Ο “ωραίος καταραμένος ποιητής Θωμάς Γκόρπας” (γράφει ο Αντώνης Καρτσάκης)

1
2908

 

γράφει ο Αντώνης Καρτσάκης

 

Είμαι ποιητής είπε. Όχι αβανταδόρικος, ούτε και βολεμένος.

Όμως το μέταλλο που μου δόθηκε να σκαλίζω δεν το άφησα να σκουριάσει.

Ούτε το γύριζα στα παζάρια να θαμπώνονται οι έμποροι κι οι αργόσχολοι.

Τη μοναξιά έχω σπουδάσει και στο άγριο περιθώριο δούλεψα.

Κι έτσι τραγούδησα κι έτσι πορεύτηκα ως τώρα στον κόσμο.

                                         (Θανάσης Κωσταβάρας, Η μακρινή άγνωστη χώρα, 1999)

 

«Ό,τι γράφεται για τον Θωμά Γκόρπα, οφείλει να είναι απλό, γήινο και σταράτο, έτσι όπως ήταν η γραφή και η ψυχή του. Ίσως να δυσφορούσε αν διάβαζε κείμενο γραμμένο με λόγια πλουμιστά, με φιλολογικό φόρτο και γλαφυρές λέξεις».

Τα λόγια αυτά, που ανήκουν στην ποιήτρια Βαρβάρα Χρηστιά,[1] φαίνεται ότι αποτέλεσαν τον κανόνα για το αφιέρωμα του περιοδικού Εμβόλιμον στον Θωμά Γκόρπα. Όλες και όλοι οι μελετητές, με λόγια «γήινα» και «σταράτα», με τεκμήρια που αντλούνται κυρίως από τα ποιήματα του Γκόρπα και με λόγο ευθύβολο, συμβάλλουν στην σκιαγράφηση του προσώπου και του έργου του ποιητή.

Ο Θωμάς Γκόρπας (1935-2003) αποτελεί μιαν εντελώς ξεχωριστή περίπτωση, ανάμεσα στους ιδεολογικά και κοινωνικά προβληματισμένους ποιητές της Δεύτερης Μεταπολεμικής γενιάς. Είναι η γενιά που έζησε την εποχή του ψυχρού πολέμου, μια εποχή «ιδεολογικής υπερφόρτισης»,[2] με επισωρευμένες τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες από τις ιστορικές περιπέτειες, τις εσωτερικές ταραχές και την ξενική παρέμβαση, τη δημιουργία μιας όλο και πιο άνισης και άδικης κοινωνίας. Είναι η γενιά που βίωσε το κλίμα της ιδεολογικής πόλωσης, τη συναίσθηση της παρακμής στον απόηχο της ιστορικής δίνης, που ένιωσε «εξωσμένη από ένα προγονικό σπίτι», μια πληγωμένη ανθρωπιά, μια «απελπισμένη απογύμνωση».[3]

Η διάσταση αυτή του ποιητικού υποκειμένου και του περιβάλλοντος χώρου, η αίσθηση ότι ο μεταπολεμικός ποιητής ζει σ’ έναν κόσμο διαφορετικό από αυτόν που θα του άρμοζε και «μιλά για πράγματα που δεν θα ’θελε να μιλήσει»,[4] είναι ορατή στην ποίηση του Θωμά Γκόρπα. Μπροστά στη θέα ενός κόσμου αποτελματωμένου αλλά και βολεμένου στο τέλμα του,[5] αντιδρά με απρόβλεπτη επιθετικότητα. Στρέφει την προσοχή του στους περιθωριακούς και ανυπεράσπιστους, στους μοναχικούς αλλά και στους ανθρώπους που βολεύτηκαν, μέσα στο ακαθόριστο ήθος, τη χυδαιότητα και τη συναισθηματική δυσκαμψία τους.[6]

Είναι φυσικό, λοιπόν, να επιλέγει ο ποιητής στις πρώτες τουλάχιστον συλλογές του έναν ιδιόρρυθμο ρεαλισμό,[7] προκειμένου να αποτυπώσει το σκληρό παρόν ενός κόσμου με τον οποίο βρίσκεται σε διάσταση. Ο ποιητικός ρεαλισμός του, διόλου σχετικός με τον «σοσιαλιστικό», έχει τις αφετηρίες του στη διαπίστωση της σκληρής πραγματικότητας της εποχής, θεμελιακά εχθρικής προς τον άνθρωπο και τον ποιητή, και επιζητεί να την αλλάξει.[8]

Τα χαρακτηριστικά αυτά του ποιητή αναδύονται στα κείμενα του αφιερώματος. Στο πρώτο ο Γιώργος Χ. Θεοχάρης, ανασκάπτοντας δυσπρόσιτες ιστορικές και λογοτεχνικές πηγές, ιχνηλατεί τους ένδοξους προγόνους τού ποιητή και κομίζει τεκμήρια που φωτίζουν την καταγωγική ρίζα του: ο προπάππος του Θωμάς Γκόρπας είχε λάβει μέρος στην πολιορκία και στην Έξοδο. ο Αθανάσιος, ο Γεώργιος και ο Δημήτριος Γκόρπας υπηρέτησαν ως πυροβολητές κατά τη μεγάλη πολιορκία. ο Κωνσταντίνος και ο Λάμπρος Γκόρπας πολέμησαν στη μάχη της Κλείσοβας (1826). Αξιοποιώντας ο Θεοχάρης στοιχεία από το αρχείο του ποιητή, ιστορικά τεκμήρια αλλά και λογοτεχνικές πηγές ως έμμεσες μαρτυρίες, ανασυγκροτεί το γενεαλογικό δέντρο του ποιητή και φωτίζει το πρόσωπό του. Έτσι, η ρήση του τελευταίου –«είμαι 500 ετών Μεσολογγίτης και 50 ετών ποιητής»[9]– τεκμηριώνεται.

Η φιλόλογος-κριτικός Χριστίνα Καραντώνη αναδεικνύει τον λαϊκό χαρακτήρα της ποίησης του Γκόρπα, τους τρόπους χρήσης της ομοιοκαταληξίας, την ιδιοτυπία του ρυθμού. «Η ποίηση του Γκόρπα είναι πρωτίστως τραγούδι», αποφαίνεται. Ο ποιητής «δεν τραγουδά “για” αλλά “το”, “την ή “σε”: […] Απ’ τα μαλλιά σου ξεκινάει ένα όνομα / κι εγώ το τραγουδώ, σε τραγουδώ χωρίς να ξέρεις / με λόγια πλασμένα από πληγή αίμα και στάχτη / Ελένη».[10] Αλλού παρατηρεί: «Ο τρόπος που ο Γκόρπας χρησιμοποιεί, γενικότερα, την ομοιοκαταληξία προδίδει από τη μια την επίδραση που έχει ασκήσει επάνω του το τραγούδι, λαϊκό κυρίως και ρεμπέτικο, από την άλλη την έτσι ή αλλιώς εκπεφρασμένη επιθυμία του τα ποιήματά του είτε να είναι είτε να λειτουργούν ως τραγούδια».[11]

Στην ποιητική του Γκόρπα εστιάζει και η Νικολέττα Κατσιδήμα-Λάγιου. Αναδεικνύει την καθαρότητα της γραφής του ποιητή, την τακτική του να κοιτά κατάματα την αλήθεια, να ισορροπεί πάνω στο «εκκρεμές των λέξεων», να μπαίνει και να ξαναμπαίνει στο ίδιο ποτάμι, διαψεύδοντας τον Ηράκλειτο, να ανασκάπτει την ίδια αιώνια πληγή. Οι απόψεις της τεκμηριώνονται με την παράθεση εμβληματικών στίχων όπως οι ακόλουθοι: «Το παν σ’ αυτό τον τόπο / είναι να λησμονάς / να βρίσκεις τον τρόπο / μπριζόλες να μασάς. / Μπριζόλες «γκόμενες» και γιωταχί / ιδού οι Έλληνες σκατοαστοί».[12]

Τον σαρκασμό, το σατιρικό στοιχείο και τα αιχμηρά σχόλια του Γκόρπα, «ενός ποιητή από τους σημαντικότερους της γενιάς του», σε μια «υψηλή ποίηση με λαϊκά στοιχεία», σχολιάζει ο ποιητής-κριτικός Δημήτρης Κονιδάρης.[13] Προχωρώντας από την οριζόντια σε μια κάθετη προσέγγιση του έργου του Γκόρπα, εστιάζει στο ποίημα «Τρία κουρέλια νεοτερικά και έξη καθυστερημένα», το οποίο είχε δημοσιευτεί στον Πόρφυρα το 1983, αλλά περιλαμβάνεται «κομματιασμένο», με τη μορφή εννέα επιγραμματικών αυτοτελών ποιημάτων, στη συγκεντρωτική έκδοση Τα ποιήματα (1957-1983), εκδ. Γαβριηλίδης, 1995. Η άποψη του Κονιδάρη είναι ότι ο ποιητής «συγκόλλησε» μια σειρά επιγραμματικών ποιημάτων, σχηματίζοντας το ποίημα για τον Πόρφυρα, και αργότερα τα δημοσίευσε με την αρχική μορφή. Την τακτική αυτή υιοθετεί, σημειώνει, και σε άλλες περιπτώσεις.

Δύο από τα ολιγόστιχα ποιήματα του Γκόρπα σχολιάζει, επίσης, ο ποιητής-κριτικός Θανάσης Μαρκόπουλος και αποφαίνεται ότι ο ποιητής είναι «ένας από τους ελάχιστα “ωραίους καταραμένους” της μεταπολεμικής μας ποίησης». Ανατρέχοντας σε ομότεχνους του ποιητή (π.χ. στην εμβληματική συλλογή Κραυγές της νύχτας του Κλείτου Κύρου, 1960) και υιοθετώντας κειμενοκεντρική προσέγγιση, διατυπώνει ευθύβολες παρατηρήσεις αισθητικού τύπου και αναδεικνύει την ποιητική ιδιοπροσωπία του Γκόρπα. Κυρίως, τη σκληρότητα της εποχής, όπως αποτυπώνεται στο πρώτο ήδη ποίημα της πρώτης συλλογής (Σπασμένος καιρός, 1957): «στην άσφαλτο κυλάει το μεσημέρι λαβωμένο. / Όλα σπασμένα. / σπασμένα γόνατα / λαιμοί / χέρια σπασμένα / σπασμένα συνθήματα / σπασμένες φωνές / σπασμένο τραγούδι / σπασμένο. / Όμως εμείς το περιμένουμε να ρθει μεσ’ από σημαίες κι αίματα / τ’ αλάβωτο μεσημέρι / μες στον σπασμένο καιρό / που λογαριάζεται κιόλας με το μέλλον». Ο κριτικός σχολιάζει: «Μια τόσο αισιόδοξη οπτική μέσα στη δυστοπική πραγματικότητα της δεκαετίας του ’50 μονάχα αριστερόφρονες της εποχής θα μπορούσαν να έχουν, όπως ο Γκόρπας. Είναι άλλωστε τόσο νέος το ’57 που εκδίδει τη συλλογή, μόλις 22 χρονών».[14]

Τις πηγές της ποίησης αυτής εντοπίζει και ο ποιητής Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου στην κοινωνικοπολιτική κατάσταση την οποία βίωσε ο ποιητής, διαπιστώνοντας μάλιστα αναλογίες της τελευταίας με τη σημερινή: «Δεν υπάρχουν πλέον (παρα)κρατικοί ρουφιάνοι απέναντι από τα περίπτερα των “αναπήρων πολέμου”, οι υποκλοπές ονομάζονται “επισυνδέσεις” και οι “ρουφιάνοι” είναι πλέον (κατά κύριο λόγο) ηλεκτρονικοί, ενώ ένα υπερσύγχρονο σύστημα γνωρίζει τι ο καθείς εξ ημών τρώει, ψωνίζει, επιθυμεί, τι πιστεύει και τι προσδοκά. Την κατάσταση αυτή αποτυπώνει  συνοπτικά ο Γκόρπας, κατά την άποψη του Παπαστεργίου, στο δίστιχο ποίημα με τον εύγλωττο τίτλο “Νυν και αεί”: “έχουμε δύο ρουφιανιές: η μια δουλεύει στο μέλλον/ η άλλη στο παρελθόν. Και στο παρόν δουλεύουν οι ρουφιάνοι”».[15]

Ο Θ. Γκόρπας είναι τολμηρός και αυθεντικός και ξεχωριστός, σύμφωνα με τον ποιητή και πεζογράφο Θανάση Τριανταφύλλου, και αξίζει να τον ψάξουμε και να τον διαβάσουμε τώρα, ειδικά, που «οι ποιητές λιγόστεψαν […] λιγόστεψαν / κ’ οι φίλοι».[16] Τώρα που «λιγόστεψε η παλληκαριά, λιγόστεψε κι η γνώση».[17] Αυτός είναι ο Γκόρπας, ο «κεκορεσμένος των επίγειων – μετά / βασάνων πολλαπλών στο πρόσωπον», ο «πρωτοπόρος», «με την άγρια υπερηφάνεια»,[18] ο οποίος με αιμάτινη αμεσότητα έδωσε, όπως προκύπτει από τους στίχους που παρατίθενται, τον σπαραγμό της μεταπολεμικής εποχής: «…Σαν ήμαστε μικρά παιδιά / δεν πρόφτασαν να μας κρατήσουν οι γονείς μας απ’ το χέρι / και να μας πάνε πουθενά / ήτανε κιόλας σκοτωμένοι άρρωστοι ή χαμένοι […]».[19]

Αυτός είναι ο Θανάσης Γκόρπας, ο ποιητής που έζησε  μια ιστορία «λεηλατημένων ημερών» και αποτύπωσε με ακρίβεια μια εποχή, όπου «όλα είναι σπασμένα, τα χέρια, τα αισθήματα, οι φωνές, τα τραγούδια», που ξεκίνησε, όπως πολλοί άλλοι, «με πολλή ορμή και πολύ φως για να σταθεί μπρος στο αδιέξοδο μιας εποχής, γιομάτης από αντινομίες και από στυγνότητα».[20] Είναι ο –όχι αβανταδόρικος ούτε και βολεμένος– ποιητής που αποδελτίωσε με ενάργεια και με τρόπο εξόχως ποιητικό την «πικρή εποχή» και, μαζί με τους σύγχρονους ομότεχνούς του, έστησε με τα ποιήματά του μνημεία συγκλονιστικά της φρίκης, αποκαλύπτοντας ό,τι η ιστορία και η πολιτική φρόντισαν επιμελώς να συγκαλύψουν.

Για τον λόγο αυτό το αφιέρωμα του περιοδικού Εμβόλιμον, του εντύπου που συνεχίζει την παράδοση των καλών περιοδικών εκδόσεων και αντιστέκεται στα καλεύσματα των καιρών,  αποκτά ιδιαίτερη αξία στα συμφραζόμενα των σημερινών κοινωνικών συνθηκών. Οι εξαίσιες «Σελίδες για τον Θωμά Γκόρπα», γραμμένες με τρόπο «απλό, γήινο και σταράτο, έτσι όπως ήταν η γραφή και η ψυχή του ποιητή»,[21] θα αποτελέσουν, νομίζω, σημείο αναφοράς για τον ίδιο αλλά και για την ομότροπη μεταπολεμική μας ποίηση. Γιατί η ποίηση αυτή, παρά το γεγονός ότι φύεται μέσα στην εφιαλτική πολιτεία του μεταπολεμικού φόβου και σπαράζει μέσα στα δίχτυα της καθημερινής δουλείας, συντηρεί, μέσα στον σπαραγμό της, εστίες αντιστάσεως,[22] ζωντανεύει ταυτόχρονα το όνειρο της εγρήγορσης και το αντιπαραθέτει στη σύγχρονή μας επαναπαυόμενη εθνική παρακμή. θητεύει στο αιώνιο ανθρώπινο ιδανικό της καλυτέρευσης της ζωής, που δεν ηττάται.

 

[1] Βαρβάρα Χρηστιά, «Θωμάς Γκόρπας, – Ο πληθωρικός της ποίησης», Εμβόλιμον, τχ. 103-104, Χειμώνας – Άνοιξη 2025, σ. 47.

[2] Βλ. Παν. Μουλλάς, «Ο κριτικός λόγος της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς», Εντευκτήριο, αρ. 14, Μάρτ. 1991, σ. 46-49  (=Παλίμψηστα και μη. Κριτικά δοκίμια, Στιγμή, Αθήνα, 1992, σ. 201-213).

[3] Ν. Βρεττάκος, «Ανέστη Ευαγγέλου, Περιγραφή Εξώσεως», Επιθεώρηση Τέχνης, τ. ΙΑ΄-ΙΒ΄, τχ. 69-72, Σεπτ.-Δεκ. 1960, σ. 147-149.

[4] Βύρων Λεοντάρης, «Γιάννη Δάλλα, Πόρτες Εξόδου», Επιθεώρηση Τέχνης, τ. ΙΑ΄, τχ. 100, Απρ. 1963, σ. 361-362.

[5] Κώστας Γ. Παπαγεωργίου (επιμέλεια) Η Ελληνική Ποίηση. Ανθολογία, Γραμματολογία, Σοκόλης, Αθήνα 2002, «Εισαγωγή. Η λογοτεχνική δεκαετία του 1960», σ. 62.

[6] Βλ. Γιώργος Μαρκόπουλος, «Ο αμετανόητος νοσταλγός της νεανικής αθωότητας», Διαβάζω, τχ. 105, 7. 11. 1984, σ. 50.

[7] Βλ. αναλυτικά, Γιώργος Μαρκόπουλος, «Θωμάς Γκόρπας, παρουσίαση», στο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου (επιμέλεια) Η Ελληνική Ποίηση. Ανθολογία, Γραμματολογία, ό.π., σ. 370.

[8] Βύρων Λεοντάρης, «Νίκου Παππά, Σήματα από μια τρικυμία», Επιθεώρηση Τέχνης, τ. ΙΖ΄, τχ. 100, Απρ. 1963, σ. 359-361.

[9] Γιώργος Χ. Θεοχάρης, «οι πρόγονοι του ποιητή θωμά Γκόρπα στην πολιορκία και την Έξοδο του Μεσσολογγίου», Εμβόλιμον, ό.π., σ. 7-13.

[10] Χριστίνα Καραντώνη, «Θωμάς Γκόρπας: Με την ψυχή τραγουδώντας στο στόμα», Εμβόλιμον, ό.π., σ. 15-19: 15.

[11] Ό.π., σ. 17.

[12] Νικολέττα Κατσιδήμα-Λάγιου, «Θωμάς Γκόρπας (Μεσσολόγγι 1935 – Αθήνα 2003). De profundis (Σπαράγματα σκέψεων πάνω στην ποίηση του Θωμά Γκόρπα)», Εμβόλιμον, ό.π., σ. 21-23: 23.

[13] Δημήτρης Κονιδάρης, «Συγκολλημένα ή αποσπασμένα επιγράμματα του Θωμά Γκόρπα», Εμβόλιμον, ό.π., σ. 25-29.

[14] Θανάσης Μαρκόπουλος, «Θωμάς Γκόρπας. Μια Θέση και μια Αναπόληση», Εμβόλιμον, ό.π., σ. 31-37: 33.

[15] Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου, «Θωμάς Γκόρπας, ένας μεταξωτά διαχρονικός ποιητής», Εμβόλιμον, ό.π., σ. 39-41: 40.

[16] Θανάσης Τριανταφύλλου, «Ατυχής συνέντευξη, μ’ ευτυχές τέλος», Εμβόλιμον, ό.π., σ. 43-45.

[17] Βαρβάρα Χρηστιά, ό.π., σ. 47.

[18] Κώστας Θ Ριζάκης, «ζων επί αθανάτων», μνήμη Θωμά Γκόρπα (1935-2003)», Εμβόλιμον, ό.π., σ. 42.

[19] Βαρβάρα Χρηστιά, ό.π., σ. 48.

[20] Νικηφόρος Βρεττάκος, «Στίχοι και αποσπάσματα», Επιθεώρηση Τέχνης, τ. ΖΗ΄, τχ. 37-38, Γεν.-Φλεβ. 1958, σ. 71-75.

[21] Βαρβάρα Χρηστιά, ό.π., σ. 47.

[22] Ο όρος από την ομότιτλη ποιητική συλλογή του Δημήτρη Χριστοδούλου (βλ.  Ποιήματα (1954-1964), Αθήνα 1964).

 

 

Εμβόλιμον τεύχος 103-104 (Χειμώνας – Άνοιξη 2025), Επιμέλεια: Γ. Χ. Θεοχάρης – Κ. Θ. Ριζάκης

 

Προηγούμενο άρθροΟ Νίκος Καζαντζάκης κι ο Νικολό Μακιαβέλι (του Φίλιππου Φιλίππου)   
Επόμενο άρθροΠέθανε ο φιλόσοφος Ευτύχης Μπιτσάκης

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Συγχαρητήρια για το πολύ κατατοπιστικό και παράλληλα λιτό κείμενο (σαν αυτά που ταιριάζουν στον ποιητή Θωμά Γκόρπα) για το σχετικό αφιέρωμα στο τελευταίο ΕΜΒΟΛΙΜΟΝ που επιμένει….
    Μικρή διόρθωση αν είναι δυνατόν. Στην αρχή της τρίτης και της δεύτερης από το τέλος παραγράφου εκ παραδρομής ο δαίμονας της δακτυλογράφησης άλλαξε το όνομα του ποιητή από Θωμάς σε Θανάσης. Καλό είναι, αν είναι εφικτό να γίνει η διόρθωση…
    Ευχαριστώ πολύ και για τη μικρή αναφορά και στο δικό μου κείμενο στο συγκεκριμένο αφιέρωμα.

    Με εκτίμηση

    Θανάσης Τριανταφύλλου,
    πρώην σχολικός σύμβουλος μαθηματικών – συγγραφέας.

    Σημείωση: Τελευταίο βιβλίο μου το μυθιστόρημα “…τρεις Κυριακές, Δευτέρα μία..’ (ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ 2025).

Γράψτε απάντηση στο Θανάσης Τριανταφύλλου Ακύρωση απάντησης

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ