Τα βιβλία ως γέφυρες ενσυναίσθησης (του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου)

0
36
Ένα από τα διάσημα βιβλιοπωλεία του Ζάγκρεμπ , με το χαρακτηριστικό άγαλμα του αναγνώστη στην είσοδό του.
Spread the love

 

Του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου (*)

Το Ζάγκρεμπ της Κροατίας ήταν για μένα μια «άγνωστη γη». Πριν πετάξω σ’αυτό, με ενδιέφερε να έχω μαζί μου στο αεροπλάνο, ως μια κάποια ψυχαγωγική προοικονομία της επαφής, ένα βιβλίο κροατικής ποίησης ή πεζής λογοτεχνίας- όχι έναν τουριστικό οδηγό: δεν χωνεύω τους οδηγούς εν όψει της συναναστροφής με μια πόλη, μοιάζουν με τους καλοθελητές του έρωτα, όπως τότε που αντιλαμβάνονται ότι ενδιαφέρεσαι για ένα κορίτσι και σε πλησιάζουν να σου δώσουν «πληροφορίες γι’αυτή», χαλώντας τη γοητεία της εμπειρίας της πρώτης, αδιαμεσολάβητης επαφής. Η ποίηση ή η λογοτεχνία είναι κάτι το διαφορετικό: δεν μιλούν για αξιοθέατα, μα για τις ανάσες μέσα στα δωμάτια ή για τον «αέρα» που μπορεί να φυσάει σε κάποιες γωνιές του τόπου που δεν έχεις ακόμα γνωρίσει.

Από τις πιο επιτυχημένες συγκυρίες αυτού του είδους, ήταν όταν πρίν πάω για πρώτη φορά στη Λισσαβώνα και την Πορτογαλία,  κατηφόρησα στην έδρα των Εκδόσεων Γαβριηλίδη, τότε που ακόμα υπήρχαν, και είχα προμηθευτεί μια δίγλωσση (όπως συνήθιζε ο Σάμης- τόσο πολύτιμη, γιατί έπαιρνες μια γεύση της ξένης γλώσσας, ακόμα κι αν δεν την είχες διδαχθεί) έκδοση Ποιημάτων του Ζουζέ Λουΐς Πεϊσότου. Ήταν μια τρυφερή εισαγωγή στην αριστοκρατική σκοτεινιά της Λισσαβώνας.

Για το Ζάγκρεμπ η ποίηση δεν μου κάθησε, δεν μούκανε παρέα στην πτήση. Δεν την αναζήτησα στα βιβλιοπωλεία στην Αθήνας, δεν φαντάστηκα ότι υπάρχει μεταφρασμένη στα ελληνικά κροατική ποίηση, δεν προλάβαινα κιόλας να κάνω μια εκτεταμένη έρευνα. Στο Google που κοίταξα βιαστικά, διάβασα κάποια, λίγα ποιήματα στα ελληνικά και στα αγγλικά, και μαύρισε η ψυχή μου από την οριακή ατμόσφαιρα. Τα άφησα, και ετοίμασα τη βαλίτσα μου για το ταξίδι μου. Θα αφηνόμουν στην αδιαμεσολάβητη γνωριμία της πόλης.

Το Ζάγκρεμπ ως ροή

Η πόλη με έθελξε από τη στιγμή που πάτησα το πόδι μου ένα βράδυ εκεί. Ήδη, με το ταξί από το σύγχρονο, περιποιημένο μικρό αεροδρόμιο ως το ξενοδοχείο, μια γαλήνη απλωνόταν δεξιά κι αριστερά του δρόμου, όπου τον τόνο έδιναν απέραντες πεδιάδες αντί για μια σκόρπια πανσπερμία κτισμάτων.

Από κει και πέρα, αφέθηκα για μέρες στου Ζάγκρεμπ τη ροή: μια πόλη πεζοδρομημένη απ’άκρου εις άκρον- από το παλαιότερο τμήμα της στην Άνω Πόλη, ως την Κάτω Πόλη του 19ου αιώνα και μεγάλου μέρους του 20ου. Μόνο τραμ κυκλοφορούσαν, που σε πήγαιναν φθηνά παντού, κι αυτό ήταν μια εξασφάλιση, μα ήταν μεγάλο το κίνητρο να το κάνεις όλο με τα πόδια, πρωΐ, μεσημέρι ή το βράδυ μετά τα φαγητό. Στα κτίρια έπαιζαν όλοι οι ρυθμοί της αρχιτεκτονικής, από νέο-μπαρόκ και νεοκλασικισμό, ως το αρ νουβώ, την αρ ντεκό και τον μοντερνισμό της αρχής του. Η περιήγηση εκεί ήταν πολύ θελκτική.

Η αρχιτεκτονική του ευρωπαϊκού πολιτισμού σε ακμή. Όλα παρμένα από τα σχετικά πατρόν, μα πολύ συχνά φτιαγμένα και με ένα άλλου τύπου σκέρτσο που ελάφρυνε την απόλυτη γεωμετρική τάξη του πατρόν, κλείνοντάς μας πονηρά το μάτι-, και όλα τα κτίρια να φαντάζουν- παρά τους διαφορετικούς ρυθμούς- ενοποιημένα χάρις στα κοινά τους σημεία, με πρώτο απ’όλα τα σχετικά χαμηλά τους ύψη. Έπειτα, τα κτίρια δεν υφίστανται στο κενό, μα σε συσχετισμό με ό,τι συμβαίνει γύρω τους. Σε μια πόλη παντού πεζοδρομημένη, διαβαίνοντάς την εκ των πραγμάτων με αργή κίνηση, η ματιά πέφτει ράθυμα σε ένα κτίριο τη φορά, ενώ όταν αν την κοιτάζεις μέσα από ένα αυτοκίνητο, στριμώχνονται όλα τα κτίρια βιαστικά σε ένα θολό σύνολο.

Αλλά η ποιότητα της θεατρικότητας του δημόσιου χώρου δεν αφορά μόνο τα κτίρια καθ’εαυτά, μα μια συνολική αντίληψη για τον χώρο, που αφορά ανάμεσα στα άλλα την πολλαπλότητα των πάρκων και των πλατειών, τους ευρύχωρους καλοφτιαγμένους δρόμους- για τους οποίους υπάρχει η πρόνοια ώστε να μη πλημμυρίζουν με την πρώτη βροχή-, και τα φαρδιά, πολύ περιποιημένα πεζοδρόμια.

Αν προστεθεί σ’όλα αυτά το καλό φαγητό, που μπορείς να το βρείς και στους πολλούς φούρνους αν δεν καθήσεις στα ωραία απλά εστιατόρια, η συγκεκριμένη ροή με συντόνιζε με μια από τις πάγιες επιθυμητικές μου διαθέσεις για τον τρόπο που θα με έθελγε να είναι δομημένη η καθημερινότητα της συλλογικής ζωής. Μια διάθεση που έχει σχέση με την αρμονική τακτοποίηση.                                                                             *

Η πολύ θελκτική εικόνα της πόλης μπορεί να φαίνεται ορισμένως ως υπερβολική, αλλά δεν είναι. Μου αρέσει να αναδεικνύω- και να κοινωνώ- το θελκτικό όπου το βρίσκω. Πέρα από το ότι έτσι, κατά κάποιο τρόπο, αναγνωρίζω αυτό που μου προσφέρεται χωρίς να κοπιάσω, υπάρχει επί πλέον η διάσταση της αποκατάστασης μιας εσωτερικής πυξίδας: αυτό που έχω επιθυμήσει, μπορεί να υπάρξει!

Από κει και πέρα, μια «ερωτική συναναστροφή»- με μια πόλη, όπως και μ’έναν άνθρωπο ή έναν σκοπό- δεν εννοεί να σταθεί μόνο στην ατμόσφαιρα της πρώτης επαφής. Πολλή ουσία υπάρχει στην αποκάλυψη του «πιο πέρα», του «πώς», του «γιατί», όλα αυτά που κάνουν θεατό το αθέατο, το αθέατο που δίνει βάθος στην εικόνα, την κάνει πιο μεστή, πιο πραγματική, πιο ουσιαστική.

Σ’αυτό το κλίμα, μου έρχεται στο μυαλό η γαλλική λέξη jouissance- που κατ’αρχάς σημαίνει «απόλαυση, ηδονή», και πιο ψαγμένα, μαζί μ’αυτά, σημαίνει «επικαρπία ή χρήση» σε αντίθεση με την «ιδιοκτησία», κάτι μάλιστα που ταιριάζει στον επισκέπτη μιας πόλης, της οποίας δεν είναι μόνιμος κάτοικος. Στο ψυχαναλυτικό πεδίο ο Lacan έχει δώσει μεγάλη έμφαση στη jouissance. Το παρόν κείμενο δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να έχει σχέση με τις λακανικές αναλύσεις, μα δανείζεται από την ψυχανάλυση κάτι που το αφορά: «Γνώση είναι η jouissance του Άλλου», όπως και το ότι αυτή η έννοια συνδυάζει την ευχαρίστηση με τον πόνο.

Ανοίγοντας πόρτες, παραμερίζοντας τις κουρτίνες

Ό,τι ψάχνεις, το βρίσκεις. Κάποιο βραδάκι, μπήκαμε σε μια πολύ ατμοσφαιρική δημόσια βιβλιοθήκη που βρέθηκε μπροστά μας (πολύ μου θύμιζε τη δημοτική βιβλιοθήκη των παιδικών μου χρόνων), και ζήτησα, αν υπάρχουν, κάποια βιβλία για την αρχιτεκτονική του Ζάγκρεμπ- μήπως και βάλω σε κάποια γνωστική τάξη όσα απολάμβανα στις βόλτες μου τόσες μέρες. Οι δύο ώριμες γυναίκες που ήταν υπεύθυνες εκεί, δεν είχαν όρεξη: «Δεν πουλάμε βιβλία εδώ» απάντησαν σε κατά τα άλλα άψογα αγγλικά. Δεν είχα ρωτήσει αυτό. Πετάχτηκε όμως ένας καλοντυμένος κύριος, μας πήγε στο κατάλληλο ράφι και μας υπέδειξε να αναζητήσουμε στα βιβλιοπωλεία το «Zagreb Architectural Atlas» του Dragan Damjanović, όπως και το «Zagreb Architecture Guide: An Anthology of 100 buildings».

Πιάσαμε τη συζήτηση. Η καλλιέργειά του, μαζί με την καλή του διάθεση, άνοιγε γνωστικές πόρτες, έκανε την πόλη αλλιώς οικεία. «Αλήθεια, τί σημαίνει το όνομα Ζάγκρεμπ;» ρώτησα ξαφνικά. «Δεν είμαστε σίγουροι» μου λέει. «Αλλά αυτό που έχει τη σημασία του, είναι ότι οι Αυστριακοί- και ολόκληρος ο γερμανόφωνος κόσμος της Μεσευρώπης- το αποκαλούσαν πάντοτε Άγκραμ». «Κι εσείς πώς αποκαλείτε τη Βιέννη;» ρώτησα. «Μπετς!» μου απάντησε προς κατάπληξή μου. «Εμείς από δω, κι αυτοί από κει». Αν ερμήνευα καλώς το βλέμμα του, μάλλον ήθελε να πει «Αυτοί από πάνω, κι εμείς από κάτω». Νόμιζα μέχρι τότε ότι οι Κροάτες είχαν περί πολλού την Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία, της οποίας υπήρξαν τμήμα μέχρι το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, και ότι τώρα με τη συμμετοχή τους στην Ευρωπαίκή Ένωση έχουν κατά κάποιο τρόπο είχαν επιστρέψει στη φυσική τους κοίτη. Ο χάρτης των βεβαιοτήτων μου δεν ίσχυε λοιπόν. Τα πράγματα είναι πάντοτε πιο περίπλοκα απ’ό,τι φαίνονται.

«Ποιά είναι η αίσθησή σας από το Ζάγκρεμπ;» ρώτησε. «Μας γαληνεύει» του λέμε. Ευχαριστήθηκε

*****

Η ωραία κουβέντα ξεκλείδωσε τα πράγματα. Το επόμενο πρωΐ πήγα στο πιο κοντινό μου βιβλιοπωλείο (τα βιβλιοπωλεία στο Ζάγκρεμπ είναι πολλά, σχεδόν όσα τα φαρμακεία στην Αθήνα) και ζήτησα τα βιβλία για την αρχιτεκτονική. Τα είχαν ευτυχώς και στα αγγλικά: τα κροατικά είναι απροσπέλαστα.

Δεν έφυγα αμέσως. Η ατμόσφαιρα στο βιβλιοπωλείο με εξίταρε, παρ’όλο που δεν μπορούσα να καταλάβω ούτε μια λέξη από τα γραφόμενα στα βιβλία που έβλεπα γύρω μου: η παράξενα ωραία αίσθηση του βιβλίου ως μαγική ενέργεια. «Μήπως έχετε κροατική ποίηση στα αγγλικά;» η ερώτηση ήλθε ως φυσιολογική συνέχεια. Ο μακρυμάλλης υπάλληλος σαν να το περίμενε, ανέβηκε στο πατάρι και κατέβηκε με την ποιητική συλλογή «Initial Coordinates» της Monika Herceg.

Το βράδυ στο ξενοδοχείο, μετά από μια ολόκληρη μέρα συναναστροφής με την πόλη, άνοιξα τα βιβλία. Πολύτιμα τα της αρχιτεκτονικής, αντιλαμβανόμουν μέσα από αυτά και τη σημασία της ίδρυσης στο Ζάγκρεμπ μιας στιβαρής και εμπνευσμένης Αρχιτεκτονικής Σχολής, εκεί γύρω στο 1923. Ήταν μια χρονολογία καμπής: ενώ μέχρι τότε τα κτίρια τα σχεδίαζαν αρχιτέκτονες σπουδαγμένοι αλλού, κυρίως στη Βιέννη, συχνά μάλιστα άλλης εθνικότητας- υπήρχαν και περιπτώσεις αντίστοιχες με του δικού μας Ερνέστου Τσίλερ, όπου κατά διαστήματα ένας από αλλού φερμένος αρχιτέκτονας μονοπωλούσε τα καλά έργα. Σταδιακά οι Κροάτες απόφοιτοι της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Ζάγκρεμπ ήταν αυτοί που μελετούσαν τα έργα, όχι μόνο στην Κροατία, μα και σε άλλες περιοχές της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Βεβαίως, τα βιβλία αυτού του είδους εστιάζονται συνήθως στην ταυτότητα συγκεκριμένων κτιρίων (πολύτιμο καθ’εαυτό), μα όχι σε μια συνολική πρόσληψη του γεωγραφικού, οικονομικού, κοινωνικού χώρου, εντός του οποίου τα κτίρια νοηματοδοτούνται. Πολύ θα με ενδιέφερε να μάθω ποιοί έμεναν ή εργαζόταν σ’αυτά τα σπίτια τον καιρό που φτιάχτηκαν, με τί πόρους κατασκευάστηκαν, ποια ήταν η ιδέα για την πόλη συνολικά, μα και πώς λειτουργούσε η ιδέα της διφυούς πόλης μετά τον Β Παγκόσμιου Πολέμου, με τη συμπλήρωση/ ολοκλήρωση της πόλης στις νέες οικονομικές, κοινωνικές, τεχνολογικές συνθήκες, με την κατασκευή του μοντέρνου Νέου Ζάγκρεμπ- με πολύ υψηλά κτίρια πυκνής κατοίκησης και περιβάλλοντα πάρκα, πέρα από τον ποταμό Σάβα. Αλλά αυτά θα επιχειρούσα να τα ψηλαφήσω στο πεδίο.

Αν τα βιβλία για την αρχιτεκτονική απαντούσαν σε διερωτήσεις μου και γαλβάνιζαν περαιτέρω τη διάθεσή μου για περιηγήσεις στην πόλη, η συλλογή ποιημάτων «Αρχικές συντεταγμένες» της Herceg λειτούργησε δραστικά αλλιώς. Η πρώτη επαφή με στρίμωξε. Παραθέτω, αντί της αγγλικής, από την ελληνική έκδοση, που βρήκα όταν επέστρεψα στην Αθήνα (μετάφραση: Μαρουσώ Αθανασίου, εκδόσεις Θράκα, 2022): « διασχίζουμε προσεκτικά τις παρυφές/ ξέροντας πολύ καλά ότι κάτω απ’τα πόδια μας/ πλαγιάζει ο θάνατος άθικτος» ξεκινάει.

Μια ποίηση πολύ τωρινή, σύγχρονη, πολύ φρέσκια, πολύ καίρια, που «βγάζει αίμα» έτσι όπως κόβει το δέρμα της ψυχής σαν κοφτερή λεπίδα: «έχουμε στο νου μας να προσέχουμε τις σαλαμάνδρες/ θα κουφαθούμε αν τις πατήσουμε/ έχουμε στο νου μας να αφήνουμε τα φίδια να περνούν/ όταν μπαίνουν στον δρόμο μας/ καταπίνουν πλάσματα στα μουλωχτά/ όπως η αυγή πήζει/ το γάλα της πρώτης ομίχλης/ και δηλητηριάζει όλα τα ρήγματα και τα ριζά». Με στρίμωξε εκείνο το βράδυ η ποίηση της Herceg. Δεν με κατέθλιψε, μα αναστάτωσε τα όνειρά μου, ακόμα περισσότερο επειδή είχα την αίσθηση ότι δεν ήταν κάτι το προσωπικό, μα πως είχε στενή σχέση με τη χώρα που βρισκόμουν, όση και τα σπίτια που περιδιάβαινα, το τραμ και οι δρόμοι τους.

Τί ήταν όλη αυτή η εμπειρία, εξαίφνης;

****

Την άλλη μέρα το πρωΐ δοκίμασα ένα άλλο, κοντινό μας βιβλιοπωλείο. «Θα μου δείξετε κροατική ποίηση και λογοτεχνία- στα αγγλικά;» ρωτάω μια νέα κοπέλλα που εξυπηρετούσε εκεί. Με οδήγησε στο πατάρι: δυο τρία ράφια γεμάτα με βιβλία απαντούσαν στο ερώτημά μου. «Βοηθείστε με να πιάσω το νήμα» της λέω. «Διάβαζα Herceg χθές το βράδυ» της λέω. «Και;» αντιγυρίζει ζεστά. «Τί ποίηση!» συνεχίζω. Συγκατάνευσε. «Κι εγώ τη διαβάζω» μου λέει «μα διαβλέπω κάποια αμηχανία;» χαμογέλασε κοιτάζοντάς με διερευνητικά. «Πώς μπορεί μια τόσο νέα γυναίκα, κάπου στα 35- είχα ψάξει λίγο το βιογραφικό της-, να γράφει για ένα ψυχικό τοπίο τόσο τραχύ και σκοτεινό;» της λέω. «Μα η ψυχή της Κροατίας συνολικά, όχι μόνο του Ζάγκρεμπ, έχει μια σκοτεινιά», μου λέει ήσυχα, σαν να μου μιλάει για την ιστορία της ζωής της. Γρήγορα παρέλασαν από το μυαλό μου πρόσφατες εμπειρίες των δρόμων και των διαδρόμων εκεί, όπου είχα προσπεράσει πέτρινα πρόσωπα στα οποία- ενώ δεν ενοχλούσαν- δεν είχαν πολύ χώρο για ευδιαθεσία.

Φταίει ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος, με το φρικτό καθεστώς που είχαν εγκαταστήσει στην Κροατία οι Ναζί; Ο εμφύλιος; Οι εθνοκαθάρσεις; Ο πόλεμος της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας; Πολλά πέρασαν από το μυαλό μου, μα δεν ρώτησα για να μη φέρω το κορίτσι σε δύσκολη θέση. Αμέσως μετά σκέφτηκα και τα άλλα, όπως ότι τον καιρό του Τίτο πολλοί Κροάτες είχαν ξενιτευτεί στη Γερμανία για δουλειά στα εργοστάσια και στις οικοδομές, σαν τους δικούς μας εκείνα τα χρόνια, που τραγουδούσαν Καζαντζίδη «Το διαβατήριο είναι δηλητήριο». Όλα αυτά υπάρχουν ως βαριά αποτυπώματα στις «Αρχικές συντεταγμένες», ένα βιβλίο που μπορεί να διαβαστεί ως συμπυκνωμένος μαγικός ρεαλισμός σε στίχους, μα όχι σαν τον λατινοαμερικάνικο όπου η μαγεία σε πάει πιο πέρα: εδώ η μαγεία είναι πνιγηρή, καθηλωτική.

Μα σκέφτηκα και τα τωρινά: τα πολλά καταστήματα που είδα κλειστά στο Ζάγκρεμπ, τη μεγάλη εξάρτηση από τον τουρισμό στις δαλματικές ακτές, τον κόσμο της χώρας που ξενιτεύεται σε αναζήτηση καλλίτερης τύχης, τους σκοτεινούς πάνω ορόφους των ωραίων κτιρίων της πόλης- μετά μου είπαν ότι εκεί μένουν συνταξιούχοι με γλίσχρο εισόδημα, που δεν μπορούν να μείνουν αλλού. «Είναι και η στριμωγμένη κατάσταση στην οικονομία;» ρωτάω. «Πολύ» μου λέει. «Παρ’όλα αυτά», με κοιτάζει με νόημα και μου διαβάζει από την ποίηση της Herceg:

«κανείς δεν μιλάει για τα πουλιά/ που μέσα τους θρονιάστηκε ο χειμώνας/ το χάραμα κοκαλώνει τα φτερά τους/ κι αυτά πέφτουν απ’τα παγωμένα σύννεφα/ ασθενικά και γεμάτα τοπία//…γενιές και γενιές κρατήσαμε το μυστικό/ ότι τα πουλιά δεν πεθαίνουν στ’αλήθεια// με τον πρώτο νοτιά/ ζωντανεύουν μέσα τους οι ηλιακές κηλίδες/ και τα επιστρέφουν στις αρχικές συντεταγμένες».

Ολοκλήρωση (ή σχεδόν)

Αν ήταν να διαλέξω μεταξύ της περιρρέουσας πραγματικότητας και των βιβλίων σε ένα ταξίδι μου αλλού, έξω από τη συνηθισμένη κανονικότητα, θα διάλεγα με απόσταση την έκτακτη πραγματικότητα που μου χαρίζεται εκεί. Αλλά οι διαχωριστικές γραμμές δεν είναι αυστηρές ούτε απόλυτες. Μια τόση δα δόση βιβλίων στο κοκτέϊλ του ταξιδιού μπορεί να κάνει την εμπειρία πιο πλούσια, πιο μεστή, πιο ενδιαφέρουσα, πιο εξιταριστική. Η μεγάλη δόση των βιβλίων- αν δούμε ότι η κατάσταση αξίζει περισσότερο την προσοχή μας- μπορεί να περιμένει για να απλωθεί με άνεση στον μόνιμο τόπο διαμονής μας.

Όπως και νάχει, τη jouissance- όπως αναλύσαμε αυτή την έννοια παραπάνω- που προέκυψε με το κοκτέϊλ που φτιάξαμε και ήπιαμε στο συγκεκριμένο ταξίδι, διαδέχθηκε μια αίσθηση γαλήνης και πληρότητας. Θα μπορούσα να μείνω κάποιες εβδομάδες ακόμα εκεί γράφοντας το επόμενο βιβλίο μου. Ή να γυρίσω πίσω και να μοιραστώ με άλλους ό,τι μπορεί να αξίζει από τις εμπειρίες μου, μήπως και φτιάξω νέες συνθέσεις μαζί τους.

Επίμετρο

Δεν φανταζόμουν ότι θα υπήρχε τόσο μεγάλη άνθηση κροατικής ποίησης, και δεν αναφέρομαι μόνο στον αριθμό των συλλογών- όπως είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω κατά την μερική, εκ των πραγμάτων πολύ περιορισμένη επαφή μαζί της. Διάλεξα μερικά από τα πολλά βιβλία που μου έδειξαν στα βιβλιοπωλεία του Ζάγκρεμπ- μεταφρασμένα στα αγγλικά αυτά-, στα οποία προστέθηκαν κάποιες ποιητικές συλλογές που βρήκα στην Αθήνα, βιβλία που μεταφράστηκαν και κυκλοφορούν κυρίως από τη «Θράκα», μια πολύ σοβαρή εκδοτική προσπάθεια με έδρα τη Λάρισα. Αναφέρω παρακάτω κάποια από αυτά που συγκέντρωσαν με ιδιαίτερο τρόπο την προσοχή μου (μαζί με τις «Αρχικές συντεταγμένες της Monika Herceg).

Η ποιητική συλλογή της πολύ γνωστής Sibila Petlevski «Soiled With Earth, Drunk On Air», γραμμένη στα κροατικά και μεταφρασμένη από την ίδια στα αγγλικά μεταξύ του 2019 και 2020, συνδέθηκε πολύ στη χώρα της με την πανδημία, τον εγκλεισμό, και τη συνακόλουθη απεύθυνση των αποκλεισμένων ανθρώπων στην περιβάλλουσα φύση (παραθέτουμε ενδεικτικά: Stars have been dripping into the wine cask all/ night long. With my tongue stuck out- I greeted the liquid/ light instead of the dawn, and thus, I came to know/ this brilliant sunrise is yet disguised/ darkness: a yellow pentagram of wild tobacco in bloom).

Η ποιητική συλλογή της Marija Dejanović «Η καλοσύνη διαχωρίζει τη μέρα από τη νύχτα», γραμμένη το 2021, που κυκλοφορεί στα ελληνικά- σε μετάφραση της Irena Gavranović Lukšić- από τη «Θράκα» στην οποία συλλογή θα επανέλθουμε παρακάτω.

Το μυθιστόρημα «Fugue, A Tale of One of Us» του Milutin Cihlar Nehajev (1880- 1931), Κροάτη με τσέχικες ρίζες, συγγραφέα και κριτικού θεάτρου και μουσικής. Το βιβλίο αυτό, που πρωτοκυκλοφόρησε το 1909, μου έδωσε μια αίσθηση για τη ζωή (τελείως αλλιώτικη από την σύγχρονη) των ανθρώπων που βίωναν τα κτίρια στα οποία απολάμβανα να τριγυρίζω όσο έμεινα στο Ζάγκρεμπ, σε άλλη μια εποχή τότε μεγάλων ανακατατάξεων, όπως και γι’αυτούς της έντονης επαφής με τη μοντέρνα φάση της ανθρωπότητας. Έχει ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο ξεκινάει το μυθιστόρημα: «Μια βροχερή, σκοτεινή μέρα είχε βυθίσει τη μητρόπολη σε μια θολή ομίχλη. Οι βλοσυρές μονότονες προσόψεις των κτιρίων παρόξυναν την εντύπωση ενός νεκρού βάρους που καθόταν πάνω στους ανθρώπους και τα πράγματα». Ο τρόπος που προσλαμβάνουν οι άνθρωποι τα κτίρια- όπως και τις ιδέες, αλλά και κάθε είδους υλικότητες- δεν είναι διαχρονικά ο ίδιος.

****

Όσα ακολουθούν παρακάτω δεν συνιστούν μια λογοτεχνική κριτική της κροατικής ποίησης, όχι μόνο επειδή η επαφή που έχω μαζί της δεν αφορά παρά μόνο μια σταγόνα σε μια θάλασσα που μου είναι άγνωστη, μα και επειδή δεν έχω την επαγγελματική συγκρότηση να το κάνω. Αυτό που με ενδιαφέρει να κάνω εδώ, είναι να κοινωνήσω, να μοιραστώ μια ζωτική εμπειρία που συντονίζεται με τις ανάγκες και τις αναζητήσεις μου.

Η γνωριμία μου με την κροατική ποίηση έγινε εξαίφνης- κι ευγνωμονώ τις περιστάσεις που την ευνόησαν. Είναι σαν να έρχομαι σε επαφή με έναν καινούριο τρόπο: έναν τρόπο θέασης των πραγμάτων, κι έναν τρόπο να μιλήσει κανείς γι’αυτά.

Όπως την αντιλαμβάνομαι από την αδέσποτη συνάντησή μας, πρόκειται για μια ^ψηλόλιγνη^ ποίηση μεγάλης οικονομίας- χωρίς ίχνος «λίπους ή κυτταρίτιδας». Συνιστά έναν ολόκληρο κόσμο από μόνη της, όπου το προσωπικό είναι αυτονόητα κοινωνικό- χωρίς βεβαίως να έχει σχέση με τη ρηχότητα κάποιου ιδεοληπτικού συνδικαλισμού των εννοιών. Δεν ενδιαφέρεται να διαδοθεί διά της επίκλησης μιας οποιασδήποτε στράτευσης, ούτε να χαθεί ως σκιά σε εγωκεντρικά σύννεφα του μυαλού: όχι μόνο δεν αποφεύγει μια πολύ δυσανεκτική πραγματικότητα που έχει συγκεκριμένη σάρκα και συγκεκριμένα οστά («Οι φίλοι μου είναι ψηλά κτίρια/ που με τα χέρια κρατάνε τα θεμέλιά τους/// Οι φίλοι μου είναι αεροπλάνα/ με τσιμεντένια πόδια» , από την ποιητική συλλογή «Η καλοσύνη διαχωρίζει τη μέρα από τη νύχτα» της Marija Dejanoviç), μα θέλει να την αναδείξει.

Γι’αυτό τον λόγο, είναι συχνά μια ποίηση που χαρακτηρίζεται από τραχύτητα και παγωνιά. Γράφει η  Dejanović: «Η πρόθεση να γίνω ψυχρή/ Να έχω μόνο στείρες σκέψεις/ και να προφέρω μόνο απλές προτάσεις/ να ναυαγήσω πάνω σε έναν βράχο νοτισμένου αλατιού/ και να τρώω ανάλατο χυλό βρώμης/// να φοράω χοντρές μάλλινες κάλτσες/ να απαρνιέμαι την εγγύτητα των ανθρώπων/ και μια φορά τον μήνα να επισκέπτομαι λευκές αλεπούδες».

Βεβαίως, η άρνηση που συνοδεύει την ανάδειξη της κατάστασης, στριμώχνει. Όπως και η απροκάλυπτη διαύγεια, στριμώχνει ακόμα περισσότερο: ποιος αντέχει να δει τα μάτια της Μέδουσας, που είναι η πραγματικότητα; Ή, για να το πούμε με τα λόγια του Νίτσε: «Πόση αλήθεια μπορεί να αντέξει ένα πνεύμα; Πόση αλήθεια μπορεί να τολμήσει;»

Οι Έλληνες το λύσανε αλλιώς αυτό το πρόβλημα. Γράφει ο Εμπειρίκος στο ποίημά του ^Εις την οδόν των Φιλελλήνων^, ότι «έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου». Οι Ισπανοί, καταβυθίζονται μεν στον θάνατο και τη σκοτεινιά, μα ψηλαφώντας εκεί τον ερωτισμό και το βελούδο που ενυπάρχουν στο μαύρο χρώμα, «κατορθώνουν να τα αφομοιώσουν, να τα ξεπεράσουν, και ν’ανέβουν μονομιάς μ’ένα φτερούγισμα ως τις κορυφές, εκεί που όλα γίνονται ομορφιά, μουσική, απόλαυση, ποίηση», όπως ωραία σημειώνει ο Νίκος Σημηριώτης μεταφράζοντας Λόρκα. Οι Λατινοαμερικανοί- αυτοί κι αν δεν σπαράσσονται διαχρονικά από τρομερά κοινωνικά βάσανα- συγκροτούν, με τον τρόπο τους, έναν πολιτισμό που παρά τη διάχυτη τραχύτητα και κατασύνθλιψη της κοινωνίας, δοξολογεί, γιορτάζει τη ζωή.

Μα κάθε χώρα έχει τη δική της ιδιοπροσωπία, τις δικές της μούσες, και για μένα έχει μια ασύγκριτη γοητεία το να γνωρίζεις τις μούσες των άλλων, διευρύνοντας έτσι τον χώρο των κινήσεων και των στοχασμών σου. Με αυτή την έννοια, βρίσκω ότι οι μούσες της ανθηρής σύγχρονης κροατικής ποίησης- από το πολύ λίγο που τη γνώρισα- συμβάλλουν στιβαρά στην κεντρική σκηνή, / και έξω από τα σύνορα της χώρας/, των αναγκών και των αναζητήσεών μας, με τον τρόπο που φανερώνουν τη διάχυτη στις μέρες μας ασφυξία («ο ήλιος εξισώνει όλα τα είδη της ασπλαχνίας/ τα κάνει λιγότερο φρικτά» γράφει η Dejanović).

Έπειτα, η άρνηση που ενυπάρχει στα χαρακτηριστικά της, σε καμμιά περίπτωση δεν ισοδυναμεί με παραίτηση. Το αντίθετο. Πρόκειται για πείσμα.

«Η αγάπη μου είναι/ κυνηγός που σημαδεύει/ τον κενό χώρο ανάμεσα στα κέρατα» γράφει η Dejanovic. Και αλλού, η ίδια:

«Κάθε τόσο κάποιος λέει ότι δεν υπάρχεις/- τότε πώς γίνεται να σε βλέπω στα πρόσωπα όλων;»

 

(*) Ο Γιώργος Μ. Χατζηστεργίου είναι πολιτικός μηχανικός και συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο «Μεθόριος- η αυτοκρατορία των ορίων» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια, όπως και το σύνολο των βιβλίων του στην Ελλάδα.

 

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροPeterJeffreys :Κ.Π.Καβάφης, ένας ακέραιος, θαρραλέος καλλιτέχνης (συνέντευξη στην Βαρβάρα Ρούσσου)
Επόμενο άρθροΠίνα Μπάους, Εθνικό Θέατρο: «’Kontakthof’:  τόπος συνάντησης και επαφής» (της Όλγας Σελλά)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ