Η πολιτισμική ποιητική του μετα-ιστορικού μυθιστορήματος στη Μεταπολίτευση (του Κώστα Καραβίδα)

0
31
Spread the love

 

του Κώστα Καραβίδα (*)

Η μελέτη του ομότιμου καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Birmingham Δημήτρη Τζιόβα για το ιστορικής θεματικής μυθιστόρημα της Μεταπολίτευσης εξετάζει την εξέλιξη του είδους και παράλληλα επιχειρεί να ερμηνεύσει το σταθερό και διαχρονικό ενδιαφέρον της ελληνικής πεζογραφίας (συγγραφέων αλλά και αναγνωστικού κοινού) για την ιστορία και το παρελθόν. Η Ελλάδα είναι πράγματι μια χώρα που συζητά εμμονικά το «πρακτικό παρελθόν» της·[1] ένα παρελθόν συχνά διαφιλονικούμενο και υπό διαρκή διαπραγμάτευση, που είναι ζωντανό στο παρόν και προκαλεί διαμάχες στη δημόσια σφαίρα: για τον εμφύλιο, την κατοχή, τη μικρασιατική καταστροφή, τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες, την εξόντωση εθνοτικών και θρησκευτικών ομάδων, το οθωμανικό παρελθόν, αλλά και για το όνομα της Μακεδονίας, το Κυπριακό και άλλες καταπιεσμένες ή επικίνδυνες μνήμες, αποσιωπημένες και τραυματικές πτυχές της εθνικής ιστορίας. Αρκεί όμως αυτή η αναγνωρίσιμη πολιτισμική συνθήκη για να κατανοήσουμε την ανθεκτικότητα, μέσα από τις μεταλλάξεις του, του είδους που συνηθίσαμε να αποκαλούμε «ιστορικό μυθιστόρημα»;

Αν ο ιστοριογραφικός λόγος είναι αυτός που μετασχηματίζει το παρελθόν σε ιστορία, τότε ποιος είναι ο ρόλος της λογοτεχνίας απέναντι στο παρελθόν και την ιστορία; Γιατί εξακολουθούμε να διαβάζουμε μυθιστορήματα ιστορικής θεματικής; Για να μάθουμε καλύτερα την ιστορία, όπως διδαχθήκαμε στο σχολείο, ή για διεισδύσουμε σε πιο δυσπρόσιτες, ανθρωπολογικές πλευρές της; Ο Τζιόβας, διερευνώντας την πολυσυζητημένη και διαρκώς εξελισσόμενη σχέση ιστορίας και λογοτεχνίας, παρακολουθεί από κοντά τη σύγχρονη προβληματική και τη διεθνή, κατά βάση την αγγλοσαξονική, βιβλιογραφία. Η ικανότητά του να παρακολουθεί τον θεωρητικό λόγο της σύγχρονης ιστοριογραφίας γονιμοποιεί τη μελέτη της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.

Νέοι επιστημολογικοί προσανατολισμοί

Στα δύο πρώτα κεφάλαια του βιβλίου («Οι χρόνοι της ιστορίας. Μεταπολίτευση και παροντισμός» και «Έθνος και ιστορικό μυθιστόρημα») ξεδιπλώνει το εννοιολογικό και θεωρητικό πλαίσιο μέσα στο οποίο μελετά αυτή τη σχέση και τους μετασχηματισμούς του ιστορικού μυθιστορήματος στον χρόνο. Οι κρίσιμες έννοιες είναι: παροντισμός, τραύμα, πολιτισμική μνήμη, μνημοϊστορία, (μετα)μνήμη, έθνος και μεταφορά. Το σκεπτικό και τα επιχειρήματα που αναπτύσσει στα επόμενα έξι κεφάλαια γύρω από τις συγκλίσεις ιστορίας και λογοτεχνίας, με πολλά παραδείγματα από τη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία, στηρίζονται στις μεγάλες επιστημολογικές τομές και τις θεωρητικές στροφές που εφαρμόστηκαν στο ευρύ πεδίο των ανθρωπιστικών επιστημών και της κριτικής θεωρίας, ιδίως σε ό,τι αφορά τις έννοιες του χρόνου, της μνήμης και της αφήγησης: τη μνημονική στροφή και την έκρηξη των σπουδών μνήμης τη δεκαετία του 1980, με τη μνήμη να γίνεται «το όχημα ενός νέου ηθικού προσανατολισμού της ιστορίας» που οδήγησε σε αναθεωρήσεις (σ. 35)· την κρίση του χρόνου (του παρελθόντος και του μέλλοντος) με την κυριαρχία του «παροντισμού», σύμφωνα με τον όρο του Francois Hartog, όπου, ειδικά μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου (1989), «το παρόν κυριαρχεί κι επιβάλλεται ως μοναδικός ορίζοντας»· την κατάρρευση των μεγάλων ιδεολογιών του 20ού αι. που υπόσχονταν νομοτελειακά ένα ελπιδοφόρο μέλλον· την υποκειμενική στροφή στην ιστοριογραφία και το πέρασμα της ιστορικής αφήγησης από το τρίτο στο πρώτο πρόσωπο, όπως έχει δείξει ο Enzo Traverso στα Ιδιότυπα παρελθόντα· την επέλαση της Παγκοσμιοποίησης και τον μεταεθνικό αστερισμό του Χάμπερμας, την κατάργηση αλλά και την επαναφορά των συνόρων, την αποδόμηση αλλά και την αντοχή του έθνους-κράτους· το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων, τον κλονισμό της εμπιστοσύνης στη γραμμικότητα του χρόνου, την ανάδυση των πολιτικών της ταυτότητας, τον επιστημολογικό σκεπτικισμό, την εξάντληση του μοντερνισμού και την κυριαρχία του μεταμοντέρνου, την αποϊεροποίηση και τη σχετικοποίηση των πάντων. Αυτές οι ευρύτερες διανοητικές εξελίξεις που μοιάζει να περιγράφουν την εποχή μας —ή έστω την προ Τραμπ εποχή— ήταν αδύνατον να μην αφήσουν ισχυρά αποτυπώματα στο σύγχρονο ελληνικό μυθιστόρημα.

Ο πυρήνας του βιβλίου αφορά την επανεμφάνιση, την ανανέωση, τη διεύρυνση και τελικά την υπέρβαση, όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας, του ιστορικού μυθιστορήματος στη Μεταπολίτευση. Κεντρική θέση του Τζιόβα είναι ότι δεν μπορούμε πια να μιλάμε για ιστορικό μυθιστόρημα, καθώς η απάντηση στο ερώτημα τι σηματοδοτεί ο προσδιορισμός «ιστορικό» για το μυθιστόρημα αλλά και το τι σημαίνει «λογοτεχνικό» ή «λογοτεχνικότητα» σήμερα δεν είναι καθόλου αυτονόητη. Ο όρος «ιστορικό μυθιστόρημα» είναι επομένως προβληματικός, αναχρονιστικός και ανεπαρκής για να περιγράψει ένα πεζογραφικό παρόν πολύ πιο ρευστό, ποικιλόμορφο και υβριδικό. Το σύγχρονο μετα-ιστορικό μυθιστόρημα, όπως εξηγεί ο συγγραφέας, δεν ακολουθεί τις παραδοσιακές συμβάσεις του είδους, μοιράζεται ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, μιλάει περισσότερο για το σήμερα παρά για το χθες. Ωστόσο,  αν και το παρόν μοιάζει να καταβροχθίζει το παρελθόν, αυτό το μυθιστόρημα δεν είναι άμοιρο ιστορικότητας αφού θέτει με ποικίλους τρόπους και στοχάζεται ζητήματα ιστορικής κουλτούρας, γνώσης και αλήθειας γύρω από το έθνος, τις ετερότητες, τον Άλλο, την ελληνική αλλά και την παγκόσμια ιστορία. Οι σύγχρονες ιστορικές αφηγήσεις του ελληνικού μυθιστορήματος δεν συγκροτούν πλατιές τοιχογραφίες με ρεαλιστικές αναπαραστάσεις του παρελθόντος, όπως συνέβαινε παλαιότερα, αλλά πιο υποκειμενικές, μικροϊστορικές και υπονομευτικές ματιές πάνω στα εθνικά και άλλα στερεότυπα.

Το πολυποικιλιακό και πολυφωνικό μυθιστόρημα Μεταπολίτευσης

Η μήτρα από την οποία προέκυψε το βιβλίο του Τζιόβα είναι η προηγούμενη μελέτη του Η Ελλάδα από τη Χούντα στην κρίση. Η κουλτούρα της Μεταπολίτευσης (Gutenberg, 2022). Στο τρίτο κεφάλαιο εκείνης της καλειδοσκοπικής μελέτης («Συζητώντας για το έθνος και διεκδικώντας το παρελθόν του. Αρχαιότητα και μνημοϊστορία») εντοπίζεται σπερματικά η προβληματική που συνέχει το ανά χείρας έργο. Η πρόταση του Τζιόβα για την ανάγνωση του σύγχρονου «ιστορικού μυθιστορήματος» βασίζεται στο περίπλοκο και υβριδικό ερμηνευτικό του σχήμα για τη Μεταπολίτευση. Το σχήμα αυτό προκρίνει για την κατανόηση της εποχής την έννοια της «πολιτισμικής διαφορετικότητας», μια ερμηνευτική της ετερογένειας και της ποικιλομορφίας. Έτσι, μάλλον διαφοροποιείται επιστημολογικά με άλλες ερμηνευτικές εκδοχές της Μεταπολίτευσης όπως τον «πολιτισμικό δυϊσμό» του Νικηφόρου Διαμαντούρου που αντιπαρέβαλλε μια εκσυγχρονιστική, δυτικόστροφη και διαφωτιστική κουλτούρα προς την παρωχημένη κουλτούρα της ανατολικής ορθόδοξης παράδοσης[2] ή την «κίνηση του εκκρεμούς» ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου[3] ή το «τριγωνικό εκκρεμές» προ-νεωτερικού — νεωτερικού — μετανεωτερικού του Βασίλη Βαμβακά,[4] σχήματα που είναι εξαρτημένα και εν πολλοίς απολογητικά προς τις θεωρίες του εκσυγχρονισμού. «Αν η Μεταπολίτευση μπορεί να χαρακτηριστεί ως εποχή των ταυτοτήτων», έγραφε ο Τζιόβας, «τότε το ανανεωμένο ιστορικό μυθιστόρημα υπηρετεί ακριβώς αυτή την αναζήτηση ταυτότητας σε έναν ρευστό και πολυπολιτισμικό κόσμο, προσφέροντας ένα από τα πολλά πρίσματα για να κατανοήσουμε τις ιδιαιτερότητες και τις κατευθύνσεις της».[5]

Το εγχείρημα του Τζιόβα ασφαλώς ενέχει μεγάλους κινδύνους και δυσκολίες αφενός γιατί μελετά τη λογοτεχνία στη ρευστή επικράτεια της συγχρονίας, εν κινήσει δηλαδή και εν εξελίξει, αφετέρου γιατί ούτως ή άλλως το μυθιστόρημα, όπως μας υπενθυμίζει ο θεωρητικός του Μιχάηλ Μπαχτίν, «δεν είναι ένα είδος ανάμεσα σε άλλα. Είναι το μόνο που αναπτύσσεται ακόμα, εν μέσω ειδών από πολύ καιρό διαμορφωμένων και εν μέρει νεκρών».[6] Και συνεχίζει ο Μπαχτίν: «Η γένεση και η εξέλιξη του μυθιστορηματικού είδους συντελούνται στο άπλετο φως της Ιστορίας».[7] Αν συνυπολογίσουμε ότι η Μεταπολίτευση είναι μια μακρότατη σε χρονική διάρκεια περίοδος, η μελέτη του μετα-ιστορικού μυθιστορήματος απαιτεί προσεκτικό χειρισμό. Ο Τζιόβας χαρτογραφώντας την εξέλιξη του είδους, δεν περιορίζεται στην τελευταία πεντηκονταετία, αλλά ιστορικοποιεί και ανοίγει με συγκριτικό βλέμμα την προοπτική στον 19ο αιώνα, τον Μεσοπόλεμο και τη μεταπολεμική περίοδο. Με αυτό τον τρόπο σκιαγραφούνται ευκρινέστερα οι μεταβολές, οι συνέχειες, οι ασυνέχειες και οι τομές, ενώ εξηγείται πειστικά η απομάκρυνση από τις κλασικές προδιαγραφές του είδους.

Από την άποψη αυτή, η μελέτη ακολουθεί υπόγεια μια «γραμματολογική» κατεύθυνση, όχι όμως με τη συνήθη ταξινομική λογική της βίαιης ομαδοποίησης που τείνει να υποτιμά τις διαφορές. Αντιθέτως, ο Τζιόβας στα οχτώ κεφάλαια του βιβλίου, ακολουθώντας τη λογική των ομόκεντρων κύκλων, χαρτογραφεί το πολυποικιλιακό και πολυφωνικό «ιστορικό μυθιστόρημα» της Μεταπολίτευσης, χωρίς να εγκλωβίζει τα έργα σε δύσκαμπτες και ανελαστικές κατηγοριοποιήσεις. Έτσι συζητά, πάνω στην εννοιολογική βάση που θέτει εξαρχής, την πολιτική αλληγορία (Αλεξάνδρου και Πατατζής), την πολύκροτη, ανθρωπολογικής προοπτικής, Ορθοκωστά του Βαλτινού, τις (μετα)μυθοπλαστικές αφηγήσεις που αμφισβητούν εθνικές αλήθειες με ανοίγματα στην ετερότητα (Γαλανάκη, Δούκα, Βαλτινός, Παπαμάρκος, Φάις), το documentary fiction (μυθιστόρημα τεκμηρίωσης ή τεκμηριωτική μυθοπλασία) (Βαλτινός και Σκάσσης), τα ερευνητικά μυθιστορήματα αρχειακής ποιητικής (Δαββέτας, Βούλγαρης κ.ά) και τις ακόμη πιο υβριδικές αφηγήσεις (Αστερίου, Χουζούρη, Μαγκλίνης), τις «αληθινές» βιογραφικές ιστορίες (Γαλανάκη, Ακρίβος, Μέρμηγκα, Μαγκλίνης), τις μνημονικές και μεταμνημονικές αφηγήσεις που πραγματεύονται τραύματα (Μίσσιος, Ατζακάς, Κοτζιάς, Δαββέτας, Μάτεσις) μέχρι την αντοχή του όρου μυθιστορία (Μαραγκόπουλος), τις εθνικές μεταφορές και πολιτισμικές αλληγορίες (Θέμελης και Πανσέληνος) και το δι-εθνικό, κοσμοπολίτικο ή διασπορικό μυθιστόρημα (Μοδινός, Τριανταφύλλου, Κώτσιας κ.ά) που κάποτε συνδιαλέγεται με τη μετα-αποικιακή λογοτεχνία.

Η Μεταπολίτευση όμως, όπως ορθά σημειώνει ο συγγραφέας, δεν ανανέωσε απλώς το ιστορικό μυθιστόρημα, αλλά έφερε και νέες προσεγγίσεις στο παλαιότερο. Το «επικό» ιστορικό μυθιστόρημα του εθνορομαντικού 19ου αι. (1850-1880), από τον Αυθέντη του Μορέως (1850) του Αλέξανδρου Ρίζου-Ραγκαβή και την Ηρωίδα της Ελληνικής Επαναστάσεως του Στέφανου Ξένου μέχρι τα έργα του Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου, του Κωνσταντίνου Ράμφου κ.ά., υπήρξε γέννημα του ιστορισμού και της ανάγκης για αντικειμενική καταγραφή της ιστορίας, στοχεύοντας στην καλλιέργεια και την επιβεβαίωση της εθνικής συνείδησης. Όπως επισημαίνει ο Τζιόβας, βασισμένος σε πορίσματα της σύγχρονης φιλολογικής έρευνας, κάποια από αυτά τα έργα μπορούν να διαβαστούν και ως σύγχρονες πολιτισμικές μεταφορές ή αλληγορίες. Η επανεμφάνιση του είδους, στα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας και της Κατοχής (1936-1950), με την Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ του Τερζάκη, τον Κρητικό του Πρεβελάκη, τον Κοτζάμπαση του Καστρόπυργου του Καραγάτση κ.ά, έχει συνδεθεί από τη φιλολογική κριτική είτε με το αίτημα για επιστροφή στις ρίζες και μια νέα συλλογικότητα είτε με ένα είδος απόσυρσης ή φυγής από την πραγματικότητα.

Η νέα τομή όμως στην εξέλιξη του είδους, στην οποία εστιάζει το βιβλίο, εμφανίζεται μόλις μετά το 1989, με αφετηριακό σημείο τον Βίο του Ισμαήλ Φερίκ Πασά της Ρέας Γαλανάκη που πάντως αρνείται τον όρο ιστορικό μυθιστόρημα. Έτσι, η ελληνική πεζογραφία πέρασε πολύ γρήγορα από τη συζήτηση για «το τέλος της ιστορίας» στην «αντεπίθεση της ιστορίας». Ακόμα και το μεταμοντέρνο μυθιστόρημα, ισχυρίζεται ο Τζιόβας ακολουθώντας τη θεωρητική σκέψη του Ηayden White, δεν είναι ανιστορικό ή αντι-ιστορικό αλλά το πιο «ιστορικά εμμονικό» είδος της δυτικής λογοτεχνίας. Το νέο μετα-ιστορικό μυθιστόρημα της Μεταπολίτευσης είναι απότοκο του μεταμοντερνισμού και της ιδεολογικής αποφόρτισης, καταστρατηγεί όλες σχεδόν τις συμβάσεις του παραδοσιακού ιστορικού μυθιστορήματος, απομυθοποιεί, παρωδεί και αποσταθεροποιεί το παρελθόν και την εθνική ιστορία, συνδέεται με τους νέους προβληματισμούς της ιστοριογραφίας, στρέφεται στην έννοια του αρχείου και την επιτελεστικότητα της έρευνας και προσεγγίζει την ετερότητα και τις αποσιωπημένες πλευρές της ιστορίας.

Στη μελέτη του ο Τζιόβας επανασυστήνει το «ιστορικό μυθιστόρημα» των τελευταίων πενήντα χρόνων ως ενδείκτη κατανόησης της εποχής. Οι έννοιες της υβριδικότητας και της διάδρασης γίνονται κλειδιά για την αποκρυπτογράφηση της σχέσης λογοτεχνίας και ιστορίας. Από την ανάλυσή του προκύπτει ότι το «ιστορικό μυθιστόρημα» ή όπως τέλος πάντων το ονομάσουμε, ένα μάλλον μορφικά συντηρητικό στο παρελθόν είδος, υπήρξε στη Μεταπολίτευση το δυναμικότερο ίσως είδος πεζογραφίας· ένα ανοιχτό πεδίο σε μορφικούς, αφηγηματικούς, γλωσσικούς και θεματικούς πειραματισμούς που μας επιτρέπει να συσχετίσουμε τη λογοτεχνία με ποικίλες όψεις της κοινωνικής, πολιτισμικής και πολιτικής ιστορίας της Μεταπολίτευσης. Το μετα-ιστορικό μυθιστόρημα της εποχής μας χαρακτηρίζεται από διαφορο-ποικιλότητα (diversity) —αν  μπορούμε να δανειστούμε τον νεολογισμό που εισήγαγε στο προηγούμενο βιβλίο του ο Τζιόβας— λέξη-κλειδί για την κατανόηση της εποχής. Έτσι, τα οχτώ κεφάλαια του βιβλίου συγκροτούν μια δυναμική πολιτισμική και κοινωνική θεώρηση της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας: την πολιτισμική ποιητική του (μετα)ιστορικού μυθιστορήματος.

Νεοελληνικές σπουδές που συνομιλούν με τις ιδέες και τον κόσμο

Για τους μελετητές της σύγχρονης λογοτεχνίας η ριζοσπαστική καινοτομία του βιβλίου έγκειται στο ότι τοποθετεί σε άλλη βάση τη συζήτηση για τη σχέση ιστορίας και μυθοπλασίας, μεταφέροντας το ενδιαφέρον από το είδος και τον ειδολογικό προβληματισμό σε μια πιο στοχαστική κατεύθυνση που συσχετίζει την εξέλιξη της πεζογραφίας με τη διαχείριση των «τάξεων και των εμπειριών του χρόνου» (του παρελθόντος και του παρόντος), της μνήμης και του τραύματος. Για το πεδίο της νεοελληνικής φιλολογίας ή καλύτερα των νεοελληνικών σπουδών, η μελέτη του Τζιόβα παρουσιάζει ερεθιστικό ενδιαφέρον καθώς υποδεικνύει έναν διαφορετικό από τους συνηθισμένους τρόπο μελέτης της ελληνικής πεζογραφίας, όχι με βάση τα γνωστά γραμματολογικά σχήματα (γενιές, σχολές, ξένες επιδράσεις, πρότυπα, ρεύματα, κινήματα, περιοδολογήσεις) ή ειδολογικές κατηγορίες (ιστορικό, πολεμικό, ρομαντικό, ρεαλιστικό, μοντερνιστικό μυθιστόρημα κ.ο.κ) αλλά με έννοιες-κλειδιά (έθνος, τραύμα, μνήμη, μεταφορά) που γίνονται οι άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφονται όλα τα κεφάλαια του βιβλίου σε μια πολυεστιακή προοπτική που συνεξετάζει θέματα, αφηγηματικούς τρόπους και πολιτισμικές νοηματοδοτήσεις.

Αφομοιώνοντας με γόνιμο τρόπο τη σύγχρονη θεωρία της λογοτεχνίας και της ιστοριογραφίας, ο Τζιόβας συντάσσεται αθόρυβα με όσους αμφισβητούν ριζικά το εθνικό μοντέλο μελέτης της λογοτεχνίας. Η «κουζίνα» του μελετητή, όπως αποτυπώνεται στις υποσημειώσεις, φαίνεται πως δεν περιφρονεί καμία πηγή και αξιοποιεί συνθετικά και επιλεκτικά: τη διαθέσιμη ελληνόγλωσση και αγγλόφωνη βιβλιογραφία, τον λόγο της λογοτεχνικής κριτικής, πολλά ενδεικτικά παραθέματα από ποικίλα μυθιστορήματα, ακόμα και συνεντεύξεις των συγγραφέων σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα. Είναι επίσης εντυπωσιακός ο τρόπος με τον οποίο ο Τζιόβας σε κάθε βιβλίο του υπαινίσσεται και σκιαγραφεί «θέματα για ξετύλιγμα», στρώνοντας το έδαφος για περαιτέρω διερεύνηση είτε από τον ίδιο είτε από άλλους μελετητές.

Αυτό που τον ξεχωρίζει ανάμεσα σε άλλους αξιόλογους νεοελληνιστές, ήδη από τις πρώτες μελέτες του, όπως Οι μεταμορφώσεις του εθνισμού και το ιδεολόγημα της ελληνικότητας στο μεσοπόλεμο, μέχρι τις νεότερες, όπως Ο μύθος της γενιάς του ’30, είναι η ικανότητά του να αναλύει και να συζητά τη λογοτεχνία στη σχέση της με τον κόσμο, τις ιδέες, την κουλτούρα, τις πολιτισμικές, κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές. Και σε αυτό το βιβλίο προσπαθεί με οξυδερκή τρόπο να διακρίνει και να περιγράψει την κίνηση, την τροχιά, την εξέλιξη της λογοτεχνίας. Γνωρίζοντας πολύ καλά ότι στην κατηγορία της ιστορικής μυθοπλασίας σήμερα κυρίαρχες είναι οι κινηματογραφικές ταινίες και οι τηλεοπτικές σειρές και όχι τα μυθιστορήματα, ενώ σημαντική θέση καταλαμβάνουν και άλλα πεδία της κουλτούρας όπως το θέατρο, η μουσική, το graphic novel, ακόμα και ο λόγος των συνθημάτων, δεν παραλείπει να προσημειώσει ένα ευρύτερο, πολύ ενδιαφέρον διεπιστημονικό πεδίο μελέτης που θα προσιδίαζε περισσότερο στην πειθαρχία των πολιτισμικών σπουδών. Ο ίδιος, αποστασιοποιημένος από το αντικείμενο μελέτης του, δεν διστάζει να προβλέψει ότι το μέλλον της ελληνικής πεζογραφίας ανήκει λιγότερο στα ιστορικά μυθιστορήματα και περισσότερο σε τρέχοντα βιοπολιτικά ζητήματα (ρευστότητα φύλων, εργασιακή επισφάλεια, γυναικοκτονίες, κλιματική κρίση, επιρροή διαδικτύου, κόσμος της εικόνας, της ψηφιακής συνθήκης και της τεχνητής νοημοσύνης).

Η χαμένη σήμερα αίγλη της νεοελληνικής φιλολογίας είναι αυτή η λησμονημένη δυνατότητα διάχυσής της στη δημόσια σφαίρα. Η μελέτη του Τζιόβα για το μετα-ιστορικό μυθιστόρημα της Μεταπολίτευσης είναι ένα βιβλίο-πρόκληση για το μέλλον της καθώς θέτει μια στέρεη μεθοδολογικά βάση για τη συγκρότηση ενός νέου πεδίου μελέτης: τη λογοτεχνία του 21ου αι. Μέχρι σήμερα είχαμε τρία πολύ αξιόπιστα έργα αναφοράς, τις κριτικές χαρτογραφήσεις της μεταπολιτευτικής πεζογραφίας των Χατζηβασιλείου, Κοτζιά και Κούρτοβικ και έναν σημαντικό αριθμό από επιμέρους μελετήματα νεοελληνιστών. Με το βιβλίο του Τζιόβα η πανεπιστημιακή κριτική εισέρχεται με συνθετικό και κυρίως με στοχαστικό τρόπο στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία. Σε αυτό το νέο πεδίο, που ακολουθεί ένα μάλλον διαφορετικό από τα παραδεδεγμένα επιστημονικό πρωτόκολλο, οι νεοελληνιστές δεν αρκεί να χρησιμοποιούν με διεπιστημονικό τρόπο εργαλεία και έννοιες από συναφείς ανθρωπιστικές επιστήμες. Θα πρέπει επιπλέον να διαθέτουν ευρύτερη πολιτισμική και —θα τολμούσα να πω— πολυεπιστημονική θεώρηση και κυρίως την ικανότητα να συνδέουν την παραγωγή και την εξέλιξη της λογοτεχνίας με την κουλτούρα και την κοινωνία. Αυτός ο δύσκολος και απαιτητικός δρόμος είναι ένα μεγάλο στοίχημα για την ανανέωση της χειμαζόμενης νεοελληνικής φιλολογίας ως κοινωνικά χρήσιμης επιστήμης. Και σε αυτή την κατεύθυνση η μελέτη του Τζιόβα, αλλά και το συνολικό έργο του, συνιστά μια αποφασιστική συμβολή.

[1] Hayden White, The Practical Past, Νorthwestern University Press, Έβανστον, Ιλλινόις 2014.

[2] Νικηφόρος Διαμαντούρος, Πολιτισμικός δυϊσμός και πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, μτφρ. Δ. Α. Σωτηρόπουλος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2000.

[3] Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Η κίνηση του εκκρεμούς. Άτομο και κοινωνία στη νεότερη ελληνική πεζογραφία: 1974-2017, Πόλις, Αθήνα 2018.

[4] Βασίλης Βαμβακάς, Το εκκρεμές. Πολιτική, κουλτούρα και κοινωνία στην Ελλάδα των συνεχών κρίσεων, Brainfood, Αθήνα 2023

[5] Δημήτρης Τζιόβας, Η Ελλάδα από τη Χούντα στην κρίση. Η κουλτούρα της Μεταπολίτευσης, μτφρ. Ζωή Μπέλλα-Αρμάου, Γιάννης Στάμος, Gutenberg, Aθήνα, σ. 104.

[6] Μιχαήλ Μπαχτίν, Έπος και Μυθιστόρημα, πρόλογος: Γιάννης Κιουρτσάκης, Πόλις, Αθήνα 1995, σ. 21.

[7] Ό.π., σ. 19.

 

 

(*) Ο Κώστας Καραβίδας διδάσκει νεοελληνική λογοτεχνία στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

 

Τζιόβας, Δημήτρης, Ιστορία, Έθνος και Μυθιστόρημα στη Μεταπολίτευση, ΠΕΚ

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΤα Λογοτεχνικά Βραβεία της Ακαδημίας Αθηνών
Επόμενο άρθροΒιβλία για τις γιορτές (8), Διαβάζοντας κάτω απ’ το δέντρο, 14+2 χριστουγεννιάτικα βιβλία (της Έφης Κατσουρού)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ