γράφει η Μαρία Δαλαμήτρου
Η εικόνα είναι αυτή: ένας ηλικιωμένος έγχρωμος άντρας κάθεται με τα πόδια ανοιχτά γύρω από ένα τύμπανο, φτιαγμένο από δέρμα ζώου. Αυτό έχει διάμετρο περίπου τριάντα εκατοστά, κι ο άντρας παίζει πάνω του τα δάχτυλά του, κρατώντας έναν σταθερό ρυθμό. Δίπλα του, άλλος ένας άντρας, με όμοιο τύμπανο ανάμεσα στα γόνατα αυτός, μπαίνει πιο δυναμικά στον ίδιο ρυθμό. Ένας τρίτος έγχρωμος άνδρας, καθιστός στο έδαφος, κρατάει ένα μικρό έγχορδο όργανο, φτιαγμένο από νεροκολοκύθα, και που και που χαϊδεύει τις χορδές του. Μια έγχρωμη γυναίκα φέρνει τη δική της νεροκολοκύθα, και τη χτυπάει ρυθμικά με δύο βέργες από ξύλο. Ακούγεται μία φωνή, έπειτα ακούγονται κι άλλες, και σιγά σιγά αυτό το μουσικό πάρε δώσε, το τόσο αυθόρμητο και ανεπίσημο αλλά ταυτόχρονα τόσο τελετουργικό και ακριβές, γίνεται κίνηση και χορός. Ένα πλήθος έγχρωμων ανθρώπων σχηματίζουν ομάδες σε κύκλο και κινούνται στον ρυθμό αυτής της μουσικής. Κάποιοι λικνίζονται απαλά δεξιά κι αριστερά, κάποιοι βαράνε τα πόδια τους στο χώμα, και λίγες γυναίκες τραγουδάνε δυνατά.
Δεν είναι Αφρική. Είναι Νέα Ορλεάνη του 19ου αιώνα, και είναι η Πλατεία Congo, στην οποία οι σκλάβοι επιδείκνυαν, χορεύοντας δημόσια, την αφρικανικότητά τους, τις Κυριακές, τη μέρα που μπορούσαν να βρεθούν. Ο χορός εκείνος ήταν πράξη αντίστασης, και μνήμης και θέλησης, και συνέβαλε στην αφρικανοποίηση της αμερικανικής μουσικής και, έτσι, στη γέννηση της τζαζ. Όταν άρχισαν να εκλείπουν αυτοί οι χοροί, οι πρώτες τζαζ μπάντες έπαιζαν ήδη στα κλαμπ της Νέας Ορλεάνης.
Σήμερα, η μουσική βιομηχανία αναγνωρίζει τις έγχρωμες καταβολές της τζαζ αλλά και τη διαχρονικά δυνατή έγχρωμη παρουσία στη μουσική, σε σημείο, θα έλεγε κανείς, θετικής προκατάληψης κάθε φορά που κάποιος έγχρωμος καταπιάνεται με το τραγούδι, ειδικά στη τζαζ. Απεναντίας, η λογοτεχνία άργησε πολύ να αναγνωρίσει τις έγχρωμες φωνές που είχαν αρχίσει να δίνουν σπουδαία δείγματα γραφής από τις αρχές του εικοστού αιώνα. Στον περίφημο “Δυτικό Κανόνα” (1994) του Harold Bloom, βιβλίο που θεωρείται ιδιαίτερα επιδραστικό στις σπουδές Λογοτεχνίας, είκοσι έξι λευκοί συγγραφείς απαρτίζουν τον κανόνα – εκ των οποίων οι είκοσι δύο είναι άντρες. Πόσες πιθανότητες θα είχε μία έγχρωμη γυναίκα να μπει στον κανόνα της λογοτεχνίας; Ο λόγος για τη Zora Neale Hurston και το μυθιστόρημά της Their Eyes Were Watching God (1937).
Η αμερικανική λογοτεχνία αντιστάθηκε στην αφρικανοποίησή της. Για πολλά χρόνια έγραφαν οι λευκοί για ήρωες έγχρωμους και μιλούσαν οι λευκοί για την εμπειρία του να είσαι έγχρωμος. Με το μυθιστόρημα Their Eyes Were Watching God, η Hurston γίνεται η πρώτη έγχρωμη γυναίκα που μιλάει ξεκάθαρα για το να είσαι έγχρωμη γυναίκα, θίγοντας ζητήματα επιθυμίας, σεξουαλικότητας, ταυτότητας, συμμόρφωσης και κοινότητας όπως μόνο μία έγχρωμη γυναίκα μπορεί να τα δει. Κι όμως, αυτό το έργο απουσιάζει από τον κανόνα της δυτικής λογοτεχνίας. Ίσως στέκεται περήφανα στον κανόνα της αφροαμερικάνικης λογοτεχνίας, τώρα πια που έχει γίνει αποδεκτός ένας τέτοιος όρος, αλλά όχι ακόμη έξω και ανεξάρτητα από αυτόν.
Αυτό το μυθιστόρημα, και άλλα ακόμη, αναφέρθηκαν από την Bernardine Evaristo στην ομιλία που έδωσε, όταν παρέλαβε το New Statesman/Goldsmiths Prize. Η Evaristo μίλησε για τους πατριάρχες της μεγάλης φόρμας και τους συνενόχους αυτών – λευκοί, άρρενες καθηγητές πανεπιστημίων που αρνούνται να επικαιροποιήσουν τις λίστες υποχρεωτικών αναγνωσμάτων στα Τμήματα Λογοτεχνίας, εμπλουτίζοντάς τα με φωνές που αποσιωπήθηκαν – φωνές Ασιατών που ζούνε στη δύση, φωνές γυναικών, φωνές queer, φωνές έγχρωμων. Ας το σκεφτούμε λίγο: για να αποκτήσει ειδικό βάρος ένας συγγραφέας, πρέπει τα πανεπιστήμια να τον συμπεριλάβουν σε κύκλους σπουδών, να τον θεωρήσουν άξιο μελέτης. Εάν τα πανεπιστήμια διοικούνταν, στις αρχές του εικοστού αιώνα, από λευκούς άνδρες, οι συγγραφείς που καθιερώνονταν ήταν επίσης λευκοί άντρες. Με τα χρόνια, αυτό διαμόρφωσε λίστες κλασικών αναγνωσμάτων, από τις οποίες απουσιάζουν διαφορετικές φωνές και στις οποίες είναι δύσκολο να εισέλθει κάτι διαφορετικό. Αυτό συνέβη και με το μυθιστόρημα Their Eyes Were Watching God, όταν πρωτοκυκλοφόρησε το 1937: οι άντρες κριτικοί το αγνόησαν, το απέρριψαν, το παράτησαν – και οι έγχρωμοι άντρες, ανάμεσα σε αυτούς. Οι τελευταίοι θεωρούσαν πως η Hurston απλοποιούσε πολύ τα πράγματα στον τρόπο που παρουσίαζε τους χαρακτήρες της, την ώρα που αυτή έλεγε πως δε γράφει για να εξωραϊσει την έγχρωμη φυλή της, αλλά για να την παρουσιάσει όπως είναι, άνθρωποι καλοί και κακοί και αυτοί, δυνατοί και αδύναμοι. Πέρασαν σαράντα χρόνια για να αρχίσει το βιβλίο να κυκλοφορεί και να θεωρηθεί, έκτοτε, το πιο πολυδιαβασμένο βιβλίο του αφροαμερικανικού κανόνα. Ένα βιβλίο στο οποίο η έγχρωμη ηρωίδα τολμάει να συνάπτει ερωτικές σχέσεις με πολλούς άντρες, και να τους εγκαταλείπει για να βρει τον εαυτό της. Ένα βιβλίο στο οποίο μόνο η έγχρωμη απελευθερωμένη συγγραφέας του μπορεί να μιλήσει για το ποια ή τι είναι μία έγχρωμη απελευθερωμένη γυναίκα.
Πολλές ταυτότητες, εν προκειμένω, σημαίνουν βέβαια και πολλές οδοί να υφίσταται το υποκείμενο καταπίεση. Η ηρωίδα του βιβλίου, Τζέινι, υφίσταται τον ρατσισμό, λόγω χρώματος, και τον σεξισμό, λόγω φύλου, από έγχρωμους άνδρες και λευκούς εξίσου. Άλλωστε, όπως το λέει η γιαγιά της, που τη μεγαλώνει:
Γλυκιά μου, ο λευκός είναι ο άρχοντας των πάντων, απ’ όσα έχω μάθει εγώ. Ίσως κάπου μακριά στον ωκεανό έχει δύναμη ο μαύρος, αλλά ξέρουμε μόνο αυτά που βλέπουμε. Κι έτσι ο λευκός πετάει κάτω το φορτίο και λέει στον νέγρο να το μαζέψει. Αυτός το μαζεύει επειδή πρέπει, αλλά δεν το βαστάει. Το φορτώνει στις γυναίκες του. Η νέγρα είναι το μουλάρι του κόσμου, απ’ όσα έχω δει.[1]
Όμως η νέγρα που πλάθει η Hurston δεν αντέχει να γίνεται μουλάρι κανενός. Εγκαταλείπει τον πρώτο της άντρα, γιατί απλά δεν τον θέλει, γιατί “θέλει να τον θέλει”, θέλει να είναι κυρία της επιθυμίας της. Αντιμιλάει στον δεύτερο άντρα και το πληρώνει με κάμποσο ξύλο, αλλά δεν πτοείται όταν ξαναμένει μόνη. Και προχωράει μέχρι να βρει τον καταλληλότερο.
Η Hurston επιβίωσε μιας δύσκολης παιδικής ηλικίας, με έναν αδιάφορο πατέρα, ορφανή από μάνα, δίπλα σε εφτά αδέρφια, και μετακινούμενη από συγγενή σε συγγενή μέχρι να μεγαλώσει. Σπούδασε, ωστόσο, Ανθρωπολογία στην Washington και άρχισε να δημοσιεύει διηγήματα. Όταν, το 1925, έφτασε στη Νέα Υόρκη, η Αναγέννηση του Χάρλεμ ήταν έτοιμη να τη δεχτεί. Εκεί η Hurston έγινε γρήγορα γνωστή ως αφηγήτρια ιστοριών, ως περφόρμερ αφηγήτρια για την ακρίβεια, μένοντας πιστή στις προφορικές παραδόσεις και ιστορίες της αφρικανικής ηπείρου.
To μυθιστόρημα, ως είδος, έχει τις καταβολές του και στους τραγουδιστές-παραμυθάδες της Αφρικής – τους griots. Αν ο άνθρωπος ξεπήδησε από την Αφρική, από εκεί ξεπήδησαν και οι αφηγήσεις. Οι πρώτες αφηγήσεις ήταν ιστορίες επιβίωσης, και μαχών, και καθημερινών νικών, αλλά και μυθολογίες, κοσμολογίες, γενεαλογίες, που μεταδίδονταν προφορικά στους νεότερους από τους τραγουδιστές-παραμυθάδες και θεματοφύλακες της παράδοσης, τους griots. Με τα χρόνια, και με την ανακάλυψη μέσων διάσωσης του λόγου, οι προφορικές παραδόσεις έγιναν γραπτές, και έτσι άρχισαν να σχηματίζονται νόμοι, ποιήματα, ιστορίες, έπη και δοκίμια. Και, κάποτε, το μυθιστόρημα. Οι griots τραγουδούσαν και διέσωζαν ιστορίες της κοινότητας στην κοινότητα. Όταν, στην επαφή Αφρικής και Αμερικής, εμφανίστηκε η τζαζ, η επίδραση των griot και της προφορικής παράδοσης ήταν εμφανής στα blues: στον τρόπο που η κοινότητα των μουσικών τραγουδάει τον πόνο, την καταπίεση, τη φτώχεια και την επιθυμία των έγχρωμων. Όμως, όπως ειπώθηκε στην αρχή του δοκιμίου, η τζαζ δοξάστηκε ως έργο των έγχρωμων, ενώ το μυθιστόρημα όχι. Αυτό παρέμεινε υπόθεση των λευκών.
Με τους λευκούς να πατρονάρουν τα έργα των έγχρωμων στην Αναγέννηση του Χάρλεμ, η Hurston είχε το ίδιο πρόβλημα που είχαν πολλοί ομότεχνοί της: έπρεπε να υποταχθεί στον τρόπο που η χορηγός της ήθελε να φαίνονται οι έγχρωμοι ήρωες στο έργο της – πρωτόγονοι, άγριοι, εξωτικοί. Οι λευκοί ήταν οι σπόνσορες, οι λευκοί ήταν και το ακροατήριο/αναγνωστικό κοινό των έργων. Οι έγχρωμοι ήρωες έπρεπε να ικανοποιούν τις απαιτήσεις των λευκών. Η Hurston, παρ’ όλ’ αυτά, ήθελε να γράψει ελεύθερη από όλες τις απαιτήσεις – τις απαιτήσεις των λευκών να φαίνονται οι έγχρωμοι ήρωες πιο ζωώδεις ή ανένταχτοι, και τις απαιτήσεις των έχρωμων να φαίνονται οι ήρωές της καλλιεργημένοι όπως οι λευκοί. Ξεκινάει το μυθιστόρημά της με τη φωνή της ηρωίδας, Τζέινι, να αφηγείται τη ζωή της στη φίλη της, Φίμπι, σαν σύγχρονη griot, και χρησιμοποιώντας τον ιδιωματικό λόγο που χρησιμοποιούσαν οι Αφροαμερικανοί του Νότου τον προηγούμενο αιώνα. Η αφήγηση κρατάει διακόσιες σελίδες, και στο τέλος η griot Τζέινι ξαναμιλάει σε πρώτο ενικό, διακηρύσσοντας πως πήγε μέχρι τον ορίζοντα και ξαναγύρισε – πως πέρασε τα όρια του φύλου και της φυλής της. Και πως έμαθε να ζει μόνη. Απατρονάριστη.
Το Χάρλεμ ήταν δύο πράγματα, όταν ζούσε εκεί η Hurston. Ήταν η Γη της Επαγγελίας για μία έγχρωμη κοινότητα καλλιτεχνών που μπορούσε να παράγει τέχνη ως κοινότητα, ως έγχρωμη κοινότητα, σε μία τοποθεσία που μέχρι πριν λίγο ζούσαν λευκοί, απόγονοι Ευρωπαίων αποίκων από το Haarlem της Ολλανδίας. Με τη μετακίνηση του πληθυσμού, μετά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο το Harlem ήταν κατά 70% τόπος κατοικίας έγχρωμων, που αντίκριζαν με αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση τη μοίρα τους ως κοινότητα που είχε αρχίσει να δημιουργεί ποίηση, λογοτεχνία, οπτικές τέχνες, ιστορία, κοινωνιολογία, μουσική, χορό μέσα στους κόλπους της Αμερικής. Αυτό ήταν το Χάρλεμ της Αναγέννησης, της ανεξαρτησίας. Το άλλο Χάρλεμ ήταν αυτό των χαμηλών μισθών, των οικονομικών εξαρτήσεων, των υψηλών ενοικίων. Μελέτη του 1927 έδειξε πως 48% των ενοικιαστών στο Harlem πλήρωναν δύο φορές το εισόδημά τους στο ενοίκιο, κάτι που δε συνέβαινε με λευκούς ενοικιαστές στη Νέα Υόρκη. Σε πολλά σπίτια στο Harlem συγκατοικούσαν πολλοί έγχρωμοι μαζί, για να αντέχουν το ενοίκιο, ενώ οι μισθοί που έπαιρναν οι λευκοί ήταν πολύ υψηλότεροι από τους μισθούς των εγχρώμων. Αυτό ήταν το Χάρλεμ της εξάρτησης. Η τζαζ ήταν υπόθεση του δεύτερου κυρίως Χάρλεμ. Των underground parties και της ιδεολογίας αυτών.
Στο Χάρλεμ, η Hurston ήταν η ψυχή των αφηγήσεων των παραδόσεων της έγχρωμης κοινότητας. Όπως λέει ο βιογράφος της, Robert Hemenway, “η Zora Hurston ήταν μία εξαιρετικά πνευματώδης γυναίκα, και απέκτησε γρήγορα φήμη στη Νέα Υόρκη για το κέφι της και τις ξεκαρδιστικές ιστορίες της από τη ζωή στο Eatonville. Μπορούσε να μπει σε ένα δωμάτιο με ξένους, και αμέσως να μαζέψει γύρω της ανθρώπους. Τους γοήτευε, τους διασκέδαζε, τους εντυπωσίαζε”. Το Eatonville (Φλόριντα) ήταν η πόλη στην οποία γεννήθηκε η Hurston το 1891, και ήταν πόλη έγχρωμων μόνο, γεγονός που προστάτευε τη συγγραφέα από το να νιώσει ρατσισμό. H Ανθολογία του Eatonville έχει συγκεντρωμένες τις ιστορίες που έλεγε η Hurston στα parties του Χάρλεμ. Με τη Μεγάλη Ύφεση να βάζει ένα τέλος σε αυτές τις διασκεδάσεις, η Hurston συγκεντρώθηκε πιο σοβαρά στο γράψιμο. Τα πιο σημαντικά της έργα εμφανίστηκαν την επόμενη δεκαετία. Ωστόσο αυτά δεν αναγνωρίζονταν ως σημαντικά στην εποχή τους, και η Hurston απέμεινε άνευ ακροατηρίου, εργαζόμενη, ως το τέλος της ζωής της, περιστασιακά ως υπηρέτρια.
Στο δοκίμιο με τίτλο Πώς Είναι Να Είμαι Έγχρωμη Εγώ (1928), η Hurston αποθεώνει τον φεμινισμό της: “Κάποιες φορές δεν έχω ράτσα, είμαι εγώ. Όταν φοράω το καπέλο μου με συγκεκριμένη κλίση και κατεβαίνω την Έβδομη Λεωφόρο στο Χάρλεμ, νιώθοντας περήφανη σαν τα λιοντάρια μπροστά από τη Βιβλιοθήκη στην Σαρακοστή Έβδομη οδό, για παράδειγμα. […] Έρχεται η συμπαντική Ζόρα. Δεν ανήκω σε καμία φυλή και σε καμία εποχή. Είμαι το αιώνιο θηλυκό με το κολιέ από χάντρες. Δε νιώθω διαφορετικά επειδή είμαι Αμερικανίδα και έγχρωμη. […] Κάποιες φορές υφίσταμαι διακρίσεις, αλλά δε με θυμώνει αυτό. Με εκπλήσσει μόνο. Πώς μπορεί ο οποιοσδήποτε να στερηθεί την απόλαυση της συντροφιάς μου; Αυτό με ξεπερνάει.” Προκλητικά ειλικρινής για γυναίκα και έγχρωμη, γεμάτη αυτοπεποίθηση, η Hurston έκανε τρεις γάμους και πήρε τρία διαζύγια και έπλασε, αντίστοιχα, μία ηρωίδα, τη Τζέινι, που δεν ανέχεται τη λάθος συμπεριφορά του άντρα μόνο και μόνο για να έχει άντρα. Μετά τους δύο πρώτους γάμους, η Τζέινι γνωρίζει έναν άντρα αρκετά χρόνια μικρότερο, και τον ερωτεύεται χωρίς την ανάγκη του γάμου. Και εδώ εύκολα φαντάζεται κανείς την Ella Fitzgerald να τραγουδάει, χρόνια μετά, για τη Zora και τη Τζέινι εκείνο το Every Time We Say Goodbye – γιατί η Τζέινι αποχαιρετά και τον τρίτο αγαπημένο μένοντας μόνο με τον εαυτό της. H αναζήτηση του εγώ, του εαυτού, είναι η μόνη αναζήτηση που έχει νόημα για την ηρωίδα.
Στο μυθιστόρημα Their Eyes Were Watching God, το μεγαλύτερο πρόβλημα της Τζέινι είναι το φύλο της, όχι το χρώμα της. Έτσι φαίνεται, τουλάχιστον, στις σχέσεις που συνάπτει με νέγρους άνδρες, οι οποίοι, καθότι άνδρες, τη θεωρούν κτήμα τους. Το μυθιστόρημα αποκαλύπτει πτυχές έμφυλης βίας στην έγχρωμη κοινότητα όμοιες με τη βία της λευκής κοινότητας, και έχει μία σκηνή δικαστηρίου στην οποία η Hurston θέτει με διαύγεια ερωτήματα προκατάληψης και μεροληψίας, όταν λευκοί ένορκοι αποφασίζουν για τη μοίρα της έγχρωμης κατηγορούμενης. Όταν μία έγχρωμη γυναίκα δικάζεται, είναι απέναντί της και οι λευκοί ένορκοι και οι νέγροι άντρες του ακροατηρίου. Αυτό, κυρίως, καταδεικνύει αυτό το μυθιστόρημα έγχρωμης συγγραφέως με ηρωίδα έγχρωμη γυναίκα: για την περίπτωσή σου, δεν μπορεί να αποφασίσει κανείς καλύτερα από εσένα. Οποιαδήποτε άλλη πλευρά ενέχει τον κίνδυνο σοβαρής μεροληψίας απέναντι στο φύλο και τη φυλή. Στο μυθιστόρημα Their Eyes Were Watching God, η Hurston έδωσε φωνή και άλλοθι στη συνήθως κατηγορούμενη. Της έδωσε την ευκαιρία να διηγηθεί η ίδια τη ζωή της, να μην το κάνει κάποιος άλλος για αυτήν, με τον τρόπο και τις λέξεις και τις εικόνες που η ίδια έχει για τη ζωή της. Όπως λέει και η ηρωίδα, “οι παλιές της σκέψεις θα της ήταν χρήσιμες τώρα, αλλά θα έπρεπε να φτιαχτούν και να ειπωθούν νέες λέξεις για να τους ταιριάζουν” (σελ. 41).
Η αφροαμερικανική λογοτεχνία το έκανε, λοιπόν, αυτό. Βρήκε τις λέξεις για να περιγράψει ορθότερα την εμπειρία του να είσαι έγχρωμος σε έναν κόσμο λευκών. Εάν στην ταυτότητα της Δύσης υπάρχει η εμπειρία των έγχρωμων, εάν η εμπειρία των έγχρωμων έχει επηρεάσει την ταυτότητα της Δύσης, όπως και το αντίστροφο, οτι δηλαδή οι έγχρωμοι επηρεάστηκαν από αυτή, γιατί στον κανόνα της λογοτεχνίας, όπως το θέτει η Evaristo, απουσιάζουν τα έργα των έγχρωμων, και γιατί αυτά διαβάζονται μόνο σε ένα αφροαμερικάνικο πλαίσιο; Όπως έλεγε η Zora παραπάνω, αυτή δε νιώθει διαφορετικά επειδή είναι έγχρωμη. Η λογοτεχνία γιατί πρέπει να νιώθει;
H Zora Neale Hurston δεν έτυχε, όσο ζούσε, της αναγνώρισης, την οποία άξιζε. Ως συνήθως, θέλει κόπο και χρόνο η ανατροπή μίας καθεστηκυίας τάξης. Το 1950 η Gwendolyn Brooks γίνεται η πρώτη Αφροαμερικανίδα που κερδίζει το βραβείο Pulitzer. Το 1993 η Toni Morrison είναι η πρώτη Αφροαμερικανίδα που παίρνει το βραβείο Nobel. Στο ενδιάμεσο, το 1974, απολιθώματα ηλικίας 3,2 εκατομμυρίων ετών του προγόνου του Sapiens, ενός αυστραλοπίθηκου που την είπαμε Λούσυ, η οποία στεκόταν στα δυο της πόδια, ανακαλύφθηκαν στην Αιθιοπία. Η Λούσυ θεωρήθηκε η γιαγιά όλης της ανθρωπότητας. Kαι ναι, όπως θα έλεγε και η Morrison, she’s black.
[1] Χέρστον, Ζόρα Νιλ. Τα Μάτια τους Κοιτούσαν τον Θεό. Μτφρ. Μυρσίνη Γκανά. Αθήνα: Αίολος, 2023. σελ. 22
(*) Η Μαρία Δαλαμήτρου είναι Εκπαιδευτικός/Δρ. Λογοτεχνίας
Zora Neale Hurston, Τα Μάτια τους Κοιτούσαν τον Θεό. Μτφρ. Μυρσίνη Γκανά, Αίολος
![]()























![Η μελαγχολία της παλινόρθωσης (και της γήρανσης) [γράφει ο Θανάσης Μήνας]](https://www.oanagnostis.gr/wp-content/uploads/2025/11/20p1-1200x628-1-e1762152227672-218x150.jpg)



