“Αυτοχειρία σε χρόνο εξακολουθητικό” (Η Κάτια Γέρου για την Λίνα Φούντογλου)

0
216

 

γράφει η Κάτια Γέρου

 

                                                                                       «Σαν την Τζόαν Μπαέζ πονάω 

                                                                                             σαν τη Μάτση αγαπάω…»

 

Η ποιητική συλλογή Αυτοχειρία σε χρόνο εξακολουθητικό, της Λίνας Φούντογλου (Εκδ. Σμίλη, Δεκέμβρης, 2024) είναι ένα έργο που ξεχωρίζει για την ευαισθησία, την αφοπλιστική ειλικρίνεια και τις δυνατές εικόνες που, άλλοτε τρυφερές και άλλοτε ωμές, αγγίζουν βαθιά τον αναγνώστη. Μέσα από στίχους, που διαπνέονται από υπαρξιακή αγωνία, αναδεικνύεται η ομορφιά και η βαρύτητα ακόμη και των πιο ασήμαντων φαινομενικά λεπτομερειών.

Σχολιάζω κάποια από τα ποιήματα και τους στίχους που με άγγιξαν βαθιά -στην πραγματικότητα με άγγιξαν όλα, όμως μια εμπεριστατωμένη ανάλυση θεωρώ πως θα χρειαζόταν ένα ακόμη βιβλίο.

 

2

Βλέπω στα μάτια σου

το υπολειπόμενο γονίδιο

– δωρεά της μητέρας σου –

μέσα του όλοι οι προπάτορές σου

η συγκέντρωση μελανίνης

στο επιθήλιο της ίριδας

σε συνδυασμό με τη σκέδαση του φωτός

από το θολό μέσο

δίνουν σ’ εμένα το αποτέλεσμα

ενός ψέματος

   που με κρατάει

         σε εγρήγορση

τα μάτια σου, ο ουρανός

ψεύδονται κατ’ εξακολούθηση

προκαλώντας ύγρανση

των εύπιστων βλεννογόνων μου

αναρωτιέμαι

αν είναι εξίσου ψέμα το άγγιγμα των χεριών σου

αν ό,τι νιώθω είναι μετάφραση προγράμματος

περασμένου στο κρανίο μου

ή αλήθεια αληθινή

σε όποιον χωροχρόνο

αναρωτιέμαι

αν καταφέρω να εκτοξευτώ σε κάποιο αστέρι

εκεί που αργεί η εικόνα μας να φτάσει

θα ξαναζήσω τη στιγμή της ένωσής μας;

σε ποιο αστέρι να πηδήξω

σε άλλο ποιο θα παίξει επανάληψη

για να έχω μια ζωή στο πλάι σου

Η Λίνα Φούντογλου, βουρκώνει από συγκίνηση ενώ την ίδια στιγμή γνωρίζει ότι αυτά που τη συγκινούν είναι ανύπαρκτα ή ψέματα. Ρομαντισμός και κοφτερή ευθυκρισία ταυτόχρονα. Οι στίχοι δημιουργούν έναν πρωτότυπο διάλογο ανάμεσα στη συγκίνηση και στη διαύγεια της επίγνωσης.

 

9

Στα ρηχά οι άνθρωποι

κολυμπούν με τα γόνατα, με τους αγκώνες

γύρω από τον εαυτό τους κάνουνε στροφές

δεν έχουν οι άνθρωποι άλλον πιο κοντά

στο βρομόνερο μουλιάζουν την οργή τους

τον φθόνο

βαφτίζουνε

τον απερίγραπτό τους φόβο

μούχλιασε το νερό σαν το ψωμί τους

μαλάκωσαν οι κοφτερές γωνίες του μυαλού

πρήστηκαν οι κοιλιές

μελάνιασαν τα χείλη τους

ήταν φαίνεται από καιρό νεκροί

Οι άνθρωποι έχουμε την επιλογή, κι όμως πολλές φορές προτιμάμε να κολυμπάμε -ή και να επιπλέουμε- στα ρηχά. Τα βάθη δύσκολα τα αντέχουμε. Ένα ταξίδι όμως, όπως αυτό της ζωής, αξίζει την προσπάθεια εξερεύνησης, πριν ο θάνατος, πνευματικός ή βιολογικός επέλθει.

 

10.

Ζω σε μία αχηβάδα

φέρετρο

κάποιου θαλασσινού

σε χρόνο σκληρό

σε τόπο άνυδρο

γεμάτη από «χωρίς ελπίδες»

Αυτή η στρέβλωση της φράσης –είμαι γεμάτη ελπίδες λέμε, όχι είμαι γεμάτη από «χωρίς ελπίδες»– δεν είναι απουσία, είναι κατακλυσμός(!) μας πλημμυρίζει μέχρι το μεδούλι, μέχρι τα βάθη της ύπαρξής μας. Κι εκεί δεν χωράει τίποτε άλλο.

 

12

Κοιτάξτε

το σκουπιδιάρικο

τον σκουπιδιάρη πώς προσδένει

τον περιφέρει ως τρόπαιο

ή ως όπλο τον κραδαίνει;

βγείτε από τα σπίτια γείτονες

δείτε πώς καμαρώνει

για κείνον με τη μάσκα

που ισορροπεί σκυφτός

ας είναι στιβαρός

δείτε

το Αχίλλειο όχημα

το σώμα του πώς σέρνει

Έκτωρ γυμνός

νεκρός

με πανοπλία μια μάσκα

μάσκα από χαρτί

Ένας σκουπιδιάρης προσδεμένος στο σκουπιδιάρικο, γίνεται για την Λίνα, ένας ομηρικός ήρωας όπως ο Έκτωρ και παραμένει φωτεινός και ωραίος ακόμη και στον θάνατό του, δηλαδή στην πολύ δύσκολη ζωή του. Και πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει; Αφού αυτός, ο ταπεινός εργάτης, είναι «ο αίρων τη βρομιά των ανθρώπων». Εκτελεί δηλαδή μια σπουδαία αποστολή. Η Λίνα το γνωρίζει και υποκλίνεται μπροστά του. Αυτή είναι η αποστολή της ποίησης, έτσι νομίζω.

 

14

Είμαι ένα χέρι

έχω κερκίδα

ωλένη

φάλαγγες δαχτύλων

άρτιο χέρι αριστερό

μαύρα νύχια

μοβ φλέβες

σπασμένες φλέβες

άδειες φλέβες

κάποτε δεν ήταν έτσι

πότε;

έχω εκχυμώσεις

γρατζουνιές

σημεία πράσινα

σαπωνοποιημένα

δεν θυμάμαι τι συνέβη

δεν είχα και ποτέ μυαλό

οι μύες αδύναμοι

το ποτάμι με παίρνει

από πού να κρατηθώ;

πού το πετάξατε το σώμα μου;

είμαι ένα χέρι μόνο του

θα έλεγα πως μοιάζω αριστερό

– κάποτε σίγουρα –

ένα χεράκι που επιπλέει στον ποταμό

ψάχνοντας να ταιριάξει

στο υπόλοιπο κορμί του

Μια απίστευτη, πρωτογενής σκέψη. Πόσες φορές, σε στιγμές οδύνης, δεν σκεφτήκαμε ότι χάσαμε τον εαυτό μας ανεπιστρεπτί, ότι αυτό που ήμαστε κάποτε το χάσαμε; Ότι γίναμε χίλια κομμάτια και φοβόμαστε ότι αυτά τα χίλια κομμάτια δεν θα ξανακολλήσουν ποτέ. Αυτή η ιδέα της ποιήτριας για ένα αριστερό χεράκι που κολυμπάει για να βρει το υπόλοιπο σώμα του πραγματικά σου μένει αξέχαστη, σε σημαδεύει.

 

24

Καλοκαίρι ήταν

όταν ο ήλιος έσβησε

φωτιές ανάβω εδώ κι εκεί

δεν ζεσταίνουν

πυρσούς κρατάω

δεν φωτίζουν

Ο πόνος της απώλειας αποτυπώνεται με αξεπέραστη δύναμη σε αυτούς τους στίχους. Το πένθος δεν έχει λύτρωση· είναι φωτιά που δεν ζεσταίνει, πυρσός που δεν φωτίζει. Η ποιήτρια αποδίδει με αριστοτεχνική απλότητα την αίσθηση του κενού που αφήνει η απουσία αγαπημένων προσώπων. Δεν μπορώ να φανταστώ πιο καίρια έκφραση για το πένθος, για την απώλεια του πατέρα.

 

27

Ηλικιωμένη μύγα

κολλημένη στον τοίχο

δεν μιλάει πολύ

δεν κινείται

Μια μύγα, στα τελευταία της, συγκατοικεί με ένα κορίτσι που εξομολογείται -στην συνέχεια του ποιήματος- ότι δεν ανοίγει το παράθυρο για να την προστατεύσει από το κρύο. Δεν πρόκειται μόνο μια ποιητική ακτινογραφία της μοναχικότητας αλλά ταυτόχρονα για ένα απίστευτα τρυφερό ποίημα, και είναι αυτό που εντέλει χαρακτηρίζει τη γραφή της Λίνας Φούντογλου (πολυαγαπημένης μου μαθήτριας και συναδέλφου): ο φακός της ποιητικής προσοχής εστιάζει με την ίδια προσοχή στα μικρά όσο και στα μεγάλα.

 

29

οι ευτυχισμένες λίστες που μας έφτιαχνα

γιατί ξέμειναν στις σημειώσεις μου

με τόσο δολοφονικές διαθέσεις; (σ. 44)

Οι λίστες ευτυχίας, που άλλοτε αποτελούσαν σύμβολο ελπίδας και ζωής, γίνονται τώρα αιχμηρά όπλα που πληγώνουν. Η ποιήτρια καταγράφει με ευστοχία την αντίθεση ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν, καθώς η απώλεια μετατρέπει τις αναμνήσεις σε μαχαίρια που σκίζουν την ψυχή.

 

30

και ούρλιαζε το σπίτι

– γιατί με φτιάχνανε για να με αφήσουν μόνο;

και κλαίγανε οι τοίχοι

–μάλλον ξεχάσανε

δεν κράτησε στον χρόνο

Μιλάνε οι τοίχοι, το κρεβάτι, η κουζίνα, και πονάνε και διαμαρτύρονται γιατί αυτό το σπίτι εγκαταλείφθηκε –από ανάγκη μάλλον– από αυτούς που ζούσαν εκεί. Το σπίτι ουρλιάζει από μοναξιά που δεν κατοικείται από τους ανθρώπους του. Δεν πονάνε μόνο όσοι φεύγουνε, πονάνε και οι τοίχοι που μένουν ορφανοί, εφόσον αγγίχτηκαν και απορρόφησαν την ανθρώπινη αύρα μας. Ένας υπέροχος ποιητικός ανιμισμός.

 

22

την ποίηση θυμάμαι

όχι σαν λύση

όχι ως απάντηση

ως διαπραγμάτευση που με γητεύει

Η ποίηση δεν προσφέρει λύσεις ή απαντήσεις, αλλά μια διαρκής διαπραγμάτευση που περνάει και στους αναγνώστες. Και αυτό είναι και το πολύτιμο δώρο αυτής της συλλογής.

 

 Λίνα Φούντογλου, Αυτοχειρία σε χρόνο εξακολουθητικό, εκδ. Σμίλη

Προηγούμενο άρθροΖαν-Μισέλ Γκενασιά: επλέγουμε άραγε τη ζωή μας; (της Δήμητρας Ρουμπούλα)
Επόμενο άρθροΣασπένς και συγκίνηση στα Καλάβρυτα του 1960 (γράφει ο Θανάσης Αγάθος)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ