Η Νίκη στη Μαρία:
Μαζί ή μόνοι
Πορτοκάλι ή λεμόνι
Πάνε μέρες από όταν πρωτοδιάβασα το Έτσι ή αλλιώς της Άνα Πεσσόα και υπάρχουν αρκετές στιγμές που τα μικρά διλήμματά που θέτει μου έρχονται στο μυαλό. Τα έχω μάθει απέξω και τα επαναλαμβάνω σαν να είναι ένα αυτονόητο ποίημα. Σαν ένα αμπεμπαμπλόμ.
Τώρα ή ποτέ
Όχι ή ναι
Είναι ανώδυνα και ταυτόχρονα τρομακτικά. Έχουν τέλειο ρυθμό. Είναι σαν οι λέξεις να έχουν χρώματα – χρώματα ταιριαστά με αυτά των σχημάτων της εικονογράφησης. Διαβάζεις αυτό το βιβλίο και εμπλέκεσαι αυτόματα σε ένα παιχνίδι που δεν σταματάει. Σε ένα παιχνίδι που χρωματίζει με ερώτημα, με δίλημμα, κάθε σου απόφαση. Σαν ξόρκι. Πρωινό ή βραδινό. Αυτό το φλιτζάνι ή το άλλο. Τοστ ή φρυγανιά. Παίζω αυτό το παιχνίδι ξανά και ξανά. Ζηλεύω τις διατυπώσεις του βιβλίου και προσπαθώ να βρω τον ρυθμό σε αυτά που λέω. Η ανάγνωση του βιβλίου μοιάζει με περπάτημα. Με ένα ιδιαίτερο βάδισμα: που κοντοστέκεται, παρατηρεί, διαλέγει κατεύθυνση. Και ο τρόπος που σου μεταδίδει την όρεξη για διλήμματα και επιλογές έχει τη φυσικότητα του εθιστικού παιχνιδιού με τις γραμμές στο πεζοδρόμιο που δεν πρέπει να πατήσεις. Είναι απολαυστικό και ταυτόχρονα λιγάκι ενοχλητικό. Αναβαθμίζει κάτι που έτσι κι αλλιώς κάνεις σε κάτι συνειδητό, λιγότερο βαρετό, αλλά και αυτόματο, μηχανικό.
Στόμα ή μάτι
Πιπέρι ή αλάτι
Η εικονογράφηση (και η μετάφραση από τα πορτογαλικά της Ελένης Βλάχου) έχουν πετύχει κάτι μαγικό (το ξόρκι!). Σε παγιδεύουν σε σχήματα και λέξεις που ίσως δεν περίμενες να συνδέονται και φτιάχνουν μια διλημματική κατάσταση έκκεντρη. Κάπως παράλογη και έτσι τελικά ποιητική. Ένα μάτι είναι ένας κύκλος, ένας κόκκος αλατιού αν τον κοιτάξεις από πολύ πολύ κοντά.
Λεφτά ή θάλασσα
Μηχανικό μολύβι ή στυλό
Σχολείο ή φυλακή
Μετέφερα το βιβλίο, το οποίο με τη σειρά του μετέδωσε τη μετατροπή των πάντων σε δίλημμα στην τάξη στην οποία διδάσκω. Τα παραπάνω (ίσως αταίριαστα) δίπολα τα έγραψαν τα εννιάχρονα ενός σχολείου της Κυψέλης λίγες μέρες πριν, νωρίς το πρωί της Πρωταπριλιάς. Ξόρκια ή αντίδοτα, λοιπόν.
Η Μαρία στη Νίκη:
Προσπαθώ να φανταστώ πώς θα είναι αυτά τα μινιμαλιστικά ποιητικά διλήμματα στο πρωτότυπο. Πάντως, η μετάφραση είναι παραπάνω από επιτυχημένη: «Πικάσο ή Νταλί/ Εδώ ή εκεί».
Για τη δική μου ιδιοσυγκρασία, είναι ένα βιβλίο με τη βοήθεια του οποίου μπορείς να «ραπάρεις». Θέλω να πω ότι τόσο αυτά τα διλήμματα που ομοικαταληκτούν σε αντικριστές σελίδες, όσο και η κυβιστική εικονογράφηση-κολάζ με τα έντονα βασικά χρώματα σου μεταδίδει, από σελίδα σε σελίδα, έναν υπόκωφο ρυθμό, σαν τύμπανο που έρχεται από μακριά, σαν καλπασμός ενός κοπαδιού, ο οποίος, όσο προχωράς την ανάγνωση, μοιάζει να δυναμώνει και να σε παρασέρνει. Αυτή η επανάληψη παρόμοιων ερωτημάτων είναι ένα σπιράλ που ανεβαίνει, και οδηγεί σε ένα μικρό ντελίριο, σε μια κορύφωση.
Νοερά, πιάνω μετά από λίγο ένα μικρόφωνο και αναρωτιέμαι φωναχτά: «Χαμηλός ή ψηλός». Και τότε, το νοητό ακροατήριο (τα παιδιά της τάξης 😉 απαντά με μια κυματιστή κίνηση: «Μουσική ή χορός». Πολύ εντυπωσιακό. Διαβάζω κείμενο, βλέπω εικόνες και είναι σαν να συμμετέχω σε μια ομαδική περφόρμανς με ήχο και κίνηση. «Λάθος ή σωστό» φωνάζει μια ομάδα και η άλλη ομάδα απαντά «τηγανητό ή ψητό». Μα αυτό δεν είναι βιβλίο, είναι ένα κανονικό και μάλιστα φαντασμαγορικό live, είναι ένα πάρτυ εν εξελίξει.
Η υπόγεια αδιαμεσολάβητη μεταφορά από το μάτι στο αυτί και από το νου στην κίνηση του σώματος είναι αδιάψευστη μαρτυρία ότι έχουμε ένα επιτυχημένο ποιητικό φαινόμενο σε εξέλιξη. Στο μεταξύ, θα πρόσεξες ασφαλώς ότι ενώ τα ερωτήματα είναι σαφή («Δυόσμος ή μαϊντανός/ Εντός ή εκτός») οι εικόνες, χωρίς να είναι αφηρημένες, είναι πολύ πιο αφαιρετικές. Σε βάζουν να ψάξεις, να αναρωτηθείς, να συναρμολογήσεις, να συνταιριάξεις. Οι εικόνες είναι σαν τα κομμάτια ενός παζλ που βρίσκεται απλωμένο στο τραπέζι της τραπεζαρίας ενός καραβιού: το καράβι σκαρφαλώνει στην κορυφή των κυμάτων και γκρεμίζεται ξανά και ξανά, τα κομμάτια του παζλ ανακατεύονται, η εικόνα χάνεται και αναδημιουργείται. «Πρωινό ή βραδινό/ Πικρό ή ξυνό». Ραπάρισμα; Ζάλη; Κουβάρι που ξετυλίγεται;
Άπαιχτο βιβλίο. Άπαιχτο.