του Andrew Katzenstein [1]
(Μετάφραση: Διονύσης Μπαλτζής)
Το νέο μυθιστόρημα του Thomas Pynchon, με τίτλο Shadow Ticket, είναι το τρίτο κατά σειρά που παρουσιάζει έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ ως κύριο χαρακτήρα, αλλά δεν εντάσσεται τόσο ομαλά όσο τα άλλα στην παράδοση της κλασικής αστυνομικής λογοτεχνίας. Παρά τις ιδιορρυθμίες τους, ο Doc Sportello στο Inherent Vice[2] (2009) και η Maxine Tarnow στο Bleeding Edge[3] (2013) είναι ντετέκτιβ που ακολουθούν το πρότυπο του Philip Marlowe, με την αναζήτηση της αλήθειας να καθοδηγείται από την περιέργεια και την πληγωμένη αξιοπρέπεια. Θέλουν να ανακαλύψουν τι σημαίνουν όλα αυτά και ποιος τους έμπλεξε στην κατάσταση την οποία βρίσκονται.
Καθώς ο Doc και η Maxine αναζητούν στοιχεία, καθοδηγούν επίσης τους αναγνώστες μέσα από το σκοτεινό όραμα του Pynchon για την αμερικανική ιστορία. Εδώ και καιρό, ο Pynchon γοητεύεται από στιγμές απελευθέρωσης και αλληλεγγύης που σβήστηκαν. Το Inherent Vice, που διαδραματίζεται στο Λος Άντζελες το 1970, υποδηλώνει ότι οι περιθωριακοί και οι ριζοσπάστες της δεκαετίας του ’60 επουδενί δεν κατάφεραν να απειλήσουν τους θεσμούς από τους οποίους ήθελαν να ξεφύγουν ή να ανατρέψουν. Οι επιχειρηματίες και οι λακέδες τους απλά δεν επρόκειτο να αφήσουν την ειρήνη και την αγάπη να σταθούν εμπόδιο στο κέρδος. Το Bleeding Edge ξεκινά μισό χρόνο πριν από την 11η Σεπτεμβρίου και τελειώνει μισό χρόνο μετά. Αυτό το βιβλίο διερευνά πώς ο αφελής ουτοπισμός του πρώιμου Διαδικτύου διαφθείρεται από κρατικά και εταιρικά συμφέροντα, τα οποία, με την ψήφιση του Patriot Act[4], έγιναν ακόμη πιο αλληλένδετα.
Σύμφωνα με την αφήγηση του Pynchon, η ισχυρότερη, πιο επίμονη δύναμη σε αυτή τη χώρα είναι η προσπάθεια της άρχουσας τάξης να αποκτήσει περισσότερο πλούτο και εξουσία. Οι μάζες οδηγούνται να πιστεύουν ότι «η συμμόρφωση είναι το τίμημα της ελευθερίας», όπως το θέτει ένας ομοσπονδιακός πράκτορας στο Shadow Ticket, και απειλούνται με βία αν δεν συνεργαστούν. Αλλά δεν είναι μόνο ότι οι άνθρωποι εκφοβίζονται και υποτάσσονται. Φοβούμενοι την αταξία και απορρίπτοντας τις ευθύνες που συνεπάγεται η ελευθερία, ειδικά τις μεταξύ μας υποχρεώσεις, παραχωρούμε οικειοθελώς την ελευθερία μας σε αντάλλαγμα για την απλότητα και μια ψευδή αίσθηση ασφάλειας. Οι φασιστικές τάσεις ήταν πάντα βαθιά ριζωμένες στην αμερικανική κουλτούρα.
Όπως το Inherent Vice και το Bleeding Edge, το Shadow Ticket διαδραματίζεται σε μια αποφασιστική ιστορική στιγμή. Το βιβλίο εκτυλίσσεται το 1932 και το 1933, «το ρουλεμάν πάνω στο οποίο όλα περιστρέφονται από το 1919,… όταν όλα αρχίζουν να διαλύονται». Ο ντετέκτιβ, Hicks McTaggart, συναντά τρομερές δυνάμεις που τον σέρνουν στα πέρατα του κόσμου: τη μαφία του Σικάγο, το Γραφείο Ερευνών (τον πρόδρομο του σύγχρονου FBI), τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες, τον ουγγρικό εθνικισμό, τον ναζισμό και διεθνείς καπιταλιστικές συνωμοσίες. Ωστόσο, σε αντίθεση με τον Doc και τη Maxine, ο Hicks απλά δεν μπορεί να καταφέρει να είναι ένας πραγματικά σκληροτράχηλος ντετέκτιβ και δεν ξέρει τι να κάνει με την κατάστασή του.
Ο Hicks δεν είναι ανεξάρτητος ντετέκτιβ, αλλά ένας αδιάφορος υπάλληλος στο παράρτημα του Μιλγουόκι μιας εθνικής υπηρεσίας, της Unamalgamated Ops, ή U-Ops. Η δουλειά του αποτελείται κυρίως από κουραστικές οικογενειακές υποθέσεις: «Τρελές γυναίκες και ζηλιάρηδες σύζυγοι, που ακόμα και όταν δεν γίνεται τίποτα, είναι σαν να θέλουν κάτι να γίνεται». Η κοπέλα του, μια τραγουδίστρια νυχτερινού κέντρου ονόματι April Randazzo, έχει μια ιδιαίτερη αδυναμία στους παντρεμένους άντρες, αλλά επειδή εκείνος είναι αποφασισμένος να μην είναι σαν τους πελάτες του, δεν τον ενδιαφέρει να διερευνήσει τις λεπτομέρειες των πολλών σχέσεών της. Προτιμά να κάνει παρέα με τους μουσικούς της τζαζ που περνούν από το Μπρόνζβιλ, την περιοχή των Μαύρων του Μιλγουόκι, και να πάει να χορέψει με την April όταν εκείνη βρίσκει χρόνο για αυτόν.
Ο Pynchon, ο οποίος φέτος έγινε ογδόντα οκτώ ετών, φαίνεται επίσης να περνάει καλά αυτή την περίοδο. Το Shadow Ticket εγείρει μεγάλα ερωτήματα σχετικά με τον αυταρχισμό και την ελευθερία, αλλά δεν φαίνεται να τον απασχολεί ιδιαίτερα η απάντησή τους. Αυτό είναι ασυνήθιστο για τον Pynchon. Σε αντίθεση με τη φήμη του ως συγκεχυμένου, τείνει να υπερεξηγεί, ειδικά όταν πρόκειται για πολιτική. Είναι σαν η πρόσφατη ιστορία να του έχει καταστήσει περιττό να διευκρινίσει τα συνηθισμένα του θέματα, αφού οι υποτιθέμενες κρυφές δυνάμεις που αποκάλυψε το προηγούμενο έργο του σπάνια ήταν πιο ορατές από ό,τι είναι τώρα. Ποιος σε αυτό το σημείο θα αρνιόταν ότι ο Trump είναι η τελευταία έκφραση μιας μακράς αμερικανικής παράδοσης; [1]
#
Η hard-boiled μυθοπλασία μπορεί να μην υπήρχε αν δεν υπήρχαν απεργοσπάστες. Η βιομηχανία των ντετέκτιβ στις ΗΠΑ προέκυψε από το πρακτορείο Pinkerton, το οποίο στις πρώτες δεκαετίες προσλαμβανόταν από επιχειρήσεις για να διεισδύει σε εργατικά συνδικάτα και να χρησιμοποιεί βία για να συντρίβει τις απεργίες. Πριν ο Dashiell Hammett γίνει συγγραφέας, ήταν μέλος του πρακτορείου Pinkerton. Ο Continental Op[5] προσλαμβάνεται από ένα πρακτορείο παρόμοιο με το Pinkerton, και ο Nick Charles[6] εργαζόταν για ένα τέτοιο πρακτορείο πριν παντρευτεί τη Nora.
Ο Pynchon ασχολήθηκε με αυτή την άθλια ιστορία ενός αγαπημένου είδους στο Against the Day[7] (2006): ο ντετέκτιβ από το Σικάγο Lew Basnight στέλνεται στο Κολοράντο για να κατασκοπεύει αναρχικούς ανθρακωρύχους, αλλά απογοητεύεται και τελικά γίνεται ιδιωτικός ντετέκτιβ στο Λος Άντζελες αμέσως μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Basnight επανεμφανίζεται στο Shadow Ticket, να επιστρέφει στις μεσοδυτικές πολιτείες καθοδηγούμενος από μια λανθασμένη επιθυμία να προστατεύσει την πρώην σύζυγό του, παρόλο που εκείνη αρνείται να του μιλήσει.
Όπως και ο Basnight, ο Hicks ξεκίνησε ως απεργοσπάστης. «Εκείνη την εποχή στο Ουισκόνσιν, δεν περνούσε ούτε μια εβδομάδα που να μην ψηφιζόταν κάποια απεργία, υπήρχαν άφθονες ευκαιρίες να ρίξει ξύλο εκ μέρους της διοίκησης». Ο Hicks απέκτησε «μια κάποια φήμη ως εταιρικός μπράβος», αλλά κατά τη διάρκεια μιας δράσης στην κομητεία Σεμπόιγκαν υπέστη μια μυστηριώδη μεταστροφή. Ακριβώς τη στιγμή που επρόκειτο να χτυπήσει έναν «ταραχοποιό γυαλάκια», το κλομπ ξαφνικά εξαφανίστηκε από το χέρι του:
Θα χρειάζονταν μερικές μέρες για να καταλάβει ο Χικς πως το παράξενο συναίσθημα που δεν μπορούσε να διαχειριστεί ήταν η ανακούφιση που δεν είχε σκοτώσει κανέναν, ένα αίσθημα που ερχόταν αργά, γιατί του φαινόταν υπερβολικό να το ελπίζει.
Σύντομα βρέθηκε να αποκτά την παράξενη συνήθεια να μπαίνει ανάμεσα σε απεργούς και απεργοσπάστες. […] Τελικά ήρθε η μέρα που, όταν έγινε η κλήση, ο Χικς βρήκε έναν τρόπο να μην παρουσιαστεί. Ακόμη κι αν είχε ανάγκη τα χρήματα της αμοιβής.
Πιάνει δουλειά ως πράκτορας της U-Ops, «το επόμενο βήμα στην καριέρα του μετά την ομάδα βιομηχανικών μπράβων». Είναι καλύτερο από το να δέρνει απεργούς, εξάλλου ο ίδιος είχε κάποια χρήσιμα πλεονεκτήματα: μια επιβλητική σωματική διάπλαση, καλή κατανόηση των εθνοτικών και πολιτικών εντάσεων του Μιλγουόκι, επαφές μεταξύ των αστυνομικών και των εγκληματιών. Αλλά η υπηρεσία δεν εκτιμά τη γνώση του για το “δρόμο”, θεωρώντας τον ως έναν «ηλίθιο γορίλα» που «παρασύρεται από κάθε κλαψιάρη που μπαίνει ουρώντας και βογκώντας κάτω από την πόρτα, χωρίς καμία πρόθεση να πληρώσει ποτέ στην ώρα του, αν πληρώσει ποτέ». Είμαστε στην Μεγάλη Ύφεση, η U-Ops έχει έναν προϋπολογισμό λιτότητας και τα έσοδά της προέρχονται κυρίως από οικογενειακά, δηλαδή όχι από τις πιο συναρπαστικές υποθέσεις που θέλει να ασχοληθεί ο Hicks.
Όταν μια βόμβα ανατινάζει το φορτηγό ενός μικροαπατεώνα με μπίζνες στο ρούμι ονόματι Stuffy Keegan, ο Hicks αρχίζει να ερευνά. Το Αστυνομικό Τμήμα του Μιλγουόκι υποθέτει ότι υπεύθυνη είναι η μαφία. Οι αστυνομικοί θυμούνται ακόμα την εν μέρει αυτοπροκαλούμενη (και πραγματική) βομβιστική επίθεση στον Κεντρικό Σταθμό το 1917, όταν ένα ύποπτο πακέτο που βρέθηκε σε μια ιταλική πτέρυγα φυλασσόταν βλακωδώς μέσα στο κτίριο. Για το Αστυνομικό Τμήμα του Μιλγουόκι, «μια βόμβα είναι πάντα με ιταλική, ό,τι και να γίνει».
Ο Hicks δεν είναι και τόσο σίγουρος. Άλλωστε, αυτό είναι «το Ουισκόνσιν, όπου βρίσκεις περισσότερες ποικιλίες κοινωνικής σκέψης από όσα τουρσιά έχει ο Heinz», και τώρα αρχίζουν να εμφανίζονται ναζί ανάμεσα στον μεγάλο γερμανικής καταγωγής πληθυσμό της πόλης. Ο θείος του Hicks, ο Lefty, ένας αξιωματικός του Αστυνομικού Τμήματος του Μιλγουόκι που κοκορεύεται λέγοντας ότι “der Führer…is der Future” [«ο Φύρερ… είναι το Μέλλον»], τον πηγαίνει στην αίθουσα μπόουλινγκ New Nuremberg Lanes, ένα καινούριο στέκι των Ναζί. [2] («Lefty» είναι η συντομογραφία του Detlef, όχι περιγραφή της πολιτικής του τοποθέτησης). Ο Hicks συναντά έναν παλιό μέντορα από τις μέρες που έκανε απεργία, ο οποίος τον επιπλήττει για την αλλαγή καριέρας του:
«Ελπίζω να μην μας έγινες μπολσεβίκος, ένα κομμουνιστικό πιόνι;»
«Τι γίνεται με τον φίλο σου τον Χίτλερ, πλέον δίνεις την ίδια σου τη ζωή σε αυτόν τον μικρό κλόουν;»
“Έι, απλώς βρισκόμαστε και πίνουμε μπύρες με τα παιδιά – Εθνικοσοσιαλιστές, δεν είμαστε; Ε, λοιπόν, κοινωνικοποιούμαστε”.
Ο μέντορας προσπαθεί να στρατολογήσει τον Hicks με μια απειλή: «Μην περιμένεις πολύ. Φεύγεις απ’ τον σταθμό πάνω που ήρθε η ώρα να επιβιβαστείς, αργότερα ίσως να μην είναι τόσο εύκολο…»
#
Ο Pynchon υπήρξε ανέκαθεν κάτι σαν μονομελές θεατρικό νούμερο. Διακατέχεται από μια σχεδόν απεγνωσμένη επιθυμία να διασκεδάζει το κοινό του με τραγούδια, αστεία, μιμήσεις, ταχυδακτυλουργικά, επιδείξεις διανοητικής δύναμης και τόλμης, προφητείες, καθώς και περίτεχνα σλάπστικ νούμερα. Σαν ένα τηλεοπτικό μνημονιστή, είναι ένας απέραντος θησαυρός από γενικές γνώσεις και σπάνιες πληροφορίες. Τα μυθιστορήματα του Pynchon ποτέ δεν περιορίζονται σε φτηνά κόλπα· ωστόσο, η απόλαυση που αντλούν οι αναγνώστες του εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την όρεξή τους για πράγματα όπως η «αμερικανική σουίνγκ εκδοχή» του ναζιστικού ύμνου προς τιμήν του Horst Wessel, που ακούγεται στο τζουκ-μποξ του New Nuremberg Lanes:
Κράτα τη σημαία σου ψηλά, ναιιι,
πάμε να το σουΐνγκάρουμε, για τους Νάααζι—
Σφίξτε τις γραμμές,
Εσείς οι στρατιώτες που βγαίνετε απόψε — μερικά μικρά
Κομμουνιστικά ποντίκια! δε θα
νιώθουν και τόσο κουλ—
Το Shadow Ticket είναι ταυτόχρονα ένας θρήνος για το θεατρικό βαριετέ και ένας φόρος τιμής στο μέσο που το σκότωσε. Ο Pynchon, ως λάτρης του κινηματογράφου, τρέφει ιδιαίτερη αδυναμία στη χρυσή εποχή του Χόλιγουντ. Το Shadow Ticket είναι το πρώτο του βιβλίο που διαδραματίζεται κυρίως στην Αμερική της δεκαετίας του 1930, και τη σκιαγραφεί με τρόπο καθαρά κινηματογραφικό. Οι διάλογοι του μυθιστορήματος, γεμάτοι αιχμηρή αργκό, θυμίζουν τα σκληρά ρομάντζα[8] του μεσοπολέμου που εκτυλίσσονταν μέσα στην εργατική τάξη των πόλεων. Το Shadow Ticket έχει επίσης μια τέτοια χαρακτηριστική προσέγγιση στο σεξ: είναι τολμηρό, αλλά η «οθόνη» σκοτεινιάζει πάντα πριν συμβεί οτιδήποτε ρητό. (Γι’ αυτό και είναι το πιο σεμνό βιβλίο του Pynchon). Ο Hicks παρομοιάζεται κάπως αναχρονιστικά με τον Dick Powell, ο οποίος ξεκίνησε την καριέρα του στα μιούζικαλ των αρχών της δεκαετίας του ’30 και την αναζωπύρωσε τη δεκαετία του ’40 παίζοντας τον Philip Marlowe:
Ίσως όχι τόσο σταθερή φωνή όσο του Ντικ Πάουελ, όχι κακός ως χορευτής – κι όμως, λες και στον ύπνο του, [ο Hicks] έχει με κάποιον τρόπο εξελιχθεί από ζωηρός νεαρός τραγουδιστής-χορευτής σε σκληραγωγημένο τύπο, που σπάνια θα ξυριστεί και θα βάλει μπριγιαντίνη. [3]
Ο Hicks θυμίζει επίσης έναν νεαρό Spencer Tracy, απλώς ψηλότερο. Δείχνει άγριος, απόμακρος, κυνικός, αλλά είναι δίκαιος, έντιμος και παράδοξα ελκυστικός.
Ο Skeet Wheeler, ένας νεαρός επίδοξος ντετέκτιβ που τριγυρνά στα γραφεία της Υπηρεσίας Ερευνών U-Ops, ανακαλύπτει ότι ο Stuffy Keegan επέζησε της έκρηξης. Με τη βοήθεια μιας παρέας εφήβων ραδιοερασιτεχνών, ο Skeet και ο Hicks έρχονται σε επαφή με τον Stuffy, ο οποίος σκοπεύει να διαφύγει από το Ουισκόνσιν επιβαίνοντας σε ένα αυστροουγγρικό υποβρύχιο που θα έπρεπε να είχε διαλυθεί μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά αντίθετα μετατράπηκε σε σκάφος λαθρεμπορίου: «Παραλαβές και παραδόσεις, καπνός, ναρκωτικά, όπλα, ποτά, ζωντανοί επιβάτες με τα χαρτιά τους όχι πάντοτε εντάξει, που πρέπει να φτάσουν κάπου γρήγορα».
Ο Stuffy χάνεται κάτω από τους πάγους της λίμνης Μίτσιγκαν και το νήμα κόβεται. Οι ομοσπονδιακοί πράκτορες προσπαθούν να εκφοβίσουν τον Hicks ώστε να τους αποκαλύψει τι γνωρίζει για το παράνομο υποβρύχιο: «Αυτό που βλέπεις είναι το νέο κύμα Ομοσπονδιακών… Μπορεί από μέρα σε μέρα να κυβερνάμε εμείς τη χώρα, κι εσείς θα πρέπει να ορκιστείτε πίστη σε μας». Κάποιος, όμως, φαίνεται να ανησυχεί πως ο Hicks μίλησε, γιατί λίγο αργότερα δύο άντρες ντυμένοι ξωτικά του Αϊ Βασίλη του παραδίδουν ένα μυστηριώδες χριστουγεννιάτικο δώρο. «Ένα από τα πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία για το Μιλγουόκι», γράφει ο Pynchon, «είναι ότι μαζί με τη μοτοσικλέτα Harley-Davidson και τη διάταξη πληκτρολογίου QWERTY, είναι επίσης η γενέτειρα της μηχανής ακτίνων Χ για δοκιμή παπουτσιών». Ο Hicks χρησιμοποιεί ένα τέτοιο «φθοριζοσκόπιο» για να δει μέσα στο πακέτο, το οποίο περιέχει βόμβα. Τη ρίχνει στη λίμνη, απομακρύνοντας τους ανθρώπους από τον πάγο πριν αυτή εκραγεί.
Η Υπηρεσία Ερευνών U-Ops, που έχει πάντα το βλέμμα στραμμένο στα οικονομικά της, επιτρέπει στον Hicks να συνεχίσει την υπόθεση του Stuffy Keegan επειδή διάφορες ασφαλιστικές εταιρείες έχουν προσλάβει το γραφείο για να τη διερευνήσει. Όμως τα πραγματικά λεφτά βρίσκονται αλλού: στον εντοπισμό της Daphne Airmont, κόρης μιας πλούσιας οικογένειας του Μιλγουόκι, της οποίας ο πατέρας, ο Bruno, είχε κι ο ίδιος εξαφανιστεί λίγα χρόνια νωρίτερα. Ο Bruno δραστηριοποιούνταν στη βιομηχανία τυριών. Όταν το άλειμμα τυριού με ράδιο –«σχεδιασμένο να μένει για πάντα φρέσκο»– αποσύρθηκε από την FDA, ο Bruno στράφηκε στο έγκλημα, αποκτώντας το παρατσούκλι «ο Αλ Καπόνε του Τυριού». Κυκλοφορούσε η φήμη ότι ήταν ο εγκέφαλος πίσω από τη διαβόητη Επιδρομή στους Διαδρόμους Τυριού, και σίγουρα βγήκε κερδισμένος από εκείνη τη θρασύτατη σειρά ληστειών:
Ολόκληρα αποθέματα τυριών αρπάζονταν κατευθείαν έξω απ’ τις πύλες εργοστασίων τυριών, από το Σίμποϊγκαν και δυτικότερα, το ένα μετά το άλλο, ένα συντονισμένο, τροχοφόρο ριφιφί, φορτηγά με γεροδεμένους μπράβους να μπαινοβγαίνουν σε μικρά και μεγάλα εργοστάσια, να πετούν προβολόνε πέρα-δώθε σαν μπάλες αμερικάνικου ποδοσφαίρου, να κυλούν στο έδαφος τεράστιους κερωμένους τροχούς από ντόπια παρμεζάνα, χωρίς να παίρνουν ούτε μετρητά ούτε μισθοδοσίες, παρά μόνο τυρί: κυλίνδρους από τυρί Colby, τούβλα από τυρί Brick τυλιγμένα σε αλουμινόχαρτο, όσα χωρούν στο πηλοφόρι, καθώς κατέκλυζαν τον Διάδρομο του Τυριού σε μια τολμηρή επιδρομή που είχε ήδη γίνει “legend-dairy[9]” —όπως διακήρυσσαν οι έκτακτες εκδόσεις των εφημερίδων. [4]
Ο Bruno σύντομα άρχισε να παρανοεί, φοβούμενος ότι οι ανταγωνιστές του θα τον δολοφονήσουν. «Παναγία μου, είναι αυτό το τέλος της Ρικότα;»[10] ανησυχούσε, παραφράζοντας τον Edward G. Robinson από το Little Caesar, πριν δραπετεύσει στην Ευρώπη.
Τελικά, αποδεικνύεται πως η Daphne είχε το σκάσει με ένα σουίνγκ κλαρινετίστα. Η οικογένειά της τη θέλει πίσω για εντελώς ιδιοτελείς λόγους: η κυρία Airmont ανησυχεί για τα πρωτοσέλιδα, ενώ ο αρραβωνιαστικός της για το 1,5 εκατομμύριο δολάρια που έχει ζητήσει ως προίκα. «Ο Hicks ανέκαθεν προτιμούσε να μη δουλεύει για ανθρώπους υπερβολικά μεγαλοαστούς», αλλά η U-Ops του αναθέτει την υπόθεση επειδή είχε γνωρίσει κάποτε τη Daphne στα βόρεια προάστια του Σικάγου, όταν τη βοήθησε να ξεφύγει από κάτι νοσοκόμους ψυχιατρείου. Το ότι ο κλαρινετίστας ονομάζεται Hop Wingdale σημαίνει, για τους πιο προσεκτικούς αναγνώστες, πως η Daphne έχει δεσμευτεί σε ένα νέο είδος φρενοκομείου: το Wingdale ήταν η τοποθεσία ενός ψυχιατρείου της πολιτείας της Νέας Υόρκης.
#
Ο Hicks κατευθύνεται ανατολικά για να αναζητήσει τη Daphne και τον Hop, αλλά και για να αποφύγει εκείνους που του έστειλαν το εκρηκτικό χριστουγεννιάτικο δώρο. Στη Νέα Υόρκη μαθαίνει πως το ζευγάρι έχει φύγει για την Ευρώπη. Επειδή διστάζει να εγκαταλείψει τη χώρα, η U-Ops τον ναρκώνει, τον απαγάγει και τον φορτώνει από «κάποιο αμερικανικό κυβερνητικό σκάφος» στο υπερωκεάνιο Stupendica, που έχει ήδη διασχίσει μεγάλο μέρος του Ατλαντικού.
Για λόγους που δεν διευκρινίζονται, ο Hicks στέλνεται στη Βουδαπέστη. (Ένας επιεικής αναγνώστης ίσως υποθέσει ότι τα κενά της πλοκής αποτελούν ένα περίτεχνο αστείο για το ελβετικό τυρί. Ποτέ, για παράδειγμα, δεν μαθαίνουμε ποιος προσπάθησε να σκοτώσει τον Stuffy ή τον Hicks). Ευτυχώς γι’ αυτόν, η Daphne βρίσκεται κι εκείνη στη Βουδαπέστη, εργαζόμενη ως τραγουδίστρια σε ένα εξωτικό κλαμπ. Ένα χρόνο πριν από την κυκλοφορία του It Happened One Night[11], ο Hicks και η Daphne γνωρίζουν πως «οι φυγάδες αρραβωνιασμένες και οι διώκτες τους αναμένεται να ερωτευτούν». Κοιμούνται μαζί, αλλά εκείνη ενδιαφέρεται μόνο να βρει τον Hop, ο οποίος έχει εξαφανιστεί από τότε που η μπάντα του, οι Klezmopolitans, διαλύθηκε κατά τη διάρκεια της ευρωπαϊκής περιοδείας τους, εξαιτίας της αυξανόμενης αντισημιτικής ατμόσφαιρας.
Ο Bruno κάνει επίσης την εμφάνισή του στη Βουδαπέστη. Τώρα είναι μεγάλος παραχαράκτης, συνδεδεμένος με το Διεθνές Συνδικάτο Τυριού, που εδρεύει στη Γενεύη: τα «μυστικά αφεντικά του Τυριού». Το Συνδικάτο καταστρώνει έναν πολιτισμικό πόλεμο ανάμεσα «στις δυνάμεις που βασίζονται στο τυρί, δηλαδή τις αποικιοκρατικές, κυρίως της βορειοδυτικής Ευρώπης, και στη τεράστια τυρο-απουσία [cheeselessness] της Ασίας» — ή ίσως πρόκειται απλώς για το παρανοϊκό παραλήρημα του εθισμένου στην κοκαΐνη πράκτορα της Ιντερπόλ που η U-Ops έχει αναθέσει να επιβλέπει τον Hicks.
Περίεργα πράγματα συμβαίνουν στην Κεντρική Ευρώπη. Το apport —είδος τηλεμεταφοράς που λέγεται ότι συμβαίνει κατά τη διάρκεια πνευματιστικών συνεδριών— είναι τόσο συνηθισμένο ώστε τα τραμ της Βουδαπέστης διαφημίζουν ασφαλιστήρια συμβόλαια κατά της κλοπής μέσω apport, ενώ υπάρχουν και ειδικά γραμματόσημα για την ταχυδρομική υπηρεσία apport. Οι μοτοσικλετιστές επιμένουν πως οι μηχανές τους έχουν συνείδηση: «Η μηχανή, ας το παραδεχτούμε, είναι ένα μεταφυσικό πλάσμα. Το ξέρουμε, όπως το ξέρει ένας καουμπόυ, ότι εδώ μέσα κατοικεί μια άγρια ζωντανή ψυχή». Οι μοτοσικλέτες φαίνεται να αποτελούν την κυριότερη έκφραση του ουγγρικού εθνικισμού. Ένας αγώνας που ονομάζεται Trans-Trianon 2000 περνά μέσα από την Τσεχοσλοβακία, τη Γιουγκοσλαβία και τη Ρουμανία — τις χώρες που κέρδισαν τεράστιες εκτάσεις από το Βασίλειο της Ουγγαρίας με τη Συνθήκη του Τριανόν του 1920, την οποία το καθεστώς του Ούγγρου αντιβασιλιά Miklós Horthy προσπαθούσε μανιωδώς να ανατρέψει.
Η Daphne ξεκινά για τα άλλοτε ουγγρικά εδάφη, για να βρει τον Hop, ο οποίος προσφέρει ψυχαγωγία στους διαγωνιζόμενους, ενώ ταυτόχρονα σχεδιάζει διαδρομές διαφυγής για διωκόμενους Εβραίους. Ο Hicks την ακολουθεί από κοντά, συντροφιά με ένα «αυθεντικό τσεχοσλοβάκικο γκόλεμ», ο οποίος, με τελείως μη αυθεντικό τρόπο, έχει ένα πολυβόλο αντί για χέρι. (Το γκόλεμ εμπλέκεται επίσης σε ένα ερωτικό τρίγωνο που περιλαμβάνει ένα θηλυκό ρομπότ και έναν ραβίνο). Κάποιοι σοβιετικοί κατάσκοποι με ενδιαφέρον για το παραφυσικό γλιτώνουν από Βρετανούς δολοφόνους σκαρφαλώνοντας σε ένα ζέπελιν που έχει βαφτεί ώστε να μοιάζει με καρπούζι. Ένας μοτοσικλετιστής επιδίδεται στην παλιά Pynchon-ική παράδοση της «αυθόρμητης διάσωσης χοίρου», σώζοντας μια μαλλιαρή γουρούνα ράτσας Mangalica από τη σφαγή, της φοράει κράνος και γυαλιά, και την τοποθετεί στο πλαϊνό του κάθισμα. (Στο Gravity’s Rainbow[12](1973), τόσο ο Tyrone Slothrop όσο και ο πρόγονός του William συνάπτουν φιλίες με γουρούνια που κινδυνεύουν). Μια ομάδα βαμπιρικών φασιστών, που αποκαλούνται οι Vladboys (από τον διαβόητο ανασκολοπιστή), ανεβάζουν ένα σκετσάκι με τίτλο Ένα χαρωπό βράδυ με τον Vlad Țepeș. Αν και ο Pynchon δεν κάνει ρητά το λογοπαίγνιο, το είδος της παράστασής τους θα έπρεπε ξεκάθαρα να λέγεται vladville[13]:
Τι θα λέγατε για μία και μόνη ποινή για τα πάντα — απλός ανασκολοπισμός!… Βρίσκεις ένα παλούκι, το ακονίζεις, και βζζζτ! τελείωσε σε δευτερόλεπτα, άλλη μία περικοπή στις δημόσιες δαπάνες για τις οποίες έχω γίνει διάσημος. Μα με λένε ποτέ Βλαντ τον Δαπανομειωτή; Όχι βέβαια! Από τότε που ανέλαβα την εξουσία, η απειλή τουρκικής εισβολής έχει πέσει στο μηδέν — με λένε μήπως Βλαντ τον Εισβολοαποτρεπτή; Όχι… Γι’ αυτό σου λέω: παλούκωσε έναν μικροαπατεώνα…
#
Τα περισσότερα βιβλία του Pynchon τελειώνουν ξέφρενα, καθώς σπεύδει να δέσει τις χαλαρές κλωστές του πλεκτού που έχει υφάνει με τόση λεπτομέρεια. Το Shadow Ticket είναι ασυνήθιστο, γιατί ολόκληρο το δεύτερο μισό του είναι ξέφρενο, μοιάζει περισσότερο με λεπτομερές περίγραμμα, παρά με ολοκληρωμένο μυθιστόρημα. Είναι αυτή η δική του εκδοχή της «ύστερης λιτότητας και αμηχανίας»; Ή μήπως απλώς ανησυχούσε μήπως δεν προλάβει να το τελειώσει; Δεν είναι περίεργο που προσεγγίζει με ελαφρότητα θέματα όπως η εξάπλωση του φασισμού και η απαλλοτρίωση της κεντροευρωπαϊκής εβραϊκής περιουσίας. Δεν έχουμε ανάγκη να επιδείξει ηθική ορθότητα σ’ αυτά, διότι γνωρίζουμε ήδη τις απόψεις του. Είναι, ωστόσο, εντυπωσιακό το πόσο γρήγορα διασχίζει περιοχές που συνήθως θα κέντριζαν τη διάσημη περιέργεια και ενσυναίσθησή του.
Το πρώτο μισό προχωρά με σχετικά χαλαρό ρυθμό, αλλά κι αυτό δίνει την αίσθηση της βιασύνης. Η άνοδος της γαλακτοκομικής βιομηχανίας στο Ουισκόνσιν του τέλους του 19ου αιώνα, με το σχεδόν ιεραποστολικό της ζήλο για επιστημονική γεωργία, θα μπορούσε να αποτελέσει το σκηνικό για μια κλασική Pynchon-ική αντιπαράθεση ανάμεσα στις δυνάμεις της σταθεροποίησης και τους ανυπότακτους αντιστεκόμενους. Μπορεί εύκολα κανείς να τον φανταστεί να γράφει σε βάθος για την εφεύρεση του παστεριωμένου επεξεργασμένου τυριού, τις χημικές του ιδιότητες και τη στρατιωτική του χρήση — ο στρατός διέθετε εκατομμύρια κιλά στους στρατιώτες του στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κι όμως, δεν υπάρχει τίποτα για τη μεταμόρφωση του Ουισκόνσιν από φάρμες σε λιβάδια· η Velveeta και η Kraft αναφέρονται απλώς φευγαλέα. Εκείνη η γουρούνα ράτσας Mangalica μπαίνει για λίγο σε πρώτο πλάνο, αλλά δεν υπάρχει ούτε μια αγελάδα ράτσας Holstein ή Brown Swiss. Είναι σαν να βλέπεις έναν φίλο με τεράστια αδυναμία στα γλυκά να αρνείται το επιδόρπιο.
Κι όμως, όπως συχνά κάνει, ο Pynchon αποκαλύπτει την ουσιαστική ιστορία πίσω από ένα φαινομενικά γελοίο θέμα. Πολλά στοιχεία στο Shadow Ticket που αφορούν τη γαλακτοκομική βιομηχανία της δεκαετίας του 1930 βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα. Το γάλα ήταν βασιλιάς στο Μιλγουόκι, ιδίως αφού η Ποτοαπαγόρευση είχε καταστρέψει τη βιομηχανία μπύρας. (Ο Pynchon κάνει μια σύντομη αναφορά στο Pabst-ett, ένα είδος αλείμματος τυριού τύπου Velveeta, που η ζυθοποιία παρήγαγε τη δεκαετία του 1920 αναζητώντας νέες πηγές εσόδων). Η μαφία του Σικάγο μπήκε στη γαλακτοκομία στις αρχές του ’30, επιχειρώντας να πουλήσει φθηνό γάλα παρακάμπτοντας τα καρτέλ διανομής που έλεγχαν τις τιμές [5]. «Το γάλα είναι το παγκόσμιο αμερικανικό ποτό — πιο μεγάλο κι απ’ τη μπύρα, ακόμη και στο Μιλγουόκι», λέει ένας νεαρός μπάρμαν στον Hicks, προειδοποιώντας πως οι διαταραχές στην τροφοδοσία «θα μπορούσαν να είναι η σπίθα που θα τα τινάξει όλα στον αέρα».
Μετά τη Μεγάλη Ύφεση, οι μικροί γαλακτοπαραγωγοί του Ουισκόνσιν οργάνωσαν μια «δεξαμενή γάλακτος» για να απαιτήσουν καλύτερες τιμές από τους διανομείς και τους παρασκευαστές γαλακτοκομικών. Όταν τα αιτήματά τους απορρίφθηκαν, ξεκίνησαν μια σειρά από «απεργίες γάλακτος» τον Φεβρουάριο του 1933. Οι αγρότες άδειαζαν το γάλα τους στους δρόμους και μπλόκαραν τις αποστολές των απεργοσπαστών. Στη δεύτερη απεργία, τον Μάιο, ο κυβερνήτης έστειλε 2.500 εθνοφρουρούς· οι διαδηλωτές ψεκάστηκαν με δακρυγόνα, ξυλοκοπήθηκαν και κυνηγήθηκαν με λόγχες. Όταν η δεξαμενή ξαναχτύπησε στα τέλη Οκτωβρίου και αρχές Νοεμβρίου, επτά τυροκομεία ανατινάχθηκαν.
Στην εκδοχή του Pynchon, το χάος των απεργιών οδηγεί σε πραξικόπημα κατά του Franklin Roosevelt. Μπορεί να κέρδισε τις εκλογές, αλλά η χώρα παραμένει στα χέρια μιας «πανεθνικής συντεχνίας οικονομικών μεγιστάνων, οργανωμένων… ενάντια στις δυνάμεις του κακού, δηλαδή σε οτιδήποτε βρίσκεται αριστερότερα του Herbert Hoover». Ο στρατηγός Douglas MacArthur, φρέσκος από τη συντριβή του Bonus Army[14], αναλαμβάνει την ηγεσία για να βάλει τέλος στην «Red Hour», δηλαδή την ανάπτυξη του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος στις ΗΠΑ του μεσοπολέμου.
Ο υπόκοσμος συμμετέχει κι αυτός. Ο Pynchon αξιοποιεί την πραγματική εγγύτητα στο κέντρο του Σικάγο του πολυτελούς Union League Club και του St. Hubert’s Steakhouse, στέκι της μαφίας, για να φανταστεί συνεργασία ανάμεσα στο WASP[15] κατεστημένο και τη μαφία. Ο οικονομικός σύμβουλος του Αλ Καπόνε, ο «Greasy Thumb» Guzik, λέγεται ότι έδωσε στον τραπεζίτη Charles Dawes, που ήταν μέλος του Union League, την ιδέα για το Σχέδιο Dawes [Ντόουζ], που είχε μετριάσει τον πληθωρισμό της Γερμανίας τη δεκαετία του 1920. Τώρα, το Union League προσλαμβάνει μαφιόζους ως στρατιωτικούς εργολάβους.
Στη μέση του Ατλαντικού, ένας κολοσσός υψώνεται για να αναγγείλει το νέο καθεστώς. Μοιάζει με το Άγαλμα της Ελευθερίας, αλλά έχει ύψος «εκατοντάδων μέτρων» και απεικονίζει «μια μασκοφορεμένη γυναίκα ντυμένη με στρατιωτικά», που φορά «ένα ανοιχτό μεταλλικό προσωπείο από σκουριασμένο μέταλλο, το οποίο, λένε, κρύβει την ταυτότητά της». Η υπόνοια είναι πως, παρόλο που οι απεργίες γάλακτος δεν οδήγησαν σε γενικευμένη εξέγερση, ζούμε ανέκαθεν σε ένα αστυνομικό κράτος. Με εξέπληξε που το Shadow Ticket δεν περιλαμβάνει αναφορά στον μελλοντικό γερουσιαστή του Ουισκόνσιν Joe McCarthy, ο οποίος την εποχή εκείνη σπούδαζε νομικά στο πανεπιστήμιο Marquette του Μιλγουόκι. Αλλά δεδομένου ότι τα συνδικάτα είχαν φιμωθεί και είχε επιβληθεί στρατιωτικός νόμος δεκατέσσερα χρόνια πριν την εκλογή του, ίσως να μη χρειαζόταν.
Στα έργα του Pynchon μετά το Gravity’s Rainbow, η τραγική του θεώρηση της ιστορίας αντισταθμίζεται από κάποιες μικρές παρηγοριές: η ομορφιά των χαμένων υποθέσεων, η θαλπωρή της οικογένειας, η αμυδρή ελπίδα πως οι νεότερες γενιές μπορούν να διορθώσουν τα λάθη των προγόνων τους. Τέτοιες παρηγοριές υπάρχουν μόνο στις παρυφές του Shadow Ticket. Ο Hicks, που στο τέλος του μυθιστορήματος βρίσκεται παγιδευμένος στην Ουγγαρία, δεν είναι ουτοπιστής. Δεν έχει οικογένεια να στηριχθεί. Η πιο φωτεινή ελπίδα για το μέλλον είναι ο Zoyd Wheeler, ο μονίμως μαστουρωμένος κιμπορντίστας του surf rock από το Vineland[16] (1990) και, προφανώς, γιος του επίδοξου ντετέκτιβ Skeet Wheeler, στον οποίο το βιβλίο δίνει τον τελευταίο λόγο. Αν και ο Zoyd είναι ακόμη πιο αφελής από τον Hicks, και οι δύο επιβιώνουν χάρη στη θεμελιώδη τους καλοσύνη. Η ευπρέπεια είναι ένα πενιχρό όπλο σ’ έναν κακό κόσμο, μα η άρνηση του Pynchon να την υποτιμήσει είναι η πιο ισχυρή παρηγοριά που προσφέρουν τα βιβλία του.
Ίσως ο Hicks να πάσχει από κάποια σύγχυση λογοτεχνικών ειδών. Ο Pynchon έχει υπονοήσει, ιδιαίτερα στο Against the Day, ότι το είδος είναι ένας τρόπος να κατανοούμε το παρελθόν, να το χωράμε σε τακτοποιημένες, παρηγορητικές αφηγήσεις που προσφέρουν περισσότερο νόημα και λύση απ’ ό,τι η ίδια η Ιστορία. Οι ιδιωτικοί ντετέκτιβ ήταν ένα χρήσιμο εργαλείο για να διερευνηθούν οι συντηρητικές αναδιπλώσεις μετά τη δεκαετία του ’60 και την 11η Σεπτεμβρίου· αλλά επειδή ο Hicks δεν είναι αρκετά επίμονος για να βρει λύση, στο Shadow Ticket το είδος υποχωρεί σε κάτι πιο χαοτικό, διάσπαρτο και δυσνόητο. Είναι μια παραδοχή ότι η άνοδος του φασισμού αντιστέκεται στις εύκολες εξηγήσεις που προσφέρει το αστυνομικό μυθιστόρημα, κι ότι μας λείπει ακόμη ένα είδος που να μπορεί να αποδώσει τη δική μας πρόσφατη ιστορία.
Περίπου στα μισά του Shadow Ticket, ο Stuffy Keegan, μιλώντας στον Hicks μέσω ασυρμάτου από το υποβρύχιό του, προσφέρει ένα ψήγμα ελπίδας, έναν τρόπο διαφυγής από τη σιδερένια γροθιά της καταπίεσης: «Κι αν η ελευθερία είναι μόνο όταν σε κυνηγάνε για κάτι, αλλά δεν σε ’χουν πιάσει ακόμα; Τότε, για λίγο, όσο μπορείς να συνεχίσεις να τρέχεις, μόνο τότε είσαι πραγματικά ελεύθερος». Είναι μια γνώριμη ιδέα στον Pynchon, μα ο Hicks δεν την καταλαβαίνει, τουλάχιστον όχι ακόμη. Με τον πόλεμο στην Ευρώπη να απέχει έξι χρόνια, σύντομα θα αναγκαστεί να το μάθει.
[1] Ο κατά καιρούς σύμμαχος του Trump, Elon Musk, είναι ιδιαίτερα Pynchon-ικός, συνδυάζοντας μια σειρά από εμμονές του συγγραφέα: ανόητα ονόματα, πυραύλους, χρήση ναρκωτικών, άγευστα λογοπαίγνια, τα εύθραυστα εγώ των πλουτοκρατών και την κληρονομιά της ευρωπαϊκής κυριαρχίας στη νότια Αφρική, για να αναφέρουμε μερικά.
[2] Υπήρχαν ναζί στο Μιλγουόκι το 1932, όταν πιθανότατα διαδραματίζεται αυτή η σκηνή – το κόμμα ίδρυσε στην πόλη ένα παράρτημα της αμερικανικής οργάνωσής του, το Gau USA, το 1931 – αλλά πριν από την έλευση του German American Bund το 1933, οι περισσότεροι ναζί σε αυτή τη χώρα ήταν μετανάστες, όχι Αμερικανοί πολίτες γερμανικής καταγωγής. [ΣτΜ: Το German American Bund ήταν μια φιλογερμανική, ναζιστική οργάνωση στις Ηνωμένες Πολιτείες τη δεκαετία του 1930, που προωθούσε τις ιδέες του Χίτλερ και τη συνεργασία Γερμανών και Αμερικανών εθνικιστών].
[3] Στη ραδιοφωνική εκπομπή Richard Diamond, Private Detective, ο Powell συνδύαζε τις δύο του περσόνες, κλείνοντας κάθε επεισόδιο με ένα τραγούδι.
[4] Πρόσφατα, το τυρί έγινε συνηθισμένος στόχος του οργανωμένου εγκλήματος. Μία αξιοσημείωτη ληστεία συνέβη πέρυσι, όταν μια ομάδα κλεφτών που προσποιήθηκαν τους Γάλλους αγοραστές έκλεψαν τυρί τσένταρ αξίας 300.000 λιρών από έναν έμπορο χονδρικής στο Ηνωμένο Βασίλειο.
[5] Κάποιες δεκαετίες αργότερα, εργοστάσια παραγωγής τυριού που ελέγχονταν από τη μαφία, θα προμήθευαν μοτσαρέλα στις πιτσαρίες της Νέας Υόρκης.
[1] Πρωτότυπος τίτλος: The Big Cheese. Χιουμοριστική αναφορά στο The Big Sleep (1939) του Raymond Chandler.
[2] Κυκλοφόρησε στα ελληνικά με τίτλο «Έμφυτο ελάττωμα» (2011) από τις εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση Γιώργου Κυριαζή. Παραμένει εξαντλημένο.
[3] Κυκλοφόρησε στα ελληνικά με τίτλο «Υπεραιχμή» (2014) από τις εκδόσεις Ψυχογιός σε μετάφραση Γιώργου Κυριαζή. Παραμένει εξαντλημένο.
[4] Το Patriot Act (Πατριωτικός Νόμος) είναι νόμος που ψηφίστηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2001, μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, και διευρύνει τις εξουσίες των αρχών για παρακολούθηση και έλεγχο με στόχο την καταπολέμηση της τρομοκρατίας.
[5] Αφηγητής στο μυθιστόρημα του Hammett με τίτλο Red Harvest [Κόκκινος Θερισμός] (1929).
[6] Κεντρικός ήρωας στο μυθιστόρημα του Hammett με τίτλο The Thin Man [Ο αδύνατος άντρας] (1934).
[7] Κυκλοφόρησε στα ελληνικά με τίτλο «Ενάντια στη μέρα» (2009) από τις εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση Γιώργου Κυριαζή. Παραμένει εξαντλημένο.
[8] Αναφέρονται ως «Pre-Code romances». Επρόκειτο για ρομαντικές ταινίες του Χόλιγουντ που γυρίστηκαν πριν από την αυστηρή εφαρμογή του Κώδικα Παραγωγής (Hays Code) το 1934 και συχνά περιείχαν τολμηρότερο περιεχόμενο σε θέματα έρωτα, φύλου και ηθικής.
[9] Λογοπαίγνιο: legendary (θρυλικός) – dairy (γαλακτοκομικά).
[10] Χιουμοριστική παραφθορά του “Mother of mercy, is this the end of Rico?” από το Little Caesar (1931) του Marvin LeRoy.
[11] Ταινία (1934) του Frank Capra.
[12] Κυκλοφόρησε στα ελληνικά με τίτλο «Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας» (1998) από τις εκδόσεις Χατζηνικολή σε μετάφραση Γιώργου Κυριαζή.
[13] Vaudville λέγεται το θεατρικό είδος βαριετέ, που συνδυάζει διάφορα νούμερα και θεάματα.
[14] Το Bonus Army ήταν μια ομάδα βετεράνων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου που το 1932 διαδήλωσε στην Ουάσιγκτον ζητώντας την πρόωρη καταβολή των κρατικών επιδομάτων που τους είχαν υποσχεθεί.
[15] Ακρωνύμιο: White Anglo-Saxon Protestants.
[16] Κυκλοφόρησε στα ελληνικά με τον ίδιο τίτλο (1997) από τις εκδόσεις Χατζηνικολή σε μετάφραση Ανδρέα Βαχλιώτη.
info:
Shadow Ticket by Thomas Pynchon [Penguin Press, 293 pp.]
The New York Review of Books, Vol. LXXII, Number 16 (October 23, 2025), pp.15-17. Thomas Pynchon. Illustration by Yann Kebbi




























