Καλλιόπη Πασσιά : Τι είναι και τι θέλει η Τρίαινα Πολιτισμού (συνέντευξη στον Γιάννη Ν.Μπασκόζο)

0
718

συνέντευξη στον Γιάννη Ν.Μπασκόζο

 

Σε μια συζήτηση για την Τεχνητή Νοημοσύνη γνώρισα την Καλλιόπη Πασσιά. Μου συστήθηκε ως νέα εκδότρια από τη Θεσσαλονίκη. Έψαξα τις εκδόσεις της με τον περίεργο τίτλο 3.1.Πολιτισμού (ή Τρίενα πολιτισμού) και είναι όλα τα βιβλία τους διαφορετικά. Την βρήκα για λίγο στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου στη Θεσσαλονίκη. Δεν είχαμε χρόνο για συζήτηση. Να, όμως που η γραπτή μας συζήτηση εδώ δίνει όσες πληροφορίες χρειάζοντια για το εκδοτικό της στίγμα.

 

Πώς γεννήθηκε η επιθυμία σου να ασχοληθείς με τις εκδόσεις;

Αν γυρίσω τον χρόνο πίσω, θα έλεγα πως η επιθυμία της ενασχόλησης με τις εκδόσεις δεν ήταν σε καμία περίπτωση μια απόφαση στρατηγική ή επαγγελματική. Ήταν, κυρίως, μια ανάγκη. Να δώσω χώρο και υπόσταση σε φωνές που με συγκινούσαν, που ένιωθα ότι είχαν κάτι ουσιαστικό να πουν, αλλά συχνά έμεναν στην αφάνεια. Από πολύ νωρίς, είχα την αίσθηση πως η λέξη, όταν δεν χρησιμοποιείται για να κρύψει αλλά για να αποκαλύψει, έχει τεράστια δύναμη: να ενώσει, να θεραπεύσει, να ξεβολέψει, να εμπνεύσει.

Στην πραγματικότητα, οι εκδόσεις για μένα είναι μια πράξη φροντίδας. Ένας τρόπος να δημιουργηθεί κοινότητα μέσα από τη γραφή. Η ιδέα πως ένα βιβλίο μπορεί να φτάσει σε έναν άγνωστο άνθρωπο, να τον αγγίξει, να του δώσει φωνή, να τον βοηθήσει να δει αλλιώς τον εαυτό του ή τον κόσμο, αυτό για μένα είναι από μόνο του αρκετό. Κι όσο ο κόσμος γύρω γίνεται πιο φλύαρος και επιφανειακός, τόσο εγώ αισθάνομαι πως έχει αξία να επιμένουμε στο ουσιαστικό και το αληθινό.

Τι σε ώθησε να κάνεις το βήμα και να ξεκινήσεις τον δικό σου εκδοτικό οίκο;

Όλα ξεκίνησαν μέσα στην απόλυτη ακινησία της πανδημίας. Την περίοδο της καραντίνας, σε εκείνες τις πρώτες βόλτες με τα “γνωστά” μηνύματα στο τηλέφωνο, άρχισε να ωριμάζει μέσα μου η ιδέα – ή, καλύτερα, η ανάγκη. Μια ανάγκη να δώσω μορφή σε κάτι που ως τότε υπήρχε μόνο ως επιθυμία: να φτιάχνω βιβλία από την αρχή, με τα χέρια και την καρδιά μου, να παρακολουθώ τη γέννησή τους από την πρώτη σπίθα λέξης ως την τελευταία σελίδα.

Η αγάπη μου για το βιβλίο ήταν πάντα παθολογική, σχεδόν οργανική. Δεν ήθελα πια μόνο να το διαβάζω ή να το προωθώ· ήθελα να το συνοδεύω στη διαδρομή του, να συμμετέχω στη δημιουργία του. Να προσφέρω χώρο σε έργα και ανθρώπους που με συγκινούν, που φέρουν μέσα τους κάτι αυθεντικό και αξίζει να φτάσει στα χέρια του αναγνώστη χωρίς εκπτώσεις.

Το να ξεκινήσω τον δικό μου εκδοτικό δεν ήταν απόφαση εύκολη – ήταν όμως απολύτως αναγκαία. Σαν ένα κάλεσμα που δεν μπορούσα πια να αγνοήσω.

Είχες κάποιον “μέντορα” ή πρότυπο στον χώρο;

Όχι, δεν είχα κάποιον μέντορα με την κλασική έννοια. Δεν υπήρξε κάποιος που να με πήρε από το χέρι ή να μου έδειξε πώς «γίνονται τα πράγματα». Ό,τι έμαθα, το έμαθα βήμα βήμα, πολλές φορές με δοκιμή και λάθος, με αγωνία αλλά και με μεγάλη επιμονή. Κάθε βήμα και μια μικρή κατάκτηση, κάθε εμπειρία και ένα μάθημα που έμπαινε σιωπηλά στη φαρέτρα μου.

Παρόλα αυτά, υπήρχαν εκδοτικοί οίκοι που θαύμαζα: όχι απαραίτητα για το μέγεθός τους, αλλά για την ταυτότητά τους, για τον τρόπο που φρόντιζαν τα βιβλία τους, για τις επιλογές και τη συνέπειά τους. Αυτοί αποτέλεσαν για μένα ένα άτυπο σημείο αναφοράς.

Και φυσικά, σημαντικό ρόλο έπαιξαν και οι σπουδές μου. Τόσο οι σπουδές της Νομικής αλλά και της Δημοσιογραφίας όσο και το Μεταπτυχιακό Δημιουργικής Γραφής. Με βοήθησαν να καλλιεργήσω έναν τρόπο σκέψης, μια φιλοσοφία απέναντι στο κείμενο και στη γνώση, που σήμερα κουβαλώ στον εκδοτικό. Δεν είχα «έναν» άνθρωπο δίπλα μου ως μέντορα, αλλά είχα ένα εσωτερικό κάλεσμα και μια βαθιά πίστη πως, αν υπάρχει αγάπη και συνέπεια, όλα χτίζονται, ακόμη κι από το μηδέν.

Πώς θα περιέγραφες τη φιλοσοφία του εκδοτικού σου οίκου;

Πέραν από τη βαθιά ανάγκη που προανέφερα, ως φιλοσοφία του εκδοτικού μου οίκου θα ανέφερα μια πολύ απλή αλλά συχνά ξεχασμένη αρχή: ότι το βιβλίο είναι μια πράξη σχέσης. Δεν είναι απλώς ένα προϊόν, δεν είναι μόνο μια “έκδοση”, είναι ένα χειροποίητο σήμα προς τον άλλον, ένα μέσο ουσιαστικής επικοινωνίας.

Θέλω να εκδίδω βιβλία που έχουν λόγο ύπαρξης. Που κουβαλούν αλήθεια, τόλμη, συναίσθημα και σκέψη, που παίρνουν θέση στα πράγματα και δεν ακολουθούν ταμπέλες. Δεν με ενδιαφέρει να ακολουθώ τάσεις, με ενδιαφέρει να ακούω αυτό που πάει να ειπωθεί, κι ακόμα περισσότερο, αυτό που δεν έχει ειπωθεί ακόμα, αλλά αξίζει να βρει χώρο.

Εστιάζω σε κείμενα που σέβονται τον αναγνώστη χωρίς να τον χαϊδεύουν. Σε δημιουργούς που γράφουν με ειλικρίνεια και ευθύνη. Σε εκδόσεις που φροντίζονται αισθητικά, γιατί η μορφή δεν είναι λιγότερο σημαντική από το περιεχόμενο.

Ο εκδοτικός είναι, για μένα, ένας τόπος συνάντησης: των τεχνών, των ανθρώπων, των ερωτημάτων. Ένας μικρός χώρος αντίστασης στην επιπολαιότητα και στην ταχύτητα. Μια προσπάθεια να υπερασπιστούμε την ποιότητα, ακόμα κι όταν δεν είναι «εύκολη», ακόμα κι όταν δεν είναι «εμπορική». Αυτό είναι το στοίχημα. Και σ’ αυτό το στοίχημα επιλέγω να επενδύω καθημερινά.

 Ποια είναι τα κριτήρια με τα οποία επιλέγεις τα έργα που θα εκδοθούν;

Η επιλογή ενός έργου για έκδοση είναι, για μένα, μια πράξη εμπιστοσύνης, αφενός προς το ίδιο το κείμενο αφετέρου προς τον άνθρωπο που το έχει δημιουργήσει. Δεν λειτουργώ με εμπορικά κριτήρια ούτε με “ασφαλείς” συνταγές. Το πρώτο και βασικό φίλτρο είναι η αυθεντικότητα. Αν ένα έργο κουβαλά μέσα του κάτι αληθινό, αν τολμά να κοιτάξει κατάματα τον κόσμο ή τον εαυτό του, αν έχει φωνή που αντηχεί πέρα από το “εγώ” του συγγραφέα, τότε με αφορά.

Δίνω πολύ μεγάλη σημασία στο ύφος, στην εσωτερική συνέπεια του κειμένου, στη δύναμη της γλώσσας, όχι απαραίτητα με την έννοια της τεχνικής τελειότητας, αλλά με αυτή της αλήθειας. Είμαι ανοιχτή σε διαφορετικά είδη και ύφη, αρκεί να υπάρχει ουσία. Να νιώσω πως το βιβλίο αυτό δεν γράφτηκε απλώς για να κυκλοφορήσει, αλλά γιατί έπρεπε να ειπωθεί.

Ταυτόχρονα, με ενδιαφέρει να υπάρχει μια συνάφεια αξιών. Να αισθάνομαι ότι η/ο δημιουργός αντιλαμβάνεται τη λογοτεχνία (ή την τέχνη γενικότερα) ως εργαλείο διαλόγου, ευαισθητοποίησης, στοχασμού, κι όχι απλώς ως αυτοπροβολή ή επιβεβαίωση.

Και, φυσικά, με ενδιαφέρει και η σχέση. Πώς στέκεται η/ο συγγραφέας απέναντι στη δουλειά του, απέναντι στην ομάδα, απέναντι στην ίδια τη διαδικασία. Γιατί κάθε έκδοση είναι συνδημιουργία. Κι αυτό απαιτεί εμπιστοσύνη, φροντίδα και ανοιχτή καρδιά.

Υπάρχουν θεματικές ή είδη στα οποία δίνεις ιδιαίτερη έμφαση;

Με συγκινούν πολλά και διαφορετικά είδη, από την ποίηση μέχρι τη λογοτεχνία μαρτυρίας, από τις εικαστικές εκδόσεις μέχρι την πολιτισμική δοκιμιογραφία. Όμως, εκεί που σταματά πάντα λίγο παραπάνω η ματιά μου, είναι στα συλλογικά έργα. Σε εκείνα τα βιβλία που γεννιούνται μέσα από τη συνεργασία, την ανταλλαγή, τη συνεύρεση. Που κουβαλούν μέσα τους όχι μόνο φωνές, αλλά σκοπό.

Γοητεύομαι ιδιαίτερα από κείμενα, είτε ατομικά είτε συλλογικά που, πέρα από την αισθητική ή λογοτεχνική τους αξία, στοχεύουν στο να υπηρετήσουν έναν ευρύτερο στόχο: να ευαισθητοποιήσουν, να δώσουν φωνή, να στηρίξουν μια κοινωνική ανάγκη ή να ανοίξουν έναν απαραίτητο διάλογο.

Για μένα, το βιβλίο δεν είναι μόνο πολιτιστικό αντικείμενο. Είναι εργαλείο κοινωνικής εμπλοκής. Θέλω οι θεματικές που επιλέγουμε να έχουν ουσία, είτε αφορούν τη μνήμη, την ταυτότητα, την αδικία, τη σιωπή, είτε φέρνουν στο φως ιστορίες που συνήθως μένουν στο περιθώριο.

Για παράδειγμα, η πρώτη μας έκδοση, το φωτογραφικό λεύκωμα “20-40”, ήταν μια συλλογική σύμπραξη 60 ανθρώπων – 20 φωτογράφων και 40 προσώπων από όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, με στόχο την ευαισθητοποίηση και στήριξη της έρευνας για το Alzheimer. Ήταν για μένα ένα σύμβολο του τι μπορεί να συμβεί όταν ενώνονται τέχνη και πρόθεση.

Αντίστοιχα, το “Σχώρα με, ρε μάνα”, ένα βιβλίο που προέκυψε από τα κείμενα μαθητών του Καταστήματος Κράτησης Νιγρίτας Σερρών, άνοιξε ένα μεγάλο και σιωπηλό παράθυρο στον κόσμο των εγκλείστων. Δεν ήταν μόνο μια έκδοση, ήταν μια πράξη εμπιστοσύνης και αποκατάστασης.

Η συνεργασία με το ΠαΤάρι, τη συγγραφική ομάδα που εκδίδει το ομώνυμο zine, είναι άλλη μία απόδειξη ότι η λογοτεχνία μπορεί να ανήκει σε όλους. Όχι από ψηλά, αλλά από δίπλα. Να ακούσει, να εμπνεύσει, να δώσει λόγο εκεί που δεν υπήρχε χώρος.

Αυτά είναι τα βιβλία και οι δράσεις που με συγκινούν περισσότερο: εκείνα που δεν φοβούνται να «σκαλίσουν» την πραγματικότητα, που γεννιούνται από την ανάγκη για έκφραση αλλά και για προσφορά.

Με λίγα λόγια: αναζητώ τα έργα εκείνα που δεν γράφονται μόνο για να διαβαστούν, αλλά για να γίνουν αφορμή να βρεθούμε, μεταξύ μας και με τον κόσμο όπως είναι. Ή όπως θα μπορούσε να γίνει.

Πώς συνεργάζεσαι με τους συγγραφείς; Έχεις κάποια συγκεκριμένη προσέγγιση;

Η συνεργασία με τους συγγραφείς, για μένα, δεν είναι μια τυπική συναλλαγή. Είναι σχέση. Και όπως κάθε ουσιαστική σχέση, χρειάζεται εμπιστοσύνη, διάλογο και αλληλοσεβασμό. Δεν λειτουργώ από «πάνω» ούτε από «απέναντι» αλλά πλάι. Με ενδιαφέρει να συνοδεύω τη/τον δημιουργό, όχι να του υπαγορεύω. Να χτίζουμε μαζί, βήμα βήμα, την πορεία ενός έργου, από τη στιγμή της πρότασης μέχρι το βιβλιοπωλείο και πέρα από αυτό.

Έχω βαθιά εμπιστοσύνη στη δύναμη του διαλόγου και της επιμέλειας, όχι ως μηχανιστική διαδικασία διόρθωσης, αλλά ως κοινή αναζήτηση του καλύτερου δυνατού τρόπου να ακουστεί αυτό που έχει να πει το κείμενο. Δεν πιστεύω στο «άγγιχτο» χειρόγραφο, αλλά ούτε και στην αποστείρωση του ύφους. Κάθε βιβλίο είναι μια μοναδική περίπτωση κι αυτό απαιτεί προσαρμοστικότητα, ευαισθησία και ανοιχτό αυτί και καρδιά.

Ταυτόχρονα, προσπαθώ να είμαι ειλικρινής από την αρχή. Αν δεν μπορώ να στηρίξω ένα έργο όπως του αξίζει, θα το πω. Αν νιώσω πως ένας συγγραφέας δεν “ταιριάζει” με το ήθος και την ταυτότητα του εκδοτικού, το εξηγώ με σεβασμό. Γιατί, στο τέλος της ημέρας, αυτό που κρατάει δεν είναι μόνο το βιβλίο, αλλά και ο τρόπος που το γεννήσαμε.

Ποιες είναι οι μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει ένας νέος εκδότης στην Ελλάδα σήμερα;

Οι προκλήσεις είναι πολλές και πολυεπίπεδες. Πρώτα απ’ όλα, οι οικονομικοί πόροι είναι περιορισμένοι. Ένας μικρός ή νέος εκδοτικός δεν έχει πίσω του μεγάλες χρηματοδοτήσεις ή μηχανισμούς, κι αυτό σημαίνει ότι πρέπει να κάνεις τα πάντα με πολλή προσοχή, φροντίδα και… πολλή προσωπική δουλειά.

Επιπλέον, η αγορά είναι ήδη γεμάτη. Κυκλοφορούν χιλιάδες τίτλοι κάθε χρόνο και είναι δύσκολο ένα καινούργιο βιβλίο, ειδικά από άγνωστο όνομα, να φτάσει στον αναγνώστη. Δεν υπάρχει πάντα χρόνος, ούτε και χώρος, για να ακουστούν οι πιο ήσυχες, λιγότερο “εμπορικές” φωνές.

Μια άλλη πρόκληση είναι ότι το αναγνωστικό κοινό στην Ελλάδα είναι περιορισμένο και, πολλές φορές, επιφυλακτικό απέναντι σε κάτι νέο ή διαφορετικό. Πρέπει, λοιπόν, να χτίσεις σταδιακά εμπιστοσύνη. Να είσαι συνεπής, καθαρός και να αγαπάς πραγματικά αυτό που κάνεις, αλλιώς, δεν μπορεί να έχει συνέχεια.

Παρ’ όλα αυτά, πιστεύω πως ακριβώς μέσα σε αυτές τις δυσκολίες κρύβεται και η ομορφιά. Γιατί αν καταφέρεις να κάνεις κάτι αληθινό, κόντρα στις πιθανότητες, τότε αυτό αποκτά μεγαλύτερη αξία. Και χτίζει κοινότητες και σχέσεις κι όχι απλώς “πελάτες”.

Πώς διαχειρίζεσαι την πίεση του ανταγωνισμού και των οικονομικών περιορισμών;

Με ρεαλισμό κι επιμονή, αλλά παράλληλα και με τρέλα και φαντασία. Δεν έχω την ψευδαίσθηση ότι μπορώ να «ανταγωνιστώ» μεγάλους εκδοτικούς ούτε λειτουργώ με όρους αγοράς και ταχύτητας. Ξέρω ότι το πλαίσιο είναι δύσκολο -οικονομικά ασφυκτικό, με συνεχείς πιέσεις να κάνεις εκπτώσεις είτε στην ποιότητα είτε στην ταυτότητά σου. Αλλά εκεί επιλέγω να μην υποχωρήσω.

Το στοίχημα για μένα είναι αλλού: να φτιάχνω κάτι που έχει νόημα, ακόμα κι αν είναι μικρό. Να επενδύω στη σχέση με τον αναγνώστη, όχι στους αριθμούς. Και να χτίζω σιγά σιγά, με σταθερά βήματα, έναν κύκλο εμπιστοσύνης, με τους συγγραφείς, τους συνεργάτες, τους ανθρώπους που στηρίζουν τις εκδόσεις μας.

Όσο για τους οικονομικούς περιορισμούς, με ανάγκασαν να μάθω να λειτουργώ με δημιουργική οικονομία. Να κάνω τα λίγα να φαίνονται και να είναι ουσιαστικά. Και, πάνω απ’ όλα, να μη χάσω την πίστη μου ότι μπορείς να κάνεις ποιοτικό πολιτισμό, ακόμα κι αν δεν έχεις πόρους. Αρκεί να έχεις καθαρό βλέμμα και αληθινό λόγο.

 Έχεις αντιμετωπίσει αμφισβήτηση λόγω του ότι είσαι νέα στον χώρο;

Ναι, φυσικά. Είναι κάτι που το περίμενα, και σε ένα βαθμό είναι κι ανθρώπινο. Όταν είσαι νέα, χωρίς “όνομα” ή προϋπηρεσία στον χώρο, κάποιοι θα σε κοιτάξουν με επιφύλαξη, άλλοι ίσως με συγκατάβαση. Υπήρξαν στιγμές που ένιωσα ότι έπρεπε να αποδείξω περισσότερα απ’ ό,τι αν είχα έρθει με “ταμπέλα” ή έτοιμο βιογραφικό.

Αλλά αυτό δεν με αποθάρρυνε. Ίσα-ίσα, μου έδωσε μεγαλύτερο πείσμα να κάνω τα πράγματα σωστά, με τον δικό μου τρόπο. Προτιμώ να μετρά η δουλειά μου και όχι οι “τίτλοι”. Και νομίζω ότι, όταν δουλεύεις με συνέπεια, φροντίδα και συνέπεια, η αμφισβήτηση κάπως λιώνει από μόνη της.

Άλλωστε, δεν επιδιώκω να πείσω τους πάντες. Θέλω να συνεργάζομαι με ανθρώπους που βλέπουν τι πάμε να χτίσουμε και θέλουν να το χτίσουμε μαζί. Οι υπόλοιποι… ίσως απλώς δεν είναι για εμάς. Και αυτό είναι απολύτως εντάξει.

Από την άλλη, οφείλω να πω πως υπήρξαν και στιγμές στήριξης εκεί που δεν το περίμενα. Άνθρωποι που δεν με ήξεραν, που δεν είχαν κανένα “συμφέρον”, πίστεψαν στο εγχείρημα, μου έδωσαν χώρο, λόγο ή απλώς έναν καλό λόγο την κατάλληλη στιγμή. Αυτή η στήριξη, αθόρυβη αλλά βαθιά, ήταν και είναι για μένα πολύτιμη. Γιατί σε έναν χώρο που δοκιμάζει διαρκώς τις αντοχές σου, αυτές οι απρόσμενες ενισχύσεις είναι που κρατούν τη φλόγα ζωντανή.

Πώς βλέπεις τη σχέση των νέων ανθρώπων με το βιβλίο σήμερα;

Πολύ συχνά ακούμε ότι «οι νέοι δεν διαβάζουν», αλλά εγώ δεν το βλέπω έτσι. Οι νέοι άνθρωποι διαβάζουν, ίσως διαφορετικά, ίσως με άλλους ρυθμούς, ίσως όχι πάντα μέσα από τους κλασικούς “καναπέδες ανάγνωσης” που έχουμε στο μυαλό μας. Αλλά η ανάγκη για ουσία, για σύνδεση, για φωνή, υπάρχει. Και είναι πολύ έντονη.

Πιστεύω πως οι νέοι ψάχνουν βιβλία που να τους μιλούν με αλήθεια. Που να μην τους υποτιμούν. Που να ακουμπάνε τις αγωνίες και τις ερωτήσεις τους χωρίς διδακτισμό. Και όταν τα βρουν, τα κρατούν πολύ δυνατά.

Για μένα, αυτή η σχέση είναι ζωτικής σημασίας. Με ενδιαφέρει βαθιά να ακούω τη φωνή των νέων, να βλέπω τον κόσμο μέσα από τα μάτια τους, όχι μόνο για να «τους καταλάβω», αλλά και για να εμπνευστώ. Έχουν μια καθαρότητα, μια οξυδέρκεια και μια ευαισθησία που ο κόσμος συχνά βιάζεται να αγνοήσει. Εγώ, αντιθέτως, θέλω να τις τιμώ.

Γι’ αυτό κι επιδιώκω οι νέες φωνές να έχουν χώρο στον εκδοτικό μας. Όχι διακοσμητικά, αλλά ουσιαστικά, μέσα από συμμετοχικές δράσεις, εκδόσεις, μικρά συλλογικά projects, αλλά και ό,τι άλλο μπορεί να γεννηθεί από το “μαζί”. Γιατί οι νέοι δεν είναι “το μέλλον”, είναι ήδη το παρόν. Και έχουν πάρα πολλά να μας πουν.

 Ποια είναι η μεγαλύτερη παρεξήγηση που πιστεύεις ότι υπάρχει γύρω από τον ρόλο του εκδότη;

Ίσως η μεγαλύτερη παρεξήγηση είναι ότι ο εκδότης είναι απλώς ένας “μεσάζοντας”, κάποιος που παίρνει ένα κείμενο, το “πακετάρει” και το προωθεί. Ή, ακόμα χειρότερα, κάποιος που κρατά την εξουσία: που αποφασίζει τι αξίζει και τι όχι, που στέκεται από πάνω, αξιολογεί και κρίνει. Αυτό το μοντέλο -το ιεραρχικό κι αποστασιοποιημένο- δεν με εκφράζει καθόλου.

Έχοντας υπάρξει και εγώ από την πλευρά του συγγραφέα, ξέρω πολύ καλά πόσο δύσκολο είναι να εμπιστευτείς τη δουλειά σου. Πόσο εκτεθειμένος αισθάνεσαι όταν παραδίδεις ένα χειρόγραφο. Δεν είναι μόνο κόποι και ώρες, είναι κάτι πολύ πιο βαθύ: παραδίδεις ένα κομμάτι του εαυτού σου, κι αυτό θέλει θάρρος. Το ξέρω από μέσα.

Δυστυχώς, στην πραγματικότητα του σήμερα, υπάρχει πολλή εκμετάλλευση. Συγγραφείς που πληρώνουν για να εκδοθούν χωρίς να στηρίζονται ουσιαστικά, έργα που βγαίνουν χωρίς φροντίδα, διαδικασίες που αγνοούν τον άνθρωπο πίσω από το κείμενο. Όλα αυτά διαστρεβλώνουν την εικόνα του τι θα έπρεπε να είναι ο ρόλος του εκδότη.

Το δικό μου όραμα είναι τελείως διαφορετικό. Θέλω ο εκδότης να είναι συνοδοιπόρος. Να σέβεται, να ακούει, να φροντίζει. Όχι να “κατασκευάζει” έργα, αλλά να τα συνοδεύει ώστε να αναπνεύσουν. Πιστεύω βαθιά στην ισότιμη, ειλικρινή και δημιουργική σχέση με τον συγγραφέα, και παλεύω να το αποδεικνύω αυτό με κάθε έκδοση. Γιατί το βιβλίο είναι μια κοινή πράξη. Και γι’ αυτό αξίζει τον κόπο.

Τι θεωρείς ότι χρειάζεται για να διαμορφωθεί ένα “νέο αναγνωστικό κοινό”;

Πρώτα απ’ όλα, χρειάζεται να σταματήσουμε να μιλάμε στο αναγνωστικό κοινό σαν να είναι ένα «ειδικό είδος» ανθρώπων. Η ανάγνωση δεν είναι προνόμιο, ούτε πολυτέλεια· είναι τρόπος ζωής, τρόπος να βλέπεις τον κόσμο πιο βαθιά. Αν θέλουμε να διαμορφωθεί ένα νέο κοινό, πρέπει να επαναφέρουμε τη σχέση με το βιβλίο στην καθημερινότητα, χωρίς ελιτισμούς, χωρίς απαιτήσεις “υψηλής κουλτούρας”.

Χρειάζεται εμπιστοσύνη στον αναγνώστη. Να του προσφέρουμε έργα που δεν τον χαϊδεύουν, αλλά ούτε τον απομακρύνουν με αφηρημένες “υπερ-κουλτουριάρικες” προσεγγίσεις. Χρειάζονται βιβλία που να μιλούν καθαρά, με ειλικρίνεια, που να ακουμπούν πραγματικές ανησυχίες, υπαρξιακά ερωτήματα, κοινωνικά αδιέξοδα, και να το κάνουν με αισθητική, όχι με διδακτισμό.

Χρειάζονται, επίσης, χώροι. Ζωντανοί χώροι, όπου οι άνθρωποι μπορούν να συναντηθούν γύρω από το βιβλίο, όχι σαν «εκδηλώσεις», αλλά σαν εμπειρίες συνύπαρξης. Από μια λέσχη ανάγνωσης μέχρι ένα εργαστήριο ή μια έκδοση που φτιάχνεται συλλογικά.

Και, φυσικά, χρειάζεται χρόνος. Δεν διαμορφώνεις κοινό από τη μία μέρα στην άλλη. Το χτίζεις, το καλλιεργείς. Με συνέπεια, με σεβασμό και -ίσως πάνω απ’ όλα- με αγάπη για τη διαδικασία. Αν δείξεις ότι πιστεύεις σε αυτό που κάνεις, τότε, αργά ή γρήγορα, βρίσκεις ανθρώπους που θέλουν να περπατήσουν δίπλα σου.

Ποιο είναι το όραμά σου για τον εκδοτικό σου οίκο στα επόμενα πέντε χρόνια;

Δεν με απασχολούν οι αριθμοί ή η μεγέθυνση. Δεν ονειρεύομαι έναν “μεγάλο” εκδοτικό, όσο κι αν μερικές φορές μ’ αρέσει να αστειεύομαι με αυτό· ονειρεύομαι έναν σταθερό, ζωντανό και αξιόπιστο χώρο. Έναν οίκο που να έχει αποκτήσει μια ξεκάθαρη ταυτότητα, να εμπνέει εμπιστοσύνη στους δημιουργούς, να στηρίζεται από ανθρώπους που αγαπούν πραγματικά τη λογοτεχνία και την έκφραση.

Θέλω, σε πέντε χρόνια, να συνεχίζω να εκδίδω βιβλία που δεν βγαίνουν για να “γεμίσουν ράφια”, αλλά για να συναντήσουν ψυχές. Θέλω να έχουμε διευρύνει τη φωνή μας, να έχουμε χτίσει περισσότερες συνέργειες, με σχολεία, με φορείς, με ανθρώπους που βλέπουν τον πολιτισμό ως μέσο ουσιαστικής αλλαγής.

Ονειρεύομαι έναν εκδοτικό που να παραμένει φροντιστικός. Που να μην ξεχνά γιατί ξεκίνησε. Που να μπορεί να πει «όχι» όταν χρειάζεται, να στηρίζει το «ναι» με πάθος, και να συνεχίσει να βλέπει τη λέξη όχι ως προϊόν, αλλά ως γέφυρα.

Αν τα καταφέρουμε αυτά, έστω και σε μικρή κλίμακα, τότε θα νιώθω ότι το όραμα δεν ήταν ουτοπία, αλλά πράξη. Και θα συνεχίσω.

 Σκέφτεσαι να ενσωματώσεις καινοτομίες, όπως ebooks ή ψηφιακές πλατφόρμες;

Ναι, το σκέφτομαι – και ξέρω ότι αργά ή γρήγορα θα είναι απαραίτητο να γίνει. Η τεχνολογία εξελίσσει και τον τρόπο με τον οποίο διαβάζουμε, και είναι σημαντικό να παραμένεις ανοιχτός και προσαρμοστικός. Δεν είμαι αρνητική στα ebooks ή στις ψηφιακές πλατφόρμες, απλώς, για την ώρα, νιώθω πως θέλω λίγο ακόμη να “χαρώ” το βιβλίο όπως το φαντάστηκα: χειροποίητο, τυπωμένο, με υφή και χαρτί.

Θέλω να είμαι παρούσα, ουσιαστικά, σε κάθε στάδιο της δημιουργίας, κι αυτό, προς το παρόν, το καταφέρνω πιο άμεσα με το φυσικό αντικείμενο. Όταν όμως νιώσω ότι είμαστε έτοιμοι να περάσουμε και σε πιο ψηφιακές μορφές χωρίς να χαθεί η ταυτότητα, θα το κάνω. Με τον δικό μου τρόπο, χωρίς φόβο, αλλά με μέτρο και σεβασμό στον πυρήνα της εκδοτικής πράξης.

Ο χρόνος θα το δείξει, και νομίζω θα έρθει φυσικά, όταν θα έχει πραγματικά νόημα.

 Υπάρχει κάποιο “όνειρο” πρότζεκτ που ελπίζεις να υλοποιήσεις σύντομα;

Υπάρχουν πάντα πρότζεκτ που ονειρεύομαι, άλλωστε, χωρίς όνειρα δεν νομίζω ότι αντέχεις σε αυτόν τον χώρο. Πέρα από κάποιους τίτλους που ήδη βρίσκονται σε εξέλιξη και που θεωρώ βαθιά προσωπικούς -βιβλία που «κυνήγησα» με σεβασμό και αγάπη γιατί ένιωσα ότι έχουν κάτι ουσιαστικό να πουν- το μεγαλύτερό μου όνειρο αυτή τη στιγμή είναι να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο η συμμετοχή.

Θέλω να δημιουργήσω δράσεις που να εντάσσουν πιο ενεργά τόσο τις νέες όσο και τις μεγαλύτερες γενιές. Οι νέοι έχουν φρέσκες ματιές, τόλμη, ερωτήματα, κι αξίζουν χώρο. Από την άλλη, οι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας έχουν ιστορίες, μνήμες, σοφία και συχνά αισθάνονται ότι δεν τους ακούει πια κανείς. Θα ήθελα να στήσω γέφυρες μεταξύ τους: μέσα από λέξεις, εκδόσεις, βιωματικά εργαστήρια ή ακόμα και συλλογικά βιβλία.

Ένα πρότζεκτ που να συνδέει γενιές και να φέρνει στο φως αφηγήσεις που συνήθως μένουν στο περιθώριο. Που να υπενθυμίζει ότι όλοι έχουμε κάτι να πούμε, κι ότι όταν κάποιος σου δώσει χώρο να το πεις, μπορεί να γεννηθεί κάτι εξαιρετικό.

Αυτό είναι το όνειρο. Και ελπίζω σιγά σιγά να το δούμε να παίρνει μορφή.

Υπάρχει κάποιο βιβλίο που σε σημάδεψε και καθόρισε την εκδοτική σου κατεύθυνση;

Δεν υπάρχει ένα μόνο βιβλίο, υπάρχουν πολλά. Και περισσότερο από τίτλους, νομίζω πως με καθόρισαν συγγραφείς και τρόποι γραφής. Άνθρωποι που μου μετέδωσαν την αίσθηση ότι η λογοτεχνία δεν είναι κάτι έξω από τη ζωή, αλλά η ίδια η ζωή σε άλλη γλώσσα.

Ως αναγνώστρια, διαμορφώθηκα οργανικά, όχι από κάποια θεωρία ή πρόγραμμα, αλλά από εκείνα τα βιβλία που με βρήκαν την κατάλληλη στιγμή και με άλλαξαν. Αυτή η σχέση, σχεδόν σωματική, με τη λέξη, έγινε σιγά σιγά ένας μονόδρομος: ήθελα αυτή την αγάπη να τη φροντίσω, να τη μοιραστώ, να τη συνεχίσω. Και κάπως έτσι γεννήθηκε και η εκδοτική μου πορεία.

Δεν ονειρεύτηκα ποτέ απλώς να “εκδίδω” βιβλία. Ονειρεύτηκα να είμαι ένας κρίκος στην αλυσίδα που ενώνει έναν συγγραφέα με έναν αναγνώστη, όπως ακριβώς κάποτε ενώθηκαν κι εμένα βιβλία με τα δικά μου εσωτερικά τοπία. Αυτό θέλω να προσφέρω.

 Τι σε εμπνέει στην καθημερινότητά σου για να συνεχίζεις;

Με εμπνέουν οι μικρές, αθόρυβες στιγμές. Ένα μήνυμα από έναν συγγραφέα που μου λέει «σε ευχαριστώ που πίστεψες σε μένα», ένας αναγνώστης που συγκινήθηκε από ένα βιβλίο μας, μια συνάντηση που δεν ήταν προγραμματισμένη αλλά άφησε κάτι αληθινό.

Με εμπνέει η ομάδα μου, οι άνθρωποι που είναι δίπλα μου σε αυτό το εγχείρημα, όχι για τη δόξα ή το αποτέλεσμα, αλλά γιατί πιστεύουν πως η τέχνη, το βιβλίο, η συνάντηση, μετράνε. Οι φίλοι μου και μαθητές μου που τους βλέπω να γίνονται άξιοι εραστές της γλώσσας και που με νοιάζονται και με φροντίζουν, και μένα και το όραμά μου.

Και, πάνω απ’ όλα, με εμπνέει η επιθυμία να μη συμβιβαστώ. Να συνεχίσω να κάνω χώρο για τις φωνές που αξίζουν να ακουστούν. Όσο κι αν είναι δύσκολες οι συνθήκες, αν κρατάει κανείς ζωντανή τη φλόγα μέσα του, έστω και μικρή, τότε υπάρχει λόγος να συνεχίσει.

Αυτόν τον λόγο ψάχνω κάθε μέρα. Και σχεδόν πάντα, τον βρίσκω.

Γιατί διάλεξες αυτόν τον τίτλο;

Ο τίτλος ΤΡΙ.ΕΝΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ γεννήθηκε σχεδόν φυσικά, σαν να υπήρχε ήδη και απλώς έπρεπε να του δώσουμε μορφή. Στην αρχή ήταν τέσσερις οι άνθρωποι πίσω από την ιδέα, γι’ αυτό και το 3+1, που έγινε ΤΡΙ.ΕΝΑ. Αλλά πολύ σύντομα, ακόμη κι αν το σχήμα δεν παρέμεινε το ίδιο, το όνομα αυτό άρχισε να σημαίνει κάτι πολύ περισσότερο για μένα.

Το είδα σαν ένα σύμβολο συνύπαρξης. Ότι μπορούμε να είμαστε διαφορετικοί, με άλλες διαδρομές, ηλικίες, εμπειρίες, και να ενωνόμαστε μέσα από τον πολιτισμό. Ένα σημείο συνάντησης. Ένας κοινός τόπος όπου η τέχνη, η φωνή, η ιστορία και η φροντίδα βρίσκουν τρόπο να συμβαδίζουν.

Ήθελα ο τίτλος να δηλώνει ότι δεν πρόκειται απλώς για έναν εκδοτικό οίκο, αλλά για έναν πολιτιστικό χώρο, για ένα οικοσύστημα από δράσεις, ανθρώπους, βλέμματα. Κάτι που ξεκινά από το βιβλίο αλλά δεν σταματά σε αυτό. Ένα έναυσμα για κάτι ευρύτερο, κι ίσως και πιο αναγκαίο.

Πώς θα περιέγραφες τον ρόλο του βιβλίου στον σημερινό κόσμο με μία λέξη;

Ανάγκη ή/και αντίσταση

 

Προηγούμενο άρθροΌταν οι γονείς μας συρρικνώνονται (συζητούν η Νίκη Κωνσταντίνου Σγουρού και η Μαρία Τοπάλη)
Επόμενο άρθροΔιαμάχη για μια φιλοσοφική σκια (του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ