του Γιάννη Στρούμπα
Σαράντα ένα διηγήματα συγκεντρώνει ο Βαγγέλης Δημητριάδης στη συλλογή του Δίπλα στο ποτάμι, τα οποία, σύμφωνα με το σημείωμα στο οπισθόφυλλο του τόμου, «συγκροτούν διάφορους χαρακτήρες του ψυχικού περιθωρίου και της αποκλίνουσας συμπεριφοράς· χαρακτήρες μοναχικούς, οι οποίοι αγωνίζονται αποσπασματικά και ανοργάνωτα, παραιτούνται στο πρώτο εμπόδιο και αποχωρούν, απογοητεύονται, επιβιώνουν δυστυχείς ή πεθαίνουν στη μάταιη, στις περισσότερες περιπτώσεις, προσπάθειά τους να εξισορροπήσουν με τον εαυτό τους και τον φθαρμένο κοινωνικό τους περίγυρο». Τα ίδια τα διηγήματα επαληθεύουν με ακρίβεια το σημείωμα του οπισθόφυλλου.
Οι ήρωες του Δημητριάδη σημαδεύονται από αντιξοότητες που νεκρώνουν τη ζωή τους ήδη από το ξεκίνημά της: «“Μη χολιάς. Από τη στιγμή που θα γεννηθούμε, είμαστε πεθαμένοι, παιδί μου”». Κάθε ήρωας του συγγραφέα είναι ένας «ψαράνθρωπος», που νιώθει «Ψάρι έξω από το νερό του ενυδρείου», καθώς ορίζεται από μία παράδοξη αντισυμβατικότητα, από μία μεταφυσική η οποία τονίζει την αδυναμία του να ενσωματωθεί στο κοινωνικό περιβάλλον, παραμένοντας ιδιαίτερος, παρείσακτος, γι’ αυτό και απομονωμένος στο δικό του σύμπαν. Η γυναίκα που φαντασιώνεται ερωτική σχέση με τον ένοικο του επάνω ορόφου κι αφουγκράζεται κάθε του κίνηση, από το σύρσιμο των παπουτσιών του μέχρι τους ήχους από το καζανάκι και το κλείδωμα της εξώπορτας, είναι παραδομένη σ’ έναν αρρωστημένο ψυχισμό οφειλόμενο στην καταπίεση από τα παραδεδομένα της οικογένειάς της, που της προκαλούν ανασφάλεια, φόβο, αναποφασιστικότητα, γήρανση και μοναξιά: «Ωστόσο, η αστή μητέρα της την ανέθρεψε σύμφωνα με τις αρχές της συντηρητικής οικογένειας. Έγινε κοπέλα ακαθόριστης ηλικίας. Με καλυμμένες απόλυτα τις ορμές στο παλιομοδίτικο ντύσιμο, στο άβαφο πρόσωπο, στον κότσο αντίγραφο του κότσου της μάνας της». Η μοναξιά διασαλεύει τη λογική των ηρώων και τους εξωθεί στη σύνθεση φαντασιακών κόσμων, ανύπαρκτων και νοσηρών, όπου συνυπάρχουν με τις φωτογραφίες των συγγενών και μοιράζονται μ’ αυτές επί χρόνια τη βασιλόπιτα κάθε πρωτοχρονιά. Οι θρίαμβοι για τις επινοήσεις τους επίσης κινούνται στον χώρο των φαντασιώσεων, δίχως να εμφανίζουν προοπτικές υλοποίησής τους, όπως στην περίπτωση του ήρωα που οραματίζεται τη «συνταγή δίαιτας για την αυξομείωση χρόνου, το τέλειο ελιξίριο της ευζωίας». Θριαμβευτές αποκλειστικά σε ασκήσεις επί χάρτου, οι ήρωες καθίστανται ακόμη τραγικότερα πρόσωπα. Η πραγματικότητα, αντιθέτως, μόνο θριάμβους δεν περιλαμβάνει, καθώς οι ήρωες υποχρεώνονται στην απάρνηση των ίδιων των παιδιών τους, δεδομένης της υπαρξιακής αβεβαιότητας εντός ανώμαλων πολιτικών συνθηκών, όπου τα κυρίαρχα καθεστώτα εξοντώνουν τους πολιτικούς τους αντιπάλους: «“Καλά να πάθεις! Δεν σου το ’λεγα να κάτσεις στ’ αυγά σου και να μην πας στο βουνό με τους κατσαπλιάδες;”». Απόμακροι από τους υπόλοιπους ανθρώπους, μοιάζουν με τα φυτά των μπαλκονιών που δεν έχουν καμία σχέση με τη βλάστηση στη φύση, και διαβιούν «στο περιθώριο της ευτυχίας» («Άρα λοιπόν τα φυτά του κι εκείνος υπάρχουν στο περιθώριο της ευτυχίας;»).
Τα διηγήματα του Δημητριάδη εξελίσσουν την πλοκή τους δομημένα σε μια προϊούσα πορεία η οποία συνέχει τα στοιχεία κι ερμηνεύει τα συμβαίνοντα, χωρίς ωστόσο να τα καθιστά προβλέψιμα. Ο υπαξιωματικός που, συνταξιούχος πια, κατεβάζει την τέντα στο μπαλκόνι του, είναι το μοναχικό πρόσωπο δίχως νόημα στη ζωή του, ο καραβανάς δίχως προοπτικές ανέλιξης, ο ανίσχυρος να αντέξει την αυτοκτονία του νέου φαντάρου και γι’ αυτό αποστρατευμένος έπειτα από πολύμηνη νοσηλεία για το ψυχικό του τραύμα. Ο γνώστης αυτός των κόμπων επιφυλάσσει τον τελευταίο κόμπο για τον λαιμό του, καθώς αυτοκτονεί κρεμασμένος από την τέντα στο μπαλκόνι του. Ο κύκλος της ζωής ερμηνεύεται από τη σταδιακή παροχή στοιχείων εντός του κύκλου του διηγήματος. Ο ζωγράφος, πάλι, που καλύπτει τις ανάγκες του σε έπιπλα και φαγητό ζωγραφίζοντάς τα, δίνοντας την εντύπωση για την πρόκριση της τέχνης και μιας πνευματικότητας η οποία υπερκεράζει τις υλικές ανάγκες, αποδεικνύεται άστεγος στον δρόμο, που ζει όχι μέσα σε δωμάτιο αλλά πλάι στο ζωγραφισμένο του σε τοίχο δωμάτιο. Ο κύκλος καί στο διήγημα αυτό, που εκκινεί και ολοκληρώνεται με το «άδειο δωμάτιο», δεν προϊδεάζει για την εξέλιξη, ενώ ο επιδέξιος χειρισμός του Δημητριάδη γειώνει την αρχική ποιητικότητα στον ωμό ρεαλισμό, μέσω της αποκάλυψης των πραγματικών συνθηκών. Ο συγγραφέας ακολουθεί και την αντίστροφη πορεία, με την κυριολεξία να μετατοπίζεται στη μεταφορά. Ο τραυματισμένος για τον οποίο καλείται το ΕΚΑΒ αποδεικνύεται περιστέρι, σε μια απρόσμενη τροπή. Όμως ακολουθεί και νέα μετατόπιση, καθώς το περιστέρι τρέπεται σε κοπέλα-περιστερά, με την παρότρυνση της προσοχής για τα σπασμένα φτερά να αφορά πια όχι τα σωματικά μέλη αλλά τα όνειρα και τους ματαιωμένους στόχους της ζωής. Το όνειρο στην κυριολεξία του, επιπλέον, προβάλλει πόθους του βίου, όπως συμβαίνει με τον κτηνοτρόφο που ονειρεύεται ότι αντιστέκεται στις εκπτώσεις των χασάπηδων, αλλά στην πραγματικότητα εκείνοι καθόλου δεν του απευθύνθηκαν τη χρονιά αυτή για να εμπορευτούν τα ζώα του.
Η ονειρική διάσταση στον Δημητριάδη μεταστρέφεται άλλοτε σε εφιάλτη. Το ιδιότυπο πείραμα των ζωντανών νεκρών, που διεξάγεται σε μια πόλη φάντασμα, συγκροτεί έναν κόσμο εφιαλτικό στο διήγημα «Πραγματικά πυρά», όπου η μόνη πραγματικότητα σχετίζεται με το επίθετο «πραγματικός» στον τίτλο του διηγήματος, με την ανατροπή και την ειρωνεία να κυριαρχούν. Γενικότερα, ο συγγραφέας μεταχειρίζεται αρκετές φορές στοιχεία του φανταστικού, δημιουργώντας κλίμα υποβλητικό, ατμοσφαιρικό, ακόμη κι ανατριχιαστικό, σε σκηνικό υπερβατικό κι αγωνιώδες. Ο γέρος «Στην πολυθρόνα» (ομότιτλο διήγημα) υπάρχει μόνο στη φαντασία του αφηγητή κι αποτελεί μάλλον προβολή των ανησυχιών του για τα γηρατειά, που προσεγγίζουν τον ίδιο («ίσως έρθει νωρίτερα και πάρει τη θέση μου»), και για τη συνακόλουθη μοναξιά τους. Αλλού (διήγημα «Δίπλα στο ποτάμι») η φαντασία συμπλέκεται με την πραγματικότητα σε ένα όλο όπου τα όρια είναι δυσδιάκριτα, ιδίως καθώς μεσολαβεί ο ψυχισμός του αλαφροΐσκιωτου ήρωα. Ο ήρωας, με τις ψυχώσεις του, ερμηνεύει τις συνθήκες με τρόπο εντελώς προσωπικό. Το δε ποτάμι μεταστρέφεται σε ζωή που κυλά, όχι όμως και για τον μοναχικό πρωταγωνιστή («Προς το παρόν είναι ώρα να βγει στο μπαλκόνι ν’ αγναντέψει τον δρόμο, το ποτάμι που κυλάει χωρίς να κινεί τη ζωή του»). Η αμφιταλάντευση ανάμεσα στο όνειρο και στην πραγματικότητα χαρακτηρίζει ανθρώπους που βιώνουν έναν βίο αβίωτο (διήγημα «Μονόχειρας»), με αξεπέραστες αντιξοότητες.
Οι τεχνικές του Δημητριάδη δεν εξαντλούνται στην επιστράτευση των φανταστικών στοιχείων. Στην «Αποδόμηση», η εντυπωσιακή, ποθητή νεαρή συγγραφέας καταπίπτει από τη στιγμή που ο αφηγητής έρχεται σε γνωριμία με το μέτριο έργο της. Η αντιστροφή του συγγραφέα βρίσκει τον ήρωά του να της έχει εκείνος πια γυρισμένη την πλάτη του, ενώ η κοπέλα προσδιορίζεται πλέον ως «γερασμένη», σε έναν συνδυασμό οξύμωρο («γερασμένη κοπέλα») αλλά ενδεικτικό της νέας εικόνας που διαμορφώνεται. Ο ήρωας, πάλι, που σχεδίαζε με κάθε λεπτομέρεια τη διανομή βιβλίων του στην κηδεία του, πέφτει θύμα των απαγορεύσεων του κορονοϊού, μα κυρίως της ειρωνείας του Δημητριάδη, η οποία οδηγεί τα βιβλία στην ανακύκλωση, καταδεικνύοντας ότι καμιά ανθρώπινη ψευδαίσθηση δεν είναι ικανή να υποτάξει τον θάνατο. Το χιούμορ του συγγραφέα εντοπίζει στα κινητά τηλέφωνα που καταγράφουν πληθώρα στοιχείων από τη ζωή του χρήστη «ό,τι ο Πυθαγόρας είχε διδάξει να κάνουμε πριν κοιμηθούμε: διαλογισμό, ανασκόπηση, αυτοέλεγχο». Από το χιουμοριστικό σχόλιο δεν απουσιάζει ούτε η δηκτικότητα, καθώς ο αφηγητής δεν παραλείπει την εφιαλτική πτυχή της τεχνολογικής εξέλιξης, η οποία, παρά το ρητό πως δεν πρέπει να λέγονται τα πάντα σε όλους, φροντίζει για την πλήρη αναφορά στα κέντρα εξουσίας όπου οι συσκευές διοχετεύουν τις ευαίσθητες προσωπικές πληροφορίες. Το χιούμορ συνδυάζεται και με το μυστήριο, όταν η παγανιστική τελετή αντιμετώπισης των τελωνίων, με τους ξεβράκωτους ναύτες να χτυπούν ρυθμικά τα οπίσθιά τους για να τα απομακρύνουν, συνοδεύεται από την ακύρωση των υποτιθέμενων έργων τους. Στην ακραία του εκδοχή το χιούμορ γίνεται μακάβριο, όταν ο μελλοθάνατος αποφασίζει να περιποιηθεί τα δόντια του, «Διότι μακροπρόθεσμα ο άνθρωπος πρέπει να νοιάζεται για την καλή του εμφάνιση κι ας είναι σκελετός». Ακόμη κι εδώ, ωστόσο, δεν απουσιάζει η φιλοσοφική διάσταση, που καταγράφει την έμφυτη τάση του ανθρώπου να υπερασπίζεται την υστεροφημία του.
Τα διηγήματα του Δημητριάδη διακινούν και σχόλια αφηγηματολογικά, που εντάσσονται μάλιστα οργανικά εντός των ιστοριών. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα εντοπίζεται στο διήγημα «Ο Αρίστος», όπου ο Δημητριάδης εμπλέκει στη ροή της ιστορίας του τις σημειώσεις ενός «παρατηρητή». Ο «παρατηρητής» μοιάζει εξωτερικός, όμως αποτελεί στην πραγματικότητα μέρος της ιστορίας, καθώς παρέχει πληροφορίες κι ερμηνεύει τα συμβαίνοντα. Σύμφωνα με τον «παρατηρητή», οι γονείς του Αρίστου, που σκοτώνονται σε τροχαίο, έχουν την ίδια μοίρα με τους γονείς του αφηγητή. Ο αφηγητής αποσιωπά το προσωπικό του τραύμα: «Πώς θα μπορούσε να ζήσει μια τόσο συγκλονιστική περιπέτεια δύο φορές;». Ωστόσο, ενώ υποτίθεται ότι το τραγικό συμβάν αποσιωπάται από τον αφηγητή, υπάρχει πάντα εκεί για να υπονομεύει διαρκώς την αφήγηση. Η αμφιταλάντευση αυτή, που κρίνει τις επιλογές του αφηγητή και αξιολογεί την ιστορία, είναι υπονομευμένη στη βάση της ως προς την αλήθεια της εντός μυθοπλαστικού περιβάλλοντος. Από την υπονόμευση αυτή προκύπτει η ειρωνεία του Δημητριάδη, ο οποίος εποπτεύει, ως ο συγγραφέας του διηγήματος, τα λεγόμενα τόσο του αφηγητή του όσο και του «παρατηρητή». Στα διηγήματα εμφανίζονται, γενικότερα, ελεύθεροι πλάγιοι λόγοι, εσωτερικοί μονόλογοι, διάλογοι, ιδιωματικές λέξεις και ειδικοί επαγγελματικοί όροι. Η δε αφηγηματική αυτοαναφορικότητα αποδίδει, μέσω των σχολίων των αφηγητών που παρουσιάζουν τα αφηγηματικά συμβαίνοντα, τις πιο εύστοχες παρατηρήσεις: «Πάνω απ’ όλα η εικόνα ήταν μια σκηνογραφία ποιητική και εν μέρει παράλογη»· «Μυθοπλασία για τη ζωή και τον θάνατο με πλαίσιο αναφοράς την πολυσημία του πραγματικού μέσα στα όνειρα»· ή «κρυφτούλι με το παράλογο, τη σχιζοφρένεια».
Η συλλογή διηγημάτων Δίπλα στο ποτάμι αποδεικνύει τους ήρωές της βαλτωμένους παραπλεύρως της ζωής. Αν και στέκουν δίπλα της, αδυνατούν να την παρακολουθήσουν και να ενταχθούν οργανικά σ’ αυτήν και συντρίβονται στις προσωπικές τους ευαισθησίες ή ανεπάρκειες. Ο Δημητριάδης χειρίζεται το υλικό του κρατώντας το ενδιαφέρον του αναγνώστη σε ένταση, δίχως ευκολίες, δίχως προβλέψιμες επιλογές, με ποικιλία τεχνικών, υφών και ατμοσφαιρών. Οι υπαρξιακές αβεβαιότητες και η επικοινωνία του μυθοπλαστικού με τον κόσμο του συγγραφέα εγείρουν οντολογικούς προβληματισμούς και υποδεικνύουν την υποψία ότι τίποτε δεν μπορεί να θεωρείται απίθανο, σε έναν διαρκή μετεωρισμό στις παρυφές βεβαιότητας-αβεβαιότητας. Το βιβλίο συμπεριλήφθηκε και στον βραχύ κατάλογο της πεζογραφίας για τα βραβεία 2024 του περιοδικού Χάρτης.
Βαγγέλης Δημητριάδης, Δίπλα στο ποτάμι. Διηγήματα, εκδ. Σμίλη, Αθήνα 2024
![]()


























