Μικρές ιστορίες του Αλέξανδρου Κυπριώτη.
Όταν τέλειωσε την πρότασή του εκείνος, ένιωσε σαν να έφαγε μια γερή κλοτσιά στο στομάχι. Αλλά η κλοτσιά αυτή δεν την πόνεσε όπως οι άλλες. Σκέφτηκε ότι μπορεί να ήταν η άσπρη η μπλούζα του. Μπορεί η άσπρη μπλούζα να μαλακώνει κάθε χτύπημα. Μάλλον επειδή της κόπηκε η αναπνοή ένιωσε σαν να έφαγε μια γερή κλοτσιά στο στομάχι. Ναι, αυτό ήταν. Όταν τέλειωσε την πρότασή του, της κόπηκε η αναπνοή. Και τα αφτιά της άρχισαν να βουίζουνε. Δεν άκουγε τι της έλεγε. Γιατί εκείνος συνέχισε να μιλάει. Το μυαλό της όμως άρχισε να τρέχει. Γύριζε πίσω. Σε όλα όσα δεν έκανε. Σε όλα όσα δεν είπε. Αν κάθε φορά ήξερε ότι θα έρθει μια μέρα η στιγμή αυτή, κάτι απ’ όλα εκείνα θα είχε προσπαθήσει να κάνει, κάτι απ’ όλα εκείνα θα είχε τολμήσει να πει. Οργή ένιωσε να την παραλύει. Αφού ποτέ δεν το υπερασπίστηκε το σώμα της, καλά να πάθει. Αφού ποτέ δεν την εκτίμησε τη ζωή της, ας πεθάνει. Αυτή φταίει. Για όλα.
***
Και πριν τους το πει εκείνος, αυτή το ήξερε. Ένιωσε το χέρι του άλλου δίπλα της να της σφίγγει το χέρι. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε αν ήταν για να της δώσει δύναμη ή για να πάρει δύναμη ο ίδιος. Άπλωσε το άλλο χέρι της και με τεντωμένα τα δάχτυλα του χτύπησε καθησυχαστικά το χέρι. Τρεις φορές. Ακούστηκε η βέρα της να χτυπάει πάνω στη βέρα του. Τρεις φορές. Αυτή δεν φοβόταν πια. Τώρα πια δεν είχε τίποτα να φοβάται. Η διαδικασία ήταν απλή. Ούτε η πρώτη ήταν, ούτε η τελευταία. Και τότε ένιωσε την ερώτησή του, που κόμπιαζε, να της τρυπάει το μυαλό. Και την καρδιά και την κοιλιά. Τράβηξε το χέρι της απ’ το χέρι του. Με μια κίνηση ασυναίσθητη χάιδεψε την κοιλιά της. Μόνο να μην τολμήσει να της πει να ξαναπροσπαθήσουνε. Μην ξανακούσει για φάρμακα. Λόγια αισιόδοξα. Να την αφήσουν ήσυχη. Κι αυτός κι η μάνα του κι ο πατέρας του κι η μάνα της κι η αδελφή της. Να την αφήσουν ήσυχη.
***
Πρώτη φορά στη ζωή του έπρεπε να το δει σαν αριθμό. Σαν ποσοστό. Ήθελε δεν ήθελε, αυτό έπρεπε να κάνει. Άλλη επιλογή δεν είχε. Ή θα το μετρούσε στο ένα ποσοστό ή θα το μετρούσε στο άλλο. Ή με τα ζωντανά ή με τα πεθαμένα. Κι αν έκανε ότι δεν άκουσε; Κι αν μπέρδευε τα ποσοστά; Εκείνο των ζωντανών μ’ εκείνο των πεθαμένων; Πώς να το μετρήσει στο ποσοστό των ζωντανών, που είναι πιο μικρό απ’ το άλλο των πεθαμένων; Πώς να το μετρήσει στο μεγάλο ποσοστό, που είναι άλλο από εκείνο των ζωντανών; Πώς να το δει σαν αριθμό όταν οι αριθμοί δεν τη συμφέρουν; Γιατί να της πει τα ποσοστά όταν τα ποσοστά δεν τη συμφέρουν; Πώς θα τον ντύνει τον μικρό τον αριθμό; Και πώς θα τον ταΐζει; Και πώς θα τον κάνει μπάνιο; Τι μαλάκας είναι αυτός ο άνθρωπος. Έχει κάνει λάθος ο μαλάκας. Αυτό είναι. Έχει κάνει λάθος ο μαλάκας. Σίγουρα. Έχει κάνει λάθος. Δεν υπάρχει περίπτωση λάθους, λέει. Ο μαλάκας.
***
Ο Αλέξανδρος Κυπριώτης είναι μεταφραστής και συγγραφέας. Από τις εκδόσεις Ίνδικτος κυκλοφορεί το βιβλίο του Μ’ ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι. Ιστορίες ανθρώπων.