Δημοσιογραφική καταγραφή, ρεαλισμός και λογοτεχνικότητα (της  Ειρήνης Σταματοπούλου)

0
864

       

της  Ειρήνης Σταματοπούλου.

Η έννοια της λογοτεχνικότητας έχει αποδειχτεί διαχρονικά ένα δυσεπίλυτο (αν όχι ανεπίλυτο) πρόβλημα, όπως και το ερώτημα περί ρεαλισμού τού κειμένου που έχει βασανίσει τόσο τη θεωρία όσο και τους ίδιους τους δημιουργούς χωρίς ποτέ να έχει καταλήξει σε οριστικές απαντήσεις. Το λογοτεχνικό έργο καταγράφει, αποτυπώνει, αποκαλύπτει ή σχολιάζει την πραγματικότητα; Ο John Barth είπε κάποτε ότι «η πραγματικότητα είναι ωραίο μέρος για να το επισκέπτεται κανείς αλλά όχι για να το κατοικεί, και η λογοτεχνία ποτέ δεν κατοίκησε εκεί για πολύ».

Στην κριτική της τέχνης, ο όρος «ρεαλισμός», ενώ οι ρίζες του ανάγονται στην δυτική μιμητική παράδοση της ιδέας πως η τέχνη αντιγράφει τη φύση, αποκτά σημασία μόνο κατά τον 19ο αιώνα και συνοδεύεται από μια κοινωνική διάσταση υπό τη μορφή μιας υπονοούμενης τελεολογίας εκδημοκρατισμού, που διευκόλυνε την ανάδυση πιο εκτεταμένων και κατώτερων κοινωνικά ομάδων ανθρώπων στη θέση του υλικού πραγμάτευσης της προβληματικής-υπαρξιακής αναπαράστασης.[1]

Ο Roland Barthes, από την άλλη, συνδέει τη ρεαλιστική αναπαράσταση ενός κόσμου με μια ορισμένη προφάνεια αυτού του κόσμου, επισημαίνοντας ωστόσο: «Το ίδιο το αναλυτικό πνεύμα, όπλο του θριαμβεύοντος λογικού, δεν μπορεί παρά να διπλασιάζει τον ερμηνευμένο κόσμο μ’ ένα νέο κόσμο ερμηνευτέο, σύμφωνα με μια διαδικασία ατέλειωτης κυκλικότητας, που είναι η ίδια η διαδικασία του λεξικού, όπου η λέξη δεν μπορεί να οριστεί παρά με άλλες λέξεις».[2]

Σύμφωνα με έναν άλλο θεωρητικό, τον Jean Bessière, ο ρεαλισμός εννοεί να θεσπίσει μια σαφή σχέση με το αντικείμενο και να βρει τη σωστή λέξη, η οποία θα είναι σωστή άπαξ και δικαιώνει το αντικείμενο. Και ενώ η ακραία μορφή της αναπαράστασης επικυρώνει τη δύναμη της λέξης, εφόσον ο κόσμος υφίσταται στον βαθμό που υπάρχει η λέξη, η ίδια η έννοια ή η επιδίωξη του ρεαλισμού εμφανίζεται ως παράλογη, με την αντίφαση να διατυπώνεται ως εξής: «Δεν υπάρχει αντικείμενο και υπάρχει μια προσδοκία του αντικειμένου – η απαρχή της προσποίησης / make believe του ρεαλισμού. Η αντικειμενοποίηση μετατρέπει την αντικειμενικότητα σε απλή σύγκλιση των οπτικών μεταξύ τους – το ρεαλιστικό έργο είναι το συγκριτικό σύστημα των ίδιων των συμβάσεών του. Αν δεν υπάρχει αντικείμενο αναφοράς του έργου, οι τεχνικές της αντικειμενοποίησης – αφήγηση, αφηγητής, οπτική – και η χωροχρονική οργάνωση – ο διπλός χωροχρονικός τόπος δεν σταματά να επανέρχεται και να διαφοροποιείται – εκφράζουν τη συνέχεια των έγχρονων ταυτοτήτων, των αντικειμένων και των δρώντων προσώπων: η αφήγηση είναι η αφήγηση της μετακίνησης του δρώντος προσώπου και του αντικειμένου από τον έναν τόπο στον άλλο, της διάβασης των ορίων χωρίς μεταβολή των ταυτοτήτων. Το ρεαλιστικό έργο εμφανίζεται έτσι δομικά παρόμοιο με το αντι-ρεαλιστικό έργο: παρουσιάζει το κενό της αναπαράστασης ως συμμετρικό προς το κενό του υποκειμένου».[3]

Στην ιστορία της λογοτεχνίας, όταν η μετα-νεωτερική «κρίση της αφήγησης» συσκότισε ακόμη περισσότερο το τοπίο και η λογοτεχνία φαινόταν πρόθυμη να εγκαταλείψει οποιαδήποτε αξίωση για απόδοση της πραγματικότητας (η οποία τέθηκε υπό αμφισβήτηση καθ’ αυτή) εκείνη που προσέφερε μια εναλλακτική απάντηση ήταν η μη-μυθοπλαστική γραφή (non-fiction) με τη μορφή της λεγόμενης «νέας δημοσιογραφίας». Εδώ η ουσία έγκειται στην αμφισβήτηση των ίδιων των ορίων μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας και στην πεποίθηση ότι η δημοσιογραφία μπορεί να δανείζεται από τις συμβάσεις της λογοτεχνίας προκειμένου να παράγει μια υβριδική μορφή αφήγησης (faction), κάτι μεταξύ της αναπαράστασης του γεγονότος (fiction) και του γεγονότος αυτού καθ’ αυτού (fact).[4]

Το 1966, ο Truman Capote, δοκιμάζει τη σύγκλιση όλων των παραπάνω απόψεων σε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον εγχείρημα, και γράφει το «Εν ψυχρώ», το οποίο ο ίδιος χαρακτηρίζει ως «μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα», προκειμένου να αφηγηθεί την άγρια δολοφονία μιας αγροτικής οικογένειας, που είχε συγκλονίσει ολόκληρη την αμερικανική κοινωνία λίγα χρόνια νωρίτερα, και να της προσδώσει οικουμενικά συμβολικές διαστάσεις.

Στις 15 Νοεμβρίου του 1959, δύο άνδρες, οι Πέρρυ Έντουαρντ Σμιθ και Ρίτσαρντ Γιουτζίν Χίκοκ, εισβάλουν στην οικία των Κλάττερ και δολοφονούν και τα τέσσερα μέλη της οικογένειας: τον γαιοκτήμονα, δραστήριο στα κοινά, Χερμπ Κλάττερ, την άρρωστη σύζυγό του και τα δυο τους παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Ο Τρούμαν Καπότε φτάνει στην κωμόπολη Χόλκομπ του Κάνσας ως απεσταλμένος του περιοδικού New Yorker, για να μιλήσει με τους κατοίκους και να αναζητήσει τα πιθανά κίνητρα ενός ανεξήγητου, αποτρόπαιου φονικού. Με την πρόοδο της έρευνάς του, αυξάνεται η προσωπική του εμπλοκή τόσο με τις ποικίλες συνιστώσες και αναγωγές της ιστορίας, όσο και με τον έναν από τους δύο δολοφόνους, τον Πέρρυ Σμιθ, που φαίνεται πως η παράξενη και οριακή ψυχοσύνθεσή του, απόρροια της τραυματικής παιδικής του ηλικίας, τον εισάγει σε μια λυτρωτική πορεία συναπαντήματος με τα δικά του, προσωπικά φαντάσματα.

Η αφήγηση του Καπότε ξεκινάει λίγο πριν το πολλαπλό φονικό και φτάνει μέχρι και την εκτέλεση των δύο θανατοποινιτών τον Μάρτιο του 1965, παρακολουθώντας όλη την εξέλιξη της ιστορίας (τις κινήσεις των δολοφόνων, της οικογένειας, αργότερα των αρχών) σε μια παράλληλη δράση, υποστασιώνοντας έτσι αφηγηματικά τον διπλό χωρο-χρονικό τόπο του Bessière ως μια πραγματική κίνηση στις αδιαφοροποίητες εκτάσεις της αμερικανικής ενδοχώρας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, χρησιμοποιώντας επιπλέον μια γνωστή σε όλους, πολύκροτη υπόθεση, ο συγγραφέας φαίνεται εκ των πραγμάτων να επιτυγχάνει ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα σασπένς, με την ουσιαστική έννοια τού όρου όπως προκύπτει από τη θεωρία και ορίζεται από την αναλογία της ποσότητας της πληροφορίας που διαθέτει ο αναγνώστης σε σχέση με τα πρόσωπα της ιστορίας, ευρισκόμενος πάντα, εν προκειμένω, ένα βήμα μπροστά. Οι έγχρονες ταυτότητες των δρώντων προσώπων αναπαρίστανται έτσι μέσα από μια κυκλικότητα του ερμηνευμένου με τον ερμηνευτέο κόσμο, εξαφανιζόμενες μεταξύ των πολλαπλών εστιάσεων του κειμένου που κατασκευάζει έναν καθρέφτη μηδενικά εστιασμένο από τον δημιουργό, όπου το πράγμα αντικαθίσταται από τις λέξεις – μαρτυρίες όλων των προσώπων που διατύπωσαν απόψεις και υποκειμενικές εκδοχές σχετικά με την υπόθεση.

Μεγάλο μέρος της έντασης ενός ρεπορταζιακά δομημένου μυθιστορήματος που φροντίζει να διατηρεί όλες τις ηθικές, ψυχολογικές και συναισθηματικές αποστάσεις προκύπτει από τη σκιαγράφηση της προσωπικότητας του Πέρρυ Σμιθ που αποτυπώνεται κυρίως μέσω της υποκειμενικής του μαρτυρίας σχετικά με το φονικό, όσο και μέσω της αλληλογραφίας του (πραγματικής ή επιχειρούμενης) με κάποιους οικείους του.

Χαρακτηριστικές είναι οι αναφορές της ομολογίας του Πέρρυ Σμιθ, ο οποίος αναλαμβάνει την ευθύνη και των τεσσάρων φόνων, αλλάζοντας την αρχική του κατάθεση προκειμένου να μην στενοχωρηθεί η μητέρα τού συνεργού του, η οποία είναι «χρυσός άνθρωπος και θα την ανακούφιζε να μάθαινε ότι ο γιος της δεν τράβηξε σε καμία περίπτωση τη σκανδάλη»,[5] όταν αναφέρεται στον πατέρα της οικογένειας όπως και στη συνολική του εκτίμηση της πρόκλησης αυτής της ασύλληπτης τραγωδίας.

«Δεν ήθελα να του κάνω κακό», φαίνεται να είχε δηλώσει ο Σμιθ για τον Χερμπ Κλάττερ. «Τον έβρισκα συμπαθέστατο άνθρωπο, ευγενικό, πραγματικό κύριο. Το ίδιο εξακολουθούσα να πιστεύω μέχρι που του ’κοψα το λαρύγγι».[6] «Κακό δεν μου έκαναν οι άνθρωποι. Όπως άλλοι. Άλλοι που μου ’χουν κάνει τόσο κακό μια ζωή. Μπορεί να φταίει απλώς ότι οι Κλάττερ ήταν αυτοί που έπρεπε να πληρώσουν τη ζημιά».

Η ίδια αίσθηση της απρόσωπης βίας του κακού ως εγγενούς ενός συνολικά παράλογου πεπρωμένου εντείνεται από την κατά διαστήματα καταγραφή ποικίλων αντιδράσεων των κατοίκων του Χόλκομπ και κάθε λογής εμπλεκομένου στην υπόθεση:

«Το αίσθημα δεν θα ήταν ούτε κατά διάνοια τόσο έντονο αν αυτό είχε συμβεί σε οποιουσδήποτε άλλους εκτός από τους Κλάττερ», επισημαίνει μια δασκάλα του σχολείου της περιοχής. «Σε μια οικογένεια λιγότερο αγαπητή, εύπορη, ασφαλή. Όμως η συγκεκριμένη οικογένεια αντιπροσώπευε όλα όσα οι άνθρωποι σ’ αυτά τα μέρη θεωρούν στ’ αλήθεια αξιόλογα κι αξιοσέβαστα και το ότι κάτι τέτοιο συνέβη σ’ αυτούς – βασικά, είναι σαν να σου λένε ότι δεν υπάρχει Θεός. Κάνει τη ζωή να μοιάζει άσκοπη. Δεν νομίζω ότι ο κόσμος είναι τόσο φοβισμένος, όσο ότι έχει πέσει σε βαθιά κατάθλιψη».[7]

«Οι ομολογίες, αν και απαντούσαν σε ερωτήματα – το πώς και το γιατί – δεν είχαν ικανοποιήσει την αίσθηση ενός λογικού σχεδίου που έτρεφαν [οι αρχές] για το έγκλημα», διαπιστώνει ο συγγραφέας στην σελίδα 349 του κειμένου. «Επρόκειτο πιο πολύ για ψυχολογικό ατύχημα, στην ουσία για μια πράξη σχεδόν απρόσωπη· τα θύματα θα μπορούσαν να είχαν σκοτωθεί από κεραυνό».

Το βιβλίο, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη σε νέα μετάφραση του Αύγουστου Κορτώ, γνώρισε τεράστια επιτυχία όταν εκδόθηκε το 1966, μεταφράστηκε σε περισσότερες από 20 γλώσσες, μεταφέρθηκε έκτοτε τρεις φορές στο σινεμά και αποτέλεσε την αφορμή για να ανοίξει μια τεράστια κουβέντα γύρω από όλες τις διαστάσεις (ηθικές, ανθρωπιστικές, κοινωνικές, πολιτικές, θρησκευτικές) και τη σκοπιμότητα της θανατικής καταδίκης. Κάποιες από τις σχετικές απόψεις εμπεριέχονται στο μυθιστόρημα του Καπότε, καλύπτοντας την απόσταση μεταξύ και των δύο άκρων, με μια από τις ενδεικτικότερες την εξής:

«Πιστεύω ότι θα έπρεπε να τους κλείσουν στο ίδιο κελί για την υπόλοιπη ζωή τους. Χωρίς να επιτρέπονται επισκέψεις. Έτσι, να κάθονται και να κοιτάνε ο ένας τον άλλο μέχρι το θάνατό τους».[8]

 

info: «Εν ψυχρώ» του Τρούμαν Καπότε, μτφρ. Αύγουστος Κορτώ, εκδ. Πατάκης

 

[1] Βλέπε: Erich Auerbach, Μίμησις: Η εικόνα της πραγματικότητας στη δυτική λογοτεχνία, μτφρ. Λευτέρης Αναγνώστου, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2005.

[2] Βλέπε: Ρολάν Μπαρτ, Ο βαθμός μηδέν της γραφής, μτφρ. Κατερίνα Παπαϊακώβου, Αθήνα: Ράππα, 1983.

[3] Βλ. Marc Angenot, Jean Bessière, Douwe Fokkema, Eva Kushner, Θεωρία της λογοτεχνίας: προβλήματα και προοπτικές, μτφρ. Τιτίκα Δημητρούλια, Αθήνα: Gutenberg, 2010, κεφ. 18.

[4] Βλέπε ενδεικτικά: Paul Levine, Ντόρα Τσιμπούκη, Αμερικανικές ταυτότητες: Η λογοτεχνική ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών, μτφρ. (μέρος πρώτο): Αντώνης Γαλέος, Αθήνα: Πατάκης, 2002, κεφ. 21.

[5] Σελ. 363.

[6] Σελ. 427.

[7] Σελ. 135.

[8] Σελ. 352.

Προηγούμενο άρθρο“Οι δικές μου λέξεις” (του Σταύρου Λαγκαδιανού)
Επόμενο άρθροΤσβάιχ: ανατομία του Φόβου (της Νίκης Κώτσιου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ