Στον Αλέξη Πανσέληνο απονεμήθηκε φέτος το Μεγάλο Τιμητικό Βραβείο του Αναγνώστη για το σύνολο του έργου του. Μικρή αποτίμηση από τον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου
Ο τρόπος με τον οποίο θα τοποθετηθεί ο Αλέξης Πανσέληνος κατά τη διάρκεια της μακράς πεζογραφικής του πορείας ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό είναι η αρνητική υπογράμμιση του ατομικού. Οι ήρωές του αντιπροσωπεύουν ανθρώπους περιορισμένης ευθύνης: ανθρώπους ανίκανους να αντιδράσουν στη σήψη του δημόσιου περίγυρου, αλλά και απρόθυμους να συνειδητοποιήσουν το βάρος των προσωπικών τους επιλογών. Ο χώρος της πολιτικής και της Ιστορίας διεμβολίζεται εν προκειμένω από έναν αθεράπευτο ατομοκεντρισμό και εγωισμό. Το ανεύθυνο, αλλά και η προδιάθεση του ατόμου να συμβιβαστεί με τις επαχθέστερες των καταστάσεων προκειμένου να εξασφαλίσει την άνεση και την ευμάρεια ενός βίου ο οποίος θα έχει προηγουμένως εγκαταλείψει την πίστη του σε οποιοδήποτε αυθεντικό νόημα, αποκτά κεντρική θέση στην πεζογραφία του Πανσέληνου, μαζί με την κίνηση του αφηγηματικού εκκρεμούς σε δύο επίπεδα: ένα πραγματικό–ρεαλιστικό κι ένα μελλοντικό-φανταστικό.
Διευρύνοντας την κατηγορία των ανθρώπων περιορισμένης ευθύνης, ο συγγραφέας δεν θα αργήσει να περάσει και στο ανυπόστατο του ατομικού ποιόντος όταν στρεφόμαστε στο ιστορικό παρελθόν ενώ στις σελίδες του για σύγχρονα ζητήματα όπως η τρομοκρατία, ο φόνος σπανίως αποδεικνύεται όντως πολιτικός – κατά κανόνα οφείλεται σε ισχυρές οικονομικές φιλοδοξίες, στο εξουθενωτικό άγχος για προσωπική επικύρωση, αλλά και στον πανικό της μοναξιάς ή στη σκιά μιας απειλής η οποία ορθώνεται ξαφνικά απέναντι στους ήρωες, που συχνά έχουν θανάσιμες εμπλοκές με τα φαντάσματα της μνήμης τους.
Τα δεινά της τρίτης ηλικίας είναι ένα άλλο στοιχείο της θεματικής γκάμας του Πανσέληνου: η κατάπτωση, η μελαγχολία που φέρνει η εικόνα του άρρωστου και ανήμπορου σώματος, αλλά και η ανάγκη να αρπαχτεί κανείς από τα τελευταία ζωτικά του αποθέματα και να ζυγίσει τον βίο του, μετρώντας τα στραβά και τις αποτυχίες του. Και μπορεί οι κεντρικοί ήρωες να παραμένουν δέσμιοι της ιδιοτέλειας την οποία τρέφει εκ νέου ο εγωισμός τους αλλά οι συλλογικοί όγκοι διαγράφονται τώρα με ζωηρά χρώματα τριγύρω τους ενώ οι ίδιοι τείνουν να χάσουν κάτι από την ατομικιστική τους ακαμψία εξαιτίας του διαρκώς εντεινόμενου υπαρξιακού τους άγους. Έτσι, από τον κόσμο των απονενοημένων γερόντων και το αντίπαλο δέος τους, που είναι οι ορδές των γκραφιτάδων ή των σκέιτμπορντ, ο Πανσέληνος προχωρεί σε μιαν εν σμικρύνσει κάθαρση: στις συνομιλίες με τους νεκρούς και σε μιαν υποβλητική (χάρη στους υποδόρια ποιητικούς τόνους της αφήγησης) διάπλευση της Αχερουσίας.
Στα ιστορικά του μυθιστορήματα, ο Πανσέληνος δεν εγκαταλείπει ούτε προς στιγμήν τον ρεαλισμό του, ενισχυμένο και πάλι από ένα στοιχείο φαντασίας. Ο μυθιστοριογράφος θα σκηνοθετήσει μέσω των ιστορικών του προσώπων μια φιλόδοξη συνεύρεση της τέχνης με την πολιτική, η οποία καταλήγει μακριά από την οικοδόμηση οιουδήποτε εθνικού ιδανικού. Κι αν η πολιτική συναντιέται με την τέχνη για να εκφράσει μιαν εξεγερμένη συνείδηση (όπως εκείνη του Διονυσίου Σολωμού, για παράδειγμα), ο Πανσέληνος εμπλέκεται εκ παραλλήλου στη μετωπική αντιπαράθεση του χιτλερισμού με τον μοντερνισμό, φτάνοντας μέχρι τις ρίζες του ναζιστικού φαινομένου.
Και για να πάμε και στα τελευταία, όταν ο Πανσέληνος αποφασίζει να καταπιαστεί με την οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας, σπεύδει να συλλάβει τα πάθη των προσώπων του με τον τρόπο της αρχαίας τραγωδίας, όπως συλλαμβάνουν τα ανθρώπινα πάθη ο Ευριπίδης και ο Σοφοκλής, ενώ όταν θέλει να ανακινήσει την κοινωνικοπολιτική παθολογία αμέσως μετά τον Εμφύλιο, το αφηγηματικό του ανάπτυγμα δεν οδεύει προς την πύκνωση και τη σύνθεση, αλλά, αντίθετα, προς την πολυκεντρικότητα και την πολυμέρεια. Κι εδώ θα δούμε την τοιχογραφία μιας Αθήνας που προσπαθεί απεγνωσμένα να ατενίσει την ελπίδα, πλέκοντας το ατομικό και το κοινωνικό στην προοπτική ενός ριζικά καινούργιου κόσμου. Ο κόσμος βέβαια αυτός δεν θα ανατείλει ποτέ, αλλά θα κατορθώσει να μας δώσει το σημαντικότερο: την αίσθηση της ζωής πάνω στο ακατάπαυστο κύλισμά της. Αλλά με αυτή την αίσθηση δεν πάλευε παντού και πάντα η καλή (κάτι παραπάνω: η υψηλή) λογοτεχνία;