της Μαρίας Μανωλοπούλου (*)
Ένας αποχαιρετισμός με λόγια του ίδιου, σε μια συνομιλία που έμεινε ανέκδοτη
«Η σωτηρία δεν είναι κληρονομικό δικαίωμα. Ζητούμενο είναι. Υπόσχεση στον εαυτό.» Αυτά τα λόγια του Γεράσιμου Μιχελή δεν ειπώθηκαν με τη σκέψη του αποχαιρετισμού. Τα είπε σε μια συνέντευξη που κάναμε τον Απρίλιο του 2022 για τον ιστότοπο Envivlio — μια συνομιλία που δεν δημοσιεύτηκε ποτέ, αλλά κράτησα στο γραμματοκιβώτιό μου. Μια συνομιλία με τον ίδιο του τον εαυτό, που την εμπιστεύτηκε σε μένα.
Μιλούσαμε τότε για την Υπόσχεση (Εκδόσεις Συρτάρι, 2021), την πρώτη του λογοτεχνική εμφάνιση. Ένα βιβλίο που δεν ήταν απλώς συλλογή μικρών πεζών, αλλά ένας τρόπος να θέτει τον εαυτό του σε σχέση με τον κόσμο:
«Κάτι, σε σχέση με κάτι άλλο. Στόχος μου, η σχέση — που είναι άθλημα εμπιστοσύνης. Πώς αλλιώς θα ακουμπήσω στον άλλον; Η σωτηρία μας κι ο χαμός μας βρίσκονται μέσα μας. Στο χέρι μας είναι να διαλέξουμε ένα από τα δύο. Η σωτηρία δεν είναι κληρονομικό δικαίωμα. Ζητούμενο είναι. Υπόσχεση στον εαυτό! Πρόκειται για μικρά πεζά, κάποια από αυτά φλερτάρουν με την ποίηση. Η ποίηση άλλωστε ήταν πιστή- σταθερή συντροφιά μου, την περίοδο του εγκλεισμού. Πώς λοιπόν να μην έχει επηρεάσει το γράψιμό μου;»
Η Υπόσχεση γράφτηκε την περίοδο της καραντίνας, σε ένα τετράδιο που έγινε καταφύγιο:
«Ξεκίνησα να καταγράφω σε τετράδιο στιγμές της καθημερινότητάς μου. Τύπου ημερολόγιο… Με οικονομία, πάλευα να χωρέσω σε λίγες γραμμές ό,τι με είχε συγκλονίσει μες στο κύλισμα της μέρας. Αγόγγυστα, υπομονετικά, πυρετικά, στωικά παρακολουθούσα πώς έμπαιναν σε σειρά λέξεις που έφεραν τους ήχους και τα χρώματα της πόλης μέσα τους. Τη σιωπή των δρόμων. Όλα εκπορεύονταν από τον νου, με λυρική ομορφιά, κι είχαν παραλήπτη τον μέσα μου εαυτό. Τα κείμενά μου είναι μια προσωπική, εξομολογητική, ενώπιος-ενωπίω συνομιλία με τον εαυτό που κρύβεται βαθιά μέσα μου. Η “Υπόσχεσή” μου είναι το ευαίσθητο αυτί, τα άγρυπνα μάτια, η καρδιά που χτυπούσε δυνατά την γκρίζα εκείνη περίοδο. Χρωστάω τη σοφία μου στον φόβο!
Η ανησυχία μου για το αν θα σώσουμε την ανθρωπιά μας καταλάγιαζε μόνο με το γράψιμο, τις πάμπολλες άγρυπνες νύχτες μου. Αναρωτιόμουν: Θα ξαναρχίσει η πορεία του ανθρώπου στον κόσμο σε ένα καινούργιο φως; Θα γίνει ο άνθρωπος το μοναδικό νόημα του κόσμου; Σήμερα νιώθουμε ασφαλείς, ακόμη, μόνο εξ αποστάσεως…»
Πίστευε βαθιά ότι το γράψιμο είναι πράξη σχέσης — όχι αυτοέκφραση:
«Στόχος μου είναι ό,τι κάνω να αφορά τον άλλον και να είναι στο τώρα!
Το βιβλίο μου να γίνει καθρέφτης στα χέρια του αναγνώστη. Η “Υπόσχεση” να γίνει σχέση με τον άλλον.»
Η θάλασσα, η άλλη του αγάπη, δεν μπορούσε να λείπει:
«Είμαι νησιώτης. Ο πατέρας μου Κεφαλλονίτης κι η μάνα μου Αστροπαλίτισσα.
Η θάλασσα ήταν η μεγάλη μου αγάπη. Τα καλοκαίρια, το σπίτι στο νησί δεν μ’ έβλεπε. Όλη μέρα στη θάλασσα από νωρίς — για ψάρεμα, μαζεύαμε αχινούς, πεταλίδες, παίζαμε μπάλα, ρακέτες, κάναμε αρχιτεκτονική στην άμμο, κολύμπι όλη την ώρα… Η μάνα μου έλεγε: Δεν είσαι γιος μου εσύ, παιδί της θάλασσας είσαι! Η θάλασσα κρύβει άπειρες δυνατότητες, τον ανεξάντλητο δυναμισμό της απεραντοσύνης της. Τη διέξοδο στη ζωή.»
Το θέατρο ως πράξη κοινότητας και ήθους:
“Στόχος του ηθοποιού δεν είναι η διάκριση . Η προσπάθεια να γίνει καλύτερος άνθρωπος, αυτός είναι ο στόχος του. Το θέατρο δεν είναι χώρος για μοναχική απόλαυση. Συναντάς την ομορφιά που σε λυτρώνει , μέσα από την κοινότητα . Μου δίνει χαρά η καλή, δημιουργική συνεργασία . Η επικοινωνία, η ανταλλαγή, η αλληλεπίδραση , στην δουλειά μας. Είτε αυτό συμβαίνει στο θέατρο είτε σε μια τηλεοπτική σειρά. Έχω να θυμάμαι πολλές καλές συνεργασίες και στα δυο (θέατρο και τηλεόραση )”.
Η πίστη ήταν για τον Γεράσιμο άσκηση κοινότητας:
«Η πίστη με βοηθά να έχω γαλήνη μέσα μου — να είμαι ψυχή δεκτική.
Πίστη είναι η σχέση μας με τον Άλλον, η σχέση μας με τον Θεό. Η κοινωνία με ένα πρόσωπο. Η αποδοχή ότι το αδύνατο είναι δυνατό. Όλα γίνονται για να φτιάξουμε κοινότητα με τον άλλον και όλοι μαζί με τον Θεό. Αυτό είναι το κλειδί της απόδρασης από την ερημιά μας. Αυτό μου δίνει χαρά και δύναμη για δημιουργία.»
Για τη δημιουργία μιλούσε πάντα με αφοπλιστική ειλικρίνεια:
«Μακάρι να καταφέρω να γράψω κάτι που να συγκινήσει πρώτα εμένα — βαθιά. Θέλω να με αιφνιδιάσω! Γράφω τακτικά μικρά κείμενα, χωρίς συγκεκριμένο στόχο. Σχεδιάσματα, δοκιμές… Δεν ξέρω πού θα καταλήξουν…»
Μετά την Υπόσχεση, ήρθε ο Δρόμος Ευθύς (Πρώτη Ύλη, Νοέμβριος 2024) — μια γραφή ειλικρίνειας και ήσυχης γενναιότητας. Εδώ, ο Γεράσιμος Μιχελής επιλέγει τον τόνο της σιγής και της εσωτερικής αντοχής. Χωρίς επίδειξη, χωρίς λυρικά στολίδια, προχωρά ευθεία: απέναντι στον φόβο, στη φθορά, στον χρόνο που λιγοστεύει.
Με απλές εικόνες — σκιά, ποτάμι, φύλλα, σιωπή — δεν ψάχνει παρηγοριά στο πρόσκαιρο. Ακουμπά σε αυτό που δεν μετακινείται: την πίστη, την υπομονή, την αγάπη. Δεν φωνάζει· επιμένει. Δεν παραδίνεται· στέκεται.
«Καθώς μεγαλώνουμε και μικραίνει η ζωή έξω, καθώς βαθαίνει η ζωή μέσα,
κάποιοι επίμονοι δύτες εξερευνούν τα βάθη της. Και πού και πού ανασύρουν εικόνες— στιγμές της καθημερινότητας, βαφτισμένες και εξαγιασμένες απ’ το νερό»
γράφει η Όλια Λαζαρίδου.
«Σαν ταξιδιάρικο και τραγουδιάρικο πουλί πορεύεται κι η σκέψη του Μιχελή·
τον πολιορκεί για απολογισμούς, άλλοτε προσπαθώντας να κρύψει την πληγή του κι άλλοτε επιθυμώντας να μοιραστεί την οδύνη του» σημειώνει ο Ιωσήφ Βιβιλάκης.
Ο Δρόμος Ευθύς δεν υψώνει τη φωνή του. Στέκεται στη σιωπή και διεκδικεί αυτό που απομένει, όταν όλα φαίνονται μάταια. Και στο τέλος, χωρίς θόρυβο, γίνεται πράξη βαθιάς, προσωπικής αντίστασης:
«Πατάω με λύσσα το κεφάλι της συμφοράς,
νιώθω τυχερός, δεν είμαι μόνος,
στις φλέβες μου ρέει η αγάπη,
όλα γύρω μου λάμπουν.
Νέα ζωή…»
Αυτός ήταν ο Γεράσιμος Μιχελής. Άνθρωπος της σκηνής και της σιωπής· «ευαίσθητος ηθοποιός και άνθρωπος», όπως τον χαρακτήρισε ο Στρατής Πασχάλης, «που άφησε πίσω του μερικά αυθεντικά ποιήματα» — και άλλες τόσες πράξεις εσωτερικής γενναιότητας.
Την ασθένειά του την υπέμεινε, όπως γράφτηκε από την ενορία Αγίου Νικολάου Ραγκαβά, «με δοξολογία και ειρήνη ψυχής». Γεννημένος στην Αθήνα, αριστούχος της Δραματικής Σχολής Βεάκη, σπούδασε μονωδία και θεωρία στο Ωδείο Πειραιά, ενώ φοίτησε και στο Εργαστήρι Αρχαίου Δράματος του Λευτέρη Βογιατζή. Έπαιξε στο Εθνικό Θέατρο, στο Θέατρο Αμόρε, στο Θέατρο Χορν — σε έργα του Σαίξπηρ, του Τσέχωφ, του Ίψεν· πάντα με μια αλήθεια που δεν φώναζε. Στην τηλεόραση, αγαπήθηκε από το ευρύ κοινό· εκείνος, ωστόσο, έμεινε πιστός στο χαμηλόφωνο της τέχνης και της ύπαρξης.
Μοιραστήκαμε την ίδια Δραματική Σχολή, τον ίδιο εκδοτικό οίκο, την ίδια ανάγκη να γράφουμε όχι για τον εαυτό, αλλά για να αγγίζουμε τον Άλλον.
Ο Γεράσιμος Μιχελής έφυγε όπως έζησε: με ευθύτητα, γενναιότητα, σιωπηλή παρουσία.
Και άφησε πίσω του την υπόσχεση πως ό,τι αξίζει είναι πάντα ο Άλλος.
Σημ : Το κείμενο βασίζεται σε ανέκδοτη συνέντευξη του Γεράσιμου Μιχελή [Απρίλιος 2022] και σε προσωπικές σημειώσεις. Αφιερώνεται στη μνήμη του.
(*) Η Μαρία Κ. Μανωλοπούλου είναι συγγραφέας – θεατρολόγος



























