Της Κατερίνας Σχινά.
“Ηθική ραχοκοκαλιά της λογοτεχνίας είναι η μνήμη”: δεν θα μπορούσε να υπάρξει προσφυέστερη επιτομή του λογοτεχνικού εγχειρήματος του Ζέμπαλντ, και μάλιστα διατυπωμένη από τον ίδιο. Θέμα ολόκληρου του έργου του είναι η απώλεια και η μνήμη, η οργάνωση του εν εξορία πνεύματος, η προσπάθεια σύλληψης των μυστικών δομών του οικοδομήματος του κόσμου. Συγγραφέας μιας εντελώς προσωπικής «μεταμυθοπλασίας», ενός υβριδικού είδους που συνδυάζει ιστορία, ρεπορτάζ, αυτοβιογραφία, μυθοπλασία, ταξιδιωτική αφήγηση και δοκίμιο, ο Ζέμπαλντ μιλάει συχνά με τη φωνή του Ρενέ Σατωμπριάν, του πρώτου Γάλλου ρομαντικού και θρηνητικού ταξιδευτή : «Ατενίζοντας από τη σκοπιά μου τον κόσμο που έχω σχεδόν εγκαταλείψει, τον νιώθω να με περιβάλλει σαν αινιγματικό μυστήριο». Αυτός ο κόσμος είναι αδιαπέραστος, σιωπηλός, ξένος. Πορεύεται αδιάφορος για τον άνθρωπο, από καταστροφή σε καταστροφή, γεμίζοντας την ψυχή με μελαγχολία και τρόμο «μπροστά στο αναπόδραστο τέλος της ανθρώπινης φύσης». Και ο Ζέμπαλντ πασχίζει να περισώσει όσα ξεγλίστρησαν από τα νύχια της καταστροφής, να προλάβει να τα μνημειώσει πριν το φως σκεπαστεί από στάχτη, πριν μας τυλίξει όλους η νύχτα.
O Μαξ Ζέμπαλντ υπήρξε ένας από τους τελευταίους φορείς μιας χαρακτηριστικά «ευρωπαϊκής», ή μάλλον κεντροευρωπαϊκής κουλτούρας. Τα έργα του – μνημόνια ιστορίας και εξορίας – αναδίνουν μελαγχολική νοσταλγία για μια Ευρώπη που αυτοκαταστράφηκε στο πρώτο μισό του προηγούμενου αιώνα, αναβιώνοντας ζωές και εμπειρίες που σαρώθηκαν από τον στρόβιλο των δύο Παγκοσμίων Πολέμων. Αν ζούσε σήμερα, θα είχε μόλις συμπληρώσει τα εβδομήντα του χρόνια. Γερμανός της μεταπολεμικής γενιάς (γεννημένος το 1944), θα εγκαταλείψει την γενέτειρά του, μια μικρή πόλη της Βαυαρίας, τη δεκαετία του εξήντα, θα μετοικήσει διαδοχικά στην Ελβετία και την Αγγλία, όπου θα διδάξει ευρωπαϊκή λογοτεχνία και μετάφραση στα πανεπιστήμια του Νόριτς και της Ανατολικής Αγγλίας, αλλά θα χάσει τη ζωή του σε τροχαίο, μόλις πενήντα επτά ετών, το 2001. Πολυβραβευμένος και πολυμεταφρασμένος λογοτέχνης αλλά και πρωτότυπος κριτικός, θα συμβάλει στη διάδοση της ευρωπαϊκής σκέψης στον αγγλοσαξονικό κόσμο και με την ίδρυση του Βρετανικού Κέντρου Μετάφρασης.
Οι ήρωες των βιβλίων του Ζέμπαλντ είναι ξεριζωμένες, τραυματισμένες ψυχές, στοιχειωμένες από την οδύνη, εκκεντρικές στην ανεστιότητά τους: είναι ο Τόμας Μπράουν, ο Τζόζεφ Κόνραντ, ο Έντουαρντ Φιτζτζέραλντ, ο Ρενέ Σατωμπριάν στους Δακτύλιους του Κρόνου. Είναι ο βασανισμένος Κάφκα στο Αίσθημα ιλίγγου, κλειστοφοβικός, αποκαρδιωμένος, παραδομένος σε όνειρα όπου «το κάθε τι αέναα διασπάται και πολλαπλασιάζεται, πάλι και πάλι, με τον πιο τρομακτικό τρόπο». Είναι ο Γερμανοεβραίος ζωγράφος Μαξ Φέρμπερ στους Ξεριζωμένους, που σταλμένος από τους γονείς του στο Λονδίνο για να γλιτώσει την εξόντωση, μαθαίνει, με καθυστέρηση, την είδηση του θανάτου τους στο Νταχάου, και στο διάβα των χρόνων ανακαλύπτει ότι η τραυματική εμπειρία της νεότητάς του έχει ριζώσει τόσο βαθιά μέσα του, «ώστε μετά από χρόνια άρχισε και πάλι να βλασταίνει, φτάνοντας να υφάνει από πάνω μου το φαρμακερό της φύλλωμα». Είναι η οικογένεια Άσμπερι στους Δακτύλιους του Κρόνου, με τις τρεις ράφτρες κόρες που ξηλώνουν κάθε βράδυ ό, τι έχουν ράψει και κεντήσει το πρωί, «ένα τσούρμο φαντασιοκόπων εκτός πραγματικότητας», που αισθάνονται ότι ποτέ δεν συνήθισαν να ζούνε πάνω στη Γη και ότι «η ζωή δεν είναι παρά μια τεράστια, ασταμάτητη, ακατανόητη γκάφα». Είναι ο Αούστερλιτς, τέλος, που η ζωή του διελαύνεται ολοκληρωτικά από την τυφλή, ακόρεστη λαχτάρα να ξαναβρεί τις συντεθλιμμένες, βαθιά θαμμένες παιδικές του αναμνήσεις. «Αρχαιολόγος της μνήμης» ο Ζέμπαλντ, με την έννοια που δίνει στον χαρακτηρισμό ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, περιφέρεται ανάμεσα σε τοπία ερημωμένα, τοπία καταστροφής και εγκατάλειψης, έμμονα αναζητώντας τα διάσπαρτα λείψανα του παρελθόντος και ταυτόχρονα γνωρίζοντας πόσο μάταιη είναι μια τέτοια αναζήτηση. «Δεν υπάρχει ούτε παρελθόν ούτε και μέλλον», λέει ο Φέρμπερ στους Ξεριζωμένους. «Ο χρόνος είναι αναξιόπιστο κριτήριο». Και ο Αούστερλιτς: «Ο χρόνος είναι η πιο ψεύτικη απ’ όλες τις εφευρέσεις μας». Ο χρόνος δεν υπάρχει, γιατί δεν μπορούμε να τον ζήσουμε. Μένουμε καθηλωμένοι σ’ εκείνη τη μία οριακή στιγμή, που αντικρίσαμε κατάματα το σκοτάδι.
“Κι ό,τι μένει, το σκοτώνει η μνήμη”, είχε γράψει ο Ζέμπαλντ στην αρχή ενός βιβλίου του…