Συνταγογράφηση βιβλίων. Μπορεί να εφαρμοστεί στην Ελλάδα; (της Δήμητρας Διδαγγέλου)

1
2801
Julia Fullerton-Batten

 

της Δήμητρας Διδαγγέλου (*)

                                              Η δική μας σοφία αρχίζει εκεί που τελειώνει η σοφία του                                                                                          συγγραφέα (Μαρσέλ Προυστ)

 

Όταν ανοίγουμε ένα βιβλίο μεταφερόμαστε στον κόσμο των σελίδων του, όπως τον έπλασε ο/η συγγραφέας αλλά και όπως τον φτιάχνουμε εμείς με βάση τις δικές μας εμπειρίες. Κανείς δεν διαβάζει το ίδιο βιβλίο και κανένα βιβλίο δεν το διαβάζουμε δύο φορές με τον ίδιο τρόπο.

Η ανάγνωση είναι μια εμπειρία πνευματική όσο και ψυχική. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει νιώσει τις ευεργετικές ιδιότητές της. Όταν διαβάζουμε, μέσα μας ενεργοποιείται μια διεργασία με αποτελέσματα που μπορεί να είναι ανακουφιστικά, καθαρκτικά, επουλωτικά, ακόμα και θεραπευτικά. Αυτή ακριβώς η επίδραση αποτελεί και τη βάση της λεγόμενης βιβλιοθεραπείας.

Στη βιβλιοθεραπεία, η λογοτεχνία χρησιμοποιείται με σκοπό την προσωπική ανάπτυξη και ψυχική ενδυνάμωση. Η ιδέα της χρήσης των βιβλίων για θεραπευτικούς σκοπούς βρίσκεται ήδη στην αρχαιότητα. Στην είσοδο της βιβλιοθήκης του Ραμσή Β’ στην Αίγυπτο υπήρχε η επιγραφή «Ψυχής Ιατρείον», ενώ στην Αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη, η λογοτεχνία θεωρούνταν μέσο κάθαρσης και αυτοβελτίωσης.

Η βιβλιοθεραπεία εμφανίστηκε επίσημα ως όρος «bibliotherapy» (από τις ελληνικές λέξεις) το 1916 και άρχισε να γίνεται δημοφιλής μέθοδος κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στη Μ.Βρετανία και στις ΗΠΑ για τη θεραπεία νοσηλευόμενων ασθενών και στρατιωτών που υπέφεραν από μετατραυματικό στρες.

Οι Σίγκμουντ και Άννα Φρόυντ χρησιμοποιούσαν τη λογοτεχνία στην ψυχαναλυτική πρακτική τους και τη δεκαετία του ’40 είχαν γίνει πολύ δημοφιλείς στα σχολεία οι ομάδες βιβλιοθεραπείας υπό την καθοδήγηση δασκάλων.

Ο Μαρσέλ Προυστ, εκτός από ταλαντούχος συγγραφέας ήταν και παθιασμένος αναγνώστης καταγράφοντας τους στοχασμούς του πάνω στο θέμα της ανάγνωσης. Στο βιβλίο του «Ημέρες Ανάγνωσης» γίνονται αναφορές που δείχνουν το πόσο εύστοχα είχε συλλάβει την ψυχοθεραπευτική λειτουργία που μπορεί να έχει η λογοτεχνία πριν από την επίσημη εμφάνιση της βιβλιοθεραπείας: «Η ανάγνωση είναι το πρόπυλο της πνευματικής ζωής. Μπορεί να μας εισαγάγει σε αυτήν: δεν συγκροτεί την ουσία της. Υπάρχουν ωστόσο ορισμένες περιπτώσεις, ορισμένες παθολογικές, θα λέγαμε, περιπτώσεις πνευματικής κατατονίας, όπου η ανάγνωση μπορεί να αποβεί ένα είδος επιβεβλημένης θεραπευτικής αγωγής και να επιφορτιστεί, μέσω συνεχών παροτρύνσεων, με το να επανεισάγει διαρκώς ένα νωθρό πνεύμα στην πνευματική ζωή. Τα βιβλία τότε διαδραματίζουν ως προς αυτό το πνεύμα ρόλο ανάλογο με εκείνον των ψυχοθεραπευτών ως προς ορισμένους νευρασθενείς.»

Ο Ουμπέρτο Έκο στο βιβλίο του «Εξομολογήσεις ενός νέου μυθιστοριογράφου» έκανε λόγο για την αίσθηση της ανακούφισης που μπορεί να προσφέρει η ανάγνωση: «(…) Το κείμενο ως κείμενο εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει μια ανακουφιστική παρουσία, ένα σημείο από το οποίο μπορούμε να κρατηθούμε γερά.»

Πιο πρόσφατα, ο σύγχρονος Ιταλός συγγραφέας Φάμπιο Στάσι με το βιβλίο του Η Χαμένη Αναγνώστρια (εκδ. Ίκαρος, μτφρ. Δήμητρα Δότση) έκανε δημοφιλή τον όρο στο ευρύ κοινό.

Πώς εφαρμόζεται η μέθοδος;

Σε μια συνεδρία βιβλιοθεραπείας -είτε ατομικά είτε σε ομάδα- ο διευκολυντής επιλέγει κάποιο βιβλίο ή απόσπασμα το οποίο γίνεται αφορμή για συζήτηση, ενδοσκόπηση και έκφραση. Συνήθως υπάρχουν κάποια στάδια στα οποία βασίζεται η διαδικασία, όπως είναι η ταύτιση ή μη του αναγνώστη με τους ήρωες ή τις καταστάσεις των ιστοριών, η διερεύνηση και αναγνώριση των δικών θεμάτων, οι συνειδητοποιήσεις και η εφαρμογή τους.

Αυτά τα κείμενα συνήθως τα επιλέγει ο καθοδηγητής, όμως ανάλογα με το μοντέλο που ακολουθείται μερικές φορές μπορεί η επιλογή να γίνει από τον συμμετέχοντα. Πρόκειται για μια διαδικασία όπου ο σκοπός είναι το κατάλληλο βιβλίο να φτάσει στο κατάλληλο άτομο τη σωστή στιγμή.

Στη βιβλιοθεραπεία δεν δίνονται έτοιμες απαντήσεις, αλλά δημιουργείται ένα ασφαλές περιβάλλον όπου το κάθε άτομο ανακαλύπτει τις δικές του. Οι ερωτήσεις και η καθοδήγηση της διαδικασίας συνήθως γίνονται ανάλογα με το μοντέλο που ακολουθεί ο διευκολυντής και το εκπαιδευτικό του υπόβαθρο.

Τα οφέλη από τη χρήση των βιβλίων για θεραπευτικούς σκοπούς είναι πολλά. Τα άτομα μπορούν να δουν μείωση των συμπτωμάτων που τους απασχολούν, ν’ αυξήσουν την αυτογνωσία τους, να μάθουν ν’ αναγνωρίζουν και να εκφράζουν τα συναισθήματά τους, ν’ αναπτύξουν την ενσυναίσθηση, να μειώσουν το άγχος, να αλλάξουν δυσλειτουργικές συμπεριφορές, να γίνουν πιο κοινωνικά κ.ά.

Ένα σημαντικό σημείο είναι ότι για να υπάρξουν οφέλη από τη χρήση των βιβλίων δεν αρκεί η απλή ανάγνωση. Για να γίνει η διαδικασία αποτελεσματική, χρειάζεται να ακολουθείται κάποια μέθοδος και να υπάρχουν ορισμένες προϋποθέσεις, όπως η ανάπτυξη μιας καλής σχέσης ανάμεσα στο διευκολυντή και τον συμμετέχοντα, ο συμμετέχων να είναι ανοιχτός στη διαδικασία, να υπάρχει προηγούμενη εξοικείωση με τη λογοτεχνική γραφή και ικανότητα για εμβάθυνση στις έννοιες του κειμένου.

Επιπλέον, η βιβλιοθεραπεία έχει κάποιους περιορισμούς και δεν πρέπει να θεωρείται ως θεραπεία για όλα τα είδη συναισθηματικών προβλημάτων. Δεν προορίζεται για σοβαρές συναισθηματικές διαταραχές και όταν διαπιστώνεται ότι υπάρχουν τέτοιες καταστάσεις, θα πρέπει να αναζητείται η βοήθεια ειδικών. Έχει, επίσης, αναφερθεί ότι σε ορισμένες περιπτώσεις η ανάγνωση θεμάτων ίδιων ή παρόμοιων με αυτά που απασχολούν τον αναγνώστη, θα μπορούσε να εντείνει το πρόβλημα.

Ο Προυστ είχε εκφράσει μια ένστασή του: «Ενόσω η ανάγνωση είναι για μας η παροτρύνουσα δύναμη της οποίας τα μαγικά κλειδιά ανοίγουν τα βάθη του εαυτού μας την πύλη των ενδιαιτημάτων όπου δεν θα ξέραμε τον τρόπο να εισδύσουμε, ο ρόλος της στη ζωή μας είναι ευεργετικός. Γίνεται αντιθέτως επικίνδυνος όταν η ανάγνωση, αντί να μας μυήσει στην προσωπική πνευματική ζωή, τείνει να την υποκαταστήσει (…).»

Τα βιβλία που χρησιμοποιούνται στη βιβλιοθεραπεία είναι τόσο μυθοπλασίας όσο και μη μυθοπλαστικά (π.χ. βιογραφίες) ή λογοτεχνικά. Σε κάποιες περιπτώσεις χρησιμοποιούνται και αυτο-βοήθειας, αλλά δεν είναι όλα κατάλληλα, αυτό συνήθως δεν προτιμάται. Δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν όλα τα βιβλία, χρειάζεται να πληρούνται κάποια στάνταρντς ποιότητας ώστε να είναι αποτελεσματικά.

 

Τι συμβαίνει στο εξωτερικό και στην Ελλάδα

Στο εξωτερικό, η συνταγογράφηση βιβλίων εφαρμόζεται ήδη από τις αρχές του 2000, με πρωτοπόρο τη Μ. Βρετανία, όπου οι γιατροί προτείνουν βιβλία για διάφορες ψυχικές καταστάσεις, όπως το άγχος ή η κατάθλιψη. Το ίδιο μοντέλο ακολούθησαν αργότερα και άλλες χώρες, όπως το Βέλγιο, η Ολλανδία, η Δανία, η Γερμανία, η Αυστραλία. Θα πρέπει να σημειωθεί πως οι ειδικοί για να μπορέσουν να ασκήσουν την βιβλιοθεραπεία θα πρέπει προηγουμένως να έχουν εκπαιδευτεί.

Στην Ελλάδα θα ήταν εφικτό, είναι απαραίτητη όμως η συνεργασία διάφορων ειδικοτήτων, η κατάλληλη εκπαίδευση των επαγγελματιών και σε πολλές περιπτώσεις η συνεργασία με βιβλιοθηκονόμους.

Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που επαγγελματίες από διάφορους κλάδους ισχυρίζονται ότι κάνουν βιβλιοθεραπεία χωρίς να διαθέτουν τις κατάλληλες γνώσεις ή πιστοποιημένα προσόντα. Όπως συμβαίνει και με διάφορα άλλα επαγγέλματα (η συζήτηση αυτές τις μέρες για την άδεια των ψυχολόγων είναι πολύ έντονη), δεν υπάρχει κάποιο προστατευτικό πλαίσιο.

Σε κάθε περίπτωση, βιβλιοθεραπεία δεν είναι το να δίνει κανείς απλώς μια λίστα βιβλίων και να συζητά γι’ αυτά, αυτό θα μπορούσε να γίνει και με μια παρέα φίλων. Χρειάζεται να υπάρχει ένα ασφαλές πλαίσιο, συγκεκριμένος στόχος και κατάλληλα εκπαιδευμένος διευκολυντής, προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι δεν θα προκληθούν ανεπιθύμητες συνέπειες, όπως για παράδειγμα να βγουν στην επιφάνεια άλυτα ψυχικά θέματα, να οξυνθούν κάποια προβλήματα ή να γίνει επανατραυματισμός σε περιπτώσεις τραυμάτων. Δεν είναι λίγες οι φορές που κάποιος/-α μπορεί να έχει διαβάσει ένα βιβλίο ή να έχει συμμετάσχει σε μια ομάδα βιβλιοθεραπείας και να έχει βγει περισσότερο μπερδεμένος/-η ή έχοντας ανοίξει θέματα τα οποία δεν δόθηκε η δυνατότητα να κλείσουν.

Αν κάποιος επιθυμεί να δοκιμάσει τη βιβλοθεραπεία είτε ατομικά είτε σε ομάδα, καλό θα είναι να ρωτήσει προηγουμένως τι είδους εκπαίδευση έχει λάβει ο εισηγητής/η εισηγήτρια και ποιο μοντέλο ακολουθεί. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα ξέρει ότι θα έχει διασφαλιστεί ένα μίνιμουμ ασφαλούς, υποστηρικτικού και αποτελεσματικού περιβάλλοντος.

Όσο το αν θα μπορέσει η βιβλιοθεραπεία κάποια στιγμή να ενταχθεί επίσημα σε θεσμικό πλαίσιο στην Ελλάδα, αυτό είναι τόσο εύκολο ή δύσκολο να γίνει όσο το να επιτευχθεί ομαλή συνεργασία μεταξύ των διαφόρων ειδικοτήτων που εμπλέκονται.

 

(*) H Δήμητρα Διδαγγέλου είναι Ψυχολόγος, M.Sc. Ψυχολογία & Μ.Μ.Ε., Υποψ. Διδακτόρισσα Τμ. Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου της Γάνδης

 

Προηγούμενο άρθροΝικόλαος Κάλας: “Οι κατηγορίες των εικόνων” (μτφρ. Αλεξάνδρα Δεληγιώργη)
Επόμενο άρθροΕΛΣΑΛ- ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Διαγωνισμός μυστηρίου με 125 λέξεις

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Στο πολύ διαφωτιστικό σας άρθρο σημαντικές είναι οι προϋποθέσεις για την εισαγωγή της βιβλιοθεραπείας από ειδικούς και όχι από, ενδεχομένως, καλούς αναγνώστες ή συγγραφείς που με τα έργα τους θα ήθελαν να βοηθήσουν στη λύση ποικίλων ατομικών προβλημάτων. Στον χώρο της παιδικής λογοτεχνίας γίνεται κατά κόρον. Δεκάδες τα ψυχολογίζοντα βιβλία, ιδιαίτερα για τα μικρότερα παιδιά, τα οποία υποδεικνύουν τρόπους για την αντιμετώπιση πάσης φύσεως καθημερινών ζητημάτων. Αν προτείνω σ’ ένα παιδί, για παράδειγμα, ένα βιβλίο για το θυμό, την ασθένεια ή τον θάνατο, η ουσία του θα πέσει στο κενό αν δεν ακολουθηθεί από το χτίσιμο της σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ αναγνώστη και ‘ενηλίκου’ που θα το διαβάσει μαζί του ώστε η ανάγνωση να γίνει πιο βαθιά. Πολλοί νομίζουν ότι τέτοια βιβλία γράφονται εύκολα και λύνουν επίσης εύκολα τα προβλήματα.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ