαφορία, σκληρότητα. Σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε με τον αδελφό του, τον Σώτο. Μια ζήλεια που τον δάγκωνε για χρόνια τον Γιαννάκο, τον κατέτρωγε. Ένα διήγημα (το οποίο ξανάγραψε σε μορφή μονολόγου ο Κωνσταντίνος Δομηνίκ, βασισμένος στο αρχικό του διήγημα, για τις ανάγκες της παράστασης), που περιγράφει μια ψυχή άρρωστη και πονεμένη, έναν κόσμο ζόφου, νοσηρότητας και σκληρότητας, μια ζωή σακατεμένη. Τα κρυμμένα μυστικά μιας οικογένειας, που σαλεύουν το νου.

Η Έλενα Μαυρίδου έδωσε περισσότερη εξωστρέφεια σ’ ένα πολύ εσωτερικό και σκοτεινό κείμενο. Το ίδιο και η ερμηνεία του Γιάννη Τσορτέκη. Τα σκηνικά του Πάρι Μέξη, από την άλλη, έδωσαν ισχυρά και εύστοχα την απρόβλεπτη και μυστικιστική ατμόσφαιρα μιας ιστορίας που έχει τόπο δράσης ένα νεκροταφείο.

* ΥΓ. Ανατρέχοντας στο δελτίο Τύπου της παράστασης που υπάρχει στο site του Φεστιβάλ Αθηνών, στο τέλος του κειμένου διάβασα με έκπληξη την εξής φράση: «Η είσοδος των θεατών επιτρέπεται σε όλη τη διάρκεια της παράστασης». Υποθέτω ότι το δελτίο Τύπου πήγε έτοιμο από την παραγωγή της παράστασης και δεν έγινε αντιληπτό από τους υπεύθυνους του Φεστιβάλ Αθηνών. Πραγματικά αδυνατώ να την κατανοήσω αυτή την παρότρυνση. Ούτε η ατμόσφαιρα της συγκεκριμένης παράστασης το δικαιολογούσε, ούτε, φυσικά, οι γενικοί κανόνες θέασης των παραστάσεων. Το μόνο που μένει είναι να διαβάσουμε σε επόμενο δελτίο Τύπου ότι δεν χρειάζεται να κλείσουμε τα κινητά μας ή ότι μπορούμε να φωτογραφίζουμε και να βιντεοσκοπούμε κατά το δοκούν τις παραστάσεις!

 

Η ταυτότητα της παράστασης

Σκηνοθεσία Έλενα Μαυρίδου, Σύμβουλος δραματουργίας Κατερίνα Διακουμοπούλου, Σκηνικά – Κοστούμια Πάρις Μέξης, Πρωτότυπη μουσική-Σχεδιασμός ήχου Γιώργος Μαυρίδης, Φωτισμοί Περικλής Μαθιέλλης, Βοηθός σκηνοθέτιδας Τάσος Νίκας, Βοηθός σκηνογράφου-ενδυματολόγου Μυρτώ Κοσμοπούλου, Φωτογραφίες Πάτροκλος Σκαφίδας, Διεύθυνση παραγωγής Δήμητρα Κούζα (Εταιρεία Θεάτρου Χώρος), Εκτέλεση παραγωγής Γιάννα Αλ Νακά

Παίζει ο Γιάννης Τσορτέκης

Η συλλογή διηγημάτων του Κωνσταντίνου Δομηνίκ  Ώπα-ώπα, μπλάτιμοι κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ενύπνιο (2022).

Η πιο πρόσφατη συλλογή διηγημάτων του με τίτλο  Κακό ανήλιο  κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ίκαρος (2024).

 

«Σωτηρία»

Ο μακρύς διάδρομος ενός σούπερ μάρκετ, οι διαφημίσεις που κρέμονται από πάνω, οι προσφορές που ακούγονται από τα μεγάφωνα, και μία γυναίκα, η Σωτηρία (Μαρία Παρασύρη) που βρίσκει εκεί τη διαφυγή, την απόλαυση, την ολοκλήρωσή της. Μας το λέει άλλωστε εξαρχής. «Ξεσκάω στο σούπερ μάρκετ». Ο χρονικός προσδιορισμός είναι σαφής εξαρχής. Βρισκόμαστε στη δεκαετία του 1980, στα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Η Σωτηρία παρασύρεται από τους καταναλωτισμούς της και γοητεύεται από τα διαρκώς νέα προϊόντα που την προ(σ)καλούν να τα γνωρίσει και να τα αγοράσει, το σούπερ μάρκετ κλείνει, κινητά δεν υπήρχαν τότε και μένει εγκλωβισμένη στο κτήριο. «Ο διάβολος μ’ έκλεισε μέσα στην κάψουλα του ίδιου μου του φάρμακου», μονολογεί. Κι αρχίσει να μονολογεί, περισσότερο για ν’ ακούει τη φωνή της και να ξεπεράσει το φόβο της. Κι έχουμε μπροστά μας μια αυθεντική εκπρόσωπο της μικρομεσαίας τάξης, μια αυθεντική εκπρόσωπο της όψιμης εσωτερικής μετανάστευσης από την περιφέρεια στην πρωτεύουσα, μια αυθεντική εκπρόσωπο της καταπιεσμένης μέσης γυναίκας που είναι εξαρτημένη –με όλους τους τρόπους- από τον σύζυγό της, μια γυναίκα που δεν την άφησαν να πάει στο Γυμνάσιο «για να μη γκαστρωθεί»! Μόνη της διέξοδος, η κατανάλωση, όπως και της υπόλοιπης  Ελλάδας τότε. Μονολογεί μέσα στη νύχτα, μόνη της στον άδειο «ναό της κατανάλωσης» η Σωτηρία, θυμάται τα δύσκολα χρόνια της στην επαρχία, το μάζεμα των καπνών, το γάμο της «τον Νίκο τον πήρα για την Αθήνα» παραδέχεται. Η μόνη στιγμή που έχει πραγματική χαρά και ικανοποίηση ήταν όταν λέει σε πόσα μπουζούκια έχει πάει.

Αν η Σωτηρία κλείστηκε στην κάψουλα του ίδιου της του φαρμάκου, αυτό το διήγημα ήταν μια χρονοκάψουλα που μας πήγε 40 χρόνια πίσω. Η Χαρά Ρόμβη περιέγραψε μέσα από την ηρωίδα της το αξιακό σύστημα της εποχής, την πολιτισμική ταυτότητα της χώρας, εστίασε στη μικρομεσαία τάξη που σταδιακά έγινε μεσαία (ως οικονομικό πρόσημο και μόνο) και στην κατανάλωση που έγινε αυταξία, επίδειξη και διαβατήριο. Και το έκανε με αμεσότητα και χιούμορ.

Η Μαρία Παρασύρη ερμήνευσε θαυμάσια, με αυθορμητισμό και μπρίο, την ηρωίδα της Ρόμβη, καταφέρνοντας να εκφράσει όλες τις νύξεις του διηγήματος, μέσα από τις μεταπτώσεις της ηρωίδας. Ο Θανάσης Δόβρης ακολούθησε, χωρίς πολλά ρίσκα, μια ρεαλιστική σκηνοθεσία, με μικρές πινελιές υπερρεαλισμού,  συνέδεσε το τότε με το σήμερα στη σκηνή με την τηλεόραση, όπου ακούγεται η φωνή του Βαγγέλη Γιαννόπουλου, που κάτι λέει για την κατάσταση του ΟΣΕ τότε και λίγο αργότερα, μια άλλη είδηση αναφέρεται στην Παλαιστίνη, σκηνή που μπορεί να κράτησε λίγο παραπάνω, αλλά δεν μου φάνηκε άστοχη. Περισσότερο βοήθησαν την όψη της παράστασης το σκηνικό της Αλέγιας Παπαγεωργίου και οι φωτισμοί του Τάσου Παλαιορούτα, ενώ μάλλον υπερβολικά βρήκα τα μπες-βγες υπαρκτών ή φανταστικών προσώπων.

 

Η ταυτότητα της παράστασης

Σκηνοθεσία Θανάσης Δόβρης, Δραματουργία Θανάσης Δόβρης – Χαρά Ρόμβη, Σκηνικό – Κοστούμια Αλέγια Παπαγεωργίου, Καλλιτεχνικός συνεργάτης για το σκηνικό Βαγγέλης Ξενοδοχίδης, Μουσική – Ηχητικός σχεδιασμός Panú (Παναγιώτης Mανουηλίδης), Σχεδιασμός ήχου-μηχανικός Άγγελος Κονταξής, Φωτισμοί Τάσος Παλαιορούτας, Καλλιτεχνικός συνεργάτης Ευάγγελος Βογιατζής, Βοηθός σκηνοθέτη Νικόλας Λαμπάκης, Κομμώσεις Θωμάς Γαλαζούλας, Φωτογραφίες Χρήστος Συμεωνίδης

Ερμηνεύει η Μαρία Παρασύρη

Συμμετέχουν Ευάγγελος Βογιατζής, Νάσος Κούλης, Νικόλας Λαμπάκης, Αντώνης Νάσιος, Παναγιώτα Ντόμπρη, Δέσποινα Χαλκίδου

Εκτέλεση παραγωγής Λυκόφως – Γιώργος Λυκιαρδόπουλος, Διεύθυνση παραγωγής Κατερίνα Μπερδέκα, Οργάνωση παραγωγής Ρόζα Καλούδη. Το κλαρίνο που ακούγεται είναι από τον Γιώργο Δούσο.

Το βιβλίο της Χαράς Ρόμβη «Σωτηρία» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Αντίποδες».

Συνολικά, και οι δύο παραστάσεις δεν ήταν αυτό που λέμε «φεστιβαλικές». Δεν έφεραν δηλαδή κάτι διαφορετικό σκηνικά, σαν φόρμα, σαν προσέγγιση. Ήταν, και οι δύο, παραστάσεις που θα μπορούσαμε να δούμε τη χειμερινή σεζόν σ’ ένα αθηναϊκό θέατρο. Ή μήπως τις δούμε;

 

ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΑΝΤΛΗΘΗΚΑΝ ΟΙ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ

 

Χαρά Ρόμβη, Σωτηρία, Αντίποδες

 

 

Κωνσταντίνος Δομηνίκ, Κακό ανήλιο, Ίκαρος

 

Προηγούμενο άρθροΓεύσεις του κόσμου: Εικονογραφημένα βιβλία συνταγών για παιδιά (της Αγγελικής Γιαννικοπούλου)
Επόμενο άρθροΠερί κριτικής (ξανά) ο λόγος (γράφει η Χριστίνα Λιναρδάκη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ