Βασίλι Γκρόσμαν: η πάλη για την ελευθερία (Της Δήμητρας Ρουμπούλα)

0
1150

 

Της Δήμητρας Ρουμπούλα (*)

«Πρόοδος, στην ουσία, είναι η επέκταση της ανθρώπινης ελευθερίας. Τι είναι η ζωή, αν όχι ελευθερία; Η εξέλιξη της ζωής είναι η εξέλιξη της ελευθερίας».

Αυτήν την ελευθερία στέρησε ο σταλινισμός από τη σοβιετική κοινωνία και με τις τραγικές συνέπειες της βάναυσης στέρησής της καταπιάνεται ο Βασίλι Γκρόσμαν στο  βιβλίο του «Τα πάντα ρει», το οποίο αποτελεί εν πολλοίς συνέχεια του προηγούμενου επικού «Ζωή και πεπρωμένο», που κυκλοφόρησε πάλι από τις εκδόσεις «Γκοβόστη» και σε μετάφραση Γ. Μπλάνα πριν από τρία περίπου χρόνια.

Οι δύο ελληνικές εκδόσεις μάς φέρνουν σε επαφή με έναν μεγάλο συγγραφέα, ο οποίος, αν η ζωή (πέθανε από καρκίνο το 1964 στα 61 του) και η κατάσταση στη χώρα του είχαν σταθεί πιο δίκαια απέναντί του, θα είχε αφήσει ως παρακαταθήκη πραγματικά αριστουργήματα. Γιατί τόσο το «Ζωή και πεπρωμένο» όσο και το «Τα πάντα ρει» έμειναν ανολοκλήρωτα.

Το μεν πρώτο, όταν ο Γκρόσμαν,  έχοντας ολοκληρώσει την πρώτη μορφή του έργου που είχε πάρει διαστάσεις τολστοϊκής εποποιίας, θέλησε να το δημοσιεύσει, κατασχέθηκε από την Κα-Γκε-Μπε τον Φεβρουάριο του 1961. Γιατί; Η απάντηση δόθηκε ωμή από τον θεωρητικό του Κόμματος Μιχαήλ Σουσλόφ: «Γιατί θα πρέπει να προσθέσουμε το βιβλίο αυτό στις τόσες ατομικές βόμβες που μας σημαδεύουν; Γιατί θα πρέπει να εκδώσουμε ένα βιβλίο που θέτει σε δημόσιο διάλογο την αναγκαιότητα ύπαρξης της Σοβιετικής Ενωσης;» Έτσι το έργο, σύμφωνα πάντα με τον Σουσλόφ, δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει στη Σοβιετική Ένωση πριν από διακόσια ή τριακόσια χρόνια. Χρειάστηκαν 52 χρόνια, μόλις το 2013, για να «απελευθερωθεί» το χειρόγραφο από τα Κρατικά Λογοτεχνικά Αρχεία της Ρωσίας. Το 1990 είχε δει το φως μια έκδοση «βάσει χειρογράφου του συγγραφέα» και νωρίτερα το 1980 στη Λωζάννη της Ελβετίας κυκλοφόρησε μια άλλη έκδοση βάσει ενός άλλου χειρογράφου που είχε εμπιστευθεί ο συγγραφέας στον ποιητή και μεταφραστή Σεμιόν Λίπκιν, ο οποίος το είχε βγάλει στο εξωτερικό σε μικροφίλμ και τη βοήθεια του Αντρέι Ζαχάροφ.

Η μοίρα του δεύτερου, «Τα πάντα ρει», καθορίστηκε, όπως είναι φυσικό, από την απώλεια του αριστουργήματος «Ζωή και πεπρωμένο» και την επακόλουθη ψυχολογική και σωματική κατάρρευση του συγγραφέα, οποίος δεν πρόλαβε να το ολοκληρώσει αφού τον πρόλαβε ο θάνατος.

Ο Βασίλι Γκρόσμαν άρχισε να γράφει το «Τα πάντα ρει» το 1955, δύο χρόνια μετά από το θάνατο του Στάλιν, και μοιάζει να συνεχίζει το νήμα από εκεί που το άφησε με το «Ζωή και πεπρωμένο». Στο τελευταίο μιλούσε για το πολιορκημένο Στάλινγκραντ, για ένα γερμανικό στρατόπεδο εξόντωσης κι ένα σοβιετικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, με πολλούς από τους ήρωες να κρατούν από τα χρόνια της μπολσεβίκικης επανάστασης. Στο «Τα πάντα ρει» ο κεντρικός ήρωας έχει μόλις αποφυλακιστεί, από στρατόπεδο στη Σιβηρία, επιστρέφει στη Μόσχα και σε μια κοινωνία που δυσκολεύεται να αναγνωρίσει και να καταλάβει. Ο Ιβάν Γκριγκόριεβιτς είναι πια ένας γέρος πενηντάρης. Τριάντα ολόκληρα χρόνια πέρασαν από τότε που ήταν φοιτητής και συνελήφθη. Η διαδρομή είναι γνωστή και από άλλα έργα της σοβιετικής λογοτεχνίας: Λουμπλιάνκα με τις εξοντωτικές ανακρίσεις, Μπουτίρκα, η φοβερή φυλακή της Μόσχας, και κατόπιν στρατόπεδο εργασίας στην Κολίμα της Σιβηρίας. Επιχειρώντας να ξαναβρεί τη χαμένη του ζωή, χάνεται μέσα στο λαβύρινθο της σοβιετικής κοινωνίας όπως έχει διαμορφωθεί. Η γυναίκα που αγαπούσε έχει παντρευτεί άλλον. Η μάνα του έχει πεθάνει. Επισκέπτεται το πιο  στενό του πρόσωπο, τον εξάδελφό του Νικολάι Αντρέγεβιτς, επιφανή επιστήμονα βιολογίας, για τον οποίον τούτη η επίσκεψη στέκεται αφορμή να αναλογιστεί για πρώτη φορά τις δικές του ευθύνες και ενοχές. Τούτη η επίσκεψη ερχόταν να διαγράψει με μια μονοκοντυλιά ολόκληρη τη ζωή του. Μια ζωή που, μέσα σε ένα γενικό εφιαλτικό κλίμα φόβου και υποψίας, στιγματίστηκε από την υποταγή, την πίστη και την υπακοή. Είχε ψηφίσει για όλα, για τις διαβόητες Δίκες των Γιατρών (ήθελαν δήθεν να δηλητηριάσουν επιφανή στελέχη του Κόμματος) και για τις άλλες μεγάλες Δίκες, εκείνες της Μόσχας, το 1937, που σε μια σύσκεψη σήκωσε το χέρι του υπέρ της θανατικής ποινής για τον Ρίκοφ, τον Μπουχάριν και άλλους πρωτοκλασάτους μπολσεβίκους. Δεν είχε αντιδράσει ούτε για τις εκτοπίσεις συναδέλφων του επιστημόνων που κατηγορούνταν ως «κοσμοπολίτες» και πράκτορες της Δύσης. Μα αφού ομολόγησαν οι ίδιοι, δικαιολογείται, αν και γνώριζε ότι είχαν υποβληθεί σε ανεπίτρεπτα μέσα ανάκρισης. Το γεγονός ότι ο ίδιος δεν είχε καταδώσει ποτέ κανέναν δεν αρκούσε για να είναι και να θεωρείται έντιμος.

Να όμως τώρα που «το θεϊκό άμεμπτο κράτος μετανοούσε για τα εγκλήματά του» και μετά από το θάνατο του Στάλιν περνούσε στην αποσταλινοποίηση! Και πάλι δεν θέλει να δει ότι ο σταλινισμός παρέμενε. Ο καλοντυμένος Νικολάι αποδεικνύεται γυμνός μπροστά στα μάτια του ρακένδυτου εξαδέλφου του Ιβάν, ο οποίος κάποτε, φοιτητής, σε μια αίθουσα διαλέξεων δήλωνε πως «η ελευθερία είναι τόσο σημαντικό αγαθό όσο και η ίδια η ζωή, πως κάθε περιορισμός κουτσουρεύει τον άνθρωπο (…) και πως η εκμηδένιση της ελευθερίας αντιστοιχεί με δολοφονία».

Η σιωπή, η μαζική υποταγή, η μακάρια δειλία μπροστά σε μια πανίσχυρη δύναμη, η τυφλή εμπιστοσύνη στην αλήθεια του Κόμματος,  η διαδικασία ενοχοποίησης αθώων και κατάδοσής τους, (ο ήρωας συνάντησε σε ένα δρόμο του Λένινγκραντ τον καταδότη του, άλλοτε συμφοιτητή του, γεμάτο με παράσημα), μα και η ομολογία – παραδοχή της ενοχής με κίνδυνο την εκτόπιση ή εκτέλεση, απασχολούν τον Βασίλι Γκρόσμαν ως μυστήρια της ανθρώπινης ψυχής  ή καλύτερα της «ρωσικής ψυχής».  Γι΄ αυτήν την τελευταία ο συγγραφέας αφιερώνει αρκετές σελίδες, επιχειρώντας να εξηγήσει όλα αυτά που συνέβησαν και κάποτε φαίνονταν σαν παραφροσύνη, σαν αυτοκαταστροφή και έκαναν τους ανθρώπους να χάσουν τα λογικά τους. Γιατί δεν ήταν μόνο οι εκτοπίσεις, οι εκτελέσεις και οι στημένες Δίκες, αλλά και η τρομερή διαδικασία της κολεκτιβοποίησης ή «αποκουλακοποίησης» που συνέτριψε αγροτικές οικογένειες και έφερε τον τρομερό λιμό στην Ουκρανία (πατρίδα του συγγραφέα) κι αλλού (είναι συγκλονιστικές οι αναφορές του).

Κατά τον Γκρόσμαν, η Ρωσία κάνοντας την Επανάσταση τρεφόταν με μια δανεική, από την Δύση, ιδέα της ελευθερίας, γιατί η ίδια η «ρωσική ψυχή» ήταν γαλουχημένη μέσα στα χίλια χρόνια δουλείας. Μια άβυσσος χώριζε την Ρωσία από τη Δύση: «Η εξέλιξη της Δύσης γονιμοποιήθηκε από την επέκταση της ελευθερίας, η εξέλιξη της Ρωσίας γονιμοποιήθηκε από την αύξηση της δουλείας». Όσο ισχυρότερη γινόταν η εξουσία και η επαναστατική βία πάνω στο σώμα μιας πειθήνιας χώρας τόσο λιγότερη ήταν, λέει ο συγγραφέας, η δύναμη του Λένιν να παλέψει εναντίον της πραγματικά σατανικής δύναμης του δουλικού παρελθόντος της Ρωσίας.

Με μια ρεαλιστική και νευρώδη γραφή, με το κέντρο βάρους του στην Ιστορία και στην ανθρώπινη ψυχή, ειδικά των Ρώσων, ο Βασίλι Γκρόσμαν, ο οποίος σημειωτέον δεν απαρνήθηκε ποτέ το όραμα της σοσιαλιστικής κοινωνίας, προσπαθεί να χωρέσει πολλά σε 230 σελίδες. Να περιγράψει όσα τραγικά συνέβησαν, να ερμηνεύσει τις μεθόδους του Λένιν, να μιλήσει για τον Στάλιν και τον σταλινισμό, να ασκήσει κριτική στην κοινωνία. Και επιπλέον να συνταιριάξει τη λογοτεχνία με τον δοκιμιακό λόγο. Δικαίως ο μεταφραστής Γιώργος Μπλάνας επισημαίνει στον πρόλογό του ότι τόσοι  στόχοι χρειάζονταν αντοχές που ο Γκρόσμαν δεν διέθετε εκείνη τη εποχή. Ωστόσο μας άφησε ένα συνταρακτικό, συγκινητικό και ευαίσθητο,  έργο, με έναν ήρωα, τον Ιβάν Γκριγκόριεβιτς που μένει στο μυαλό μας και ένα λόγο που πράγματι διαπνέεται από τολστοϊκή δύναμη.

 

(*) Η Δήμητρα Ρουμπούλα είναι δημοσιογράφος

 

Βασίλι Γκρόσμαν, «Τα πάντα ρει», Μετάφραση από τα ρωσικά: Γιώργος Μπλάνας, εκδ. Γκοβόστη

Προηγούμενο άρθρο«Οι Απόντες» στο Μουσείο Φρυσίρα
Επόμενο άρθροΗ Κρυφή Γοητεία του Εντέρου ( του Δημήτρη Σωκιαλίδη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ