Το λογοτεχνικό δοκίμιο σε φάση ραγδαίας εκδοτικής υποχώρησης (του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου)

0
1277

 

     του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου

Το είχα γράψει στις αρχές της κρίσης (όταν δεν ξέραμε ποιες ακριβώς θα ήταν οι επιπτώσεις της στον χώρο του βιβλίου) και επανέρχομαι τώρα. Το μεγαλύτερο δυστυχώς θύμα της οικονομικής στενότητας που έχει επιβληθεί στην εκδοτική παραγωγή είναι το είδος που ονομάζουμε λογοτεχνικό δοκίμιο. Ο όρος είναι ασαφής και συστεγάζει ενδεχομένως στην κατηγορία του τα πιο διαφορετικά στοιχεία, αλλά όλοι μπορούμε να καταλάβουμε τι σημαίνει σε γενικές γραμμές, όπως και να εικάσουμε το βάρος του πλήγματος. Κοιτάζω μια πρώτη λίστα των δοκιμιακών τίτλων για το 2017 (εν όψει της διαλογής του Αναγνώστη για τα λογοτεχνικά βραβεία του Ιουνίου) και το σύνολό τους δεν φτάνει τους 25 την ώρα που οι καταγραφές στην ποίηση και την πεζογραφία είναι πολλές δεκάδες ή και εκατοντάδες.

Σύμφωνοι, το λογοτεχνικό δοκίμιο δεν μπορεί να συγκριθεί ως τάξη μεγέθους με τα ποιητικά και τα πεζογραφικά βιβλία, πολλώ δε μάλλον με τις πολιτικές και τις ιστορικές μελέτες που σε επειγόμενες εποχές ακολουθούν πάντοτε ανοδικό κύκλο. Όπως, όμως, κι αν ζυγίσουμε τον λογαριασμό, το αποτέλεσμα είναι απογοητευτικό. Θα συμφωνήσω επίσης πως η λογοτεχνική κριτική και η φιλολογία (γιατί αυτές είναι οι κατηγορίες τις οποίες καλύπτει στην πραγματικότητα ο όρος «λογοτεχνικό δοκίμιο») δεν υπήρξαν ποτέ τόσο δημοφιλείς και παραγωγικές ώστε να είναι σε θέση να αναμετρηθούν ποσοτικά με την ποίηση και την πεζογραφία: το λογοτεχνικό δοκίμιο απευθύνεται σε λίγους και γράφεται από ακόμα λιγότερους. Και ισχύει και κάτι άλλο: ότι ο εκδοτικός εκτραχηλισμός της ποίησης δεν έχει πραγματική βάση αφού κυριαρχούν οι αυτοεκδόσεις ή μια σειρά εκδοτικών οίκων με ανύπαρκτη προϊστορία και χωρίς την παραμικρή μελλοντική προοπτική. Και στην πεζογραφία πάλι ένας σεβαστός αριθμός τίτλων δεν έχει καμιά σχέση με τη λογοτεχνία: ιστορικά, κοινωνικά και ερωτικά μυθιστορήματα δίχως κανένα έρμα γραφής. Τέτοιες ευκολίες δεν νοούνται στο λογοτεχνικό δοκίμιο κι από αυτή την άποψη δεν είναι τυχαίο πως η λίστα των δοκιμίων που έχω μπροστά μου αποκαλύπτει διαμάντια. Απομένει ο τρίτος όρος σύγκρισης: τα πολιτικά και τα ιστορικά βιβλία, που απευθύνονται σε ένα κατά πολύ ευρύτερο κοινό και έχουν σε κάθε περίπτωση να κάνουν και με άλλου τύπου προκείμενες: προκείμενες ιδεολογικές και πολιτικές, που βάζουν στο παιχνίδι εντελώς διαφορετικούς παράγοντες.

Η κριτική της λογοτεχνίας και η φιλολογία διεκδικούσαν ανέκαθεν το μικρότερο μερίδιο της πίτας, που εύλογα γίνεται ακόμα μικρότερο στις μουντές ημέρες μας. Η συρρίκνωση, εντούτοις, του πεδίου παραμένει δραματική. Πώς να ενθαρρυνθούν με έναν τόσο εκτεταμένο περιορισμό οι όποιες νέες φωνές, πώς να ανθίσει η έρευνα σε καινούργιες περιοχές και με ποιον τρόπο να ισχύσουν νέα παραδείγματα, και από πού να πιαστούν όσοι συνεχίζουν για να προχωρήσουν τη δουλειά τους παραπέρα; Φυσικά, τίποτε δεν είναι δυνατόν να λυθεί με διαμαρτυρίες και εκκλήσεις ούτε τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν με μια καυστική επισήμανση της κατάστασης. Το λέω μόνο για να το έχουμε υπόψη μας. Η κάθετη εκδοτική πτώση του λογοτεχνικού δοκιμίου ανοίγει τον δρόμο για μια σημαντική απώλεια. Και κάτι που υποχωρεί με τόσο ραγδαίο ρυθμό πολύ δύσκολα θα καταφέρει να βρει τον δρόμο της επιστροφής και της επανάκαμψης.

Προηγούμενο άρθροΟ Μεγάλος Δρόμος του Χριστόφορου Λιοντάκη (του Παναγιώτη Ροϊλού)
Επόμενο άρθροΟικογενειακή σάγκα δυόμισι αιώνων (Σπύρου Κακουριώτη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ