Άννα Αφεντουλίδου
Αφορμώμενη από τον βασικό προβληματισμό του κριτικού Αλέξη Ζήρα στα ΝΕΑ, (όπως δημοσιεύτηκε σε ένα δίπτυχο στις 24 και 31 Μαΐου 2025) σχετικά με τον λογοτεχνικό και κριτικό «πληθωρισμό» των ημερών μας και την αξιολογική ικανότητα του κριτικού λόγου, θα ήθελα να συμβάλω στη συζήτηση που ανοίγει με λίγες πρώτες σκέψεις.
Τα χαρακτηριστικά της γραφής μεγάλης μερίδας των σύγχρονων «κριτικών», σύμφωνα με τον Ζήρα: «Αναλύει διεξοδικά τον τίτλο του βιβλίου, ως εάν ο τίτλος να αποτελεί τον συμψηφισμό όλων των σελίδων της έκδοσης, παραθέτει γενικόλογους αφορισμούς που όμως ταιριάζουν σε δεκάδες άλλων βιβλίων, ενσωματώνει αποσπάσματα από γραπτά γνωστών συγγραφέων, πολλές φορές άσχετων με την κρινόμενη έκδοση. Αμετροέπειες, πληθωριστικές ωραιολογίες και αερολογίες, θαυμαστικοί υπερτονισμοί, απουσία εστιασμού στα όντως πραγματολογικά και ερμηνευτικά του κρινόμενου κειμένου.»
Αυτού του είδους οι προχειρογραφίες συνήθως συνιστούν διθυραμβικούς επαίνους, που βγάζουν υποχρεώσεις προς συγγραφείς ή/και εκδότες ή που θέλουν να εδραιώσουν σχέσεις με πρόσωπα του χώρου και ο ακατάσχετος έπαινος είναι η σίγουρη κερκόπορτα της ματαιοδοξίας. Συνήθης πηγή αυτών των κειμένων αποτελεί η άλλη μάστιγα: των δημόσιων βιβλιοπαρουσιάσεων, όπου οι κληθέντες και αυτοκληθέντες ενίοτε εισηγητές («Εκμεταλλευτείτε με!» κραυγάζει στα ΜΚΔ γυρολόγος παρουσιάσεων) ταυτίζουν την προφορική τους παρουσίαση με γραπτή κριτική που δημοσιεύεται σε ένα από τα πολλά ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά λίγες μέρες αργότερα (καμμιά φορά και λίγες μέρες νωρίτερα).
Τα παραπάνω είναι ίσως λίγο πολύ γνωστά τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο παρατηρείται πλέον και ένα άλλο σημείο των καιρών. Όσοι ασκούν αυτήν την προχειρογραφία της επικαιρικής βιβλιοπαρουσίασης τώρα πια διοργανώνουν θεωρητικές συζητήσεις και αφιερώματα για κριτικά και γραμματολογικά θέματα, δίνοντας το βήμα σε όσους ευθύνονται για τον υποβιβασμό του μαχόμενου κριτικού λόγου, ώστε να αρθρώσουν και τον μετακριτικό λόγο, δηλαδή να ασκούν την κριτική της κριτικής ή και να προσπαθούν να διαμορφώσουν τον θεωρητικό ορίζοντα (!) επιδιώκοντας να ορίσουν γενιές, ρεύματα και σύγχρονες τάσεις.
Αλλά ας δούμε για άλλη μια φορά τη σχέση ποσότητας και ποιότητας. Είναι δυνατόν κριτικός, που δεν ασκεί την κριτική ενασχόληση ως βιοποριστική δραστηριότητα, επομένως την ασκεί στον «ελεύθερο χρόνο», μέσα σε ένα ημερολογιακό έτος να έχει δημοσιεύσει περισσότερα από 100 κείμενα, να λαμβάνει μέρος σε 13 βιβλία εκ των οποίων τα 3 ατομικά, να συνυπογράφει τη σύνταξη 4 περιοδικών (όπου σε ένα τεύχος υπογράφει γύρω στα 40 κριτικά, μεταφραστικά ή θεωρητικά κείμενα και συνεντεύξεις), να περιφέρεται σε δεκάδες βιβλιοπαρουσιάσεις αυτοσχεδιάζοντας προφορικά με γενικολογίες και παρολαυτά να ασκεί την κριτική με αξιώσεις; Είναι δυνατόν να ασκούν την «κριτική της κριτικής» άνθρωποι που λένε πως η μαρξιστική κριτική εμφανίστηκε τη δεκαετία του 1960; Ότι η πεζόμορφη ποίηση εμφανίστηκε μετά τον μοντερνισμό; Ότι διαφοροποιητικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης κριτικής είναι πως οι ποιητές σήμερα εκφράζουν και κριτικό λόγο; Ότι η επόμενη καινοτομία της ποίησης του μέλλοντος θα είναι να εμφανιστεί και με θεατρική μορφή;
Παρόλο το λογικό αυτονόητο της αρνητικής απάντησης στήνονται αφιερώματα σε περιοδικά για την κριτική, όπου προβάλλονται ανόητες προχειρογραφίες από τέτοιους «κριτικούς», και μάλιστα ετοιμάζεται ένα νέο, όπου καλούνται και κριτικοί με μεγαλύτερο κύρος ή και πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, για να «νομιμοποιήσουν» εγχειρήματα του τύπου:
«[…]πρόταση για ένα νέο αφιέρωμα ή άλλου τύπου συλλογικό πόνημα, με θέμα αυτή τη φορά τα ειδοποιά χαρακτηριστικά της σύγχρονης λογοτεχνίας (πεζογραφίας και ποίησης), ιχνηλατώντας την πιθανότητα ύπαρξης μιας νέας λογοτεχνικής γενιάς στην αυγή του 21ου αιώνα. Αφορμή για αυτή την πρωτοβουλία στάθηκε άρθρο μου […] στο οποίο (ακροθιγώς βέβαια) στοιχειοθετώ το επιχείρημα του οικογενειακού τραύματος (του τραύματος που προέρχεται από την οικογένεια) ως τέτοιου χαρακτηριστικού.»
Και όπου, βέβαια, βιάζονται να δηλώσουν συμμετοχή οι ίδιοι προχειρογράφοι, επιδιώκοντας μάλιστα με ψηφοφορία να διαλέξουν το όνομα της νέας λογοτεχνικής γενιάς που θα διαμορφώσουν, σαν να πρόκειται για το όνομα μιας μαγειρικής συνταγής!
Ένας από τους οποίους όταν ρωτήθηκε σε συνέντευξη πώς τα προλαβαίνει όλα αυτά που γράφει, απάντησε πως έχει ασκηθεί σε μια γαλλικής προέλευσης μέθοδο «όπου την ώρα του ύπνου δουλεύει το δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου και όταν ξυπνά τού τα υπαγορεύει και τα γράφει.»
Μα είναι δυνατόν;
Και όμως είναι!
Και με την επίνευση της επίσημης Πολιτείας, παρακαλώ.
Το άρθρο της Άννας Αφεντουλίδου σε πολλά σημεία μου δημιουργεί την εντύπωση μιας αυτοπροσωπογρφίας.
Διότι: Ἀνθρώπων ἕκαστος δύο πήρας φέρει, τὴν μὲν ἔμπροσθεν, τὴν δὲ ὄπισθεν, γέμει δὲ κακῶν ἑκατέρα
Αγαπητέ κ, Βεντούρα, παρόλο που σας ταιριάζουν πολλά από τα χαρακτηριστικά και γι’ αυτό την εκλάβατε λανθασμένα ως μία (αυτο)προσωπογραφία σας, σας διαβεβαιώ ότι δεν είχα εσάς κατά νου.
Δεν ασχολήθηκα ποτέ με την κριτική. Επομένως ας στραφούν τα βέλη στο πρόσωπό σας που προσεκτικά προστατέυετε όταν σηκώνετε το μαστίγιο για να κρίνετε τους άλλους.
Αλλά φυσικά δεν είχατε τίποτε καλύτερο να πείτε για απάντηση μια και η πορεία σας στο χώρο είναι γνωστή.
Αγαπητέ, είναι ολοφάνερο ότι υπερασπίζεστε με κάθε τρόπο τη μέθοδο του δεξιού ημισφαιρίου του εγκεφάλου και όχι μόνο στο πεδίο της κριτικής. Οπότε δεν έχει νόημα να επιχειρηματολογήσω λογικά. Ξιφουλκήστε μόνος.
Οϋτε και εγώ θα συνεχίσω και είναι αυτονόητο για κάθε σκεπτόμενον άνθρωπο γιατί.