Τα πορφυρά πανιά

0
954

της Λίλας Κονομάρα.

Οι μύθοι, σύμφωνα με τον Claude Levi-Strauss,  είναι ιστορίες που εκφράζουν τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον κόσμο και τη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στη φύση και το πολιτισμό. Το παραμύθι, το αρχαιότερο είδος της λογοτεχνικής παράδοσης, αποτυπώνει διάφορες αρχετυπικές όψεις τους και εμπεριέχει πολλές αναφορές σε τελετές μύησης και ενηλικίωσης καθώς και παρεμβάσεις μαγικών, υπερφυσικών δυνάμεων. Σύμφωνα με ένα μοτίβο που επανέρχεται συχνά στα παραμύθια, ο ήρωας εγκαταλείπει την ασφάλεια της οικογενειακής εστίας και υποβάλλεται σε διάφορες δοκιμασίες προκειμένου να «τελειωθεί» ως χαρακτήρας και να αξιωθεί την πραγματική αγάπη.

Η ανάγνωση της νουβέλας του Αλεξάντρ Γκριν Τα πορφυρά πανιά συνιστά ένα διαρκές ολίσθημα των αισθήσεων από την εγρήγορση στο όνειρο και το αντίστροφο. Πολλά είναι τα στοιχεία τα οποία συνηγορούν στη δημιουργία της αίσθησης αυτής, την οποία ο ίδιος ο συγγραφέας ονόμαζε «αίσθηση του παραμυθικού»: επινοημένα τοπωνύμια δίπλα σε απολύτως πραγματικά, ήρωες που συνομιλούν με τα ζώα, τα δέντρα και τη θάλασσα πλάι σε δευτερεύοντες χαρακτήρες ιδιαζόντως ρεαλιστικούς, πράξεις αλλόκοτες, εξωπραγματικές που πραγματοποιούνται ωστόσο όχι χάρη σε κάποια υπερφυσική παρέμβαση αλλά ξεκάθαρα χάρη στην ανθρώπινη βούληση. Ο Γκριν δανείζεται στοιχεία από το παραδοσιακό παραμύθι αλλά ταυτόχρονα το υπερβαίνει.

Οι ιστορίες των δύο νεαρών ηρώων της Ασσόλ και του Γκρέυ εξελίσσονται παράλληλα, άρρηκτα συνδεδεμένες με δύο προφητείες η εκπλήρωση των οποίων θα ενώσει τις μοίρες τους. Η Ασσόλ είναι μια φτωχή κοπέλα που ζει με τον πατέρα της τον Λόνγκρεν απομονωμένη από το υπόλοιπο χωριό που τους αντιμετωπίζει με χλεύη και κακία. «Πες μου, γιατί δεν μας αγαπάνε;» τον ρωτάει η Ασσόλ κι εκείνος της απαντά: «Αχ, Ασσόλ, μήπως ξέρουν ν’ αγαπούν; Πρέπει να ξέρεις ν’ αγαπάς, κι αυτοί δεν μπορούν να το κάνουν». Οι κάτοικοι της Καπέρνα εμφανίζονται στενοκέφαλοι, ζηλόφθονοι, βρώμικοι, άξεστοι. Μέχρι το τέλος το όνομα της Ασσόλ τους προκαλεί «μια νευρική και σκυθρωπή αγωνία, έναν μοχθηρό φόβο». Ο Γκριν υιοθετεί τη ρομαντική αντίληψη  ενός ήρωα mal aimé, αποτραβηγμένου από το πλήθος που τον απορρίπτει, κατόχου όμως μιας άλλης υψηλότερης αλήθειας και κοινωνού των μυστηρίων της φύσης.

Ο Γκρέυ, γόνος αριστοκρατικής οικογενείας, αν και « προορισμένος, σύμφωνα μ’ ένα γνωστό σε όλους και εκ των προτέρων οργανωμένο σχέδιο, να ζήσει και να πεθάνει με τέτοιο τρόπο, ώστε το πορτρέτο του να κρεμαστεί στον τοίχο χωρίς να θιγεί η οικογενειακή τιμή», γεννιέται «με ζωντανό πνεύμα και χωρίς καμία διάθεση να εκπληρώσει τα σχέδια των γονιών του συνεχίζοντας στη γραμμή που εκείνοι είχαν χαράξει». Ένας πίνακας ο οποίος απεικονίζει ένα καράβι σκαρφαλωμένο στην κορφή ενός κύματος γίνεται «γι’ αυτόν εκείνη η λέξη, η απαραίτητη για τη συνομιλία της ψυχής με τη ζωή, χωρίς την οποία είναι δύσκολο κανείς να καταλάβει τον εαυτό του» και στα δεκαπέντε του το σκάει απ’ το σπίτι του για να γίνει ναυτικός αψηφώντας τα λόγια της μητέρας του «η οποία συνήθως εξέφραζε τον συμβατικό τρόπο σκέψης για τα πράγματα». Ο συγγραφέας εκφράζει εδώ έναν προσωπικό πόθο καθώς από μικρός, συνεπαρμένος από τα διαβάσματά του για τους διάσημους θαλασσοπόρους και εξερευνητές,  ονειρευόταν να γίνει ναυτικός.

Όπως και η Ασσόλ, ο Γκρέυ διαθέτει την ικανότητα να βλέπει πέραν της απτής πραγματικότητας, να ερμηνεύει διαφορετικά τα γεγονότα να συνάπτει άλλου είδους συσχετισμούς ανάμεσα στο ορατό και το φανταστικό, το ρητό και το άρρητο αντικρίζοντας τη μυστική συμφωνία των στοιχείων που συγκροτούν τον κόσμο. «Όμως εσείς», λέει σ’ έναν ναύτη του, « όπως οι περισσότεροι, ακούτε τις φωνές κάθε απλής αλήθειας μέσα από το χοντρό γυαλί της ζωής. Οι αλήθειες φωνάζουν, μα εσείς δεν τις ακούτε».

Στον Γκριν, το υπερφυσικό στοιχείο υποκαθίσταται από τη μαγική ικανότητα της αφήγησης, τη  δύναμη του λόγου να μετουσιώνει το παιδικό παιχνίδι σε πραγματικό καράβι με πορφυρά πανιά και να ενώνει τη μοίρα των δύο πρωταγωνιστών. Εξίσου σημαντικό ρόλο όμως επιφυλάσσει ο συγγραφέας και στη σιωπή, στην άρρητη εκείνη πραγματικότητα με την οποία συνομιλεί η ψυχή. Σε αρκετές περιπτώσεις, αρνείται να προβεί στην περιγραφή του ψυχισμού των ηρώων ή γεγονότων με βαρύνουσα για τη ζωή τους σημασία δηλώνοντας πως υπάρχουν πράγματα που «μένουν για πάντα έξω από τις λέξεις αλλά και πέρα από κάθε έννοια, σαν την αίσθηση ενός αρώματος».

Συγκερασμός παραμυθητικής αφήγησης και ρεαλισμού, ρομαντικοί απόηχοι, στοχασμοί ιδιαιτέρως ενδιαφέροντες όσον αφορά τη φύση του λόγου και τη σχέση ρητού και άρρητου απαρτίζουν τις διαφορετικές πλευρές αυτού του σκοτεινού και τόσο παρεξηγημένου συγγραφέα που γνώρισε αρχικά την αποκαθήλωση και το διωγμό –λόγω της μη συμβατότητας των απόψεών του με την ιδεολογία του σοβιετικού καθεστώτος – , και στη συνέχεια τον θρίαμβο και τη δόξα που όμως συνοδεύτηκαν και από πλείστες όσες παρερμηνείες του έργου του.

 

INFO: Αλεξάντρ Γκριν Τα πορφυρά πανιά εκδ. Κίχλη

Μτφρ. Ιοκάστη Καμμένου

Επίμετρο Αλεξάνδρα Ιωαννίδου

 

Προηγούμενο άρθροΟι λογοτέχνες συνομιλούν
Επόμενο άρθροΟ θάνατος του συγγραφέα

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ