της Έφης Κατσουρού (*)
Είναι στα αλήθεια ο τουρισμός η βαριά βιομηχανία της χώρας την οποία πρέπει να διαφυλάττουμε ως κόρην οφθαλμού ή μήπως στην πραγματικότητα αποτελεί έναν από τους βασικούς παράγοντες αποδόμησης της ελληνικής κοινωνίας την τελευταία δεκαετία; Για ποια κοινωνική συνοχή μπορούμε να μιλάμε όταν μεγάλα ποσοστά του δυναμικού πληθυσμού εργάζονται για τη σεζόν στα νησιά αλλάζοντας την ανθρωπογεωγραφία των μεγάλων αστικών κέντρων για τους μήνες Μάρτιο έως Οκτώβριο; Τι ατομική και συλλογική συγκρότηση μπορεί να επιτευχθεί για ανθρώπους που διαβιούν σε μία διαρκή συνθήκη κινητικότητας, όχι από επιλογή αλλά για λόγους διαβίωσης; Τι σχέσεις μπορούν να συγκροτηθούν και ποιος ο αντίκτυπος στους κοινωνικούς, οικογενειακούς, διαπροσωπικούς δεσμούς των νεώτερων γενεών; Μπορεί στα αλήθεια η Ελλάδα να συνεχίσει να απορροφά τα εκατομμύρια τουριστών που επελαύνουν ετήσια από τις πόλεις και τα νησιά της;
Πολλά γράφονται και πολλά ακούγονται γύρω από το θέμα του τουρισμού και του υπέρ-τουσριμού παγκοσμίως, με την πόλωση (ανάλογα με το οικείο συμφέρον της κάθε συλλογικότητας ή μονάδας) βαθμιαία να αυξάνεται. Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, πριν περίπου μισό αιώνα, το 1974, έγραψε το ποίημα με τίτλο «Τουρισμός» στη συλλογή Μαγδαληνή, το μεγάλο θηλαστικό. Παραθέτω το ποίημα αυτούσιο:
Τουρισμός
Ο τόπος μου μου φάνηκε
ένα πρωί
κομμάτι ξεροκόμματο
στο δρόμο πεταμένο
κι πανιασμένη κόρα του
μυρμήγκια σκεπασμένη·
άπειρα, μαύρα με μαύρα γυαλιά
που όλο παίζαν νευρικά
τα χειροπόδαρά τους.
Προμήθειες φορτωμένα
ανεβαίνουν τους πευκόφυτους λόφους
φυσάει τ’ αεράκι του χρόνου
μαραζωμένο
και το θυμάρι μόλις αναπνέει
και σφίγγεται
γύρω απ’ τις άδειες μπουκάλες
και τις κολόνες.
Με βιάση, χωρίς πάθος
κουνάνε καπέλα κεραίες
αγγίζουν ό,τι φανταχτερό
τους φάνταξε
τις κάρτες, εμένα
το καφετί, γαϊδούρι.
Έρημο πρωί
μια αχλή γύρω απ’ την καρίνα
τον μουγκό σε συλλογή
να καθαρίζει ψάρια…
Άλλος κανείς
άδειο εγώ
τα μυρμήγκια μπουλούκι
σουλατσάρισαν, ψωνίσανε…
Έπειτα άδειο πάλι·
μια γραφομηχανή μακρινή
σαν απ’ τη θάλασσα
κάποιος να υπαγόρευε
το τέλος του νησιού.
Μέρμηγκες άνθρωποι
όλο και πιο τουριστικά φέρονται
στη ζωή
χαϊδεύονται χωρίς ποτέ
να φτάνουν στο κουκούτσι
έντομα
χαίρονται τα φωτεινά διαλείμματα
στο δέρμα τους
μα ο τόπος όλο πρήζεται
τουμπανίζει
κουλάθηκ’ η κουκουβάγια
κι η Δύση με την Ανατολή
τυφλές οι δύστυχες κι οι δυο
σ’ ένα φαράγγι
με κόρακες από ψηλά
όλο να κουτσουλάνε.
Δυο γερόντια στην εξοχή
ο Αυγουστίνος κι ο Αθανάσιος
ψελίζουν ξόρκια, συνταγές
μπάζουν οι τρύπες τους ψευτιές
και τρέμουν απ’ το κρύο.
Σπάσανε οι παρήγορες γραμμές
οι εικόνες μεταγλωτίστηκαν
κι έμειναν δίχως θάμπος.
«Μέρες περίεργες δω κάτω»
είπε η ξένη
«όσο και να πονάς χαίρεσαι
μ’ αυτά που βλέπεις.
Τα ζώα βγαίνουν απ’ το χώμα
κανένα χέρι δεν τα οδηγεί
ρεμπελεύουν
βόσκουν χρώματα
κι εκεί που στέκουν σκεφτικά
τα καταπίνει ευγενικά
η νύχτα.»
Το παραθέτω απλά ως μια υπόμνηση, υποσημείωση στις θερινές ώρες που πνίγονται μέσα στα πλήθη των τουριστών, στην ανάσα εκείνων που διέρχονται πάνω από το σώμα του τόπου χωρίς να τον βιώνουν.
Οι βιαιότερες αλώσεις συντελέστηκαν στο όνομα μιας κάποιας σωτηρίας…
(*) Η Έφη Κατσουρού είναι ποιήτρια, αρχιτέκτων



























