διήγημα του Ιβάν Μούνιν
(Μετάφραση: Νικήτας Αλεξάνδρου
Επιμέλεια μετάφρασης: Έλενα Ιωακειμίδη)
Νύχτα ζοφερή και θυελλώδης στα τέλη των βροχερών μηνών, με το σκοτάδι και τις καταιγίδες να δυναμώνουν ώρα με την ώρα. Ο ωκεανός είναι έτοιμος να καταπιεί το μαύρο δάσος του ιερού Νησιού των Λεόντων , το δάσος που απλώνεται ίσαμε την ακρογιαλιά.
Ακούγεται το μεγαλοπρεπές μουγκρητό του ωκεανού, με τα ογκώδη και λαμπερά του κύματα, που αδιάλειπτα και αγέρωχα βαδίζουν κατά του νησιού και σκεπάζουν όχι μόνο τους παράλιους βράχους και την ακρογιαλιά, όπου σχηματίζοντας πυκνούς κύκλους απλώνονται οι αστερίες με κάποια μυστηριώδη λάμψη και χίλια καβούρια ψιθυρίζουν διασκορπισμένα εδώ κι εκεί, αλλά και τις ρίζες εκείνων των φοινίκων, που είχαν λυγίσει οφιοειδώς τους λεπτούς τους κορμούς από τους παράκτιους γκρεμούς.
Κάπου κάπου έρχεται μια υγρή θύελλα με απίθανη ορμή, με ανείπωτη δύναμη, με κάποια μεγαλοπρέπεια και με την άγρια βοή, που κατεβαίνοντας από τα δάση στην ακρογιαλιά, δεν μοιάζει λιγότερο φοβερή και τρομερή από το βουητό του ωκεανού. Οι φοίνικες σαλεύουν εδώ κι εκεί, σαν τα ανήσυχα θεριά όταν λαγοκοιμούνται, και ξαφνικά λυγίζουν προς τα κάτω με την ορμή του ανέμου: από τις κορφές τους πέφτουν μυριάδες μαραμένα φύλλα και στον αγέρα ακούγονται οι αψιές μυρωδιές που κατεβαίνουν από τα βάθια του δάσους.
Τα μαύρα και βαριά σύννεφα, θυμίζοντας τη νύχτα του Κατακλυσμού, όλο και χαμηλώνουν σιμώνοντας τον ωκεανό. Ωστόσο, μέσα στην απέραντη έκταση που χωρίζει τα σύννεφα από την υγρή άβυσσο υπάρχει κάτι που θυμίζει το φως. Ο ωκεανός ως τα μύχια του αφθονεί με την ιερή φλόγα των αμέτρητων ζωών.
Τα κύματα με τις πύρινες χαίτες τους κοχλάζουν, το μουγκρητό των κυμάτων χιμάει στην ακτή, σαν μετά από κάποια έκρηξη με τόση λάμψη, ώστε η πράσινη αντανάκλασή της φτάνει ως εκείνον τον άνθρωπο που στέκεται στην ακτή.
Ο άνθρωπος αυτός είναι ξυπόλυτος, τα μαλλιά του είναι κομμένα, ο δεξής του ώμος είναι ξεγυμνωμένος και τα ρούχα του είναι τα κουρέλια που συνηθίζουν οι αναχωρητές.
Είναι μικρός σαν βρέφος μπροστά στο μεγαλείο που τον περιβάλλει. Τάχα με την αντανάκλαση και το μουγκρητό του κύματος που μόλις είχε χτυπήσει, άστραψε ο τρόμος μέσα στα ταλαιπωρημένα μάτια του;
Ακλόνητος μπροστά σε αυτό το μουγκρητό και τη βοή της θύελλας και του δάσους, φωνάζει δυνατά:
— Δόξα στον Ύψιστο, τον Άγιο, τον Παμπεφωτισμένο που νίκησε την Επιθυμία!
Στο βαθύ σκοτάδι του δάσους η θύελλα σηκώνει και στροβιλίζει με ορμή μύρια φλογερά μάτια, την ώρα που με θρίαμβο ακούγεται η φωνή του ανθρώπου που στέκεται στην ακτή:
— Μάταια, εσύ χιλιόματε Μάρα , προσπαθείς να με φέρεις σε πειρασμό περνώντας πάνω από τη γη με τις ζωογόνες θύελλες και νεροποντές σου, με τη γόνιμη και συνάμα μυρωδάτη αποσύνθεση των νεκρών που γεννούν νέα ζωή μέσα από τη σήψη και την τέφρα! Κάνε πίσω, Μάρα! Όπως μια σταγόνα της βροχής κυλάει από τον λωτό, έτσι χάνεται και η Επιθυμία μου!
Μέσα από τα χίλια φύλλα που πέφτουν από τα δέντρα, με θρίαμβο και φούρια ορμάει η ανεμοθύελλα εκείνων των μυρίων φλογερών ματιών που φωτίζουν μέσα στο σκοτάδι του δάσους το γιγαντιαίο άγαλμα που κάθεται κάτω στη γη με τα πόδια σταυρωμένα και με το κεφάλι του να φτάνει ως τις κορφές των φοινίκων. Από τον λαιμό ίσαμε τη μέση είναι περιτυλιγμένο με ένα κουλουριασμένο φίδι, που έχει ανοίξει διάπλατα το ρόδινο λαρύγγι του και έχει απλώσει το επίπεδο κεφάλι του με τα λοξά του μάτια πάνω στο κεφάλι του αγάλματος. Αδιαφορώντας για το ασήκωτο βάρος του φιδιού, ο καθούμενος παραμένει λεύτερος και αλύγιστος, μεγαλοπρεπής και ευθυτενής. Στην κορυφή του κεφαλιού του έχει το θεϊκό εξόγκωμα . Τα κοντά μαυρογάλανα μαλλιά του μοιάζουν με το γαλάζιο της ουράς του παγωνιού. Στο κοκκινόχρωμο του πρόσωπο βασιλεύει η νηνεμία.
Η φοβερή του φωνή είναι γεμάτη γαλήνη, αλλά μοιάζει στη δύναμη με τη βροντή, κατεβαίνοντας μεγαλοπρεπώς από τα βάθια των δασών προς τον άνθρωπο που στέκεται στην ακροθαλασσιά:
— Αλήθεια σου λέω, μαθητή μου, ξανά και ξανά θα με αρνηθείς για το χατίρι του Μάρα, για χάρη ενός γλυκού ψέματος που σου δίνει η θνητή ζωή αυτή τη νύχτα της γήινης άνοιξης.
Παρίσι, 1921
info:
Iβάν Μπούνιν |22.10.1870 – 8.11.1953|, Ρώσος ποιητής και πεζογράφος, ο πρώτος Ρώσος συγγραφέας που τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ, το 1933. Ένθερμος αντιμπολσεβίκος, το 1917 έφυγε με το τελευταίο γαλλικό πλοίο από την Οδησσό και εγκαταστάθηκε στη Γαλλία, όπου δημοσίευσε το ημερολόγιό του «Οι καταραμένες μέρες» για την Οκτωβριανή επανάσταση. Είναι περισσότερο γνωστός για το αυτοβιογραφικό του μυθιστόρημα «Η ζωή του Αρσένιεφ», ωστόσο θεωρείται «δάσκαλος» στο διήγημα – οι συλλογές διηγημάτων «Το χωριό» και «Οι σκοτεινές λεωφόροι» είναι από τα σημαντικότερα έργα του.



























