Χρήστος Τσιάμης
στη Φιόνα Γεωργιάδη, κάποτε εκε
Η Νέα Υόρκη είναι γεμάτη αστέρια. Τα επώνυμα, που τα ξέρουν όλοι. Μετά, οι μυριάδες τα μικρά που φωτίζουν το στερέωμα της και παραμένουν ανώνυμα. Και εκείνα τα αναμεταξύ που τα ξέρουν, και ασχολούνται μαζί τους, μονάχα οι ειδικοί. Αυτοί που καταγράφουν τις θέσεις τους. Κινούνται ομαδικά σε κύκλους, που καμμιά φορά σχηματίζονται μόνο για μια βραδιά, και μόνο η αφοσίωση τού παρατηρητή θα σημειώσει την παρουσία τους. Αλλιώς δεν θα υπήρχαν ποτέ έτσι μαζί σε κανενός τη συνείδηση.
Πρόκειται για ένα πάρτυ στο Γκρήνουιτς Βίλλετζ όπου είχαν μαζευτεί όλοι αυτοί για να στολίσουν το Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Εκεί είχα τύχει κι εγώ, που τώρα θα σας περιγράψω τον μικρό κύκλο που είχε δημιουργηθεί εκείνο το βράδυ και φώτιζε την ατμόσφαιρα τού πάρτυ.
Πρώτον, ήταν η Uta Hagen. Θυμάστε το φιλμ «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ»; Εκείνο το δράμα του ΄Εντουαρντ Άλμπι, με τις δριμείες συγκρούσεις δυο ζευγαριών, καθηγητών πανεπιστημίου, σε κάτι που είχε αρχίσει σαν τραπέζι μεταξύ τους και που κατέληξε σε ένα λεκτικό θρίλερ; Θυμάστε τη Μάρθα, τη γυναίκα τίγρη, που την έπαιζε η Ελίζαμπεθ Τέιλορ; Αυτό το έργο τού σινεμά βασιζόταν στο ομώνυμο θεατρικό που είχε ανεβεί στο Μπρόντγουεϊ λίγα χρόνια πριν. Και το ρόλο της Μάρθας εκεί τον είχε παίξει η Ούτα Χάγκεν. Τώρα στο πάρτυ εδώ, καθόταν δίπλα στο παράθυρο που έβλεπε προς την Πλατεία Ουάσινκγτον, με ένα μικρό σκυλί στα πόδια της, και κάπνιζε ασταμάτητα. Χρόνια αργότερα θυμόταν ακόμα, και έβαζε τα γέλια, την «αδέσποτη» ερώτηση μιας άλλης καπνίστριας (συγγραφέας γνωστή από την Ελλάδα ήταν) που από καιρό σε καιρό ερχόταν και στεκόταν δίπλα της, μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο, για να κάνει και αυτή τσιγάρο. Της είχε πει, λοιπόν: «Πείτε μου, το σκυλάκι σας κάνει ακόμα έρωτα;».
Ήταν επίσης η Rochelle Oliver, λεπτή, με λεπτά χαρακτηριστικά του προσώπου, χαμηλών τόνων, και άκρως ευγενική. Είχε παίξει το ρόλο της άλλης γυναίκας στο «Ποιος φοβάται…», απέναντι στην Ούτα Χάγκεν. Αλλά όχι από την αρχή. Ήρθε για να αντικαταστήσει την ηθοποιό, που είχε βραβευθεί για τον ρόλο της, αλλά μετά από εννιά μήνες δεν μπορούσε να αντέξει άλλο την ψυχολογική ένταση τού ρόλου και χρειάστηκε να μπει σε ψυχιατρική κλινική! Στο πάρτυ, τη Ροσέλ την έβρισκες να στέκεται μονίμως στο μικρό κύκλο εκείνων που τραγουδούσαν τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα γύρω από το πιάνο. Είχε όμορφη φωνή, υψίφωνος, και δίπλα της στεκόταν πάντα ο Fritz Weaver, ο σύντροφος της, ένας πανύψηλος βαρύτονος. Ο Φριτζ ήταν αυτό που αποκαλούν “a character actor”. Κάποιος που παίζει διάφορους τύπους, δηλαδή, σε άπειρες ταινίες, που αναγνωρίζουμε τη μορφή του, αλλά το όνομα του δεν μένει στη μνήμη…
Ήταν και ο, μικρού σχήματος και εμφάνιση ασορτί με το ανθρώπινο φόντο στο πάρτυ (δηλαδή τίποτα που να σου τραβάει το μάτι), νεαρός Mathew Broderick. Δέκα χρόνια αργότερα στεκόταν μπροστά μας πελώριος στων σινεμά τις οθόνες, και στις τεράστιες φωτεινές αφίσες των θεάτρων τού Μπρόντγουεϊ. Σε αυτό το πάρτυ εδώ παρέμενε θεατής άφωνος.
Και η Λίντα! Ψηλή, δυναμική, με τακούνι στιλέτο και στιλέτο ματιά. Μια όμορφη ξανθιά, που μπαίνει φουριόζα στη χορωδία με μια εκκωφαντική κορώνα, σαν να δηλώνει με έμφαση: «Κατέφτασα!». Η Λίντα Θόρσον, η Καναδέζα ηθοποιός στη δημοφιλή τηλεοπτική σειρά «Οι Εκδικητές», με την τεράστια λέσχη θαυμαστών που ακόμα και τώρα, στη μεστή ηλικία της, της στέλνουν δώρα. Η Λίντα που σε ένα δείπνο σπιτικό, για δυο ζευγάρια, διάλεγε τη θέση της, ανάλογα με το πώς έπεφτε επάνω της το φως, από το φωτιστικό πάνω από το τραπέζι. Και έτσι ο στίχος τού ποιητή, «κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός», αποκτούσε υπόσταση.
Και ήταν οι Roches, το μουσικό συγκρότημα των τριών αδερφών που ο διάσημος Πώλ Σάϊμον, τού πολύ γνωστού ντουέτου, τις είχε ακούσει να τραγουδάνε σε ένα μικρό κλαμπ στο Βίλλετζ και τις είχε καλέσει να δουλέψουν μαζί του στο επόμενο άλμπουμ του. Έτσι, έγιναν και αυτές διάσημες. Μόλις είχαν κυκλοφορήσει ένα καινούργιο άλμπουμ με Χριστουγεννιάτικα τραγούδια και είχαν έρθει εδώ να τα τραγουδήσουν για χάρη των οικοδεσποτών, του ζευγαριού ηθοποιών Έϊμυ Ράϊτ και Ριπ Τορν, και των φίλων τους.
Είχε σχηματιστεί ο κύκλος αυτός εκείνη τη βραδιά και ύστερα έσβησε σιγά σιγά στα βαθιά τής νύχτας. Όπως αλλοιώνεται και σβήνει, μια για πάντα, το σχήμα ενός αφράτου σύννεφου στον ουρανό. Μένει, όμως, ανάμεσα μας σαν μια κοινή μνήμη, όταν φροντίσει κάπως, κάποιος, να το ζωγραφίσει. Αυτός που δεν το θεωρεί χάσιμο χρόνου να κοιτάει τα σύννεφα, καθώς αυτά αλλάζουν σχήματα…


























