(Ανθολόγηση: Θ.Χατζόπουλος).Καλή χρονιά με ποίηση. Α.Εμπειρίκος, Αμαλία Τσακνιά, Μ.Γκανάς, Β. Κάσσος.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ
(1901-1975)
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ
Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια. Υπάρχουν απειράκις ωραιότερα πράγματα και απ’ αυτήν την αγαλματώδη παρουσία του περασμένου έπους. Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη. Σκοπός της ζωής μας είναι η ατελεύτητη μάζα μας. Σκοπός της ζωής μας είναι η λυσιτελής παραδοχή της ζωής μας και της κάθε μας ευχής εν παντί τόπω εις πάσαν στιγμήν εις κάθε ένθερμον αναμόχλευσιν των υπαρχόντων. Σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμένον δέρας της υπάρξεώς μας.
(ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ, 1935)
ΒΛΑΣΤΗΣΗ
Στα χέρια μας ακμάζουν τα παιδιά μας
Και παίζουν με την κόμη μας
Κι ακούνε την λαλιά μας.
Η κεφαλή μας ζει
Μαζί με τους κορμούς μας
Δόξα σε μας και στις γυναίκες μας
Και δόξα στα παιδιά μας.
Ο ΠΛΟΚΑΜΟΣ ΤΗΣ ΑΛΤΑΜΙΡΑΣ
3
Η ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου. Μέσα της μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι είναι λευκοί. Τ’ άνθη μιλούν. Από τα πέταλά τους αναδύονται συχνά μικρούτσικες παιδίσκες. Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος.
7
Τα βήματά μου αντηχούν στη βελούδινη στρώσι της σκιάς μου.
8
Κρυφή μου ελπίδα στα βουνά, καλημερίζω την ηχώ σου.
15
Ένα κουμπί στο φως, μια ταραντούλα στο σκοτάδι, κι ανάμεσα, μια γοερή κραυγή την ώρα που βραδιάζει.
18
Πάρε την λέξι σου. Δώσε μου το χέρι σου.
21
Η δριμύτης της ανοίξεως είναι φιλί πούχω στο στόμα.
30
Εαρινοί καταυλισμοί ονείρων εν εγρηγόρσει – των κατευθύνσεων οι ώρες σαν σαύρες της αυγής.
31
Βρέφος εντός αβράς σιγής. Μόνον η αύρα μέλπει και η τροφός ρεμβάζουσα προσφέρει το βυζί της στο ευτυχισμένο βρέφος. Ώρα ηδονής και γάλακτος. Ώρα του γαλαξίου.
33
Ο άνεμος όταν φυσά, οι καλαμιές γεμίζουν αυλητρίδες.
(ΕΝΔΟΧΩΡΑ, 1945)
Η ΣΙΩΠΗ
Όσο κι αν μένουν ανεκτέλεστα τα έργα, όσο και αν είναι πλήρης η σιγή (η σφύζουσα εν τούτοις) και το μηδέν αν διαγράφεται στρογγύλον, ως άφωνον στόμα ανοικτόν, πάντα, μα πάντα, η σιγή και τα ανεκτέλεστα όλα, θα περιέχουν εν μέγα μυστήριον γιομάτο, ένα μυστήριον υπερπλήρες, χωρίς κενά και δίχως απουσίαν, εν μέγα μυστήριον (ως το μυστήριον της ζωής εν τάφω) – το φανερόν, το τηλαυγές, το πλήρες μυστήριον της υπάρξεως της ζωής, Άλφα-Ωμέγα.
Ο ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΣ
Γλυκά θροίζουν γύρω μου τα δέντρα. Τι υψηλός και αίθριος που είναι ο ουρανός! Μέσ’ στην ψυχή μου το ουράνιον τόξον και στην καρδιά μου μέσα – στιλπνός, πασίχαρος κορυδαλλός – λαλεί ο μικρός μου γιος.
(ΟΚΤΑΝΑ, 1980)
ΤΑ ΠΡΩΙΝΑ ΚΕΛΕΥΣΜΑΤΑ
Ας πάμε εμπρός
Τα πρωινά κελεύσματα των τοξοτών
Καταλαμβάνουν το κέντρον της καρδιάς μας
Σπόρος ο λόγος των ποιητών
Και το τριφύλλι των παιδιών στο στήθος των μανάδων
Χαρμόσυνον σαν άφιξις λευκών ιστιοφόρων.
ΟΙ ΑΝΑΠΑΛΣΕΙΣ
Στην εναρμόνισι της ηδονής ξεχνά κανείς τις μαστιγώσεις
Της βιοπάλης και της μοίρας.
Μέσα στα κύματα της συνουσίας
Οι άνθρωποι γίνονται θαλάσσιαι εκτάσεις
Τρισένδοξοι και απλοί σαν λάμψεις
Αστέρων που δεν χαμήλωσαν ποτέ το φως των.
Και τρέχουν πάντοτε μέσ’ στους ιστούς της σάρκας των
Τα τρεχαντήρια των ερώτων πανελεύθερα
Με πλήρη αναπέτασιν ιστίων
Με όρθια την πλώρη των εκεί που τα ωθούν οι ώσεις
Και οι κραδασμοί της ηδονής εν τη ολοκληρώσει της.
Ο κόσμος όλος μέσ’ στο αίμα του
Κ’ οι πρωινές ανταύγειες στα μέτωπά των
Κάποιος περνά στον δρόμο και φωνάζει κάποιον
Γίνεται θόρυβος ένα σκυλί γαυγίζει
Και αίφνης στο πεζοδρόμιον με ορμή πετιέται
Ο ίμερος ως μέγας άλτης
Καθώς το σπέρμα ενός ανδρός στον κόλπο μιας γυναίκας
Που δίδει το βυζί της σ’ ένα βρέφος
Και πλαταγίζουνε με ποππυσμούς τα χείλη του
Στις ρώγες των μαστών που πιπιλίζει
Και ενώ δονούνται επανωτά και οι τρεις τους
Και οι τρεις μοιάζουνε πολύ εν τέλει
Με την ψυχή του νέφους
Που επάνω από την πόλι πλέει
Του σύννεφου που αγαλλιά και πάλλεται και φρίσσει
Από τας στοναχάς
Από τας αναπάλσεις
Στην εναρμόνισι της ηδονής
Στην ολοκλήρωσι των ενορμήσεων.
ΜΙΑ ΡΙΞΙΑ ΖΑΡΙΩΝ ΔΕΝ ΚΑΤΑΡΓΕΙ ΠΟΤΕ ΤΗΝ ΤΥΧΗ
Όχι
Δεν είναι το «art pour l’art»
Η ανωτέρα εκδήλωσις των ποιητών και των ανθρώπων
Ούτε ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός που είναι απλώς πολιτική
Ούτε η τέρψις τάξεων προνομιούχων
Δεν είναι αυτά ο προορισμός των ποιητών
Γιατί δεν είναι δυνατόν
Με την αφηρημένη μόνον ομορφιά
Ή με την συμβατικώς παραστατική
Ή με το «όπερ έδει δείξαι» μόνον ή το «γαρ»
Να αντικατασταθούν ή να πνιγούν των ενορμήσεων οι ώσεις
Αφού ο λόγος δεν είναι λογικη
Αφού το κάλλος δεν είναι αισθητική
Και το καλόν δεν είναι ηθική
Αφού «un coup de dés jamais n’abolira le hasard»
Αφού εν σπερματοζωάριον μονάχα αρκεί
Να γονιμοποιηθεί το ωάριον της γυναικός ή ο λόγος
Αφού μόνον ο έρωτας τον θάνατο νικά
Θάναι η ποίησις σ π ε ρ μ α τ ι κ ή
Απόλυτα ερωτική
Ή δ ε ν θ α υ π ά ρ χ η.
Η ΚΙΒΩΤΟΣ ΤΟΥ ΝΩΕ
Ήταν ανάγκη ως φαίνεται να έρθουν τα νερά
Έτσι εμάζεψε ο Νώε τα παιδιά του
Και όλα τα ζώα της πλάσεως όλα τα πετεινά
Και όλα τάβαλε στην αγκαλιά του
Όμως απ’ όλα πρώτον έβαλε μεσ’ στην καρδιά του την αγάπη
Κ’ έτσι εφάνη το Αραράτ και το κλαρί που εκόμισε το περιστέρι
Δόξα λοιπόν στα χέρια του
Δόξα στα γένεια του
Και δόξα μεγάλη στην καρδιά του.
ΑΝΔΡΟΣ
Τα δόκανα αχρηστεύθηκαν
Οι φράκτες κατέπεσαν
Ο ουρανός απλώνεται απροσμέτρητος
Ο ουρανός κι η θάλασσα.
Τούτη η αμμουδιά
Ψιμύθιον σπειρωτό λευκό και άναυδο
Σφύζει στο φως της χρυσαυγούς ημερας.
Ψηλά
Τόσο ψηλά
Που χάνεται το βλέμμα
Στην κυανή αιθρία
Όλη η ζωή
Δοσμένη και παρμένη
Είναι μία.
Όλβε, που χύνεσαι και αντηχείς
Απ’ τ’ ουρανού την θολωτή καμπάνα
Πότε σαν θρόισμα ελαφρύ
Πότε σαν στεντορεία φωνή
Που χίλιες φορές ηχεί
Με ηχώ μακρόσυρτη
Σπρωγμένη από πνοή μεγαλοδύναμου τιτάνα.
Έρχομαι.
Οι αισθήσεις μου σπαργώσαι ώσεις
Καμιά κλεψύδρα δεν μπορεί
Στη νήσον αυτή να εξαντλήση
Την άμμον της πιο μικρής ακόμη ακρογιαλιάς
Κανένα μέτρο να μετρήση
Το διάφανο μπλάβο βάθος
Που έχουν εδώ τα κρεμαστά νερά,
Κανέν’ άλλο νησί δεν ημπορεί να δώση
Για την ψυχή και τις αισθήσεις
Στον κόσμο τούτο βιος
Πιο ζείδωρο και πλούσιο.
(Η ΣΗΜΕΡΟΝ ΩΣ ΑΥΡΙΟΝ ΚΑΙ ΩΣ ΧΘΕΣ, 1984)
ΑΜΑΛΙΑ ΤΣΑΚΝΙΑ
(1932-1984)
ΕΚΛΕΙΨΗ ΣΕΛΗΝΗΣ
Κι οι δυο περιστρεφόμενοι πλανήτες ˙
σ’ όλες σχεδόν τις φάσεις
η σκιά σου πέφτει απάνω μου ˙
έκλειψη μερική ή ολική.
Δε με βαραίνει ο ίσκιος σου
έμαθα να βολεύομαι ’κει μέσα
κρίμα μονάχα που για σένα
δεν είμαι πλήρως ορατή
όπως άλλοι πλανήτες.
ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ
Πολύ φεγγάρι απόψε
για τόσο λίγη θάλασσα
που μας ανήκει.
ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ
Για την ώρα φλυάρησε όσο θες ˙
ο φλοίσβος, η μέλισσα, το τζιτζίκι.
Τα πράγματα δυσκολεύουν αργότερα ˙
ο χειμώνας
δεν έχει πολλές κουβέντες με τους ανθρώπους.
(ΑΦΥΛΑΧΤΗ ΔΙΑΒΑΣΗ, 1978)
ΣΙΩΠΗ
Άκου κι εμένα, η σιωπή δε χτίζεται
κι άσε τους ποιητές να λένε ˙
κατεβαίνει σαν τη διάφανη ομίχλη της Αττικής
δεν την ακούς
δεν την αγγίζεις
μπερδεύει τις εποχές
παραλλάζει τα χρώματα
περαστικούς παγιδεύει ˙
σαν έρθει η ώρα της
ανάλαφρη οδεύει προς τους ουρανούς.
(ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ, 1982)
ΕΡΗΜΙΤΗΣ
Όταν θα λύσεις πια το πρόβλημα της εξουσίας
θα ’χουν μεσολαβήσει εκατοντάδες χρόνια
κι εσύ ερημίτης κάπου στο Θιβέτ
ξεχασμένος απ’ όλους
ξεκομμένος απ’ όλα
θα τρέφεσαι με βότανα
τα μαλλιά σου θα ’χουν γίνει ένα με το χορτάρι.
Και τότε μόνο
θα νοσταλγήσεις ξαφνικά τον κόσμο που απαρνήθηκες
και
μισό άνθρωπος
μισό σκαντζόχοιρος
θα βρεις το δρόμο να γυρίσεις πίσω.
ΚΑΤΑΔΥΣΗ
Με την αρρωστημένη περιέργεια
κι αποκοτιά των εξερευνητών
θα προχωρήσω
στο φοβερό πηγάδι
όσο βαθύτερα γίνεται
με καταδιώκει η αόρατη παρουσία
μιας αλυσίδας γυναικών
που καταλήγει σε μένα
με τα γονίδια όλων καταχωνιασμένα
στις πιο απόκρυφες πτυχές
της ύπαρξής μου
να τις γνωρίσω επιτέλους
να εισδύσω στα έγκατα των σκοτεινών τους βίων
γιατί από κει ξεκινούν
και διακλαδίζονται
οι ρίζες των ονείρων μου
καταδυομένη
ανάμεσα σε δολοπλόκες συζύγους
ιέρειες της υπομονής
παρθένες που υφαίναν την ντροπή
με πάθη ανομολόγητα
κι όλες τις ρούφηξε το φοβερό πηγάδι
όπως θα ρουφήξει κι εμένα
με τα γονίδια καταχωνιασμένα
μέσα μου
ίσως να είναι η απολύτρωση
ένας ακόμη κρίκος στην αλυσίδα
που από χρόνια βροντάει στον πυθμένα
στα έγκατα του βίου και των ονείρων μου
(ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΧΘΗ, 1984)
ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ
(1944)
ΑΝΤΙΤΙΜΟ
Μόνο το φίδι ξέρει τι θα πει
ν’ αλλάζεις το πετσί σου,
γι’ αυτό του περισσεύει το φαρμάκι.
(ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΔΕΙΠΝΟΣ, 1978)
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ
Είχαμε πάρει το μονοπάτι για το σπίτι
θάλασσα ολούθε μπαμπακιά ο Απρίλης
κι όλο χωνόμαστε μες στα πλατάνια
τόσο σωπαίναν δε φυσούσε
μόνο που με κοιτάζαν από μέσα μου
νωπά τα μάτια της απ’ τα κεριά
και σφύριζα θυμάμαι το Χριστός Ανέστη
Ο ουρανός που λίγο πριν αστροφορούσε
σ’ άσπρο σεντόνι γύριζε και σε βρεγμένο.
Δυο βήματα απ’ τη βρύση ο αδελφός της,
έσταζε το βρακί και το παγούρι του
– Χριστός Ανέστη, πώς περνάς, τι να περνούσε
κόντευε χρόνο πεθαμένος.
Γύρισε να μας δει κ’ έφεξε ο τόπος
σαν κάποιος να μας φωτογράφιζε τη νύχτα.
ΤΟ ΜΠΛΕ ΠΟΥ ΣΕ ΤΥΛΙΓΕΙ
Το μπλε που σε τυλίγει
είναι η στάχτη
του καμένου χρόνου.
Φυσάει ένας αέρας, φέρνει
φωτογραφίες και τετράδια.
Από τα κάτω χρόνια.
Εδώ γελάς, εδώ σωπαίνεις
εδώ σας πήρανε με φλας
φοράς το μαύρο φωτοστέφανο.
Το μπλε που σε τυλίγει
είναι το φως
που εκτοπίζει ο θάνατος.
Κανένας δεν το βλέπει.
Κι όμως υπάρχει
και πληθαίνει.
ΣΟΥΡΟΥΠΟ
Σούρουπο, σε γονυκλισία τα χρώματα
και πώς πεθαίνεις χωρίς το πράσινο εκ γενετής.
Τα μάτι σου με τον κίτρινο λίβα,
καμένη σοδειά τα χρόνια που έζησα.
Ας φεύγει ο μικρός σκαντζόχοιρος, δε γλιτώνει
τ’ αγκάθια μεγαλώνουν ανάποδα.
Ήμερο βράδυ
βελάζει σαν το χαμένο πρόβατο,
ζυγώνει στην πόλη κι αλλάζει προβιά,
σκύλος ή γάτα,
με την τρίχα ορθή
κάτω από τόσους τροχούς.
Τι γυρεύεις εδώ ψυχή τραυλή,
μακριά από τα βοσκοτόπια της πατρίδας.
Οι φίλοι πέφτουν από ψηλά μπαλκόνια
στο άσπρο μπαμπάκι που τους καταπίνει.
(ΜΑΥΡΑ ΛΙΘΑΡΙΑ, 1981)
ΓΥΑΛΙΝΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ
Ι
Χάραζε ο τόπος με βουνά πολλά
κι ανάτελλε τα ζωντανά του,
καλούς ανθρώπους και κακούς, νυφίτσες,
αλεπούδες, μια λίμνη ως κόρην
οφθαλμού και κάστρα πατημένα.
Θα ’ναι τα Γιάννενα, ψιθύρισα,
στο χιόνι και στον άγριο καιρό
γυάλινα και μαλαματένια.
Κι όσο πήγαινε η μέρα,
σαν το βαπόρι σε καλά νερά,
είδα και μιναρέδες κι άκουσα
τα μπακίρια να βελάζουν.
VII
Τον ξέρω αυτό τον τόπο,
ξαναπέρασα παιδί με το πουλάρι μου.
Έχουν αλλάξει όλα
κάτω απ’ τον ίδιο ουρανό.
Ξαπλώνω στο ψηλό χορτάρι,
άνοιξη και βροχή, δεν κλαίω.
Ας ξαναπέσουν όλα
στην πράσινη βουβή αγκαλιά.
Γυρίζω μπρούμυτα κι ακούω
το καπάκι τ’ ουρανού που κλείνει.
Σ’ αυτή την κιβωτό
είμαι το είδος δίχως ταίρι.
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ
Ποίημα του μεσονυχτίου
Μεσάνυχτα.
Κάτι χλωρό κι αιφνίδιο σε ζυγώνει,
σάλιο μικρού παιδιού ανθίζει στον αέρα
κι όλο το σπίτι σκοτεινό.
Βήματα και φωνές της μέρας
τα ήπιε το σκοτάδι.
Είναι η ώρα που γράφονται ποιήματα,
καθώς η κούραση κατακάθεται σα σκόνη
κι η άλλη μέρα θα φυσήξει πάνω της
και πάλι θα σου φάει τα τσίνορα.
Είναι η ώρα που πηδάει έξω απ’ το χρόνο
ο χρόνος που γίνεται στιγμή,
πέτρα που απλώνει κύκλους στο νερό
κι ενώ έχει αγγίξει το βυθό,
επάνω της οι κύκλοι όλο πλαταίνουν.
Ώσπου ακούς απ’ την κουζίνα το ψυγείο,
το τρίξιμο του κρεβατιού,
και νιώθεις πως σε ξαναβάζουνε στην πρίζα
απ’ όπου απρόβλεπτα
σ’ είχε ένα χέρι αποσυνδέσει.
ΤΩΝ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΩΝ
στη μάνα και στον Χρήστο
Ας πούμε ένα τραγούδι σιγανό
καθώς αρμόζει στους κεκοιμημένους,
ενώ φτερά πουλιών γεμίζουν τον αέρα
κι αυτοί περνούν σκυφτοί
σηματοδότες και βγαίνουν σε υπόγειες
διαβάσεις.
Πάλι σκοτάδι, πάλι της ψυχής
τ’ απόκρημνα φαράγγια
κι ο ήλιος με παλάμες κάρβουνο
να τους πατάει,
ώσπου βουτάνε στα νερά και κρύβονται.
Κι όμως γελούσαν στα νοσοκομεία,
δε βρίσκανε το φαγητό του γούστου τους,
βλέπανε τηλεόραση, έκαναν σχέδια
για ένα μέλλον που κανείς δεν τους υπόσχονταν.
Ούτε οι γιατροί με το φθαρμένο κύρος
ούτε οι δικοί τους με την αναπόδεικτη αγάπη
και μόνον οι οροί τούς λέγαν την αλήθεια
στάζοντας μέρα και νύχτα
τα χημικά του χάρου μες στο αίμα τους.
Ας πούμε ένα τραγούδι σιγανό,
καθώς φτερά πουλιών γεμίζουν τον αέρα
κι αυτοί βουτάνε στα νερά και κρύβονται,
ενώ το φως επάνω
τρέχει σε πλάτες και μαλλιά
και συντηρεί τα ζώα και τα χόρτα,
μα προπαντός τα λέπια του.
ΑΜΝΗΣΙΑ
Η κάθε μέρα σαν τη γομολάστιχα
σβήνει την προηγούμενη και πάει.
Άλλοτε σβήνει την επόμενη,
καμιά φορά ολόκληρη βδομάδα.
Βροχές θυμάμαι και πουλιά
και ιστορίες που δεν έζησα ποτέ μου.
Τις νύχτες γράφεται το μέλλον μου,
τα φοβερά καθέκαστα της επομένης,
και πρέπει να ξυπνάω στις εφτά,
με την ψυχή στα δόντια να γυρίζω,
για να προλάβω τις παραγγελίες.
Χιόνια θυμάμαι και βουνά
και εξορίες που δεν έζησα ποτέ μου.
Λησμόνησα τους ίδιους τους γονείς μου,
πώς ήτανε και ποιοι και πόσοι.
Κοιτάζω γράμματα, φωτογραφίες,
δεν ξεχωρίζω ζωντανούς και πεθαμένους.
Γριές και γέροι και παιδιά,
μεσήλικες θλιμμένοι.
Μάτια θυμάμαι και φωνές,
πρόσωπα που δεν γνώρισα ποτέ μου.
(ΓΥΑΛΙΝΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ, 1989)
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΑΣΣΟΣ
(1956)
ΤΟ ΘΕΣΣΑΛΙΚΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
το θεσσαλικό φεγγάρι ήταν ένα μεγάλο φεγγάρι
σαν ένα μπακιρένιο ταψί
το κατέβαζαν τα κορίτσι τις νύχτες
και ζύμωναν χιλιάδες όνειρα ως το πρωί
ήταν ένα φεγγάρι παλιό
γεμάτο συννεφοχτυπήματα
το φορτώθηκε μια φορά ο παππούς μου στον ώμο
και πήγε να γανώσει
στο δρόμο τον έπιασαν κάτι αλήτες
και τον σκότωσαν στο ξύλο
το φεγγάρι το θάψανε βαθιά στη γη
αυτό που βλέπουν τα βράδια
οι έρμοι οι θεσσαλοί
δεν είναι φεγγάρι
μια κατάρα είναι
που σιγοκαίει τον ουρανό
(ΜΙΚΡΕΣ ΔΟΡΚΑΔΕΣ, 1979)
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ
ο πατέρας μου ήταν ριψοκίνδυνος άνθρωπος
αγαπούσε τους αριθμούς
αγαπούσε τη γη
του άρεσε να ξαπλώνει κατάχαμα
και να μετρά τους σφυγμούς της
ώρες ατέλειωτες χανόταν στη σιωπή
τον έπαιρνε η νηνεμία του κάμπου
και τον άφηνε στάχυ απόπληκτο
ένα δαυλό
τον έπαιρνε η θύελλα των αριθμών
και τον έκανε σβωλαράκι γης
ένα μηδέν
επέστρεφε στρυφνός
απόκοσμος
σαν εξόριστος άγιος
(Η ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΗΔΥΠΑΘΕΙΑ ΕΝΟΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΗ, 1981)
ΑΝ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟΣΟ ΠΙΚΡΑ
αν τα λόγια μου είναι τόσο πικρά
γι’ αυτό φταίει η θεσσαλική μαυρόη
που δε μ’ έκανε παπαρούνα
ν’ ανθίσω για μιαν άνοιξη μόνο
ανάμεσα στα στάχυα
να μη μάθω ποτέ
τι θα πει ξηρασία
και τι παγωνιά
αν τα λόγια μου είναι τόσο πικρά
γι’ αυτό φταίει ο προπάππος μου ο κολίγος
που δε σηκώθηκε ένα βράδυ σαν άντρας
να βάλει φωτιά στη σοδειά
να τον κρεμάσει το άλλο πρωί ο τσιφλικάς
να μην είμαι τώρα εγώ
να έχω αντίς για ψυχή
αυτή τη στυφή πεδιάδα
(ΣΤΑ ΡΙΖΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ, 1984)
ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΙΑ ΘΩΡΑΚΟΣ
μην ανασαίνεις
κράτησε μέσα τον άνεμο
όπως κρατά η ζωή το μυστικό της
και βουτάει στο θάνατο
Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ
τι στενό πέρασμα
που είναι το κορμί
δισταγμός που δεν καταλήγει
τρυπώνει στο φόβο όπως
το απελπισμένο αγρίμι στη φωλιά του
όπως ο διωγμένος νεκρός
στον τάφο του
επιτέλους πέρασε ο κίνδυνος
η ζωή λέω πέρασε
και δε με πέτυχε
ΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΣΚΕΠΑΖΕΙ ΤΟ ΧΙΟΝΙ
ο έρωτας βυζαίνει την άνοιξη
απ’ το μικρό του στόμα
το γάλα χύνεται
σκορπάει στο χώμα
και ξαφνικά χειμωνιάζει
τη μοναξιά σκεπάζει το χιόνι
(Η ΠΕΙΡΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ, 1989)
Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
ήταν πρωί ηδονικό
αληθινή περίληψη ελληνιστικών χρόνων
σα γύρη λουλουδιών σκορπούσε γύρω
η κατάφαση καθώς ο Επίκουρος
με σιγουριά και τέχνη
θεμελίωσε τη δόξα του
για το θάνατο
πιο πειστικός κι απ’ το πρωί
που είχε διαλέξει για το μάθημά του
ο θάνατος ουδέν προς ημάς
ξανά και ξανά ετόνιζε με επιμονή
λες και ήταν να πείσει τον ίδιο
όχι τους μαθητές
λες και περίμενε από τον πιο φανατικό
να πεισματώσει και διακόπτοντας
τη δόξα του να πει
ότι
όλα η ηδονή τα ορίζει
κι αν δεν μπορεί να μας κρατήσει στη ζωή
μας κρατάει στο θάνατο για πάντα
ΕΡΥΣΙΧΘΩΝ
πού είναι το χώμα;
πού είναι το χάδι;
γεύση από πέτρα
μονάχα χύνεται
μες στην ψυχή
ω Δήμητρα
εγώ πεινώ για εαυτό
στάχυ σφοδρό σαν ξύπνημα
και συ με ρίχνεις
στο κορμί
ψίχουλο που περίσσεψε
από της γης το φτωχικό τραπέζι
ακούω σύγκορμος
τα γοερά μου αισθήματα
σε κυρίεψε η ζωή
σε θόλωσε ο θάνατος
πίσω από την ύπαρξη στέκεις
καθώς ο φοβισμένος
πίσω από του σπιτιού του το κατώφλι
άφησε με να βγω
απ’ αυτήν την άπορη γεύση
ρίξε πάνω μου αλύπητη πείνα
να καταπιώ σα χείμαρρος
την αυθαίρετη ζωή μου
(ΑΔΙΑΠΕΡΑΣΤΟ ΦΩΣ, 1998)