Μια μη “κανονική” προσέγγιση της ιστορίας (της Δήμητρας Ρουμπούλα)

0
405

της Δήμητρας Ρουμπούλα

Την πιο οδυνηρή σελίδα της σοβιετικής ιστορίας μέσα από το πρίσμα της προσωπικής εμπειρίας εξερευνά η Πολίνα Μπαρκόβα. Η Ρωσίδα ποιήτρια και φιλόλογος εργάζεται τα τελευταία δέκα χρόνια πάνω σε ένα θέμα τόσο φορτισμένο και πολυσυζητημένο όσο και ανεξερεύνητο: την πολιορκία του Λένινγκραντ. Υπογράφει ένα σύνολο έργων, ποίησης, δράματος και σύντομης πεζογραφίας τα οποία όλα μαζί επιχειρούν να αναπαραστήσουν κυρίως το ατομικό τραύμα παρά τα ίδια τα γεγονότα του μπλοκάντα (στα ρωσικά), του ναζιστικού αποκλεισμού της πόλης που διήρκεσε 872 ημέρες, από τον Σεπτέμβριο του 1941 έως τον Ιανουάριο του 1945, με περίπου ένα εκατομμύριο νεκρούς.

Το “Ζωντανές εικόνες” (εκδ. Βακχικόν, μτφρ. Γιούλης Σταματίου) είναι το πρώτο πεζογραφικό βιβλίο της Μπαρσκόβα, το οποίο  αντλεί από τα ημερολόγια του αποκλεισμού της ηρωικής πόλης. “Θα μπορούσες να γεμίσεις ολόκληρα δωμάτια, ολόκληρες αποθήκες από τα ημερολόγια και μόνο”. Είναι πραγματικά δύσκολο να μιλήσει κανείς για το ζήτημα της λογοτεχνικής ανάγνωσης των αρχείων του αποκλεισμού από ότι η Μπαρκσόβα, η οποία γεννήθηκε το 1976, μεγάλωσε και σπούδασε στην Αγία Πετρούπολη, τότε που η πόλη ονομαζόταν Λένινγκραντ – έφυγε στα είκοσι από τη Ρωσία για μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ όπου στη συνέχεια διδάσκει στο Τμήμα Σλαβικών Γλωσσών και Λογοτεχνιών.

Ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι το πώς η συγγραφέας επιλέγει μια εντελώς νέα μορφή για να δώσει πνοή, με καθηλωτική αμεσότητα και πνεύμα, σε ζωτικά θραύσματα της πολιορκίας πέρα από την επίσημη ιστορία. Το βιβλίο της είναι περίπλοκα δομημένο και διαφέρει από τη συνήθη ιδεολογική αντιμετώπιση του θέματος στη ρωσική πεζογραφία. Κι αυτό γιατί ανανεώνει την τέχνη της γραφής, απαιτώντας από τον αναγνώστη να ακονίσει τις αναγνωστικές του δεξιότητες. Εδώ αναμιγνύονται αναμνήσεις, είτε από το Λένινγκραντ, είτε από τη Μασαχουσέτη, το Σαν Φρανσίσκο ή τη Σιβηρία, με ιστορίες συγγραφέων και καλλιτεχνών του Λένινγκραντ που έζησαν και πέθαναν κατά τη διάρκεια του αποκλεισμού ή με σκηνές που περιγράφουν επιζώντες. Πρόκειται για ένα στοχαστικό βιβλίο το οποίο αφορά  την ψυχολογία της επιβίωσης, αλλά και τις νέες γλώσσες που εμφανίστηκαν για να περιγράψουν τον αποκλεισμό, ενταγμένο μέσα στο γενικότερο θέμα του τραύματος και των ψυχολογικών επιπτώσεων στις επόμενες γενιές.

Το “Ζωντανές εικόνες” διαρθρώνεται από 11 σύντομες ιστορίες, φαινομενικά ασύνδετων μεταξύ τους, αλλά άρρηκτα δεμένων με το θέμα της μνήμης. Σε μορφή υστερόγραφου (τελευταίο αλλά εξίσου σημαντικό και άκρως συγκινητικό) κι ένα θεατρικό έργο, το οποίο δανείζει τον τίτλο του στο βιβλίο. Ένα εκπληκτικό δράμα δωματίου που πραγματεύεται πιο άμεσα τη βιωμένη εμπειρία, με πρωταγωνιστές τον καλλιτέχνη Μοϊσέι Βάκσερ και την ιστορικό τέχνης Αντονίνα Ιζέργκινα, που έζησαν στην πραγματικότητα και πέθαναν τον φοβερό χειμώνα του 1941 μέσα στο νεκρό Ερμιτάζ. Παρουσιάζονται περιτριγυρισμένοι από τις άδειες κορνίζες έργων του Ρέμπραντ κι άλλων κορυφαίων ζωγράφων, απαγγέλοντας ποίηση και “παίζοντας” τη “Βασίλισσα του χιονιού”, περιπλανώμενοι στη μνήμη και τη φαντασία, εναλλάσσοντας ελπίδα και απελπισία, ενώ τα παγωμένα σώματά τους παραδίδονται  λόγω πείνας στη δυστροφία. Οι υπάλληλοι του μουσείου, όπως αναφέρεται, δεν δικαιούνταν τη μερίδα του σιτηρεσίου που έδινε το κράτος και πολλοί πέθαναν από λιμό. Σύμφωνα με  απομνημονεύματα, κάποιοι “ξεναγούσαν” ναυτικούς στις άδειες κορνίζες (οι συλλογές είχαν μεταφερθεί σε ασφαλές μέρος) κι αυτοί τους αντάμειβαν από το δικό τους σιτηρέσιο.

Όλα τα κείμενα μπορούν να διαβαστούν ξεχωριστά, άλλα ως αναμνήσεις κι άλλα ως λυρικές σημειώσεις στα περιθώρια ημερολογίων του αποκλεισμού που ανακτώνται με τα χρόνια και διεκδικούν δημιουργικούς τρόπους για να τιμηθεί η μνήμη των συντακτών τους. Μια χορωδία από φωνές, οι συγγραφείς των ημερολογίων και οι ήρωες των απομνημονευμάτων συχνά δεν κατονομάζονται και (κάτι που στην αρχή δημιουργεί ηθελημένη σύγχυση, γι΄αυτό η συγγραφέας παραθέτει στο τέλος επαρκείς διευκρινίσεις) μπαίνουν ο ένας μέσα στη ζωή του άλλου με έναν εντελώς ποιητικό συνειρμικό τρόπο μακρινών επανασυνδέσεων. Αυτές οι κατακερματισμένες υποβλητικές ιστορίες, αποτελούμενες από ασύνδετες εικόνες και κομμάτια μνήμης, διεκδικούν έναν δικό τους χώρο σε μια διφορούμενη ζώνη μεταξύ κριτικού δοκιμίου, αυτοβιογραφίας, ποίησης και διηγήματος, μυθοπλασίας και εγγράφου, στο έδαφος του τραύματος και της ιστορικής ντροπής, της πείνας και της τρέλας, με στόχο την απελευθέρωση των χαρακτήρων από την κατάρα της λήθης.

Η Μπαρσκόβα γράφει με καυστικό χιούμορ και άγρια εφευρετικότητα. Καθώς διαβάζουμε, προσπαθούμε να καταλάβουμε πώς ένα σουτιέν με σιδερένια καρφιά από ένα αμερικανικό sex shop και η λαχανόπιτα της γιαγιάς συνδέονται με την ηρωική άμυνα του Λένινγκραντ. Κι όμως γίνεται σαφές από την ίδια την πρόζα: “Η μελαγχολία, η οκνηρία, η γοητεία της αρχειοθέτησης: το συναίσθημα του να επεξεργάζεσαι μια σπαζοκεφαλιά, ένα μωσαϊκό, θαρρείς όλες αυτές οι φωνές μπορούν να ενωθούν σε μια και να αποδώσουν ένα και μόνο νόημα, ενώ εσύ θα μπορούσες να αναδυθείς από αυτή την ομίχλη η οποία δεν έχει παρελθόν, δεν έχει μέλλον, μόνο ενοχική αγωνία. “Κανείς δεν ξεχνιέται, τίποτα δεν ξεχνιέται”. Κανείς δεν μπορεί να βοηθηθεί κι όλοι ξεχνιούνται”.

Το παραπάνω απόσπασμα προέρχεται από το κείμενο “Ο συγχωρός” – παρατσούκλι που έβγαλε για τον Πρίμο Λέβι ένας φίλος του, επίσης επιζών του Άουσβιτς, για τα βιβλία του περί Ολοκαυτώματος. Αναφέρεται επίσης στον επί μακρόν ξεχασμένο ποιητή  κι επιζώντα της πολιορκίας Ντμίτρι Μάξιμοφ, αλλά και στον βιολογικό  πατέρα της Μπαρσκόβα, Εβγκένι Ρέιν, ο οποίος μαζί με τον Γιόζεφ Μπρόνσκι ήταν από τα “Ορφανά της Αχμάτοβα” που ξεκίνησαν να γράφουν στη μετά Στάλιν εποχή. Αυτός ο πατέρας, που την είχε εγκαταλείψει, εμφανίστηκε στη ζωή της στο τηλέφωνο, παραληρώντας με ποιήματα – “Σύντομα θα σε συγχωρέσω”, γράφει εκείνη. Έπειτα, χωρίς να πάρει ανάσα, αναφέρεται σε έναν άλλο πατέρα, θετό, που μετά τον θάνατό του βρέθηκε ένα πακέτο με ποιήματά της, καλλιγραφικά αντιγραμμένα. “Όσο ζούσε, δεν είχαμε ανταλλάξει κουβέντα γι΄ αυτά”.

Μια από τις ιστορίες αφορά στα αδέρφια Γιακόβ και Μικχαήλ Ντρούσκιν, μέλη της αβανγκάρντ ομάδας  ΟΜΠΕΡΙΟΥ που συστάθηκε στις αρχές του 1930. Ανάμεσά τους και ο επί δεκαετίες παραγνωρισμένος συγγραφέας Δανιήλ Χαρμς, από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους της ρωσικής πρωτοπορίας. Τα χειρόγραφά του διέσωσε, μετά τον θάνατό του στο ψυχιατρείο της φυλακής κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, ο φιλόσοφος Γιακόβ Ντρούσκιν. Και παντού, ανεξάρτητα από την πλοκή, το φάντασμα της Μαρίνα Μάλιτς, η οποία όταν έμαθε για τον θάνατο του συζύγου της, Δανιήλ Χαρμς, διέφυγε από τη “νεκρή πόλη” στο εξωτερικό. Και μαζί εκείνο της θρυλικής ραδιοφωνικής φωνής του αποκλεισμού, της ποιήτριας Όλγκα Μπέργκχολτς η οποία, όπως έγραφε στο δικό της ημερολόγιο που έθαβε στη γη, νόμιζε ότι κυοφορούσε, αλλά στην πραγματικότητα έπασχε από δυστροφία, “ήταν δηλαδή έγκυος με τον αποκλεισμό”. Όσο πιο βαθιά μπαίνεις στο κείμενο τόσο πιο συχνά εμφανίζονται εκείνα τα ορόσημα που βοηθούν στην κατανόηση. Για τον Πρίμο Λέβι: “Όταν το στρατόπεδο απελευθερώθηκε, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να πέσει με τα μούτρα στα βιβλία: ένα εγχειρίδιο γυναικολογίας, ένα γαλλο-γερμανικό λεξικό, μια ανθολογία με τίτλο “Παραμύθια μαγικών ζώων” ”. Η πιο πειστική γλώσσα για να μιλήσει κανείς για μια αδιανόητη ιστορική εμπειρία ίσως βρίσκεται απροσδόκητα κάπου ανάμεσα στον νατουραλισμό και την αλληγορία.

Μια λοξή ματιά των “Ζωντανών εικόνων” προσφέρεται στο κείμενο “Θεριστής των φύλλων”, το οποίο αναφέρεται σε δύο Σοβιετικούς  παραμυθάδες: τον αγαπημένο από πολλές γενιές για τις παιδικές του ιστορίες Βιτάλι Μπιάνκι, ο οποίος είχε συλληφθεί αρκετές φορές από τις σοβιετικές αρχές, και τον δραματουργό και συγγραφέα παιδικών βιβλίων Εβγκένι Σβαρτς που κρατούσε ένα πλούσιο αρχείο της λογοτεχνικής ζωής του Λένινγκραντ.

“Ο Σβαρτς έδειξε ενδιαφέρον – κι εμείς το ίδιο όσο τον ακολουθούμε – στην αλληγορία της μονομαχίας της ανθρώπινης ψυχής με τον δαίμονα της εποχής, τα αξιοθρήνητα τεχνάσματα που χρησιμοποιούνταν από όποιον κατοικοέδρευε σε κείνες τις εποχές και προσπαθούσε να κατευνάσει τον δαίμονα, αλλά και να κρυφτεί από αυτόν”. Το παραμύθι, η αισώπεια γλώσσα των σοβιετικών συγγραφέων παιδικού βιβλίου και των αιρετικών ποιητών ήταν ένας τρόπος να μην κατονομάζεται αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί και να παρουσιάζεται αλληγορικά. Ανάμεσα σε όσους επισκέφθηκαν το Λένινγκραντ κατά τη διάρκεια του αποκλεισμού, σύμφωνα με την Μπαρσκόβα, ο Μπιάνκι ήταν ο πιο “διορατικός και μεθοδικός μάρτυρας”, ο οποίος “οργάνωνε τις εντυπώσεις του κάτω από φαινομενολογικές λεζάντες: τρόποι αποκλεισμού, χιούμορ αποκλεισμού, συνείδηση αποκλεισμού, χαμόγελο αποκλεισμού, γλώσσα αποκλεισμού, αστικό τοπίο αποκλεισμού, θηλυκότητα αποκλεισμού, Εβραίοι αποκλεισμού”. Με άλλα λόγια, καταλήγει η συγγραφέας, “κατάλαβε αυτό που εμείς ακόμα δεν μπορούμε να αντιληφθούμε από μόνοι μας – πως ο  αποκλεισμός ήταν ένας ξεχωριστός πολιτισμός με χαρακτηριστικά γνωρίσματα από όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες”.

Ο αποκλεισμός του Λένινγκραντ ήταν και παραμένει, κατά την συγγραφέα, ένα θέμα ταμπού, κάθε μη “κανονική” προσέγγιση προκαλεί σκάνδαλο. Στον τόπο της μαζικής αποτέφρωσης των σωμάτων των δυστροφικών και των παγωμένων από το κρύο έχει δημιουργηθεί το Πάρκο της Νίκης, όπου η συγγραφέας περπάτησε και έπαιξε ως παιδί, κυριολεκτικά πάνω στις ανθρώπινες στάχτες. “Ο αποκλεισμός είναι υπόγειος, ζει και υπάρχει κάτω από τα πόδια μας…” Αυτές οι στάχτες που εκείνη ανασκάπτει παρομοιάζονται με μια νέα Πομπηία, όπου ολόκληρα πολιτισμικά στρώματα έχουν θαφτεί. Αν ένας αρχαιολόγος ρίξει γύψο στη κοιλότητα που έχει αφήσει ένα αγκαλιασμένο ζευγάρι για να αποκτήσει ένα γλυπτό Πομπιανών εραστών, τότε ένας συγγραφέας γεμίζει την κοιλότητα της σιωπής ή του κενού στην ιστορική μνήμη με την έρευνα και τη λυρική γραφή του. “Η πολιορκία του Λένινγκραντ είναι ανολοκλήρωτη και ατέρμονη, δεν έχει θαφτεί, η τελευταία λέξη πάνω σ΄ αυτή δεν έχει ειπωθεί”, γράφει η Μπαρσκόβα.

 

 

“Ζωντανές εικόνες” Πολίνα Μπαρσκόβα, εκδ. “Βακχικόν”, μτφρ. Γιούλη Σταματίου, σελ. 203

 

 

Προηγούμενο άρθροΗ καλοκαιρινή περιπέτεια ενός βιβλίου (γράφει ο Κώστας Μίντζηρας)
Επόμενο άρθρο«Δεξιά της κοίτης», «Συνεδρία πολέμου» και το «αίνιγμα» της Μικρής Επιδαύρου (της Όλγας Σελλά)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ