του Γιάννη Μουγγολιά
Τον Κυριάκο Σφέτσα, καταξιωμένο συνθέτη, παραγωγό και διευθυντή του Γ΄ Προγράμματος της ΕΡΤ με δημιουργικό αποτύπωμα στη μετά Χατζιδάκι εποχή, που σήμερα βρίσκεται στο 80ό έτος της ηλικίας του (γεννημένος στις 29 Σεπτεμβρίου 1945), τον γνωρίζουμε κυρίως από τη σπουδαία συνθετική του δουλειά σε ένα ευρύτατο φάσμα μουσικών κατευθύνσεων (συμφωνική, σκηνική για θέατρο, μπαλέτο, κινηματογραφική, δωματίου, ηλεκτρονική, τζαζ, φιούζιον κ.α.).

Από την εποχή της εγκατάστασής του στο Παρίσι κατά τη διάρκεια της χούντας στην Ελλάδα, την πρώτη δημόσια παρουσία έργου του («Επεισόδια για σόλο πιάνο») λίγο μετά τον Γαλλικό Μάη του ΄68 στην αίθουσα της Λατινικής Αμερικής στο Παρίσι, την κυκλοφορία του συγκλονιστικού, πρωτοποριακού ηλεκτρονικού δισκογραφικού του ντεμπούτου «Smog για τετράιχνη ταινία» το 1974, ενός από τα πρώτα έργα σε παγκόσμιο επίπεδο για τετρακαναλική μαγνητοταινία, τη μουσική του οποίου ο Μάνος Χατζιδάκις τολμώντας επέλεξε να ακούγεται ως μουσική υπόκρουση στο φουαγιέ της Εθνικής Λυρικής Σκηνής κατά τις παραστάσεις της όπερας «Διδώ και Αινείας» (μουσική: Henry Purcell, αρχιμουσικός-μουσικός διευθυντής: Μάνος Χατζιδάκις) τη σεζόν 1975-1976, την πρώτη εμφάνιση έργου του στην Ελλάδα με τη σπουδαία «Δοκιμολογία» στην 4η Ελληνική Εβδομάδα Σύγχρονης Μουσικής (19-26/9/1971) έως τους θρυλικούς δίσκους του «Χωρίς Σύνορα», «Διπλοχρωμία» και τις πρόσφατες κυκλοφορίες με τη Greek Fusion Orchestra Vol.1 και Vol.2 με υλικό των πρώτων χρόνων μετά τον επαναπατρισμό του, η σπουδαία ινστρουμένταλ μουσική του κυριαρχεί και απέχουν οι στίχοι και η ανθρώπινη φωνή.

Μέσα στην ογκώδη εργογραφία του ωστόσο δεν είναι λίγα τα έργα που ο Σφέτσας έσκυψε πάνω από την ποίηση αγαπημένων του ποιητών την οποία έντυσε με μουσικές εξαίσιες. Σε αυτή τη δημιουργική του κατεύθυνση θα σταθούμε.
Νεοκυματικά τραγούδια του Σφέτσα ερμηνευμένα από τον Γιάννη Πουλόπουλο
Ήδη από το 1966 κυκλοφόρησε στη Λύρα του Πατσιφά ένα επτάιντσο σίνγκλ με δυο θαυμάσια τραγούδια του νέου κύματος που έγραψε ο 18χρονος τότε Σφέτσας σε στίχους ενός φίλου του που επειδή τότε θα πήγαινε φαντάρος δεν ήθελε να φαίνεται το όνομά του. Έτσι φαινόταν ότι οι στίχοι είναι του συνθέτη. Τα τραγούδια «Δεν έχει αστέρια ο ουρανός» και «Ξημέρωσε στη γειτονιά» σε ενορχήστρωση Κυριάκου Σφέτσα και διεύθυνση ορχήστρας
Γιάννη Σπανού ερμήνευσε εξαιρετικά ο Γιάννης Πουλόπουλος. Ήταν η χρονιά εκείνη που ο Γιάννης Πουλόπουλος εισέρχεται δυναμικά στη δισκογραφία με το δισκογραφικό του ντεμπούτο «Γιάννης Πουλόπουλος 1» που κυκλοφόρησε από τη Λύρα. Μέχρι τότε κυκλοφορούσαν πλήθος δίσκων 45 στροφών με τραγούδια του Γιάννη Πουλόπουλου. Ο Σφέτσας εκτός αυτής της περίπτωσης, άγνωστης στους περισσότερους, δεν ξανασχολήθηκε με το είδος και ανοίχτηκε έκτοτε στις λόγιες μουσικές περιοχές.

Η πρώτη επαφή με την ποίηση
Οι στίχοι όμως δεν είναι ποίηση. Ποίηση για τον Σφέτσα είναι κάτι πολύ πιο βαθύ, κάτι που φαίνεται από τις μουσικές προσεγγίσεις του. Από τα γυμνασιακά του χρόνια στη Λευκάδα, όπως μας λέει, συμμετείχε σε στενό κύκλο που σε διάφορα αστικά σπίτια γίνονταν αναγνώσεις ποίησης. «Πιτσιρίκος εγώ, μαθητής, οι υπόλοιποι καθηγητές και άλλοι που αγαπούσαν την ποίηση. Εκεί στα 16 μου ανακάλυψα τον Καβάφη και συγκλονίστηκα. Με έκανε να ονειρεύομαι. Αργότερα μελοποίησα ποιήματά του, το 1979 το «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον» ακαπέλα με τη Γιαπωνέζα μεσόφωνο Misa Ikeutsi και τη Μεικτή Χορωδία της ΕΡΤ υπό τον Αντώνη Κοντογεωργίου, το 1984 το «Πόλις» με τη μεσόφωνο Anne-Marie Muhle να ερμηνεύει τους στίχους συλλαμβάνοντας απολύτως το πνεύμα των ποιημάτων και τη Χορωδία και Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΑ υπό τη διεύθυνση του καταξιωμένου μαέστρου Δημήτριου Χωραφά, το οποίο ηχογραφήθηκε από το Τρίτο Πρόγραμμα αλλά δεν κυκλοφόρησε σε δίσκο. Πολύ αργότερα (2005) σε παραγγελία του Μεγάρου Μουσικής μελοποίησα στίχους από τέσσερα ποιήματά του Καβάφη (“Κεριά”, “Παράθυρα”, “Τείχη”, “Για νάρθουν”) στα αγγλικά (μετάφραση: Edmund Keeley και Philip Sherrard) γράφοντας το μουσικό έργο “Constant Song” για φωνή, κουαρτέτο τζαζ και ορχήστρα. Είχα ζητήσει ως τραγουδίστρια τη Madeleine Peyroux χωρίς να ικανοποιηθεί το αίτημα. Το έργο δεν παίχτηκε ποτέ». Αλλά και στα χρόνια της Γαλλίας ο Σφέτσας θαύμαζε Γάλλους τραγουδιστές και τραγουδοποιούς όπως τους Georges Brassens, Leo Ferre, Jacques Brel, Barbara και τον σπουδαίο, αρκετά άσημο στη χώρα μας Claude Nougaro από την Τουλούζη, συνεργάτη του Michel Legrand, για την ικανότητά τους να βρίσκουν στίχους ποιημάτων, μικρές και όχι πολυσύλλαβες λέξεις για να σουινγκάρουν. Όλοι τους συνοδεύονταν από επιφανείς τζαζ μουσικούς.

Παρ΄ όλα αυτά δεν τον ενδιέφεραν η μελοποιημένη ποίηση στην Ελλάδα, αυτή των γνωστών Ελλήνων συνθετών και η εκφορά του λόγου από τις τραγουδίστριες. Η άποψή του αυτή για τις τραγουδίστριες και τους τραγουδιστές ωστόσο παραμένει μέχρι και σήμερα σταθερή. «Ξεχωρίζω τραγουδιστές του δρόμου που είναι άγνωστοι στο κοινό ή φωνητικά σχήματα όπως το γυναικείο φωνητικό σχήμα “Πλειάδες” από τη Θεσσαλονίκη, φωνές που διατηρήθηκαν αμόλυντες στη δισκογραφία, η οποία υποβιβάζει τους ερμηνευτές και τους κατευθύνει στα τετριμμένα και συμβατικά», μας επισημαίνει ο Κυριάκος Σφέτσας. Ο Κυριάκος Σφέτσας θυμάται επίσης τις συνευρέσεις με τους φίλους του, σημαντικούς ποιητές όπως τον Έκτορα Κακναβάτο, τον Γιάννη Δάλλα, τον Χρήστο Μπράβο που πέθανε στα 39 του κ.α. από το 1975, χρονιά που ο συνθέτης επαναπατρίστηκε έως το 1984 και όπου σαν στέκι είχαν τις εκδόσεις «Κείμενα» του μυθικού τυπογράφου και εκδότη Φίλιππου Βλάχου (έφυγε από τη ζωή στα 50 του) όταν αυτές στεγάζονταν στη σοφίτα της οδού Μαυρομιχάλη 8 στα Εξάρχεια από το 1971 έως το 1984.

Ο πρώτος ποιητής που μελοποίησε, ήταν ο Κώστας Καρυωτάκης στα ΄70s όπου ο συνθέτης συνεργάστηκε με τον εξαιρετικό και χαρισματικό, εφοδιασμένο με μια ασυνήθιστη φωνή, Κύπριο τραγουδιστή Ευτύχιο Χατζηττοφή σε 8 τραγούδια-μελοποιημένα ποιήματα επηρεασμένος από το έργο του Μάνου Χατζιδάκι «Ο οδοιπόρος, το μεθυσμένο κορίτσι και ο Αλκιβιάδης». Ηχογραφήθηκαν στο στούντιο της ΕΡΤ μεταξύ 1977 και 1978 αλλά δεν κυκλοφόρησαν ποτέ. Χατζηττοφής και Σφέτσας συνεργάστηκαν κι αργότερα στον «Ιππότη και τον θάνατο» του Νίκου Γκάτσου.
Ανέκδοτες μελοποιήσεις του Σφέτσα σε κορυφαίους ποιητές
Έκτοτε ο Σφέτσας επανειλημμένα ασχολήθηκε με την ποίηση. Στίχοι των Στράτωνα, Σκυθίνου του Τήιου, Ανδρέα Κρήτης, Μ. Βασίλειου, Ησίοδου, Ερμή Τρισμέγιστου, Πλάτωνα, Κράτη του Θηβαίου, Κλείτου Κύρου, Έκτορα Κακναβάτου, Λευτέρη Πούλιου, Μίλτου Σαχτούρη, Ανδρέα Κάλβου κ.α. επιστρατεύτηκαν για να συνθέσει το ποιητικό λιμπρέτο του ο συνθέτης πάνω στο οποίο έγραψε τη μουσική για την «Ελληνική Λειτουργία» για 4 φωνές soli, μεικτή χορωδία και ορχήστρα στην παραγγελία του Οργανισμού «Θεσσαλονίκη Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 1997». Με τον Κάλβο ο Σφέτσας ασχολήθηκε από το 1992 όταν σε παραγγελία της τότε Στέγης Καλών Τεχνών και Γραμμάτων για τα 200 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή μελοποιούσε συνειδητά σε επτανησιακό μουσικό ύφος το «Εις Μούσας», που παρουσιάστηκε στην Εθνική Πινακοθήκη Αθήνας με τη Σαβίνα Γιαννάτου και σύνολο (φλάουτο, βιολί, βιολοντσέλο, πιάνο, κρουστά) υπό τη διεύθυνση του Άλκη Μπαλτά. Σε μουσική Σφέτσα αποδόθηκε ποίηση του Άγγελου Σικελιανού («Ιερά Οδός» το 1981 με Θάνο Πετράκη-Νέλλη Σεμιτέκολο), Διονύσιου Σολωμού («Σονέτο το ρόδο» από τα ιταλικά ποιήματα του ποιητή το 1995 με Ειρήνη Καράγιαννη και τρίο: βιολί, βιολοντέλο, πιάνο), Γιάννη Νεγρεπόντη («Πέντε τραγούδια μινιατούρες» για την τηλεοπτική εκπομπή “Περιπλανήσεις” σε σκηνοθεσία Γιώργου Εμιρζά το 1990 με την ερμηνεία του Σπύρου Σακκά και την πιανιστική συνδρομή του Γιώργου Κουρουπού), «Αριστοτέλη Βαλαωρίτη
(“Ιόνιος Λύρα” για γυναικεία φωνή και Ορχήστρα Εγχόρδων το 1994, πρώτη εκτέλεση:
Ειρήνη Καράγιαννη)») και Λορέντζου Μαβίλη («Λήθη» για γυναικεία φωνή και 4 όργανα: τρομπέτα, βιολί, βιόλα, πιάνο το 1995).
Όλα τα παραπάνω ακυκλοφόρητα σε δίσκο. Όμως η ποίηση κατά Σφέτσα καταγράφηκε και στη δισκογραφία.
«Στο δρόμο»: Η μουσική για την «Παραγγελιά» του Τάσιου και την ποίηση της Κατερίνας Γώγου
Στον δίσκο «Στο δρόμο» (ΕΜΙ, 1981) ακούμε την καταπληκτική, έντονα συγκινησιακή, σύνθετα οργανωμένη, με λόγια στοιχεία και υποβλητικά ατμοσφαιρική μουσική του για την ταινία του Παύλου Τάσιου «Παραγγελιά», παραγωγής 1980, βασισμένη στο τραγικό φονικό που έκανε στο νυχτερινό κέντρο “Νεράιδα” ο ισοβίτης Νίκος Κοεμτζής, με αφηγήτρια την Κατερίνα Γώγου που απάγγειλε ποιήματά της από τις ποιητικές συλλογές της «Τρία κλικ αριστερά» (1978) και «Ιδιώνυμο» (1980).

Ποιήματα αιχμηρά, ανατρεπτικά, οργισμένα που λόγω αυτών των χαρακτηριστικών αυτών βρέθηκαν αντιμέτωπα με τη λογοκρισία. Στο οπισθόφυλλο του δίσκου διαβάζουμε τις φράσεις που κόπηκαν από τη λογοκρισία με ηχητικό απορριπτικό, μεταξύ των οποίων τη φράση «πουλημένες τραβηχτικές Kodak και Γ. Σταύρου». Δεν ήταν η πρώτη φορά που γινόταν λογοκρισία σε στίχους τραγουδιού για τον Νίκο Κοεμτζή αφού τρία χρόνια πριν, το 1978, επί κυβέρνησης Κωνσταντίνου Καραμανλή από την αρμόδια επιτροπή λογοκρισίας είχαν λογοκριθεί στίχοι από το «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο» του Διονύση Σαββόπουλου («σε κωφούς», «Το δικαστήριο λειτουργούσε μέσα εκεί, μα η δικαιοσύνη ήταν απ’ έξω») που το 1979 συμπεριλήφθηκε στον δίσκο «Η Ρεζέρβα» (Λύρα, 1979). Ο Σαββόπουλος όπως και η Γώγου αργότερα, αρνήθηκε να γράψει εναλλακτικούς στίχους για να περάσουν τη δοκιμή της λογοκρισίας αλώβητοι και προτίμησε στο μιξάζ οι επίμαχες λέξεις να αντικατασταθούν απλώς με τον ήχο μαγνητοταινίας που σβήνει. Και στις δυο περιπτώσεις το άκουσμα που τελικά έμεινε να ακούμε είναι δυσάρεστο αλλά αποτελεί τεκμήριο λογοκρισίας και άρνησης των δημιουργών να συμβιβαστούν γράφοντας εναλλακτικούς στίχους για να περάσουν το τεστ, κάτι που θα έδειχνε ότι συμφωνούσαν με την περικοπή στην ουσία. Έτσι στα εξώφυλλα των δυο δίσκων υπάρχουν οι αναφορές των λογοκριμένων στίχων ενώ στην περίπτωση της «Ρεζέβας» υπάρχει και διευκρινιστικό-καταγγελτικό κείμενο του Σαββόπουλου. Μάλιστα αξίζει να αναφερθεί ότι όταν άνωθεν από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Γ΄ Προγράμματος της ΕΡΤ ζητήθηκε να μην παίζεται το «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο» (πολιτικές παρεμβάσεις και παρεμβάσεις από στελέχη της ίδιας της ραδιοφωνίας), ο διευθυντής τότε του Τρίτου Μάνος Χατζιδάκις έδωσε εντολή να το παίζουν συνέχεια και κάθε μέρα. Έτσι κάθε μέρα στις 11 το πρωί μάλιστα παιζόταν ολόκληρο το «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο» από το Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΤ. Η ιστορία του Νίκου Κοεμτζή ήταν ένα φλέγον θέμα εκείνη την περίοδο και είχε αφήσει πολλές πληγές συγκλονίζοντας την ελληνική κοινωνία.
Η οργανική σύνθεση του μουσικού σχήματος στον δίσκο των Γώγου-Σφέτσα «Στον δρόμο» περιελάμβανε ακουστικά όργανα με κρουστά, παραδοσιακά και ηλεκτρικά. Στην ηχογράφηση στα στούντιο της Columbia έπαιξαν οι Τάσος Πουλημένος, Γιώργος Χαλκιαδάκης (κλαρινέτα), Γιάννης Θεοδωρίδης (τρομπέτα), Δημήτρης Βράσκος (βιολί), Χρήστος Σφέτσας (βιολοντσέλο), Τάσος Διακογιώργης (σαντούρι), Μπάμπης Λασκαράκης (ηλεκτρική κιθάρα), Γιάννης Τερεζάκης (ακουστικό και ηλεκτρικό πιάνο), Γιώργος Θεοδωρίδης (ηλεκτρικό μπάσο) και Δημήτρης Μαρινάκης (κρουστά). Η φωνή της Γώγου εκτός της απαγγελίας των ποιημάτων ουσιαστικά εντάσσεται ως ένα πρωταγωνιστικό όργανο στη μουσική.

Ο Σφέτσας θυμάται από εκείνη την εποχή: «Ο Τάσιος και η Γώγου ήρθαν και με βρήκαν προτείνοντας να τους γράψω τη μουσική για την ταινία, αφού πριν είχαν προσεγγίσει άλλους συνθέτες αλλά δεν είχαν μείνει ικανοποιημένοι. Εγώ ήμουν κάποιος απόμακρος μαζί τους. Η Γώγου μου έδωσε τα ποιήματά της και μόλις τα διάβασα της εξέφρασα τη συγκίνηση που ένιωσα. Είχε χαρεί πολύ. Τους είπα ότι εγώ θα έκανα διακοπές το καλοκαίρι του 1980 στη Λευκάδα. Εκείνη τη χρονιά είχε πεθάνει ο πατέρας μου με τον οποίο είχα μια πολύ στενή σχέση αγάπης. Είχαν ανησυχήσει πολύ γιατί η ταινία έπρεπε να παιχτεί στο 21ο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (29/9-5/10/1980) και η τελική κόπια έπρεπε να υποβληθεί αρχές Σεπτεμβρίου αλλά με εμπιστεύτηκαν περιμένοντας τη δουλειά μου για να ολοκληρώσουν την ταινία. “Θα την έχετε στην ώρα της”, τους είπα. Στη Λευκάδα εργαζόμουν για τη μουσική αυτή ακατάπαυστα στο πρώτο μου πιάνο από τα καμπαρέ της Αθήνας που δούλευα παλαιά. Η μάνα μου μόνη της πλέον μετά τον θάνατο του πατέρα μου, αδέλφια, γείτονες ήταν στο σπίτι αλλά εγώ προσπαθούσα να απομονωθώ. Εκείνη την περίοδο είχε έρθει ένας πολύ καλός μου παιδικός φίλος από την Αυστραλία φέρνοντας εκατοντάδες δίσκους βινυλίου. Ήταν ο πρώτος ακροατής και ο πρώτος κριτής αυτής της μουσικής. Η γνώμη του για μένα ήταν πολύ βασική και αποτελούσε κριτήριο για τη δουλειά μου για την ταινία. Του άρεσε η σύνθεσή μου και αυτό ήταν πολύ σημαντικό. Έγραψα τρία επιπλέον κομμάτια για να αυξηθεί ο χρόνος στα 25 λεπτά. Μπλουζ, ροκ, τζαζ και αυτοσχεδιασμός συναντιόντουσαν σε ανατολικότροπες και δυτικότροπες εκδοχές. Η μουσική ήταν έτοιμη πριν τις ημερομηνίες που μου είχαν δώσει. Ήθελα να αποδείξω ότι με τη μουσική μου θα έκανα αυτά που ήθελα χωρίς να υπακούω καμιά συγκεκριμένη κατεύθυνση. Ήταν μια εναλλακτική μουσική πρόταση εκτός των συνηθισμένων. Η αφοσίωση της Γώγου ήταν πολύ σημαντική για το αποτέλεσμα. Χωρίς να ξέρει από μουσική, η ερμηνεία της δεν έχανε τον ειρμό και είχε μια αδιάλειπτη ροή. Ήταν η εποχή που η Γώγου ζούσε σε υψηλές ταχύτητες, είχε έντονη δράση αμφισβήτησης απέναντι στην πολιτική, λογομαχούσε με τον Νικόλα Άσημο στο υπόγειό του στα Εξάρχεια αλλά και αντιμετωπιζόταν υποτιμητικά από κύκλους των γραμμάτων ως η υπηρέτρια του παλαιού ελληνικού κινηματογράφου που ήθελε να πείσει ότι είναι ποιήτρια. Εμένα όμως μου έκανε εντύπωση ότι κατάφερε να εκφράζει το αδιέξοδο, τη στενοχώρια, την οργή με έναν ανάγλυφο τρόπο που σε μαχαιρώνει. Στον δίσκο που είχε πουλήσει πολύ, καθοριστική ήταν η συμβολή του διευθυντή της ΕΜΙ, εξέχοντα στα δισκογραφικά πράγματα Γιώργου Πετσίλα, πρώην συζύγου της Νάνας Μούσχουρη, ενώ ένα εκλεκτό επιτελείο είχε δουλέψει μεταξύ των οποίων ο γραφίστας Δημήτρης Αρβανίτης που είχε σχεδιάσει το εξαιρετικό εξώφυλλο με τη Γώγου στους βροχερούς δρόμους της Αθήνας και ο Θόδωρος Σαραντής, γνωστός από τις εκπομπές του για το μπλουζ. Αλλά και η ταινία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης σάρωσε κερδίζοντας Β΄ βραβείο καλύτερης ταινίας, βραβείο μουσικής κ.α. και μάλιστα με την κρίση μιας ξεχωριστής επιτροπής με πρόεδρο τον Αλέκο Σακελλάριο και μέλη τους Τώνια Μαρκετάκη, Γιώργο Κάρτερ, Δημήτρη Θέμελη κ.α. Ήταν μεγάλη έκπληξη και ικανοποίηση για μένα».

Η «Παραγγελιά» του Παύλου Τάσιου στο 21ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, εκτός από το βραβείο μουσικής, απέσπασε το Β΄ Βραβείο Καλύτερης ταινίας (μετά το Α΄ Βραβείο που έλαβε ο «Μεγαλέξανδρος» του Θόδωρου Αγγελόπουλου), το Α’ Βραβείο Ανδρικής Ερμηνείας (Αντώνης Αντωνίου), το Βραβείο Μοντάζ για την εξαιρετική δουλειά του Γιάννη Τσιτσόπουλου, την Ειδική Μνεία Ηχοληψίας (Ηλίας Ιονέσκο) και το Βραβείο καλύτερης ταινίας μεγάλου μήκους ΕΚΚΑ, ενώ οι Αντώνης Καφετζόπουλος και Θέμις Μπαζάκα έκαναν σε αυτή το κινηματογραφικό τους ντεμπούτο. Η ταινία έκοψε 196.186 εισιτήρια καταλαμβάνοντας την 6η θέση ανάμεσα σε 25 ελληνικές ταινίες που προβλήθηκαν τη σεζόν στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Τα «Σαχτουρικά» του Κυριάκου Σφέτσα
Το 1985 κυκλοφόρησε ο δίσκος «Τοπίο / Ερωτικό Τραγούδι» (Εταιρεία Νέας Μουσικής) με μελοποιήσεις του Σφέτσα σε πέντε ποιήματα του Μίλτου Σαχτούρη («Ο τρελός λαγός» από την ποιητική συλλογή «Τα Φάσματά ή Η χαρά στον άλλο δρόμο», «Η στάχτη», «Τοπίο», «Κρυμμένος» από την ποιητική συλλογή «Ο Περίπατος» και «Θρήνος» από την ποιητική συλλογή «Σφραγίδα ή όγδοη σελήνη») και ένα λυρικό ποίημα του Μακηδόνιου Ύπατου από τα χρόνια του Ιουστινιανού («Ερωτικό Τραγούδι»), που αντλήθηκε από την Παλατιανή Ανθολογία, σε μετάφραση Ανδρέα Λεντάκη.

Τα ποιήματα του Σαχτούρη σε μουσική Σφέτσα που πρωτοπαρουσιάστηκαν το 1984 από το ραδιόφωνο της France Musique με τη μεσόφωνο Μαρκέλλα Χατζιάνο και την πιανίστρια Δανάη Καρά, ερμηνεύονται στον δίσκο από τη σπουδαία Σουηδή μέτζο σοπράνο Anne Marie Muhle, η οποία στο παρελθόν είχε ερμηνεύσει τα «Έξι τραγούδια σε ποίηση του T.S. Eliot» του Γιάννη Χρήστου με την πιανιστική συνοδεία της Νέλλης Σεμιτέκολο. Η Anne Marie Muhle ήταν σολίστ της Folk Orchestra της Στοκχόλμης και σύζυγος του σημαντικού παραγωγού, επικεφαλής ηχολήπτη της δισκογραφικής εταιρείας Teldec, ενώ έπαιξε και ως ηθοποιός στις ταινίες «Carmen» (1983), «Kronbruden» (1990) και «Backanterna» (1993). Έφυγε από τη ζωή στα 49 της. Στην ερμηνεία της στα μελοποιημένα ποιήματα του Σαχτούρη στον δίσκο συνοδεύεται από την πιανίστρια Μερόπη Κολλάρου. Ο Σφέτσας προσεγγίζει τα ποιήματα με έντονη φόρτιση και τεράστια συναισθηματικά αποθέματα παρακολουθώντας με εξαιρετικό βαθμό αντίληψης τις μεταμορφώσεις της ποιητικής γλώσσας. Μελωδικές νύξεις και εσωτερική ατμόσφαιρα σε ένα σπουδαίο σύγχρονο έργο που συνδιαλέγεται με τον οριακό ποιητικό λόγο. Οι στίχοι που αφιέρωσε ο ποιητής στον συνθέτη: «Κεφάλι μου γεμάτο όνειρα / χέρια μου γεμάτα λάμψη» αναγράφονται στο ένθετο. Το δίστιχο του ποιητή στάλθηκε στον συνθέτη μέσω της ζωγράφου, συντρόφου του ποιητή Γιάννας Περσάκη.

Όμως ο Σφέτσας στην επικοινωνία μας αναφέρεται και στον ποιητή Μίλτο Σαχτούρη: «Με τον Σαχτούρη δεν ήρθαμε σε επαφή. Συνειδητά δεν επιδίωξα να τον συναντήσω από σεβασμό στον σπουδαίο δημιουργό και το έργο του αλλά και για να διατηρήσω αναλλοίωτη και άφθαρτη την εικόνα που είχα για αυτόν. Μετά από καιρό πληροφορήθηκα από τον σκηνοθέτη Λευτέρη Ξανθόπουλο πως είχε εκτιμήσει πολύ το γεγονός ότι δεν τον είχα ενοχλήσει».
Το «Ερωτικό Τραγούδι» του Μακηδόνιου Ύπατου που ο Σφέτσας προσέγγισε με μια βυζαντινότροπη μουσική γραφή, απέδωσε ο ψάλτης Λυκούργος Αγγελόπουλος και πενταμελές σύνολο σπουδαίων μουσικών (Δημήτρης Βράσκος-βιολί, Νίκος Γκίνος-κλαρινέτο, Στέλλα Γαδέδη-φλάουτο, Ανδρέας Ροδουσάκης-κοντραμπάσο, Χρήστος Σφέτσας-τσέλο) υπό τη διεύθυνση του Λευτέρη Χαλκιαδάκη. Όπως αναφέρει ο συνθέτης για το έργο: «Μία, μακράς διάρκειας και φόρμας, οργανική εισαγωγή μας εισάγει στο μυστικιστικό και υπερβατικό κλίμα, που θαρρώ μας είναι αναγκαίο, για να νιώσουμε στη συνέχεια τον τραγουδισμένο ψαλτικά, δηλ. λατρευτικά και ευλαβώς, ερωτικό ποιητικό λόγο. Εδώ, το μικρό σε έκταση ποίημα διαμελίζεται, χάριν της μουσικής φόρμας, σε τέσσερις βραχείες ενότητες, η κάθε μια των οποίων είναι μελοποιημένη σε διαφορετικό τρόπο. Ανάμεσά τους, παρεμβάλλονται μικρά επίσης ορχηστρικά ιντερλούδια, οι καταλήξεις των οποίων προετοιμάζουν τον τρόπο της νέας ενότητας».
Γράφοντας μουσική σε ποίηση Charles Cotton και στίχους Μιχάλη Γκανά
Ο σπουδαίος Άγγλος ποιητής της ελισαβετιανής περιόδου Charles Cotton προσεγγίστηκε το 1989 από τον Σφέτσα κατόπιν προτροπής του Πέτρου Μάρκαρη σε τέσσερα τραγούδια διάφορων στυλ σε αγγλικούς στίχους που ερμήνευσε η σοπράνο Susan Lambert και ο πιανίστας Τάκης Φαραζής στο θέατρο Ρεματιάς και ήταν παραγγελία του συνθέτη σύγχρονης μουσικής Θόδωρου Αντωνίου. Τα κομμάτια συμπεριλήφθηκαν αργότερα στο cd «Silent Days» (Utopia, 1993).

Ο τίτλος του δίσκου (Ημέρες σιωπής) εξηγείται από τον ίδιο τον Σφέτσα ως εξής: «Ημέρες σιωπής η χρόνος περισυλλογής. Αν έχεις απωλέσει σημαντικά πράγματα, “κι αν (κατά Καβάφη) δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις”, προσπάθησε τουλάχιστον να περισώσεις ότι σου απόμεινε, και ζήσε τον βαθύ κόσμο της σιωπής. Εκεί, ακούγονται πολλές μυστήριες μουσικές, που ξεψυχούν πάραυτα στο… αλαλλάζον φως της μέρας. Το “Silent Days” είναι τίτλος δηλωτικός, ιδεολογικού και αισθητικού περιεχομένου, και ουδεμία μουσική ειδική σχέση έχει με τα έργα, (διαφόρων στυλ και αποχρώσεων), που περιέχονται στο δίσκο. Υπογράμμιζε το 1991, όπως και σήμερα άλλωστε, μια χειρονομία που με ήθελε να αντιτάσσομαι δια της σιωπής και της ενάργειας, έναντι στην ευτέλεια, την αφασία και τον αριβισμό».


Ο Κυριάκος Σφέτσας προσέγγισε και στίχους του Μιχάλη Γκανά για μια παιδική θεατρική παράσταση με τίτλο «Ήλιος ήλιος και βροχή», μια παραγωγή του Θεάτρου Προαστείων. Η μουσική ηχογραφήθηκε το 1995 και κυκλοφόρησε το 1996 σε κασέτα από την Digital Press Hellas. Ανάμεσα στα τραγούδια «το τραγούδι της βροχής» και «το τραγούδι του ήλιου» αλλά και τα τραγούδια της Ρόδου, της Καρύστου, της Καστοριάς και της Αθήνας σε ένα ταξιδιωτικό πανόραμα του Μιχάλη Γκανά.
«Γη των Απουσιών»: Για ποιήματα της Κικής Δημουλά
Τελευταία απόπειρα μελοποίησης ποίησης του Σφέτσα ήταν αυτή πάνω στα ποιήματα της Κικής Δημουλά όπως καταγράφηκε στο cd «Γη των Απουσιών» (Ακτή, 2004), που εκδόθηκε σε συμπαραγωγή της Δημοτικής Επιχείρησης Πολιτιστικής Ανάπτυξης Πάτρας.

Τα ποιήματα απαγγέλλει με μια ερμηνεία ενταγμένη πλήρως στο τελικό μουσικό αποτέλεσμα η εκλεκτή ηθοποιός Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου, ενώ το μουσικό μέρος αναλαμβάνει εννιαμελές σχήμα της Ορχήστρας Νυκτών Εγχόρδων του Δήμου Πατρέων υπό τη διεύθυνση του Θανάση Τσιπινάκη. 5 ξεχωριστοί σολίστ (τρομπέτα, πιάνο, βιολοντσέλο, κοντραμπάσο και κρουστά) και το φωνητικό σύνολο «Ηχώ» σε διδασκαλία της Λένας Σουρμελή.
Μουσική σπάνιας εσωτερικής συναισθηματικής δύναμης και αισθητικής λεπτότητας που ρέει αβίαστα. Ο δίσκος χαρακτηρίζεται από μια αξιοζήλευτη ισορροπία και ισοτιμία της ποιητικής και μουσικής τέχνης, μια κοινή πλεύση λόγου και ήχου μέσω μιας ιδιαίτερης οργάνωσης.

Όπως μας επισημαίνει ο συνθέτης: «Με τη Δημουλά ήρθα πρώτη φορά σε επαφή όταν την κάλεσα στις “Γιορτές Λόγου και Τέχνης 2002” στη Λευκάδα ως καλλιτεχνικός διευθυντής του Πνευματικού Κέντρου Δήμου Λευκάδας εκ μέρους της Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών μαζί με άλλους δημιουργούς και ομιλητές (τον ποιητή Τίτο Πατρίκιο, τον συγγραφέα Θανάση Βαλτινό, τον γλύπτη Θόδωρο, τον ποιητή και κριτικό Δημήτρη Δασκαλόπουλο, την φιλόλογο και ποιήτρια Τασούλα Καραγεωργίου) να λάβουν μέρος στο Ζ΄ Συμπόσιο που είχε πραγματοποιηθεί από 9 έως 11 Αυγούστου. Η Κική Δημουλά τότε είχε διαβάσει ποιήματά της και την είχε παρουσιάσει αναφερόμενη στο έργο της η Τασούλα Καραγεωργίου, Αργότερα της ζήτησα την άδεια να δανειστώ στίχους ποιημάτων από διάφορες ποιητικές συλλογές της και να δημιουργήσω το δικό μου ποιητικό λιμπρέτο για τη μουσική μου. Η ποιήτρια ανταποκρίθηκε άμεσα χωρίς ενδοιασμούς αφήνοντάς μου πλήρη ελευθερία. Στο μυαλό μου για να ενσαρκώσει την ποιητική φωνή είχα την Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου που γνώριζα από την ταινία του Νίκου Γραμματικού “Κλειστή Στροφή” (1991) στην οποία έπαιζε ερμηνεύοντας τον ρόλο της Ισμήνης και εγώ έγραψα τη μουσική, αλλά και από τον καιρό της σπουδαίας εκτεταμένης συνεργασίας της με τον σκηνοθέτη Βασίλη Παπαβασιλείου στο θέατρο. Μια ηθοποιό με εξαιρετική χροιά φωνής και σημαντική παιδεία, που της έχω μεγάλη εκτίμηση. Έτσι προέκυψε η “Γη των απουσιών” με τίτλο δανεισμένο από ένα από τα ποιήματα της Δημουλά που χρησιμοποίησα».

Η ποίηση λοιπόν υπήρξε αυθεντική και διαρκής αφορμή δημιουργίας για τον Κυριάκο Σφέτσα. Σε πολλές περιπτώσεις την αναθεώρησε με δικές του παρεμβάσεις απλώνοντας τους στίχους, δημιουργώντας λειτουργικά ποιητικά μωσαϊκά στίχων προσαρμόζοντας ιδανικά τη συνάντηση λόγου και μουσικής. Όπως ο ίδιος μας υπογραμμίζει: «Μέσα στην ποίηση υπάρχει πολλή κρυφή μουσική και περιμένει να την ανακαλύψουμε και να την αναδείξουμε».



























