Τα “καμάκια” και η εποχή τους (του Φίλιππου Φιλίππου)

1
1248

του Φίλιππου Φιλίππου

 

 

Το 1978 ο Βασίλης Βασιλικός εξέδωσε (στις εκδόσεις Κάκτος) το μυθιστόρημα Τα καμάκια, το οποίο έκανε αίσθηση με το θέμα του και κυρίως με την τολμηρότητά του. Επρόκειτο για ένα επίκαιρο βιβλίο, γραμμένο με γλαφυρότητα, που αφορούσε τους άντρες του Ναυπλίου (Ανάπλι, το λέει), οι οποίοι «καμάκωναν», δηλαδή φλερτάριζαν συνήθως με επιθετικό τρόπο ξένες τουρίστριες με σκοπό το σεξ αλλά και το χρήμα. Βεβαίως, το φαινόμενο παρατηρήθηκε σε πολλές ελληνικές τουριστικές περιοχές, κυρίως σε νησιά, όπου δρούσαν  τα «καμάκια». Ο Βασιλικός επέλεξε το Ναύπλιο, για άγνωστους λόγους, ίσως το έκανε επειδή το γνώριζε πιο καλά, ή απλώς ήθελε να μιλήσει για την ιστορία του (η πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδας, όπου δολοφονήθηκε ο πρώτος κυβερνήτης της, ο Ιωάννης Καποδίστριας).

Σαράντα χρόνια αργότερα, κι ενώ το φαινόμενο έχει εκλείψει, ο συγγραφέας επανεκδίδει το μυθιστόρημα του, προσδοκώντας προφανώς να αγγίξει τις νέες γενιές αναγνωστών. Το Ναύπλιο ασφαλώς παραμένει το ίδιο, ο τουρισμός είναι πιο ανεπτυγμένος, καθώς πολλοί τουρίστες, Έλληνες και ξένοι, το επισκέπτονται και λόγω της μικρής του απόστασης από την Αθήνα.

Το βιβλίο που έχει πρόλογο, επίλογο και ένα επίμετρο του Δημήτρη Φύσσα, χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο «Στα βράχια της Αρβανιτιάς», όπου ο αναγνώστης παρακολουθεί τη δράση των καμακιών στην πιο γνωστή παραλία του Ναυπλίου, το «Τσόντες», όπου γίνεται μια πολιτική ξενάγηση στην Ελλάδα, την οποία κυβερνάει ο Καραμανλής, ενώ είναι ακόμα ανοιχτή η πληγή από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο επειδή οι «Ελλαδικοί Έλληνες» ήθελαν να σκοτώσουν τον Μακάριο, και το «Απ’ το ημερολόγιο ενός καμακιού», όπου ο συγγραφέας σχολιάζει την ελληνική ιστορία, γράφοντας ότι ο Καποδίστριας, ο «μοναδικός Έλλην πολιτικός που δεν πήρε ποτέ τίποτα από το ελληνικό δημόσιο», δολοφονήθηκε στο Ναύπλιο.

Η πρώτη φράση του πρώτου κεφαλαίου είναι αρκούντως ποιητική: «Η πόλη αναπαυόταν στην πρωινή αλισάχνη της. Απ’ τη μεριά του κόλπου ερχόταν ένα ελαφρό αεράκι, που σκόρπιζε τις βαριές μυρωδιές του καπνού και του αλκοόλ. Ο Παύλος, το καμάκι, ανοίγοντας τα μάτια του είδε δίπλα του την ξανθιά καλλονή του βορρά να κοιμάται σαν μέσα στ’ όνειρό της».

Δεν είναι όλες οι φράσεις ποιητικές ούτε οι σκηνές που ακολουθούν έχουν καμιά ποιητικότητα. Θέλοντας να διακωμωδήσει, να περιπαίξει, να σατιρίσει τους ήρωές του, με λίγα λόγια να κάνει τους αναγνώστες να νιώσουν ευφροσύνη, ο συγγραφέας περνάει από την ποίηση στον κυνισμό κι από τις ρομαντικές περιγραφές στον απόλυτο σαρκασμό. Έτσι, ενώ μια ερωτική σκηνή την αποκαλεί «κωπηλασία» και τις ερωτικές ωθήσεις του άντρα στο σώμα της γυναίκας «σκαμπανέβασμα», μετά διαβάζουμε τη φράση «Θα εισάγουμε μουνιά και θα εξάγουμε λούτσες» που τη λέει ένας πρώην τελωνειακός-καμάκι.

Το μυθιστόρημα δεν είναι μόνο ερωτικό ή ταξιδιωτικό (το Ναύπλιο αποτελεί το κέντρο της αφήγησης, καθώς μας δίνονται γι’ αυτό ιστορικές, τοπογραφικές, τουριστικές και άλλες πληροφορίες), περιέχει και επισημάνσεις που το καθιστούν ενδιαφέρον για τους σημερινούς αναγνώστες. Τότε ο Βασίλης Βασιλικός περνούσε την αντιπασοκική του περίοδο, έτσι δεν είναι παράξενο που ρίχνει τα βέλη του κατά του ΠΑΣΟΚ και του αρχηγού του, του Ανδρέα Παπανδρέου, βέλη που προκαλούν ιλαρότητα και χαμόγελα. Η προσωπολατρία, μας λέει, είναι σημάδι πολιτικής υπανάπτυξης, ενώ ειρωνεύεται τη φράση του «Βυθίσατε το “Χόρα”». Επίσης, ειρωνεύεται  το ΚΚΕ (μερικά καμάκια είναι αριστερών αντιλήψεων), βάζοντας τον τοπικό υπεύθυνο του κόμματος να φροντίζει για τις σεξουαλικές ορμές των ανδρών ενός σοβιετικού πλοίου που ήταν αγκυροβολημένο στο Ναύπλιο, αλλά και τον «ηρωικό Ζαχαριάδη», ο οποίος κλείστηκε στο Άουσβιτς «χωρίς να είναι Εβραίος».

Οι επισημάνσεις στο βιβλίο είναι κυρίως κοινωνικές. Μαθαίνουμε τον τρόπο ζωής στην Ελλάδα, ιδιαίτερα στο Ναύπλιο. Γιατρός δίνει επ’ αμοιβή συνταγές σε ναρκομανείς για να πάρουν υλικά από τα φαρμακεία για να φτιάξουν τη δόση τους, ενώ ο τουρισμός έχει διαφθείρει τα ήθη και τη φιλοξενία των Ελλήνων που προσπαθούν να βγάλουν «από τη μύγα ξύγκι». Επίσης, στην περιοχή υπάρχει διάχυτος ο αντικομουνισμός, αφού ο τοπικός Δήμος, λίγο πριν από την επιστράτευση αρνήθηκε την παραχώρηση μιας αίθουσας για έκθεση ζωγραφικής με τη αιτιολογία πως ο καλλιτέχνης είχε σπουδάσει αρχιτεκτονική στη Μόσχα. Ακόμα ο συγγραφέας αναφέρεται στο θέμα των παλιννοστούντων πολιτικών προσφύγων και στα παιδιά τους που αντιμετωπίζουν το μίσος των συγχωριανών τους, τη στιγμή που στο μυαλό τους υπάρχει μια εξιδανικευμένη Ελλάδα δημιουργημένη από τους «παραμορφωτικούς καθρέφτες της εξορίας».

Σε κάθε περίπτωση, τούτο το απολαυστικό μυθιστόρημα, το γεμάτο από στίχους τραγουδιών και παραπομπές σε τραγούδια, των Σεφέρη, Ελύτη, Ρίτσου, Χικμέτ, Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Σαββόπουλου, παρά την ειρωνική του διάσταση, αποτελεί τον καθρέφτη της εποχής που γράφτηκε.

 

info: Βασίλης Βασιλικός, Τα καμάκια, Επίμετρο Δημήτρης Φύσσας,Εκδόσεις Στερέωμα, 2018, σελ. 212,τιμή 14 ευρώ

Προηγούμενο άρθρο “Κοιτάζω όσα ένιωσα” (της Κατερίνας Παναγιωτοπούλου)
Επόμενο άρθροH Γκέρντα Κρούγκερ αλλάζει σελίδα (διήγημα του Στρατή Χαβιαρά)

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Το 1968 ήμουν φοιτητής και γυρίστηκε η κινηματογραφική επιτυχία για τότε ΄Επιχείρησις Απόλλων΄ με την Έλενα Ναθαναήλ και εισαγόμενο ηθοποιό που δυστυχώς δεν ενθυμούμαι το όνομα, γύρισαν ένα έργο με αφορμή τις ομορφιές της Ελλάδος .Το έργο γυρίστηκε στο Ναύπλιο στο μεγαλύτερο μέρος του.Οι Ναυπλιώτες ως γνήσια καμάκια της εποχής διπλάρωσαν ταχύτατα τον ωραίο αλλά με προτιμήσεις στο ανδρικό φύλο ηθοποιό και αυτός ξόδευε αρκετά την εποχή εκείνη σε μια Ελλάδα που την είχε “φάει” η σεμνοτυφία και η υποκρισία . Αυτά ως μαρτυρία για το βιβλίο του Βασιλικού “Τα καμάκια” Για τα καμάκια Ρόδου και άλλων νήσων θέλει δουλειά πολύ.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ