του Γιάννη Ν. Μπασκόζου
Ενδιαφέρουσες ήταν οι συζητήσεις για την αγορά του βιβλίου που έγιναν με αφορμή τη δημοσιοποίηση της εκδοτικής παραγωγής από το bookpoint του ΟΣΔΕΛΝΕΤ. Το bookpoint ανεβάζει τον πήχη της στατιστικής της βιβλιοαγοράς αφήνοντας πίσω του τη «γερασμένη» Βιβλιονετ, η οποία όμως αναμένεται να εκσυγχρονιστεί σύμφωνα πάντα με τις προθέσεις του νέου φορέα βιβλίου ΕΛΙΒΙΠ.
Το bookpoint μέσα σε γρήγορο χρόνο κατάφερε να μας δώσει την βιβλιοαγορά του 2024 για να σημειώσουμε ορισμένες ενδιαφέρουσες παραμέτρους. (Εδώ μπορείτε να δείτε τα στατιστικά όπως δημοσιεύτηκαν στον Αναγνώστη).
Στο πλαίσιο των συζητήσεων αναδύθηκαν και κάποια «άλυτα» μέχρι στιγμής θέματα της αγοράς. Πρώτο και καλύτερο : δεν γνωρίζουμε πόσα βιβλία πωλούνται κάθε χρόνο. Ένα πρόβλημα που θα λυνόταν με απλό τρόπο αρκεί οι ταμιακές μηχανές των βιβλιοπωλείων να συνδέονταν με μια εταιρεία που θα μας έδινε τα στατιστικά βιβλία. Θέμα που έχει λυθεί στην Αγγλία, τη Γαλλία και άλλες χώρες. Στη χώρα μας ακούστηκε ότι αντιδρούν οι βιβλιοπώλες και ίσως και κάποιοι εκδότες. Γιατί άραγε πρέπει να μένουν στην αφάνεια αυτά τα στοιχεία; Δεν θα βοηθούσαν και τις δύο κατηγορίες επαγγελματιών να γνωρίζουν ποια βιβλία, πόσα και πότε πουλιούνται; Τι ακριβώς κρύβουν;
Δεν θα ήταν γόνιμο να γνωρίζουμε και πόσα βιβλία πουλήθηκαν στη διάρκεια της ΔΕΒΘ, ώστε να γνωρίζουν όλοι το αγοραστικό της αποτύπωμα; Κοντά σε αυτό το άλυτο ερώτημα υπάρχει ακόμα η θολή εικόνα του πόσοι ήταν οι επισκέπτες της Έκθεσης. Έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς προτάσεις όπως να υπάρχει ένα εισιτήριο έστω και μηδενικό, ίσως και άλλες που αγνοώ. Σε όλες τις προηγούμενες εκθέσεις οι ηγεσίες της HELLEXPO και του παλιότεροι ΕΚΕΒΙ ή ΙΕΠ έδιναν κατά προσέγγιση (μπακαλίστικα θα το έλεγαν αυτό παλιότερα) αριθμούς που αμφισβητούνταν από όλους.
Η παρουσίαση των στατιστικών στοιχείων του bookpoint ανέδειξε στη συζήτηση και άλλα ζητήματα. Ένα από τα πιο προβληματικά είναι η υπέρμετρη παραγωγή βιβλίων. Υπάρχουν τουλάχιστον πέντε μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι που εκδίδουν σχεδόν ένα βιβλίο την ημέρα. Ο ιδιοκτήτης μεγάλου βιβλιοπωλείου στη Θεσσαλονίκη Ευριπίδης Κωνσταντινίδης (αλλά και παλιότερα ο Νίκος Καρατζάς του Ιανού, όπως μου είχε δηλώσει) είπε στη σχετική συζήτηση ότι μερικές φορές δεν προλαβαίνουν να τα δουν και να τα εντάξουν στους καταλόγους τους. Τι να πει και ο αναγνώστης που στέκεται εκστατικός μπροστά στην πληθώρα των βιβλίων στους πάγκους όπως και οι κριτικοί/παρουσιαστές λογοτεχνίας; Πόσα βιβλία μπορούν να διαβάσουν τον χρόνο;
Επίσης δεν ξέρω πόσο προβλημάτισε τους εκδότες η μεγάλη πτώση στο ψηφιακό βιβλίο αλλά και στο audio book. Είναι θέμα κόστους, μάρκετινγκ, ειδικής συμπεριφοράς των ελλήνων καταναλωτών; Θα άξιζε νομίζω να τεθεί ως θέμα συζήτησης.
Η Τεχνητή Νοημοσύνη γίνεται πια αντικείμενο «καυτό» για εκδότες, μεταφραστές, συγγραφείς, εικονογράφους. Στις συζητήσεις διακρίθηκαν τρεις σε γενικές γραμμές τάσεις. Η αποδοχή της ως νέο πρόσφορο εργαλείο. Η αποδοχή της ως εργαλείο πολύτιμο αλλά με ηθικά και πολιτικά προβλήματα. Η μη αποδοχή της καθώς θεωρήθηκε εργαλείο που θα θίξει την αυτονομία ιδίως της συγγραφικής προσωπικότητας. Έχουμε ακόμα να διατρέξουμε πολύ δρόμο, βρισκόμαστε στην αρχή ενός φαινομένου, μιας τομής στα εκδοτικά πράγματα ανάλογης με την εφεύρεση της τυπογραφίας, όπως σημείωσε εμφατικά ο Πάνος Κάπος, αντιπρόεδρος του ΕΛΙΒΙΠ στη σχετική συζήτηση. Οι εκδόσεις Θεμέλιο εξέδωσαν ήδη μια συλλογή διηγημάτων με μικτή ύλη: διηγήματα ανθρώπινης αλλά και τεχνητής νοημοσύνης και καλείται ο αναγνώστης να τεστάρει την εμπειρία του για να διακρίνει το γνήσιο από το τεχνητό. Το ηλεκτρονικό περιοδικό Ο Αναγνώστης μαζί με το Μητροπολιτικό Κολλέγιο προκήρυξε ένα Διαγωνισμό διηγήματος (δες αναλυτικά εδώ) όπου τα 6 πρώτα διακριθέντα θα αναμετρηθούν με τη τεχνητή νοημοσύνη. Θα δοθεί η πλοκή τους στο ΑΙ και τα τελικά αποτελέσματα θα συζητηθούν σε ένα μεγάλο συνέδριο το φθινόπωρο.
Σε ότι αφορά την ίδια την Έκθεση Βιβλίου στη Θεσσαλονίκη νομίζω είναι όλοι ικανοποιημένοι. Υπάρχει πια ένα know how ικανό να «διευθύνει» την έκθεση σε ένα επίπεδο ποιότητας που να μην πέφτει ποτέ παρακάτω.
Έχει πια κατορθώσει εικοσιένα χρόνια μετά να μην αμφισβητείται αν και λίγοι εκδότες δεν την προτιμούν π.χ. οι εκδόσεις Ψυχογιός και ορισμένοι μικροί της Θεσσαλονίκης που προσπάθησαν να την μποϊκοτάρουν συλλογικά αλλά μάλλον δεν είχαν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Αντίθετα πολλοί μικροί εκδοτικοί οίκοι βρήκαν την ευκαιρία να γνωστοποιήσουν την ύπαρξή τους και να προβάλλουν τα βιβλία τους(κάποια από αυτά μάλιστα είναι ιδιαίτερα και δεν τα προτιμούν οι μεγάλοι εκδότες)
Ο αναγνωστικός κόσμος της Θεσσαλονίκης την επισκέπτεται σταθερά, ιδιαίτερα το Σαββατοκύριακο, δίνοντας την αίσθηση της μεγάλης γιορτής. Υπάρχει ίσως ένα ζήτημα ισοτιμίας των εκδοτικών οίκων. Άκουσα πολλά τριγυρνώντας εδώ και εκεί μέσα στην Έκθεση: Πώς γίνεται οι καλές θέσεις να είναι σταθερά κατοχυρωμένες στους ίδιους εκδότες; Δεν υπάρχει κλήρωση ; Γιατί οι 10 θρησκευτικοί εκδότες να έχουν αντί για πάγκους έναν δικό τους χώρο εκδηλώσεων, σε περίοπτη μάλιστα θέση; Γιατί ενώ υπάρχει ένα «ταβάνι» για όλους τους εκδότες να μην έχουν πάνω από δέκα εκδηλώσεις, ανεξαρτήτως πόσο μεγάλο περίπτερο πληρώνουν, δεν τηρήθηκε για κάποιους; Γιατί πρέπει να υπάρχουν 400 εκδηλώσεις σε ένα πενθήμερο; Νομίζω ότι η διοίκηση του ΕΛΙΒΙΠ πρέπει να επιβάλλει τους άξονες των συζητήσεων και να ορθολογικοποιήσει τον αριθμό τους.
Τέλος η σύνδεση της Έκθεσης με την πόλη, χρόνια ζητούμενο απαιτεί άλλου είδους προσεγγίσεις και προβολής. Για παράδειγμα έμαθα καθυστερημένα ότι κάποια εστιατόρια της Θεσσαλονίκης θα προσέφεραν τις μέρες της έκθεσης ειδικά μενού με τα φαγητά που αγαπούσε ο ήρωας του Καμιλέρι, ο επιθεωρητής Μονταλμπάνο. Δεν το είδα να προβάλλεται.
Όλα αυτά και άλλα είναι ζητήματα προς επίλυση που οπωσδήποτε θα πέσουν στους ώμους της νέας διοίκησης του ΕΛΙΒΙΠ. Ήδη ο νέος πρόεδρος του Ν.Μπακουνάκης έχει υποσχεθεί αλλαγές και δεν έχουμε παρά να περιμένουμε.