Τα γλυπτά του Θόδωρου Παπαγιάννη  και η ιστορική μνήμη  ( της Κατερίνας Δημητριάδου)

0
1185

 

της Κατερίνας Δημητριάδου(*)

Για άλλη μια φορά μας εκπλήσσει ευχάριστα η φιλόλογος-μουσειολόγος Έλσα Μυρογιάννη με το βιβλίο της Τα φαντάσματα του Θόδωρου Παπαγιάννη. Πρόκειται για μια αφήγηση που αναφέρεται στο έργο του σπουδαίου Ηπειρώτη γλύπτη, με αφετηρία την προσωπικότητα και τη ζωή του. Η ενδελεχής έρευνα της συγγραφέα στα βιογραφικά στοιχεία του καλλιτέχνη παρέχει ένα στέρεο υφάδι για την ενσωμάτωση εικόνων, λόγου και ιδεών με ιδιαίτερο εννοιολογικό βάρος και με ιστορικο-πολιτισμικές, πολιτικές και προπάντων ιδεολογικές προεκτάσεις.

Σε μια εξαιρετικά καλαίσθητη έκδοση, το βιβλίο εστιάζει στη σύνδεση της συλλογής γλυπτών που τιτλοφορείται «Φαντάσματα» με ένα κορυφαίο γεγονός της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας: την εξέγερση των φοιτητών στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο το 1973˙ όχι όμως μόνο με την εξέγερση και όχι μόνο με την αιτία της και τα αποτελέσματά της. Τα Φαντάσματα παραπέμπουν σε μια άλλη πλευρά του χρονικού: τον εμπρησμό του ίδιου ιδρύματος δεκαοχτώ χρόνια μετά (1991). Ο καλλιτέχνης ένιωσε βαθιά θλίψη για το καταστροφικό γεγονός και έκανε μία πράξη «πολιτικής-πολιτιστικής προτροπής»: περισυνέλεξε τα αποκαΐδια από τον χώρο του Πολυτεχνείου και τα επεξεργάστηκε για να δημιουργήσει στο εργαστήριό του πρωτότυπα γλυπτά μεγάλων διαστάσεων, τα οποία και εγκατέστησε αρχικά μπροστά από τις πύλες του ιδρύματος. Έτσι τα απομεινάρια της φωτιάς μετασχηματίστηκαν σε ανθρώπινες μορφές επιβλητικές και μυστηριακές, σηματοδοτώντας τα μεγάλα έργα που δημιούργησαν οι άνθρωποι στο πέρασμα των αιώνων, σε πείσμα της ανεξέλεγκτης μανίας για καταστροφή – ανθρώπινο προϊόν και αυτό.

Το κείμενο κατατοπίζει τον αναγνώστη στα γεγονότα με ορθολογικό τρόπο, ενώ παράλληλα δείχνει σεβασμό στην ιστορική μνήμη και ευγνωμοσύνη για τα ευεργετήματα των προγόνων μας, χωρίς όμως εθνικιστικές κορώνες. Η αφήγηση είναι απλή και λιτή. Σύντομες οι προτάσεις, με τα ρήματα και τα ουσιαστικά να «πέφτουν» στο κείμενο όπως ο πέλεκυς του καλλιτέχνη στην πέτρα. Εικόνες, έννοιες, ιδέες και συναισθήματα συνομιλούν μεταξύ τους, συνυφαίνονται με τρόπο έντιμο, σεμνό και αισθητικά άρτιο, ενώ ταυτόχρονα δημιουργούν νόημα που αφορά τον σύγχρονο άνθρωπο – παιδί, έφηβο και ενήλικα. Στη σημασία αυτού του νοήματος θα σταθώ, ώστε να αναδειχτεί η παιδαγωγική αξία του βιβλίου.

Η σημερινή σχολική πραγματικότητα, καταρχάς, αλλά και ερευνητικά πορίσματα της σύγχρονης βιβλιογραφίας[1] μαρτυρούν ότι η σημασία της εξέγερσης του Πολυτεχνείου ως ιστορικού γεγονότος έχει δυστυχώς εκπέσει στη συνείδηση των νέων. Στην καλύτερη περίπτωση αποτελεί  ηρωική αφήγηση ή ανάμνηση της εμπειρίας που έζησαν οι παλαιότεροι και στη χειρότερη αφορμή για σχολική «γιορτή». Στο βιβλίο της Έλσας Μυρογιάννη το γεγονός τοποθετείται με τις πραγματικές του διαστάσεις στα συμφραζόμενα της σύγχρονης ζωής. Και όχι μόνο αυτό. Χωρίς ίχνος διδακτισμού, αποτελεί αφορμή για να αναδειχτεί ο σεβασμός στην ιστορία, η ανάγκη για συνέχιση των ανθρώπινων έργων που θα κάνουν περήφανη την ανθρωπότητα, η ανάγκη για υιοθέτηση θετικών παραδειγμάτων από τις μελλοντικές γενιές.

Η αφήγηση της ιστορίας του καλλιτέχνη από τη συγγραφέα βοηθά στη διαμόρφωση ατομικών και συλλογικών ταυτοτήτων. Οι πληροφορίες γίνονται αξιομνημόνευτες, καθώς ενσωματώνονται σε ελκυστικές περιγραφές και διανθίζονται με πολύτιμες εικόνες. Η ίδια αφήγηση όμως ανασυγκροτείται και σε πιο αφηρημένα εννοιολογικά πλαίσια, καθώς εντάσσει ιδέες και σκέψεις που δεν γίνονται εύκολα αποδεκτές από ηλικίες με χαρακτηριστικά εφηβείας. Ωστόσο η επαφή των μαθητών με το κείμενο μπορεί να τους δώσει πολλαπλές ευκαιρίες ανάπτυξης: να ξανασκεφτούν έννοιες που σχετίζονται με τη δύναμη της τέχνης, την προσωπική ευθύνη για τα κοινά, την κοινωνική δικαιοσύνη, τον σεβασμό για τη δημόσια περιουσία, αλλά και την αδιαφορία και την απάθεια τη «μακραίωνη πορεία του ανθρώπου στη γη» και τον «αγώνα της επιβίωσης» (σ. 49)˙ τον σεβασμό στους καλούς δασκάλους, καθώς και στην πνευματική και καλλιτεχνική πρωτοπορία την αγάπη για τη φύση, την ποιότητα στην εκπαίδευση, την εργατικότητα και την προσήλωση. Μπορούν έτσι οι μαθητές να αποκτήσουν ένα «όχημα» που θα τους ενθαρρύνει να αναστοχαστούν, να επαναδιαπραγματευτούν νοήματα, να ανασυγκροτήσουν την ταυτότητά τους, να αναπτύξουν την αυτογνωσία και τη συλλογική τους γνώση, να θέσουν υψηλούς στόχους για τη ζωή τους.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, το βιβλίο της Μυρογιάννη περιλαμβάνει θεματικούς πυρήνες για την επιδίωξη εκπαιδευτικών στόχων που αφορούν τον διπλό ρόλο του σχολείου: τη διδασκαλία γνωστικών αντικειμένων και ταυτόχρονα την προώθηση αξιών για την ηθική ανάπτυξη των μαθητών. Η συγγραφέας προσεγγίζει προσεκτικά έννοιες όπως η ιερότητα του ψωμιού, ο ευεργετισμός, οι αξίες της δημοκρατίας και η αντίσταση στην καταστροφική βία. Αυτές μπορούν να ξεκλειδώσουν θετικά συναισθήματα στους μαθητές και να συμβάλουν στην ευαισθητοποίησή τους για τα κοινά και για την ιδιότητα του πολίτη, ενάντια στην τηλεοπτική κουλτούρα της κατανάλωσης και της ευζωίας.

Και επιστρέφω ξανά στον καλλιτέχνη. Με πολιτική διαύγεια, νηφαλιότητα και αγάπη για το έργο του, η συγγραφέας διαμεσολαβεί και αναδεικνύει με ποιον τρόπο ο ίδιος αξιοποίησε το αρνητικό πολιτικό και κοινωνικό αποτύπωμα της φωτιάς στο Πολυτεχνείο. Στόχος του ήταν να συνδέσει το ιστορικό παρελθόν της χώρας μας με το παρόν, «αγγίζοντας το μεγαλείο και το δράμα αυτού του τόπου» (σ.32). Η Μυρογιάννη κατορθώνει να δώσει έναν αποχρώντα λόγο για την απόφαση του γλύπτη «να βγάλει το μαύρο απ’ την ψυχή του που τόσα χρόνια οι κάθε είδους εμπρηστές την ποτίζουν» (σ. 32). Έτσι, σε εκπαιδευτικό πλαίσιο, τα Φαντάσματα μπορούν να παίξουν ταυτόχρονα έναν ρόλο «κάθαρσης» και έναν ρόλο λειτουργικό για την αντιμετώπιση της αντιφατικότητας του παρόντος, όπως την βιώνει ιδιαίτερα η νέα γενιά. Ενός παρόντος που κλυδωνίζεται από αβεβαιότητες και αναταράξεις, και στο οποίο οι νέοι αναζητούν απεγνωσμένα να κρατηθούν «από κάπου». Να κρατηθούν και να μάθουν να αντέχουν, να αντιστέκονται και να αγωνίζονται για ό,τι αναδεικνύει τον άνθρωπο. Ένα τέτοιο «κάπου» είναι τα φαντάσματα του Παπαγιάννη, ως συμβολικές, υπερβατικές μορφές που ορθώνουν το ανάστημά τους προκειμένου να εμποδίσουν τον παραγκωνισμό της ιστορικής  μνήμης, την απαξίωση της ηθικής, την αποθέωση του μηδενισμού και την ακύρωση της ελπίδας. Η μετατροπή του προϊόντος καταστροφής σε σύμβολο δημιουργίας αποτελεί μια πρόσκληση προς τη νέα γενιά να διδαχτεί από τα σφάλματα του παρελθόντος και να ονειρευτεί για μια στοχαστική, οραματική και αισιόδοξη θεώρηση του κόσμου.

Όλα τα παραπάνω εντάσσονται στην αφήγηση της Μυρογιάννη με τρόπο ήπιο και αβίαστο, ειλικρινή, άμεσο και ανεπιτήδευτο. Το βιβλίο λοιπόν προσφέρει μια επίγνωση για τα δεινά που στιγματίζουν τη χώρα μας, αλλά και μια αισιόδοξη προοπτική για το μέλλον. Την αισιοδοξία αυτή σηματοδοτεί το επιμύθιο στο τέλος του κειμένου: «Έτσι ο Θόδωρος Παπαγιάννης εκπλήρωσε δύο παιδικά του όνειρα. Δεν έγινε μόνο ένας σημαντικός γλύπτης αλλά και ευεργέτης του χωριού του».

(*) Η Κατερίνα Δημητριάδου είναι Αναπλ. Καθηγήτρια Διδακτικής Μεθοδολογίας στην Παιδαγωγική Σχολή του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης

 

INFO

Έλσα Μυρογιάννη, Τα Φαντάσματα του Θόδωρου Παπαγιάννη, εκδ. Καλειδοσκόπιο, 2016

[1] http://www.eens.org/?page_id=1438

 

Προηγούμενο άρθροΈνα κορίτσι κι ένα όπλο (Του Θανάση Μήνα)
Επόμενο άρθρο“Θα ξαναβρεθούμε”. Ο Θ.Χατζόπουλος ανθολογεί Ν.Καρύδη, Θ.Τζούλη, Α. Βιστωνίτη, Π.Κερασίδης

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ