του Σπύρου Κακουριώτη
Πολλές φορές έχει επισημανθεί από αυτήν εδώ τη στήλη η ώθηση που προσέφερε στην ιστορική έρευνα η επέτειος των 200 ετών της Ελληνικής Επανάστασης, η οποία, αν και δεν οδήγησε σε ριζικά νέα ιστοριογραφικά σχήματα ή σε αντιπαράθεση πραγματικά ασυμφιλίωτων ερμηνειών, εντούτοις προσανατόλισε την ιστοριογραφία σε νέες και γόνιμες κατευθύνσεις, που συνεχίζουν ακόμη να δίνουν καρπούς, κάποιους από τους οποίους παρουσιάζουμε στη συνέχεια.
Μaurizio Isabella, Η νότια Ευρώπη στην εποχή των επαναστάσεων, Πεδίο
Η έρευνα που πυροδότησε η επέτειος των 200 χρόνων της Επανάστασης, στην Ελλάδα και διεθνώς, είχε ως αποτέλεσμα τη στροφή της ιστοριογραφίας προς μερικές νέες κατευθύνσεις, μαζί με την εμβάθυνση στις ήδη γνωστές. Η ανάδειξη της παγκόσμιας διάστασης της Επανάστασής και η ένταξή της σε ένα επαναστατικό συνεχές που διατρέχει τη νότια Ευρώπη, από την Ιβηρική μέχρι τα παράλια της Μικρασίας, είναι ένα πρώτο μεγάλο ιστοριογραφικό κέρδος που προσέφερε η δισεκατονταετηρίδα. Σε αυτήν την κατεύθυνση κινείται η σημαντική μελέτη του ιταλού ιστορικού, που προσφέρει μια πανοραμική και ταυτόχρονα διεισδυτική εικόνα των επαναστατικών αναταραχών, με επίκεντρο το αίτημα για διαμόρφωση μιας συνταγματικής τάξης, σε Πορτογαλία και Ισπανία, Νάπολη και Πεδεμόντιο, Ελλάδα – την μόνη επανάσταση που υπήρξε, μακροπρόθεσμα, νικηφόρα. Ο συγγραφέας εντάσσει τις επαναστάσεις της τρίτης δεκαετίας του 19ου αιώνα στο ευρύτερο πλαίσιο του επαναστατικού κύκλου που άνοιξε η παγκόσμια κρίση που ξέσπασε μετά τον Επταετή Πόλεμο (1756-1763), αλλά και εξελίξεις περισσότερο εντοπισμένες, όπως οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι και η δυναστική κρίση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (1807-1808). Πιστός στη συγκριτική και διεθνική προσέγγιση που υιοθετεί εξαρχής, ο συγγραφέας δεν εξετάζει την κάθε επανάσταση μεμονωμένα. Έτσι, μελετά τη σχέση στρατού, πολέμου και επανάστασης, καταδεικνύοντας την επιρροή των στρατιωτικών εμπειριών στη λαϊκή κινητοποίηση, την επίδραση των εμφύλιων συγκρούσεων, την κυκλοφορία εθελοντών, προσφύγων και μεταναστών απ’ άκρου εις άκρον της Μεσογείου κ.ά. Στη συνέχεια, επικεντρώνεται σε αναφορές προς τα κοινοβούλια, τοπικές και εθνικές εκλογές, καθώς και στα σχέδια εδαφικής ανασυγκρότησης κάθε κράτους. Έπειτα, διερευνά τη δημιουργία μιας επαναστατικής δημόσιας σφαίρας και επικεντρώνεται στα νέα δίκτυα επικοινωνίας, στην κυκλοφορία έντυπου υλικού και στη διαμόρφωση μιας επαναστατικής κοινωνικότητας. Τέλος, εξετάζει τη σχέση ανάμεσα στη συνταγματική κουλτούρα και τη θρησκεία, επισημαίνοντας τον ρόλο του κλήρου στην υποστήριξη των συνταγματικών διακηρύξεων. Η παραδειγματική αυτή μελέτη ολοκληρώνεται με τη βιογραφική προσέγγιση τεσσάρων επαναστατών, προκειμένου να ανιχνεύσει τις κληρονομιές των ξεσηκωμών της δεκαετίας του 1820 μέχρι την ίδρυση του Βασιλείου της Ιταλίας, όταν και τελειώνει η εποχή των επαναστάσεων στη νότια Ευρώπη.
Β. Παναγιωτόπουλος – Δ. Δημητρόπουλος (επιμ.), Ο Αλή πασάς και η εποχή του, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών
Η ανάδειξη της οθωμανικής διάστασης της Επανάστασης του 1821 ήταν το άλλο μεγάλο ιστοριογραφικό κέρδος της ώθησης που προσέφερε στις σχετικές μελέτες η επέτειος των 200 χρόνων. Απαράκαμπτο στοιχείο όχι μονάχα μιας οθωμανικής αλλά ακόμη και μιας αμιγώς ελληνοκεντρικής οπτικής για την Επανάσταση αποτελεί η προσωπικότητα Αλή πασά, που σφράγισε το νοτιοδυτικό τμήμα της Αυτοκρατορίας επί τέσσερις δεκαετίες. Έτσι, προκαλούν μάλλον απορία οι εθνικιστικοί βορβορυγμοί με τους οποίους υποδέχθηκαν οι τα φαιά φρονούντες τη διεξαγωγή, στο πλαίσιο της δισεκατονταετηρίδας, ενός διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου αφιερωμένου στην εποχή της πολιτικής και οικονομικής κυριαρχίας του Αλή, που διεξήχθη στα Γιάννενα, την πρωτεύουσα του πασαλικιού του, από το Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του ΕΙΕ σε συνεργασία με τον τοπικό δήμο – αν και, μάλλον, υπόρρητος στόχος ήταν ακριβώς ο δήμαρχος της πόλης, ο αείμνηστος Μωυσής Ελισάφ. Ο ανά χείρας τόμος των πρακτικών, ο οποίος αφιερώνεται στη μνήμη του, περιλαμβάνει 15 μελέτες που αφορούν ένα μεγάλο φάσμα θεμάτων: από την εικόνα των Ιωαννίνων ως μιας «νέας Αθήνας» στα χρόνια του Αλή πασά έως την οικονομία του πασαλικιού, τις γαιοκτητικές και καλλιεργητικές σχέσεις, τα τσιφλίκια και τους αλβανούς γαιοκτήμονες στη Θεσσαλία κ.ά. Δεν λείπουν συμβολές που αναφέρονται σε συγκεκριμένα πρόσωπα που διασταυρώθηκαν με τον Αλή, όπως ο Κώστας Γραμματικός ή ο Θύμιος Βλαχάβας, η αντιμετώπισή του από την Πύλη, με ιδιαίτερη αναφορά στη μεταφορά του κομμένου κεφαλιού του στην Κωνσταντινούπολη. Τέλος, άλλα κεφάλαια διερευνούν την πρόσληψη του Αλή από τους συγχρόνους του, όπως καταγράφεται στις «Αληπασιάδες» ή σε θεατρικά έργα της αμερικανικής σκηνής, αλλά και από τους μεταγενέστερους, όπως η αλβανική ιστοριογραφία, ενώ μια σειρά κειμένων εξετάζουν προβλήματα και ιδιαιτερότητες του αρχείου του, καθώς και την άγνωστη μέχρι σήμερα παρουσία του σε άλλα αρχειακά σώματα. Έτσι, ο τόμος αποτελεί μια καλειδοσκοπική εικόνα των τάσεων που παρουσιάζονται στη σχετική ιστορική έρευνα τα τελευταία χρόνια, προσφέροντας, παράλληλα, ερεθίσματα για νέες ερευνητικές προσπάθειες.
Ελένη Γκαρά (επιμ.), Η Ελληνική Επανάσταση ως οθωμανική κρίση, Εκδόσεις του 21ου
Κρίση και επανάσταση αποτελούν έννοιες αλληλένδετες, που η μία προκύπτει από την άλλη. Η Ελληνική Επανάσταση δεν αποτελεί εξαίρεση: γεννήθηκε μέσα από μια κρισιακή συνθήκη, και οδήγησε σε πολλαπλές κρίσεις. Το ερώτημα για τη μετά το 1974 ιστοριογραφία ήταν – και είναι: τι είδους κρίση διαμόρφωσε τις επαναστατικές συνθήκες και ποια πεδία επηρέασε; Με ποιον τρόπο συνδέονται οι διεργασίες αυτές με τους κλυδωνισμούς του ευρύτερου αυτοκρατορικού οθωμανικού κόσμου και της μεταναπολεόντειας Ευρώπης; Τα παραπληρωματικά σχήματα της οικονομικής κρίσης (Κρεμμυδάς) και των ιδεολογικών συγκρούσεων (Ηλιού) οδήγησαν στο λυσιτελές ερμηνευτικό σχήμα των πολλαπλών κρίσεων του ελληνικού κόσμου, με την Επανάσταση να γίνεται νοητή ως προϊόν εξελίξεων στο εσωτερικό αυτού του κόσμου. Μόνο, όμως, η ένταξή τους στο ευρύτερο πλαίσιο της κρίσης της Αυτοκρατορίας (που δεν πρέπει να συνδέεται με το παρωχημένο σχήμα περί οθωμανικής «παρακμής») ή μάλλον των πολλαπλών κρίσεων των αρχών του 19ου αιώνα, που θα οδηγήσουν στο τέλος του οθωμανικού «παλαιού καθεστώτος» τη δεκαετία του 1830, μπορεί να οδηγήσει στην έξοδο από την ερμηνευτική εσωστρέφεια τις μελέτες για την Επανάσταση – και ο ανά χείρας τόμος, προϊόν επιστημονικής διημερίδας του Πανεπιστημίου Αιγαίου (Νοέμβριος 2021), αποτελεί λαμπρό παράδειγμα γι’ αυτό. Οι συμβολές που συγκροτούν τον τόμο προσεγγίζουν την Επανάσταση μέσα από την οπτική της οθωμανικής ιστορίας, επιτυγχάνοντας μια καλύτερη κατανόηση των κοινωνικών διεργασιών που την έκαναν εφικτή (Μ. Σαρηγιάννης)· αναλύουν την υιοθέτηση της εθνικής ιδεολογίας από την οικονομική ελίτ των Ρωμιών της Κωνσταντινούπολης (Σ. Λαΐου), τον ρόλο του ορθόδοξου κλήρου ως φορέα τοπικής εξουσίας σε συνθήκες κρίσης (Α. Λυμπεράτος), ενώ άλλες συμβολές εξετάζουν περιπτώσεις μεταστροφής μουσουλμάνων προς τον χριστιανισμό στις προεπαναστατικές δεκαετίες (Γ. Τζεδόπουλος) ή τις ενδοπρουχοντικές αντιπαραθέσεις (Δ. Παπασταματίου)· μελετούν τη μουσουλμανική κοινωνία της Πελοποννήσου (Y.Z. Karabıçak), αλλά και τις οθωμανικές αντιδράσεις στην Επανάσταση όπως αποτυπώνονται στην αναζωπύρωση των εσχατολογικών φόβων των μουσουλμάνων (Λ. Μοίρας). Ακόμη, εξετάζεται η παράλληλη δράση Αλή πασά και επαναστατημένων Ελλήνων όπως καταγράφονται σε οθωμανικά έγραφα (Σ. Σχαριάτ-Παναχί), αλλά και οι σφαγές των χριστιανών στη Σμύρνη, το 1821, ως αποτέλεσμα βαθύτερων εξελίξεων, της συγκρότησης και κυριαρχίας των γενιτσαρικών δικτύων στην οικονομική και πολιτική ζωή (Γ. Σπυρόπουλος). Τέλος, ο τόμος ολοκληρώνεται με ένα κείμενο που εντάσσει την οθωμανική περίπτωση στην ευρύτερη ιστοριογραφική συζήτηση για την εποχή των επαναστάσεων (Α. Χατζηκυριάκου).
Π. Κονόρτας, Γ. Λιακόπουλος, Λ. Μοίρας (επιμ.), Οθωμανικά τεκμήρια για την Ελληνική Επανάσταση, τόμ. ΙΙ, Ίδρυμα της Βουλής
Η ανάδειξη μέσα από μελέτες και, ιδίως, μέσα από τη δημοσίευση αρχειακών τεκμηρίων, της οθωμανικής οπτικής για την Ελληνική Επανάσταση υπήρξε μία από τις σημαντικότερες κατακτήσεις της ιστοριογραφίας που παρήχθη με αφορμή τη δισεκατονταετηρίδα. Σε αυτήν την ευρύτερη εξέλιξη συγκαταλέγεται και ο παρών τόμος, προϊόν επίμοχθης έρευνας, που απαίτησε επένδυση γνώσης και χρόνου. Πρόκειται για τη μεταγραφή, μετάφραση και δημοσίευση ενός οθωμανικού κατάστιχου, που αφορά τις δημεύσεις περιουσιών Ρωμιών, και την εμπλοκή του ορθόδοξου εκκλησιαστικού μηχανισμού. Σε αυτό, όπως και σε ανάλογό του που έχει ήδη δημοσιευτεί, περιλαμβάνονται λεπτομερείς καταγραφές των περιουσιακών στοιχείων Ελλήνων, που κατηγορήθηκαν ότι συμμετείχαν στην Επανάσταση, με σκοπό τη δήμευσή τους ως αντίποινα από τις οθωμανικές αρχές. Πρόκειται για άγνωστα, μέχρι στιγμής, αρχειακά τεκμήρια, που φωτίζουν τους οικονομικούς μηχανισμούς της καταστολής και, ταυτόχρονα, σκιαγραφούν την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των ανθρώπων που εμφορούνταν από επαναστατικές ιδέες εκείνη την εποχή, συμβάλλοντας στην ολόπλευρη κατανόηση της Επανάστασης. Οι εγγραφές στο κατάστιχο αφορούν περιουσιακά στοιχεία εκτελεσμένων ή φυγάδων (εδώ 21 άτομα, κυρίως Φαναριώτες), τα οποία είχαν καταθέσει στο Πατριαρχείο, που λειτούργησε ως μεσεγγυούχος, αναλαμβάνοντας να αποζημιώσει, μέσω των κατά τόπους επισκόπων, τους οφειλέτες των εκτελεσμένων ή φυγάδων. Αυτόν τον οικονομικό μηχανισμό, που απλώνεται στον ελληνόφωνο χώρο και στις δύο ακτές του Αιγαίου, και τη λειτουργία του επιχειρούν να ανασυστήσουν, μέσα από το οθωμανικό τεκμήριο, οι επιμελητές του τόμου. Η έκδοση περιλαμβάνει το πρωτότυπο κείμενο (σε λατινική γραφή) και τη μετάφρασή του, καθώς και κατατοπιστική εισαγωγή, ενώ συμπληρώνεται με γλωσσάρι, παράρτημα πινάκων και χαρτών, αλλά και ευρετήριο προσώπων και τόπων.
Δ. Δημητρόπουλος, Χ. Λούκος, Β. Σαράφης (επιμ.), Η Ελληνική Επανάσταση: νέες προσεγγίσεις, ΕΜΝΕ – Μνήμων
Η Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού και το ιστορικό περιοδικό Μνήμων έχουν ταυτίσει την ύπαρξή τους (και) με την ανανέωση των σπουδών των απαρχών του νεότερου ελληνισμού και της ιδρυτικής «στιγμής» του ελληνικού κράτους, της Επανάστασης του 1821. Έτσι, δεν προκαλεί απορία το γεγονός ότι, με αφορμή τη 200ή επέτειο, η επιστημονική εταιρεία διοργάνωσε δύο μεγάλα επιστημονικά συνέδρια, το 2018 και το 2022, και τα δύο με ευρύτατη θεματική. Ο ανά χείρας τόμος περιλαμβάνει τα πρακτικά του δευτέρου εξ αυτών, το οποίο επιδίωξε να χαρτογραφήσει νέες προσεγγίσεις στην κοινωνία, στους θεσμούς, στη δημόσια οικονομία, στην πολιτική, στις αντιστάσεις στην Επανάσταση, στις σύγχρονες προσλήψεις του γεγονότος από εχθρούς και υποστηρικτές, αλλά και στις μεταγενέστερες ιστοριογραφικές αναγνώσεις της. Με τον τρόπο αυτό, ο παρών τόμος παρακολουθεί την ιστοριογραφική πρόοδο που πραγματοποιήθηκε τα χρόνια της επετείου και προϊδεάζει τον αναγνώστη για τις καινούριες θεματικές που ανοίχτηκαν και τα νέα ερμηνευτικά σχήματα που προτάθηκαν, ενώ παράλληλα ανιχνεύει και επισημαίνει τα ερευνητικά κενά που θα αποτελέσουν και τα νέα desiderata της έρευνας, ενόψει ενός αναλυτικού απολογισμού, που ακόμη εκκρεμεί. Οι συμβολές στον τόμο αναφέρονται σε πτυχές της κοινωνικής ιστορίας του νησιωτικού χώρου (Ε. Ζέη, Χ. Λούκος, Δ. Δημητρόπουλος, Ο. Ευαγγελίδου), της δημογραφίας (Μ. Φέστας), της πολιτικής ιστορίας των προυχόντων και των στρατιωτικών (Λ. Τρίχα, Δ. Μπαχάρας, Γ. Κόκκωνας, Ζ. Ανωνάκης). Ακόμη, σε πλευρές των δημοσιονομικών του επαναστατικού κράτους και της πολεμικής οικονομίας (Μ. Αντύπας – Α. Καποκάκης, Σ. Μποζίκης, Β. Σαράφης, Γ. Σκαλιδάκης), στην ανάγνωση της Επανάστασης από τους Φιλέλληνες (Α. Σφοίνη, Ν. Πίσσης, Α. Χατζής) και τους Οθωμανούς (Η. Κολοβός – Λ. Μοίρας, Γ. Σπυρόπουλος), αλλά και από τη μεταγενέστερη ιστοριογραφία (Ε. Κρεμμυδά, Δ. Γαρρής – Β. Καραμανωλάκης, Γ. Μανιός). Με τον τρόπο αυτό, η ΕΜΝΕ και με αυτόν τον τόμο αποτυπώνει τη σημαντική ώθηση που η επέτειος των 200 χρόνων προσέφερε στη σχετική ιστορική έρευνα, η οποία αξίζει να επισημάνουμε ότι παρέμενε πρακτικά στάσιμη μετά το τέλος της δεκαετίας του 1970 και μέχρι τις παραμονές της δισεκατονταετηρίδας.
Άννα Καρακατσούλη κ.ά. (επιμ.), 1821: Μια παράδοση ανταρσίας, Εκδόσεις των Συναδέλφων
Ο ανά χείρας συλλογικός τόμος επιχειρεί να προσεγγίσει την Επανάσταση από τη σκοπιά της παράδοσης ανταρσίας, σκιαγραφώντας μια πανοραμική εικόνα που να αναδεικνύει τα φαινόμενα στην πολυσημία και την αντιφατικότητά τους, τα πολλά επίπεδα και σχέδια που διαμορφώθηκαν, τον υβριδικό χαρακτήρα των καταστάσεων που ανεφύησαν. Στις σελίδες του δημοσιεύονται επιλεγμένες εισηγήσεις από συνέδριο που πραγματοποιήθηκε, στο πλαίσιο της διεσεκατονταετηρίδας, στην Αθήνα (9-12 Δεκεμβρίου 2021) και επιμελήθηκαν οι Άννα Καρακατσούλη, Βάσω Σειρηνίδου, Γιώργος Λιερός, Σωτήρης Λυκουργιώτης και Μαρίνος Σαρηγιάννης. Οι συντελεστές του τόμου εκκινούν από την παραδοχή ότι η επέτειος των 200 χρόνων δεν προκάλεσε έντονες ιδεολογικοπολιτικές διαμάχες όπως παλαιότερα και ότι τόσο η δεξιά όσο και η αριστερά συνέπεσαν σε ένα εκσυγχρονιστικό αφήγημα φιλελεύθερης έμπνευσης, το οποίο, όμως, δεν διείσδυσε στο ευρύτερο κοινό, που παρέμεινε αγκιστρωμένο στις «μυθολογίες» του. Προκειμένου να εξετάσουν αυτές τις «μυθολογίες» προσφεύγουν στον Στάθη Δαμιανάκο, που θεμελίωσε θεωρητικά την «παράδοση ανταρσίας», αλλά και στη λαϊκή ιστοριογραφία των Λαμπρινού και Σκαρίμπα. Στη συνέχεια, η Επανάσταση επανατοποθετείται στο γεωγραφικό, πολιτιστικό και ιστορικό της πλαίσιο, με έμφαση σε ζητήματα που έχουν παραμείνει αποσιωπημένα, όπως τα κινήματα και οι εξεγέρσεις των μουσουλμανικών πληθυσμών, η επίδραση της Επανάστασης στους λαούς της Μέσης Ανατολής, οι εναλλακτικές δυνατότητες απέναντι στο εθνικό κράτος που συζήτησαν οι βαλκανικοί λαοί. Ταυτόχρονα, επιχειρείται μια προσέγγιση της προεπαναστατικής κοινωνίας μέσα από τις παροικίες και την ορεινή Ελλάδα, ενώ εξετάζεται η επίδραση της γεωγραφίας αλλά και μερικά μείζονος σημασίας κείμενα που δημιουργήθηκαν μέσα σε αυτά τα δίκτυα, όπως η Ελληνική Νομαρχία. Ακολουθούν ενότητες που αφορούν τις λαϊκές τάξεις, με αναφορές στη σύγκρουση πληρωμάτων και πλοιοκτητών στην Ύδρα, στην επανοικειοποίηση από τους χωρικούς της γης που τους είχαν αρπάξει με τη βία πρόκριτοι, στη λαϊκή χρησμολογική παράδοση ως συνιστώσα της επαναστατικής συνείδησης, στην ανασύσταση μιας «από τα κάτω» οπτικής μέσω της μελέτης των αιτήσεων που απευθύνουν οι λαϊκοί άνθρωποι στις αρχές και προπάντων μέσω των δημοτικών τραγουδιών. Ακόμη, εξετάζεται το επαναστατικό κράτος και οι οικονομικές και νομοθετικές λειτουργίες του, οι πολιτισμικοί μετασχηματισμοί κατά την Επανάσταση και μετέπειτα, ενώ στη συνέχεια παρουσιάζονται συνολικές ιδεολογικοπολιτικές τοποθετήσεις για την Επανάσταση με επίκεντρο, αφενός, τους εμφυλίους 1823-1825, αφετέρου, τον ρόλο των ελίτ του μετεπαναστατικού κράτους. Η τελευταία ενότητα αφορά τη θέση του 1821 στη συνείδηση των μεταγενέστερων, ενώ ο τόμος ολοκληρώνεται με το κείμενο του Τζεμάλ Καφαντάρ για την παράδοση ανταρσίας ως κοινή κληρονομιά των λαών της Ανατολικής Μεσογείου.
Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Εθνικός Διχασμός, Πατάκης
Η έννοια της «τοξικότητας», μια ρητορική μετωνυμία της ακραίας πόλωσης, χρησιμοποιείται ευρέως στις μέρες μας, κυρίως ως εργαλείο κατίσχυσης έναντι των πολιτικών αντιπάλων προς τους οποίους απευθύνεται, υπονοώντας ότι η πόλωση δρα διαβρωτικά, παρακωλύοντας την ομαλή λειτουργία των θεσμών. Βέβαια, η κατάσταση που περιγράφεται ως «πόλωση» (και, στην πραγματικότητα, αφορά τον υγιή πολιτικό ανταγωνισμό) δεν αποτελεί καν χλωμό αντικατοπτρισμό των συνθηκών που η πολιτική, και όχι μόνο, ζωή της χώρας γνώρισε κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα, όταν, κατά την εξηκονταετία 1915-1974, βίωσε δύο βαθύτατες διαδοχικές –και εν μέρει επάλληλες– διαιρετικές τομές: τον Εθνικό Διχασμό και τον Εμφύλιο. Γι’ αυτό, όπως επισημαίνει και ο συγγραφέας της ανά χείρας ιστορικής μελέτης, η εξηκονταετία αυτή υπήρξε μια περίοδος παρατεταμένης θεσμικής κρίσης, που λύθηκε μονάχα μετά τη Μεταπολίτευση, με πρώτο βήμα τις διευθετήσεις του Συντάγματος του 1975. Στις σελίδες της μελέτης του, ο συγγραφέας επικεντρώνεται στην πρώτη από τις δύο αυτές τομές, τον Εθνικό Διχασμό, αποτιμώντας τις θεσμικές επιπτώσεις του, καθώς και την επίδρασή του στην ελληνική πολιτική κουλτούρα. Όπως επισημαίνει, οι θεσμικές εκβολές του Εθνικού Διχασμού υπήρξαν ευρύτατες και, σε συνδυασμό με την ενδημική οικονομική υπανάπτυξη, δημιουργούσαν μια κατάσταση από την οποία το πολιτικό σύστημα αδυνατούσε να απεμπλακεί. Έτσι, ακόμη και στις περιόδους που η κοινοβουλευτική δημοκρατία λειτουργούσε –διακοπτόμενη από πραξικοπήματα και προνουντσιαμέντα– οι αλλοιώσεις της λειτουργίας της ήταν το κυρίαρχο χαρακτηριστικό. Παράλληλα, όπως ορθά επισημαίνεται, οι αντιθεσμικές πρακτικές αυτής της περιόδου καθόρισαν, σε μεγάλο βαθμό, τους τρόπους αντίδρασης του πολιτικού συστήματος στην επόμενη εθνική κρίση, στον Εμφύλιο και τη μετεμφυλιακή περίοδο. Η παρούσα μελέτη, όπως διευκρινίζει ο συγγραφέας της, δεν αποτελεί μια ιστορία του Εθνικού Διχασμού, όμως, προχωρώντας στην εξέταση της θεσμικής κρίσης του πρώτου μισού του 20ού αιώνα και τη συνεχιζόμενη επίδρασή της στην πολιτική κουλτούρα και μετά τον πόλεμο, προσφέρει στον αναγνώστη του μια ευσύνοπτη ιστορία της μακράς αυτής πολιτικο-θεσμικής σύγκρουσης.
Παναγιώτης Γαργαλίδης, Η εκστρατεία στην Ουκρανία (1919). Ημερολογιακές σημειώσεις, Ασίνη
Μετά το τέλος του Μεγάλου Πολέμου, οι νικήτριες δυνάμεις της Αντάντ έστρεψαν τα όπλα τους προς τη Ρωσία, με στόχο να βοηθήσουν τους αντεπαναστάτες Λευκούς να νικήσουν τους μπολσεβίκους και να επαναφέρουν στο θρόνο τη δυναστεία των Ρομανόφ. Με το βλέμμα ήδη στραμμένο στην Ιωνία, το έπαθλο της οποίας επεδίωκε, ο Βενιζέλος έσπευσε να προσφέρει το Α’ Σώμα Στρατού, που μαζί με τις γαλλικές δυνάμεις θα επιχειρούσαν στη μεσημβρινή Ρωσία, δηλαδή στα εδάφη της σημερινής Ουκρανίας και στην Κριμαία. Κακοσχεδιασμένη, απέναντι σε έναν αντίπαλο που οι οργανωτές της είχαν υποτιμήσει, η εκστρατεία αποδείχθηκε σύντομα ένα φιάσκο, που θα είχε οδηγήσει σε εκατόμβη τον ελληνικό στρατό, αν αξιωματικοί όπως ο Πλαστήρας ή ο Γαργαλίδης και αρκετοί ακόμη δεν είχαν παρέμβει σε κρίσιμες στιγμές, όπως η μάχη της Χερσώνας, σώζοντας τους άνδρες τους και επιτρέποντας στο εκστρατευτικό σώμα να υποχωρήσει με ασφάλεια στη Ρουμανία, πριν μετακινηθεί στη συνέχεια στη Σμύρνη. Σε αυτή την περιπέτεια –δυσοίωνο προάγγελο της μικρασιατικής εκστρατείας– αναφέρεται ο τότε συνταγματάρχης Π. Γαργαλίδης, διοικητής του Πεζικού της ΙΙ Μεραρχίας στο στρατιωτικό ημερολόγιό του, το οποίο καλύπτει τη δράση των υπ’ αυτόν μονάδων σε διάστημα τεσσάρων μηνών, από το τέλος Δεκεμβρίου του 1918 έως το τέλος Απριλίου του 1919. Ο συγγραφέας του ημερολογίου (1870-1942) υπήρξε μετριοπαθής βενιζελικός αξιωματικός, γνωστότερος για το αποτυχημένο πραξικόπημα που επεχείρησε μαζί με άλλους, και εγκέφαλο τον Μεταξά, εναντίον της επαναστατικής κυβέρνησης των Πλαστήρα – Γονατά το 1923. Όπως αναφέρει στην άνω των εκατό σελίδων εισαγωγή του ο επιμελητής του τεκμηρίου, ιστορικός Ιωάννης Μπρίγκος, το ημερολόγιο αποτελεί σημαντική πρωτογενή πηγή, που συμβάλλει στην ισχνή ιστορική έρευνα και βιβλιογραφία γύρω από την ελληνική συμμετοχή στην εκστρατεία στην Ουκρανία. Εκτός από τη στρατιωτική ανάλυση, παρέχει επίσης λεπτομερή σχολιασμό της κατάστασης αλλά και των δυσχερειών που αντιμετώπισε το ελληνικό στράτευμα σε αυτή την πρώτη «υπερπόντια» εκστρατεία του. Στις σελίδες του αποτυπώνεται με ενάργεια η δύσκολη συνεργασία μεταξύ ελλήνων και γάλλων στρατιωτικών –που έφτασε συχνά στα όρια της σύγκρουσης, ακόμη και ένοπλης– ενώ αναδεικνύεται και η κοινωνική διάσταση της εκστρατείας, περιλαμβάνοντας βιωματικά στοιχεία που σκιαγραφούν την καθημερινότητα του στρατεύματος σε μια μέχρι πρότινος ακμάζουσα περιοχή της τσαρικής Ρωσίας.
Νίκος Αναστασόπουλος, Το πρώτο ανατομείο στην κατοχική Θεσσαλονίκη, Αλεξάνδρεια
Στη συγκρότηση της Ιατρικής Σχολής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης μέσα στα μαύρα χρόνια της Κατοχής, το 1942, επικεντρώνει τη μελέτη του ο συγγραφέας, καθηγητής σήμερα στην ίδια αυτή Σχολή. Η λειτουργία Ιατρικής Σχολής στο ΑΠΘ προβλεπόταν στον ιδρυτικό νόμο του Πανεπιστημίου, το 1925, όμως όχι μόνο δεν λειτούργησε ποτέ αλλά, επιπλέον, το 1937 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από Κτηνιατρική, εξαιτίας των πιέσεων ποικίλων ομάδων συμφερόντων. Η Σχολή έμελλε να επανιδρυθεί με νομοθετικό διάταγμα της δωσιλογικής κυβέρνησης Τσολάκογλου, που έφερε την υπογραφή του μετέπειτα δωσίλογου πρωθυπουργού Λογοθετόπουλου. Αφού αναφερθεί αναλυτικά στην ίδρυση και λειτουργία της Σχολής μέσα στην Κατοχή, ο συγγραφέας εστιάζει στη συνέχεια τη μελέτη του στο πρώτο Ανατομείο της, που ιδρύθηκε το 1943 και στεγάστηκε σε ένα εβραϊκό σχολείο της πόλης, επί της οδού Κατσιμίδη, αφού πρώτα οι κατοχικές αρχές είχαν μεταφέρει τους πρώην ενοίκους του, όπως και ολόκληρη την εβραϊκή κοινότητα της πόλης, στα στρατόπεδα εξόντωσης της Πολωνίας. Όπως σημειώνει, για τις ανατομικές τράπεζες χρησιμοποιήθηκαν λεηλατημένες μαρμάρινες πλάκες από το παρακείμενο εβραϊκό νεκροταφείο, που είχε καταστραφεί ήδη από τις δημοτικές αρχές, με την έγκριση των Ναζί. Ο συγγραφέας παρουσιάζει την ιστορία της ίδρυσης του σχολείου αυτού, τη μετέπειτα πορεία και την κατάληξή του, ενώ παράλληλα αποτυπώνει τη λειτουργία του Ανατομείου από το 1943 έως το 1949, καθώς και την παρουσία του πρώτου καθηγητή Ανατομίας Νικόλαου Μιχαλακέα. Ταυτόχρονα, αποτίει φόρο τιμής στην πρώτη και μοναδική εβραία φοιτήτρια της Ιατρικής Σχολής, τη Νίνα Ρεβάχ, που πρόλαβε να παρακολουθήσει το πρώτο ακαδημαϊκό έτος, πριν συλληφθεί και εκτοπιστεί, με την τελευταία σιδηροδρομική αποστολή από τη Θεσσαλονίκη, τον Αύγουστο του 1943, στο Μπέργκεν Μπέλσεν, απ’ όπου επέζησε και επέστρεψε στην πόλη, για να μεταναστεύσει στη συνέχεια στο Ισραήλ. Με τη μελέτη του, ο συγγραφέας συμβάλλει στην καταγραφή της ιστορίας του Πανεπιστημίου, που φέτος εορτάζει την εκατονταετηρίδα του, με μια αφήγηση ιστοριογραφικά ενήμερη και κοινωνικά ευαίσθητη, χωρίς να κρύβει τους (πολλούς) σκελετούς στη ντουλάπα…
Στ. Τζίμας – Μ. Γούσια, Η σφαγή της Κεφαλονιάς και ο εφτάψυχος Ιταλός, Επίκεντρο
Στη σφαγή της ιταλικής μεραρχίας Άκουι, τον Σεπτέμβρη του 1943, στην Κεφαλονιά, οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες της οποίας αποφάσισαν να μην παραδοθούν στους Γερμανούς αλλά να αντισταθούν, με περισσότερα από 5.300 θύματα, που εκτελέστηκαν ανηλεώς, αναφέρονται ο γνωστός δημοσιογράφος της Καθημερινής και η συνεργάτιδά του. Η έρευνά τους επικεντρώνεται στον τελευταίο επιζώντα της σφαγής, τον ηλικίας 107 ετών σήμερα Μπρούνο Μπερτόλντι, τον «εφτάψυχο Ιταλό» του τίτλου. Γεννημένος στην περιοχή του Μπολτσάνο, στα σύνορα με την Αυστρία, κατατάχτηκε εθελοντικά στον στρατό προκειμένου να παίρνει ένα μισθό, βρέθηκε στην Αλβανία και από εκεί, μετά το 1941, στην Κεφαλονιά. Η συνθηκολόγηση της Ιταλίας, τον Σεπτέμβριο του 1943 θα σημάνει το τέλος των «ξένοιαστων» ημερών στο νησί του Ιονίου. Ως οδηγός, θα βρεθεί κοντά στη διοίκηση της μεραρχίας κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων με τους Γερμανούς και, όταν όλα είχαν πια κριθεί, θα προσπαθήσει να διαφύγει, γίνεται όμως αντιληπτός από μια γερμανική περίπολο, ο επικεφαλής της οποίας θα του χαρίσει τη ζωή, επιτρέποντάς του να διαφύγει. Θα βρει καταφύγιο σε μια οικογένεια, αλλά θα συλληφθεί μερικές μέρες αργότερα, όταν πλέον οι εκτελέσεις είχαν σταματήσει. Έτσι, θα οδηγηθεί στην Αθήνα και από εκεί στο σημερινό Λβιβ, στην Ουκρανία, προκειμένου να πολεμήσει κατά των Σοβιετικών. Θα αιχμαλωτιστεί όμως, θα εγκλειστεί σε στρατόπεδο, πρώτα στη Μόσχα και μετά στην Τασκένδη, μέχρι το τέλος του πολέμου. Το 1945, θα επιστρέψει στην Ιταλία, πραγματοποιώντας ένα επικίνδυνο σιδηροδρομικό ταξίδι 45 ημερών. Όταν επέστρεψε, ζύγιζε 44 κιλά… Η αφήγηση αυτή της μεγάλης περιπέτειας από τον ίδιο συμπληρώνεται με μαρτυρίες όσων αγωνίζονται για τη διατήρηση της μνήμης της μεραρχίας Άκουι και της αντίστασής της, που στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου είχε καλυφθεί από τη σιωπή και είχε τραυματιστεί από την ατιμωρησία των θυτών.
Βαγγέλης Τζούκας, 1944: Αντάρτικο. Η μάχη της Μενίνας, Ψυχογιός
Σε μία από τις μεγαλύτερες συγκρούσεις των αντάρτικων σωμάτων με τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής, τη μάχη στο χωριό Μενίνα της Θεσπρωτίας, στις 17-18 Αυγούστου 1944, αναφέρεται η μελέτη του ιστορικού και κοινωνιολόγου Βαγγέλη Τζούκα, που κυκλοφόρησε στην πρωτότυπη σειρά «Ιστορίες πολέμου» των εκδόσεων Ψυχογιός. Η Μενίνα (σήμερα Νεράιδα), κατά τη διάρκεια της Κατοχής κατοικούνταν από μουσουλμάνους Τσάμηδες και, οχυρωμένη με τη βοήθεια των Γερμανών, ήταν απόρθητη. Η θέση της, που επέτρεπε τον έλεγχο της οδού Ιωαννίνων – Ηγουμενίτσας, αλλά και την εύκολη πρόσβαση στην Αλβανία, προσέδιδε στρατηγική σημασία στο σημείο. Γι’ αυτό, αποτέλεσε στόχο του ένοπλου τμήματος του ΕΔΕΣ, των ΕΟΕΑ, που έδωσε νικηφόρα διήμερη μάχη ενάντια στις δυνάμεις των Γερμανών και των συνεργατών τους. Η μάχη, που διεξάγεται στο τέλος της Κατοχής, εξετάζεται από τον συγγραφέα στο πλαίσιο της προσπάθειας του ΕΔΕΣ, μετά την κατάληψη της Παραμυθιάς, να εδραιώσει την κυριαρχία του στη Θεσπρωτία και να υπερνικήσει τον ανταγωνισμό των δυνάμεων του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, αλλά και να αντιμετωπίσει την ιδιαιτερότητα της εθνοτικής σύνθεσης του πληθυσμού – που σύντομα θα οδηγήσει τις δυνάμεις του ΕΔΕΣ στη διεξαγωγή επιχειρήσεων εθνοκάθαρσης του συνόλου των Τσάμηδων. Στη μελέτη του, ο συγγραφέας, εκτός από την περιγραφή και ανάλυση της μάχης, την οποία εντάσσει στο γενικότερο πλαίσιο της Αντίστασης, αναφέρεται ταυτόχρονα στην ίδρυση, συγκρότηση και ανάπτυξη του ΕΔΕΣ και την εξέλιξη του αντάρτικου στην Ήπειρο. Επίσης, εξετάζει συνοπτικά τις εθνοτικές διαιρέσεις και τους πολιτικούς ανταγωνισμούς στην περιοχή της Θεσπρωτίας, καθώς και την πολιτική των κατοχικών στρατευμάτων, που υποδαύλιζαν τις αλυτρωτικές επιδιώξεις των αλβανόφωνων Τσάμηδων. Στην ίδια σειρά, που διευθύνουν οι Τάσος Σακελλαρόπουλος και Ηλίας Μαγκλίνης, κυκλοφορεί και η μελέτη των Κ. Λαγού και Π. Βατάκη, 1918, Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος: Η μάχη των ελληνικών φτερών, που αφορά την επιχείρηση της Ναυτικής Αεροπορίας με στόχο το γερμανικό θωρηκτό «Γκαίμπεν», όταν αυτό επέδραμε στο Αιγαίο.
Σπύρος Κουζινόπουλος, Γεντί Κουλέ, η Βαστίλη της Θεσσαλονίκης, Ιανός
Η έκδοση του βιβλίου του παλαίμαχου δημοσιογράφου και ιστορικού ερευνητή από τη Θεσσαλονίκη συνέπεσε με μια μακάβρια ανακάλυψη: την ανεύρεση, κατά τη διάρκεια εργασιών, έξι ομαδικών τάφων με 33 σκελετούς πλησίον των φυλακών του Επταπυργίου, οι οποίοι πιθανολογείται βάσιμα ότι ανήκουν σε ανώνυμους, ακόμη, εκτελεσμένους της περιόδου του εμφυλίου πολέμου. Η έκδοσή του λίγες μέρες πριν την ανακάλυψη δεν επέτρεψε στον συγγραφέα να την συμπεριλάβει στο έργο του, το οποίο αποτελεί μια αναλυτική εξιστόρηση της πορείας μέσα στον χρόνο της διαβόητης φυλακής και των τροφίμων της, ποινικών και πολιτικών κρατουμένων, που μολονότι είναι πλέον ανενεργή εδώ και 35 χρόνια, και μόνο το άκουσμα του ονόματός της προκαλεί ανατριχίλα στους παλαιότερους. Ο συγγραφέας, χάρη στην αξιοποίηση πλήθους μαρτυριών, τεκμηρίων και αρχειακού υλικού, αφηγείται την εξέλιξη της φυλακής μέσα στον έναν περίπου αιώνα της λειτουργίας της (1896-1989), ήδη από την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας της πόλης. Παράλληλα, αναφέρεται στην κατάσταση του σωφρονιστικού συστήματος πριν και μετά την έναρξη της λειτουργίας της, την άθλια κατάσταση που επικρατούσε μέσα στη φυλακή, τις συνθήκες εκμετάλλευσης των φυλακισμένων, αλλά και τις μυθιστορηματικές αποδράσεις, τη μακρά σειρά εκτελέσεων πολιτικών κρατουμένων κατά την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Η ζωντανή δημοσιογραφική αφήγηση συμπληρώνεται με έναν πολύτιμο κατάλογο, «σχεδόν πλήρη» τονίζει ο συγγραφέας, των εκτελεσμένων «εις τον συνήθη τόπο» πίσω από τις φυλακές, εκεί οπού ανευρέθηκαν πρόσφατα τα οστά 33 εξ αυτών. Η αφήγηση του Σπύρου Κουζινόπουλου εστιάζει, χάριν παραδείγματος, σε δύο υποθέσεις που συγκλόνισαν το πανελλήνιο και συνδέονται άμεσα με το Γεντί Κουλέ: αυτήν του Αριστείδη Παγκρατίδη, που εκτελέστηκε άδικα με την κατηγορία ότι ήταν ο «δράκος του Σέιχ Σου», αν και όλα τα στοιχεία έδειχναν το αντίθετο, και τη θαρραλέα έρευνα από δύο έντιμους εισαγγελείς, την Χρυσούλα Γιαταγάνα και τον Κώστα Λογοθέτη, για το όργιο βασανισμού και οικονομικής εκμετάλλευσης των κρατουμένων, αλλά και για τη συγκάλυψή τους, που θα οδηγήσει, τελικά, στο κλείσιμο του μεσαιωνικού κολαστηρίου – αν και ο νομικός λαϊκισμός που έχει κυριαρχήσει μετά το 2019 κινδυνεύει να νεκραναστήσει, και μάλιστα επί τα χείρω, ανάλογες «Βαστίλες» καθ’ άπασαν την επικράτεια…
Κώστας Τσίβος, Η υβριδική Λαϊκή Δημοκρατία της Ελλάδας, Αλεξάνδρεια
Στη συγκρότηση της «προσφυγοχώρας», της απεδαφικοποιημένης οιονεί κρατικής δομής που οικοδόμησε το ΚΚΕ στην υπερορία, προκειμένου να διαχειριστεί έναν πληθυσμό 80.000 περίπου ανθρώπων, που μετά το 1949 και την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού βρέθηκαν ως πολιτικοί πρόσφυγες στις ανατολικές χώρες, αναφέρεται η ανά χείρας μελέτη του ιστορικού Κώστα Τσίβου. Πρώην μαχητές του ΔΣΕ, αλλά και άμαχοι που ακολούθησαν, θέλοντας και μη, τους υποχωρούντες, παιδιά του «παιδομαζώματος», καθώς και αιχμάλωτοι του Εθνικού Στρατού, αποτέλεσαν τους υπηκόους αυτής της υβριδικής Λαϊκής Δημοκρατίας. Καθηγητής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου, στην Πράγα, ο συγγραφέας, αξιοποιεί ένα πλούσιο υλικό από τα τσεχοσλοβακικά αρχεία, αλλά και από αρχειακά σώματα στην Πολωνία και την Ουγγαρία, επικεντρώνοντας τη μελέτη του σε αυτές τις τρεις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, παρακολουθώντας, ταυτόχρονα, και την πορεία των προσφύγων στις υπόλοιπες Λαϊκές Δημοκρατίες, στα Βαλκάνια, αλλά και στην Τασκένδη. Στο πρώτο μέρος της μελέτης του, ο Τσίβος εστιάζει στην εγκαθίδρυση της no man’s land του ΚΚΕ στην υπερορία, εξετάζοντας, αφενός, τις συνθήκες της εγκατάστασης των προσφύγων στην κάθε χώρα και, αφετέρου, τις ενδοκομματικές συγκρούσεις μέχρι το 1956, που είχαν ως επίδικο κυρίως την απόδοση (ή την απόσειση) ευθυνών για την ήττα στον Εμφύλιο. Αξιοποιώντας αρχειακό υλικό τόσο του ΚΚΕ όσο και των κατά τόπους «αδελφών κομμάτων», ο συγγραφέας παρουσιάζει μια συμπαγή και πλήρη εικόνα των εξελίξεων στο εσωτερικό του ΚΚΕ, που κάποτε παίρνουν τον χαρακτήρα ανοιχτής σύγκρουσης. Μετά τον θάνατο του Στάλιν και το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, τη διαγραφή του Νίκου Ζαχαριάδη και την εκδίωξη των «ζαχαριαδικών», η εστίαση αλλάζει, για να σταθεί στους ίδιους τους πρόσφυγες, που αγωνίζονται να επιβιώσουν, αντιμετωπίζοντας ζητήματα κοινωνικής κινητικότητας, προσαρμογής στις κατά τόπους συνθήκες, νομιμοφροσύνης απέναντι στις αρχές, διατήρησης και μετάδοσης στους νεότερους της εθνικής συνείδησης μέσω της εκπαίδευσης κ.λπ., ενώ δεν παραλείπεται και η μελέτη της στάσης των ελλήνων προσφύγων απέναντι στα γεγονότα της Ουγγαρίας το 1956 και της Τσεχοσλοβακίας το 1968. Με τον τρόπο αυτό, ο συγγραφέας προχωρεί στην σκιαγράφηση των βασικών γραμμών μιας κοινωνικής ιστορίας των πολιτικών προσφύγων στην υπερορία, την οποία παρακολουθεί μέχρι το 1989 και την οριστική διάλυση της «προσφυγοχώρας», συμβάλλοντας έτσι στον εμπλουτισμό της ευάριθμης σχετικής βιβλιογραφίας.
Andrew Novo, ΕΟΚΑ, 1955-1959, Γκοβόστης
Την ιστορία του Κυπριακού, κατά τη χρονική περίοδο κατά την οποία δημιουργείται το άλυτο μέχρι σήμερα διεθνές ζήτημα, εξετάζει ο συγγραφέας, ιστορικός και καθηγητής Στρατηγικών Σπουδών, επιχειρώντας να την εντάξει στην ευρύτερη ιστορία της μεταπολεμικής αποαποικιοποίησης και του Ψυχρού Πολέμου. Παράλληλα, εκτός από το διεθνές περιβάλλον, διερευνά τον εθνικισμό των επιμέρους κοινοτήτων και τις συγκρουσιακές δυναμικές που δημιούργησε, το ιδεολογικό περιεχόμενο του ελληνοκυπριακού ενωτικού κινήματος, καθώς και τη βρετανική αντίδραση σε αυτό, πολιτική και στρατιωτική. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στις πολιτικο-στρατιωτικές πτυχές του αγώνα, εστιάζοντας στην αντάρτικη δράση των ομάδων της ΕΟΚΑ, καθώς και στην αντι-αντάρτικη βία των βρετανικών δυνάμεων. Η πραγμάτευση επιχειρεί να καταδείξει πώς το αίτημα της Ένωσης οδήγησε στην ένοπλη βία και πώς η πορεία αυτού του αγώνα καθορίστηκε από τις αντιθέσεις και τους ανταγωνισμούς μεταξύ των δύο κοινοτήτων, αλλά και στο εσωτερικό τους, με τελικό αποτέλεσμα την αποτυχία του, που οδήγησε στον εύθραυστο συμβιβασμό της ανεξαρτησίας. Η μελέτη, που μετέφρασε στα ελληνικά ο Βασίλειος Αναστασόπουλος, αξιοποιεί πρόσφατα αποχαρακτηρισμένα βρετανικά αρχεία, ορισμένες ελληνόγλωσσες πρωτογενείς πηγές και συνεντεύξεις με βασικούς πρωταγωνιστές, όπως ο Γλαύκος Κληρίδης ή ο Ραούφ Ντενκτάς. Όπως και το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής και γενικότερα της δυτικής βιβλιογραφίας, το έργο πάσχει από το μόνιμο μειονέκτημα της έλλειψης πρόσβασης στην τουρκική βιβλιογραφία λόγω γλωσσικών φραγμών, την οποία δεν καλύπτει η καταφυγή σε περιορισμένα έργα τούρκων μελετητών στα αγγλικά – στην πραγματικότητα και η ελληνόγλωσση βιβλιογραφία είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Δεν θα πρέπει, ακόμη, να περάσει απαρατήρητη μια εκδοτική επιλογή που κινείται στα όρια της λαθροχειρίας: Ο αγγλικός υπότιτλος του έργου είναι: Nationalism and the Failure of Cypriot Enosis, δηλαδή «Ο εθνικισμός και η αποτυχία του κυπριακού αγώνα για την Ένωση», ενώ στην ελληνική έκδοση απλώς: Ο αγώνας για την Ένωση. Προς τι; Η αποτυχία κάνει, άραγε, λιγότερο ηρωικό ό,τι ήταν όντως ηρωικό;
Γ. Βοϊκλής – Χρ. Κεφαλής, Ο Σωτήρης Πέτρουλας μέσα από τα χειρόγραφά του, Εύμαρος
Εξήντα χρόνια συμπληρώθηκαν φέτος από τη δολοφονία του Σωτήρη Πέτρουλα, στις 21 Ιουλίου 1965, από χτύπημα της αστυνομίας σε μια από τις καθημερινές διαδηλώσεις του λαού και της νεολαίας, που συγκλόνιζαν τους δρόμους της Αθήνας κατά τη διάρκεια των Ιουλιανών. Από την ίδια εκείνη ημέρα και πολλές δεκαετίες έκτοτε, το όνομα του νεαρού αριστερού σπουδαστή έγινε σύνθημα, έγινε τραγούδι στα χείλη όλων· δεκάδες κείμενα σε εφημερίδες, περιοδικά και βιβλία γράφτηκαν γι’ αυτόν, για την ιστορία της οικογένειάς του, που κατέσφαξαν οι Χίτες στη Μάνη, για τη συμμετοχή του στο φοιτητικό κίνημα για το 15% για την Παιδεία και για το 114. Όμως ο ίδιος ο Πέτρουλας παραμένει μέχρι σήμερα βουβός μάρτυρας, καθώς δεν έχει αναδειχτεί ο πυρήνας των απόψεών του, που διαμόρφωσε μέσα από τη συμμετοχή του στο αριστερό κίνημα και τον οδήγησε από στέλεχος της Νεολαίας ΕΔΑ να κινηθεί αριστερότερα, προς την εξωκοινοβουλευτική «Σοσιαλιστική Συνειδητοποίηση», με αποτέλεσμα, λίγο πριν τη δολοφονία του να έχει διαγραφεί από την ΕΔΑ. Το κενό αυτό επιχειρεί να καλύψει, με το βιβλίο αυτό, ο παλιός σύντροφος του Πέτρουλα, Γιώργος Βοϊκλής, με τη συνεργασία του νεότερου Χρήστου Κεφαλή. Στις σελίδες του, εκτός από το εισαγωγικό κείμενο του πρώτου για το ιστορικό πλαίσιο και για τη σχέση του Πέτρουλα με την προδικτατορική οργάνωση Σοσιαλιστική Συνειδητοποίηση, περιλαμβάνονται ανέκδοτα πολιτικά κείμενα του δολοφονημένου σπουδαστή (για το κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα, για τα προβλήματα της Παιδείας, για τη Σοσιαλιστική Συνειδητοποίηση, ακόμη και για τον έρωτα και τη συμβίωση κ.ά.), με κατατοπιστικά σημειώματα των δύο συγγραφέων, καθώς και κείμενα ομιλιών, ποιήματα, επιστολές και κρίσεις των συντρόφων του και προσωπικοτήτων της εποχής (Μίκης Θεοδωράκης, Γιάννης Ρίτσος, Στρατής Τσίρκας κ.ά.) Η έκδοση ολοκληρώνεται με κείμενα αποτίμησης από τους δύο συγγραφείς, για τα εξήντα χρόνια από τα Ιουλιανά και για τις απόψεις του Πέτρουλα για το παρόν και το μέλλον του κομμουνιστικού κινήματος.
Γιάννα Κούκα, Θε μου, η Γιούρα, Μετρονόμος
Θραύσματα μνήμης και σκόρπιες σημειώσεις του πατέρα της, Γιώργου Κούκα, από τις φυλακές και τις εξορίες, στη Γυάρο και στο Παρθένι της Λέρου, τον καιρό της δικτατορίας, είναι η πρώτη ύλη με την οποία συνομιλεί, στο ολιγοσέλιδο αλλά συγκινητικό αυτό βιβλίο, η συγγραφέας. Πρόκειται για σημειώσεις καταγραμμένες αποσπασματικά λίγο πριν τον θάνατό του, το 1994, στην πίσω μεριά του εισιτηρίου ενός πλοίου που διασχίζει το Αιγαίο, όπως γράφει ο ίδιος, κάνοντας την ίδια διαδρομή που, πριν από ένα τέταρτο του αιώνα θα τον έφερνε πρώτα στο θανατονήσι, τη Γυάρο, κι έπειτα στη Λέρο, ένα νησί που, παρά τις κακουχίες, κατάφερε να αγαπήσει. Δημοσιογράφος στην Αυγή, την εφημερίδα της ΕΔΑ, το πραξικόπημα θα τον βρει απεσταλμένο στη Θεσσαλονίκη, όπου και θα συλληφθεί, θα οδηγηθεί μαζί με δεκάδες άλλους στην Ασφάλεια και, στη συνέχεια, στο λιμάνι, όπου 2.000 περίπου κρατούμενοι θα επιβιβαστούν σε ένα αρματαγωγό το οποίο, αφού πρώτα συγκεντρώσει το ανθρώπινο φορτίο του από λιμάνια της βόρειας Ελλάδας, θα καταλήξει στο ξερονήσι της εξορίας. Στη συνέχεια, οι καταγραφές γίνονται περισσότερο αποσπασματικές, ενοποιούνται όμως μέσα από τον ιδιότυπο διάλογό τους με τα κείμενα της συγγραφέως, που απευθύνονται σε δεύτερο πρόσωπο στον πατέρα της. Με σύντομες αλλά εύστοχες παρατηρήσεις, για τους χωροφύλακες ή για την επίσκεψη του Πατακού, αναφέρεται στη Γυάρο, για να περάσει στη συνέχεια στη μεταγωγή του, μαζί με δεκάδες άλλους κρατούμενους, στο Παρθένι της Λέρου. Στιγμιότυπα από τη διαβίωση στο παλιό ιταλικό στρατόπεδο, τις σχέσεις με τους ντόπιους, αλλά και την περίφημη ιστόρηση του ναού της Αγια-Κιουράς ή από τη μεταγωγή όπου συνταξίδεψε με τον Χαρίλαο Φλωράκη είναι μερικά από αυτά που καταγράφονται στις σημειώσεις του, ενώ η συγγραφέας καταγράφει τους δικούς της στοχασμούς για τον εγκλεισμό και τα βασανιστήρια, με αναφορά στα ηρωικά παραδείγματα του Αλέκου Παναγούλη και του Σπύρου Μουστακλή. Το βιβλίο ολοκληρώνεται με μια σειρά ποιημάτων για τον πατέρα της, καθώς και ένα ποίημα του ίδιου του Γιώργου Κούκα.


