Ποίηση για τον Οκτώβριο: Βρεττάκος, Καμπάς, Βαγενάς, Λούντζης (του Θ.Χατζόπουλου)

0
10721

 

Η ανθρωπογεωργραφία του Θανάση Χατζόπουλου. Για τον Οκτώβριο ανθολογεί Νικηφόρο Βρεττάκο, Ανδρέα Καμπά, Νάσο Βαγενά, Αλέκο Λούντζη.

 

 

 

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

(1911-1991)

 

Η ΣΙΩΠΗ ΜΟΥ

Στον Πέτρο Δήμα

 

Οι πρώτοι φθόγγοι που άκουσα στη ζωή μου, οι πρώτες λέξεις

δεν ήταν το νανούρισμα της μάνας μου και το κελάηδισμα της σιταρήθρας.

Πάνω απ’ το λίκνο μου άρθρωνε ρήματα το γαλάζιο

κι έμπαζε μέσ’ απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο η σιωπή

ένα ποτάμι υπέροχα λόγια. Μιας θαυμαστής

γλώσσας το χρυσό αλφάβητο διακλαδίζονταν μέσα μου.

 

Περνώντας μέσ’ από κοιτάσματα χρυσαφιού

στα βάθη μου εξακολουθεί το θείο αυτό ποτάμι

να ρέει, σιγά, σαν τα νερά των βυθισμένων ποταμιών,

που τρέχαν μ’ ένα βούισμα μελισσιών κάτω απ’ τους βράχους

του Ταΰγετου, όταν οι ωραίες νύχτες τον νανούριζαν

σαν ένα βρέφος κι ο λαγός όρθιος άκουγε το άπειρο!

 

Ό,τι καλύτερο άκουσα στον κόσμο αυτό δεν ήταν

παρά τα δάκρυα των απλών ανθρώπων κι η σιωπή.

 

Ακούστε το παλλόμενο πρωινό χαμόγελό μου!

Είμαι μια τόσο φλύαρη ψυχή! Ω, μη μου λέτε

πως δε μιλώ. Ούτε στιγμή δε σταματά η φωνή μου.

 

Σύννεφο εντός μου υψώνονται του θέρου οι σιταρήθρες

όταν σιωπώντας σας κοιτώ στα μάτια. Ένα μελτέμι

που βγαίνει μέσ’ από χρυσά φλάουτα είναι η σιωπή μου.

Η κάθε λέξη της σιωπής μου ανθίζει άγραφα χρώματα

κι είναι στημένα μέσα μου άπειρα ουράνια τόξα

που βρέχουνε χρωματιστές λέξεις μες στη σιωπή μου.

(Ο ΤΑΫΓΕΤΟΣ ΚΑΙ Η ΣΙΩΠΗ, 1949)

 

 

ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ ΟΙ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΕΣ

 

Της Σπάρτης οι πορτοκαλιές, χιόνι, λουλούδια του έρωτα,

άσπρισαν απ’ τα λόγια σου, γείρανε τα κλαδιά τους

γιόμισα το μικρό μου κόρφο, πήγα και στη μάνα μου.

 

Κάθονταν κάτω απ’ το φεγγάρι και με νοιάζονταν,

κάθονταν κάτω απ’ το φεγγάρι και με μάλωνε:

Χτες σ’ έλουσα, χτες σ’ άλλαξα, πού γύριζες –

ποιος γέμισε τα ρούχα σου δάκρυα

και νεραντζάνθια.

(Ο ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ, 1957)

 

 

 

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ

 

Άνεμε, πλούσιο, παιδικό, εφηβικό

κι ανδρικό επανωφόρι μου, η έρημος

μεγάλωσε πάλι. Δίπλωσέ με καλύτερα.

Η μέρα μου, σήμερα, πέρασε όλη

σαν ένας μεγάλος ανα-

στεναγμός.

Ξανανύχτωσε.

Τρεμοσειούνται τα’ αστέρια. Ο Κύριος διορθώνει τη στέγη μου.

(ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, 1961)

 

ΔΕΝ ΘΑ ΗΘΕΛΑ

 

Δεν θα ήθελα να πιστέψω

ότι σκάλιζα τον αέρα

με τη σμίλη του πάθους μου.

Δεν θα ήθελα να πιστέψω

ότι έγραφα στο νερό,

αλλ’ αντίθετα, πως

δούλευα πάνω

σε μιαν ύλη σκληρή

να δωρίσω μια μέρα

στην ανάγκη του κόσμου

ένα πρόσωπο – φως.

(ΟΔΟΙΠΟΡΙΑ, 1972)

 

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΟΣ

 

Ήρεμες οι βροχές κατά μήκος της οροσειράς.

Τα έλατα ειρηνικά, φορτωμένα την καρτερία τους.

Εκεί κοντά κάπου κοιμήθηκες, αν θυμάμαι καλά.

Τώρα πια θα την έλιωσε τη σάρκα σου ο καιρός

και θα ’τριψεν η έρημος τα κόκαλά σου.

 

Μα μ’ όλο που σε αρνήθηκε η πατρίδα, δεν μου πάει

να φανταστώ πως έλιωσε μαζί τους και το ωραίο,

το αστραφτερό, το σαν από αργασμένο

μέταλλο θείο, εκείνο σου χαμόγελο αλλά, λέω

πως αυτό απόμεινεν εκεί και πως τις νύχτες

βγαίνει και δύει μες στο δρυμό – μικρό φεγγάρι

(ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ, 1974)

 

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΜΠΑΣ

(1919-1965)

 

ΠΕΡΙΜΕΝΑΜΕ…

 

Περιμέναμε στο Σύνταγμα το βράδυ

ανάμεσα στις αδειανές καρέκλες και στο σβηστό το φως

περιμέναμε τις αγάπες.

Όμως οι αγάπες δεν ήρθανε

γιατί δεν μπορούσανε να μας δώσουν τ’ αληθινό.

Περιμέναμε μες στο βρωμόσπιτο

αγκαλιά με τις γυναίκες μιας βραδιάς

περιμέναμε την ηδονή

όμως η ηδονή δεν ήρθε

γιατί δεν μπορούσε να μας δώσει τ’ αληθινό.

Περιμέναμε πάνω στις βουνοκορφές

ανάμεσα στα κεραυνωμένα δέντρα

περιμέναμε κάτι από τη φύση

όμως το κάτι αυτό δεν ήρθε

γιατί δεν μπορούσε να μας δώσει τ’ αληθινό.

Περιμέναμε τους σοφούς

Μέσα στ’ αργαστήρια σκυμμένοι στις μελέτες

περιμέναμε τη γνώση

όμως η γνώση δεν ήρθε

γιατί δεν μπορούσε να μας δώσει τ’ αληθινό.

Περιμέναμε με τις παρέες πάνω απ’ τα βουβά ποτήρια.

Περιμέναμε το μεγάλο το ωραίο το ιδανικό.

Περιμέναμε, μα τίποτα δεν ήρθε

τίποτα δεν θα μπορούσε να ’ρθει…

Και συρθήκαμε αργά στο σπίτι

γι’ άλλη μια βραδιά.

(1939)

 

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ Γ.Μ.

 

Σα γύρισε ο Γιάννης Μ. απ’ τις γραμμές των πρόσω

μας φάνηκε σα να ’χε ανδρωθεί

σαν κάτι πιο ωραίος, δυνατός και βέβαιος

αυτός ο άλλοτε λεπτοφυής κι ανήσυχος.

 

Δικοί και φίλοι χαρήκαμε πολύ

γι’ αυτήν την αλλαγή του

πιστεύοντας

(με το κοινό και πρακτικό μυαλό μας πάντα)

ότι ο νέος ποιητής είχε σωθεί

απ’ το θάνατο

αλλά κι από τη νοσηρή εφηβική λαγνεία

 

(τα ξέπλεκα μαλλιά έτσι όπως χύνονται στους ώμους

μοιάζουν μ’ επίκληση της θάλασσας, έλεγε – )

 

Αλλά πιο κάτω και πιο μέσα στη ματιά του

μπορούσαμε να δούμε ν’ ανεβαίνει

η ίδια κούραση,

μια πιο ανεξήγητη αγριάδα που έσκαβε

το καθαρό του βλέμμα.

 

Εδώ είναι οι κάμποι και οι λαγκαδιές που γνώρισες

ετούτο το χειμώνα, Γιάννη Μ.

όμως την άνοιξη ο καιρός με τη σοφία του

θα σπείρει χλόη κι ανεμώνες εκεί

όπου η γη σκούρυνε απ’ το αίμα,

όπου τα σώματα δεν πρόφταναν να λιώσουν,

όπου σπασμένα σίδερα και σκελετοί

ανθίστανται ακόμα.

 

Οι κάμποι που εγνώρισες Γιάννη Μ.

θα λησμονήσουνε τα βογκητά και τις βλαστήμιες,

τη λύσσα που υψωνόταν στον άδειο ουρανό.

Ας πούμε ότι θα λησμονήσουνε

την αδικία που άπλωνε τη ράχη τους ο θάνατος.

Όμως εσύ, τι από αυτά μπορούσες να ξεχάσεις;

Να κατορθώσεις να μη σπάσεις,

Μπορούσες ηττημένος, να μην κάνεις πίσω;

(1941)

 

ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ

 

Είναι πολλά τα πουλιά του ουρανού

Κι έχουνε χρώματα εξωτικά

και κελαηδούν υπέροχα.

 

Μ’ απ’ όλα αγαπώ τ’ αποδημητικά πουλιά.

 

Αυτά ξέρουν κι αποχαιρετούν

τη μαύρη μέρα του αποχαιρετισμού.

 

Ξυπνάν ένα πρωί και φεύγουν

πετάν ίσια για τις καινούριες χώρες

χωρίς λύπη, χωρίς τύψεις, και ξεχνούν.

 

Δεν γεύονται μήτε τον πόνο, μήτε την πίκρα

Μόνο μεθάν απ’ το υγρό

τ’ αραχνοΰφαντο

το σύγνεφο που σκίζουνε

Μεθάν από την άπλα και το χάος του ορίζοντα.

Και πετάν μπροστά

χωρίς διαμαρτυρίες και ερωτήσεις.

 

Αποδημητικό πουλί, δεν είναι δυνατό

να γίνεις συ, ψυχή μου.

 

Της λογικής η σιδερένια κλούβα,

σε κρατάει σφιχτά.

 

Δεν είναι να πετάξεις.

Δεν είναι να πετάξεις.

 

Μόνο καμιά φορά, σαν θες παρηγοριά

κάτσε και βλέπε, όταν έρχονται

ή σαν φεύγουν τα πουλιά.

 

Και μοιρολόγα.

(1958)

 

ΝΑΣΟΣ ΒΑΓΕΝΑΣ

(1945)

 

ΙΝΚΑΣ

 

Στάχτη στο δέρμα.

Κι ένα κερί στην τσέπη

για το σκοτάδι της φωνής σου.

Υπήρχε μια εποχή που δεν υπήρχε η Αμερική.

Αυτή η εποχή είναι χαμένη πια.

 

Όπως είναι χαμένη

και η εποχή των ερώτων μας.

Από τότε που έφτασαν εδώ

τα πρώτα πλοία.

 

ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΠΟΔΕΣ ΤΟΥ ΥΜΗΤΤΟΥ

 

Θα γίνω ένας σάτυρος. Θα σε κυνηγήσω λευκώλενη δρυάδα.

 

Μέσα από δάση και σκοτεινά κλαδιά. Θ’ αγγίξω τα μαλλιά σου.

 

Δε θα φοράς τίποτε. Παρά μόνο

 

ένα ελάχιστο κομμάτι απ’ την ψυχή σου. Κι αυτό διάφανο.

 

Σαν ένα φύλλο συκής ματαιωμένο.

 

ΣΧΕΔΟΝ ΕΡΩΤΙΚΟ

 

Όλα τα’ άγρια ζώα σκαρφαλώνουν στο κρεβάτι σου. Φυσάει ΄

ένας δαιμονισμένος αέρας.

 

Ο λαιμός σου είναι ένας γλιστερός κορμός. Δέντρου όπου

μάταια προσπαθώ ν’ ανέβω.

(ΤΑ ΓΟΝΑΤΑ ΤΗΣ ΡΩΞΑΝΗΣ, 1981)

 

ΡΟΔΟΛΕΙΒΟΣ

 

Νύχτα σε άλλη διάταξη. Με βυσσινί φεγγάρια. Χαμηλά.

Που ακουμπάνε στο χώμα.

 

Κι έντονη μυρωδιά βοτάνων. Ή σαν παλιός. Παμπάλαιος

ελαιώνας σε πυρκαγιά.

 

Κάπου κροτούν κρυφές κιθάρες. Κι όλο αργεί να ξημερώσει.

 

Τα ρούχα που φορούσα σκίστηκαν από αόρατες τριαντα-

φυλλιές.

 

ΜΠΑΛΛΑΝΤΑ

 

Τέλειωσα τη σκληρή μου

μάχη με τον ουρανό.

Τώρα σκεπάζω τις πληγές μου.

Μα δεν πονώ.

 

Από τον πάτο του χρόνου

έρχεται μια οσμή.

Κάτι σαν έλατο.

Ή γιασεμί.

(ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ ΕΝΟΣ ΜΗ ΤΑΞΙΔΙΩΤΗ, 1986)

 

ADAGIO

 

Ο κόσμος όλος χωράει σε μια λέξη.

Σ’ ένα ρήμα που δεν έχει ακόμα ειπωθεί.

Σαν μια γυναίκα που δεν λέει να γδυθεί

κι έχει φέξει.

 

Όμως φυσάει ξαφνικά και σφυρίζει

ένας άνεμος που επιβάλλει τη σιωπή.

Ό,τι κανείς και να σου πει

γυρίζει

 

με ορμή στο στόμα του και το ματώνει.

Κι είμαστε ακόμα σε άλλη εποχή.

Σε λίγο τίποτα δεν θα ηχεί

κάτω απ’ το χιόνι.

 

ΒΑΡΒΑΡΕΣ ΩΔΕΣ

 

ΧΙΙΙ

 

Παλιοί μου έρωτες. Ορατές

ώρες ενός αιώνα που δεν λέει να ξεψυχήσει.

Φεγγάρια γύρω μου σπάνε συνεχώς.

Το φως που με φωτίζει σίγουρα θα ’ναι

από σβησμένα άστρα.

 

Όλη τη νύχτα ξεριζώνω αισθήματα

από το στήθος μου που μένει πάντα πράσινο.

Ξερόχορτα με ρίζες αιωνιότητας.

Με ζαλίζει ο θόρυβος του χρόνου.

Κατεβαίνω

 

σε μια νύχτα πιο βαθιά κι από την πραγματική

με διπλό σκοτάδι στις γωνιές

και ομίχλες περασμένων χρήσεων.

Περπατώντας αργά, προσεχτικά

μη σας ξυπνήσω.

 

ΧΧΙ

 

Χάιδεψέ μου τα σκοτεινά μαλλιά

όσα βρίσκονται ακόμα στο κεφάλι μου.

Υπάρχουν πολλών ειδών ηδονές.

Η πιο μεγάλη

 

είναι όταν πέφτει μια ξαφνική βροχή

βάζοντας όλα τα πράγματα στη θέση τους.

Ξεπλένοντας σε βάθος τις μεταξωτές

μαύρες σου φλέβες.

 

XXV

 

Τα χέρια σου λευκά οχήματα της μοίρας

διασχίζουν αθόρυβα το απόγευμα.

Βουλιάζουν στο φθαρμένο πράσινο.

Τα μελετώ

 

(πεπειραμένος λογιστής του απόλυτου)

αθροίζοντας το καμένο φως.

Μετρώντας το κόστος της άνοιξης με

τα σταθμά του χειμώνα.

(ΒΑΡΒΑΡΕΣ ΩΔΕΣ, 1992)

 

ΧΑΪΚΟΥ

 

Ω, να πεθαίναμε σαν τα πουλιά

που δεν αφήνουν πτώμα.

Μόνο ένα πούπουλο στην αντηλιά

να κατεβαίνει αργά, χωρίς

ποτέ να φτάνει στο χώμα.

 

Η ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ

 

Θα ’ναι μια κρύα νύχτα (αλλά και η νύχτα

πριν από αυτήν θα ’ναι εξίσου κρύα).

Θα μας σκεπάζουν λειχήνες, βρύα,

χόρτα των τοίχων. Το σκοτάδι θ’ αλυχτά.

 

Χίλιοι άνθρωποι δεν θα μπορούν να σηκώσουν

μαζί ένα πεσμένο φύλλο.

Κι άλλοι για ένα σάπιο μήλο

θα πουλάν την ψυχή τους όσο-όσο.

 

Τρομαγμένοι – σκούζουν οι σειρήνες –

οι άγγελοι (ανάποδα, με το κεφάλι

προς τα κάτω) θα πέφτουν μ’ αλεξίπτωτα.

 

Χλωμούς, ανήμπορους από τη ζάλη,

θα τους ρουφούν ηδονικά οι δίνες

του μηδενός, του τίποτα.

(ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΜΠΑΛΛΑΝΤΕΣ και άλλα ποιήματα, 2001)

 

 

ΑΛΕΚΟΣ ΛΟΥΝΤΖΗΣ

(1978)

 

ΠΡΟΣΩΠΟΠΑΓΑΝΔΑ

 

Σπουδαίοι άνθρωποι που ασχολούνται σοβαρά

με τον εαυτό τους

Τον αυτοβιογραφούν, τον ακονίζουν, τον συγχωρούν

τον συστήνουν τον πωλούν

Έσονται πρώτοι, σαν ψεύτικοι

 

Σπουδαίοι κι όσοι δεν το κάνουν, τόσο όμορφοι

αυτοί οι τελευταίοι

μοναχικοί, ανιδιοτελείς, ριζοσπάστες

χωρίς εγωισμό και μικρότητα

χωρίς ζωή, σαν αληθινοί

 

Έσονται πρώτοι, σαν να ’ταν τελευταίοι

 

ΜΑΥΡΕΣ ΟΜΠΡΕΛΕΣ

                             He says one and one is three

                                                Got to be good looking

                                                Cause he’s hard to see

 

Καμία τελετουργία πιο σιωπηλή

Καμιά αφήγηση δεν μαγνητίζει τόσες λέξεις

Ίσως επειδή είναι η έσχατη

η μόνη γιορτή απουσία του εορτάζοντος

Τίποτα πιο στιλιζαρισμένο από τη θλίψη

 

Οι πολιτικές κηδείες ακόμη πιο δακρυσμένες

Λείπει η μεταφυσική, χορεύει η μαγεία

στην πιο ασύμμετρη σκηνή αποχωρισμού

ριζοσπαστική για τον οικοδεσπότη

συντηρητική για τους καλεσμένους

 

Οι δικοί μας νεκροί, οι δικοί τους νεκροί

οι νεκροί αγνώστου πατρός

οι νεκροί του θεού, οι νεκροί χωρίς θεό

οι νεκροί αγνώστου δόγματος

όλοι συναντιούνται σε μια αρνητική κατάφαση

Δεν μπορούν πλέον να διαλέξουν στρατόπεδο

 

 

ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΜΟΝΑ ΤΟΥΣ

 

Θα έρθει καιρός που τα πράγματα θα τελειώνουν

που όλα θα ’ναι διαυγή, συνειδητά και μετρημένα

που μόνη σημασία θα είναι το αποτέλεσμα

η συμμετοχή θα αρκεί μόνο στους μακαρίτες

Θα ’ρθει καιρός να εκτιμήσεις τις αρετές του

του εθισμού που αν μη τι άλλο

σε κρατούσε ολιγαρκή

 

Σήμερα, πέντε και δεκατρία προ μεσημβρίας

ένα μόνο πράγμα είναι σίγουρο

Καμία ημέρα πιο πλήρης απ’ την απολύτως άδεια

καμία διάρκεια πιο μακρά από εκείνη που τίποτα δεν μετρά

που στέκει απέραντη μπροστά

σαν τίποτα να μην υπάρχει πίσω

 

Σήμερα, πέντε και δεκαεπτά

προ μεσημβρίας

τα πράγματα, ακόμα, δεν υπάρχουν από μόνα τους

(ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ, 2015)

Προηγούμενο άρθροΝομπέλ Λογοτεχνίας: ίντριγκες, ξεχασμένα βραβεία, στοιχήματα και ελπίδες (του Γιάννη Ν.Μπασκόζου)
Επόμενο άρθροΟ Φτωχός Συγγενής (διήγημα της Πελαγίας Μπότση)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ