Χρύσα Κακατσάκη.
Oταν οι κυβερνήσεις αποφασίζουν να ετοιμάσουν ένα γεύμα ανθρωποφαγίας, ακολουθούν την παλιά δοκιμασμένη συνταγή. Βάζουν στη χύτρα πορίσματα διαχειριστικού ελέγχου τα οποία δεν έχουν τελεσιδικήσει. Επιστρατεύουν κάποια πρωτοπαλίκαρα του λίβελου να την ανακατεύουν. Αφήνουν τη σάλτσα λάσπης να δέσει καλά. Λίγο πριν την τελευταία βράση, ρίχνουν μια ματιά στον Τσελεμεντέ για να δουν αν χρειάζονται και μερικά καρυκεύματα αληθοφάνειας που θα το κάνουν πιο εύγευστο και κυρίως πιο εύπεπτο. Η υπόθεση Λούκου, έτσι όπως εξελίχθηκε, κατέληξε σε ξαναζεσταμένη σούπα ή μια κακοπαιγμένη οπερέτα με άδοξο τέλος. Ας ξεκινήσουμε, ωστόσο, με μία παραδοχή. Οι καλλιτεχνικοί διευθυντές κρατικών θεσμών και οργανισμών ασφαλώς και δεν αποτελούν τα ισοδύναμα των μητροπολιτών για να είναι ισόβιοι. Οι εκάστοτε ιθύνοντες έχουν την ευχέρεια ή, αν θέλετε, το δικαίωμα να τους αντικαθιστούν. Είτε λέγοντας στα ίσα «θέλουμε τους δικούς μας ανθρώπους διότι είθισται στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα» να δολοφονείται η αξιοκρατία, είτε εφαρμόζοντας πιο αξιόπιστους τρόπους με προκήρυξη διαγωνισμού. Κάτι τέτοιο θα ήταν πιο έντιμο.
Αντί όμως το υπουργείο πολιτισμού να επιλέξει μεταξύ του νόμιμου και του ηθικού, προτίμησε τη μέθοδο της σπίλωσης και της συκοφάντησης που επί μέρες (σκόπιμα;) την άφηνε να σέρνεται για να την εμπεδώσει το φιλοθεάμον κοινό. Κανέναν δεν ενδιαφέρει αν τα νήματα στο παρασκήνιο τα κίνησαν οι Δούροι, οι Βούροι ή η μάρα η σάρα και το κακό συναπάντημα. Ο «ένδοξός μας βυζαντινισμός» του Καβάφη πολλάκις έχει ισχύσει και από την ανάποδη. Όσοι όμως έχουμε μια στοιχειώδη σχέση με τον πολιτισμό, θα θέλαμε από τον καθ’ ύλην αρμόδιο υπουργό να μην ταυτίζεται με το οξύμωρο «Τον εκτιμώ, αλλά ζητώ την παραίτησή του». Ο Πόντιος Πιλάτος ένιψε τας χείρας του και ο Χριστός σταυρώθηκε. Αυτή είναι όλη κι όλη η φιλοδοξία και το όραμά του; Να μείνει στην Ιστορία για την εκδίωξη ενός πανθομολογουμένως, από εχθρούς και φίλους, επιτυχημένου καλλιτεχνικού διευθυντή; Ή μήπως για το ότι ταυτόχρονα με την παύση Λούκου σταμάτησαν και οι εργασίες στον ναό του Επικουρείου Απόλλωνα, με αποτέλεσμα ο ναός να παραμείνει κλειστός και οι νέοι της περιοχής να προστεθούν στον κατάλογο των ανέργων;
Και το τεκμήριο της αθωότητας που ίσχυσε για τον Ξηρό και τον Κουφοντίνα, γιατί στην περίπτωση του Λούκου αγνοήθηκε; Όταν κάποτε λήξει δικαστικά το θέμα και αν – αν λέμε – ο κατηγορούμενος αθωωθεί ποιος διάδοχος υπουργός θα θυμηθεί να του ζητήσει συγγνώμη; Αν ο κ. Μπαλτάς θέλει να αποκαταστήσει τη χαμένη τιμή του πολιτισμού και του προσωπικού του γοήτρου έστω την ύστατη στιγμή, ας προκηρύξει τουλάχιστον έναν διεθνή διαγωνισμό για την κάλυψη της θέσης, όπως συμβαίνει σε όλα τα πολιτισμένα κράτη. Αν δεν το κάνει, θα επιβεβαιωθεί πως στο βασίλειο της Δανιμαρκίας ή της Δεύτερης Φοράς Αριστερά κάτι σάπιο υπάρχει, που όζει παραγοντισμό και ρουσφετιλίκι παλαιάς κοπής. Πολύτιμοι αρωγοί στην τελική του, «δύσκολη» (όπως επισημαίνεται στο δελτίο τύπου, για να υπάρχει και το άλλοθι της συνειδησιακής πάλης) απόφαση στάθηκαν από τη μια οι τιμητές που επέμειναν στο οικονομικό σκάνδαλο και από την άλλη οι πατριάρχες της ντοπιολαλιάς και αμύντορες του αρχαιοελληνικού κλέους που πιστεύουν πως το θέατρο και η τέχνη γενικότερα σταμάτησε στους τρεις τραγικούς του 5ου αιώνα και πως η Αριάν Μνουσκιν, η Πίνα Μπάους, ο Οστερμάγιερ, ο Κριστόφ Βαρλικόφσκι ή οι Rimini Protokoll είναι κάτι σαν τους περιπλανώμενους πρόσφυγες που πρέπει να τους πετάξουμε στη θάλασσα. Οι πρώτοι, αν δεν είναι λογιστές ή υπάλληλοι του ΣΔΟΕ, καλό είναι να κρατήσουν ίσες αποστάσεις από την αλήθεια της μιας ή της άλλης πλευράς μέχρι να αποφανθεί η δικαιοσύνη. Στην δεύτερη κατηγορία πρώτος και καλύτερος ο Κ. Γεωργουσόπουλος, ο οποίος σε άρθρο του στα ΝΕΑ (19/12) γράφει : «Η Επίδαυρος μουντζουρώθηκε με παραστάσεις Σαίξπηρ, Μολιέρου και Μπέκετ» Ώστε έτσι κ. Γεωργουσόπουλε; Οι προαναφερθέντες δραματουργοί είναι φορείς του βάκιλλου της λέπρας που, διά της παρουσίασης των έργων τους, μολύνουν τον ιερό χώρο της Επιδαύρου. Και σε άλλο σημείο : «Το αρχαίο δράμα ξέρει να εκδικείται μέσω της διαστρέβλωσης των διανοιών και των ηθών που υφίσταται». Παρακάμπτω το φιλολογικό ατόπημα (διότι η διάνοια και το ήθος ως όροι της αρχαίας τραγωδίας δεν έχουν πληθυντικό) και μένω στην ουσία. Να λοιπόν που ήρθε ο καιρός να ανακαλύψουμε μια καινούρια λειτουργία του αρχαίου δράματος : την εκδίκηση. Κάτι σαν το λαϊκόν άσμα δηλαδή : «για να σε εκδικηθώ τις ζωγραφιές σου σκίζω, τα πόστερ που αγαπούσες και βάφω τις κουρτίνες στο χρώμα που μισούσες”. Όσοι νομίζαμε πως διαπαιδαγωγεί, προβληματίζει, διαμορφώνει και ποιεί ήθος πλανώμεθα πλάνην οικτράν. Αλλά πού να το βρει το ήθος ο Γεωργουσόπουλος, όταν σε ένα ολοσέλιδο κείμενο δεν αναφέρει ούτε μία φορά το όνομά του αλλά τον αποκαλεί συνεχώς μάνατζερ και ουρανοκατέβατο; Ο Γ. Λούκος διέπραξε πολλά ασυγχώρητα, για τη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας, λάθη: Απάλλαξε τον θεσμό από τη δηθενιά, του προσέδωσε κοσμοπολιτισμό και εξωστρέφεια, ερχόμενος σε αντίθεση με αυτούς που απαιτούσαν την κουλτούρα του τσαντιριού, της γκλίτσας και της φλογέρας, ανέστειλε τη βουλιμία των τρωκτικών που επί χρόνια απομυζούσαν το φεστιβάλ με τις δαπανηρές τους μεσολαβήσεις, έφερε την τέχνη σε βιομηχανικούς χώρους, πολύ πιο οικείους για το νεανικό κοινό, και χάλασε την πιάτσα με το να μην αμείβεται για τις υπηρεσίες του. Το μεγαλύτερο όμως όλων ήταν ότι δεν εντάχθηκε σε κανέναν κομματικό στρατό. Δεν ήξερε ο έρμος το ελληνικό ρητό «Ανήκω άρα υπάρχω». Ούτε πως ένας άνθρωπος μπορεί να έχει διαπρέψει στο εξωτερικό αλλά δεν μπορεί να στεριώσει στον τόπο του όπου ευδοκιμούν οι μικρότητες και ο φθόνος, όπως δεν μπορεί να κάνει καριέρα ένας καραβοκύρης στη Λάρισα. Σίγουρα πάντως το επιτύμβιο επίγραμμα της αποπομπής του θα αναγράφει τους στίχους του Μ. Μπρεχτ : «Από τους καρχαρίες γλίτωσα, τις τίγρεις τις εσκότωσα και με καταβροχθίσαν οι κοριοί».
σαν ανταρτες της επαναστασης του πολιτισμου …εβαλαν στους ωμους τους
την προβια προβατου …ξερουν κι απο δικαιοσυνη…και βαλθηκαν να
απολυουν και να διοριζουν διαδιδοντας πριν τον νομο… το δικαιο του
κοματικου μηχανισμου που θελει ολους τους ξερολες της βουκουρεστιου
και
των γυρω στενων να στρογγυλοκαθησουν με υφος “μπλαζε” στις
περιστρεφομενες
καρεκλες των γραφειων τους..ποτε δεξια ποτε αριστερα…ατενιζοντας
την ακροπολη…σαν νεοι ιδιοκτητες νυχτερινου μαγαζιου…
το εχουμε δει πολλες φορες αυτο το εργο…σαν παρασταση “ηχου και
φως”…αλλοτε πρασινο αλλοτε γαλαζιο και τωρα ροζ φουξια…
Αρκετά σημεία από τα γραφόμενα καλά και σωστά και η ιδιαίτερα η αξιόλογη προσωπικότητα και πορεία του Γ. Λούκου.
Τι φταίει όμως η κακομοίρα η Λάρισα ,η μήπως η Κα Κακατσάκη προτιμά μόνο τα «επώνυμα» και «in» από τα «ανώνυμα» και ταπεινά μέρη του τόπου μας. (δεν υπάρχουν βέβαια επώνυμα και ανώνυμα μέρη)
Υπήρξαν και υπάρχουν καραβοκύρηδες , θαλασσινοί και από την Λάρισα .
Και κάτι ακόμα ,η κουλτούρα της γκλίτσας και της φλογέρας (η δημοτική μας μουσική) τιμήθηκαν και απογειώθηκαν από την αείμνηστη Δόμνα Σαμίου και τόσους άλλους .
Φαμελιάρης Ισίδωρος