Το Ήρεμο Βάρος Των Πραγμάτων, της Δήμητρας Πετμεζά. Μια μικρού μήκους από τη Δράμα (του Μανώλη Γαλιάτσου)

0
35

του Μανώλη Γαλιάτσου

 

Είχα την ευκαιρία να δω μια από τις ταινίες του πρόσφατου φεστιβάλ της Δράμας. Αδυνατώ ασφαλώς να προβώ σε γενικότερες συγκρίσεις – τάσεις, διαφορές, ομοιότητες- καθώς αγνοώ το σύνολο των διαγωνιζομένων ταινιών, αυτός όμως σίγουρα δεν είναι λόγος (όχι αρκετός, τουλάχιστον) για να μη μπορέσω να αναφερθώ στη συγκεκριμένη που είδα: Το Ήρεμο Βάρος Των Πραγμάτων, της 27χρονης κινηματογραφίστριας και σεναριογράφου Δήμητρας Πετμεζά.

Μια νεαρή γυναίκα αγοράζει, κυρίως όμως βρίσκει ή της χαρίζουν, πράγματα από δεύτερο χέρι προκειμένου να ντύσει το δικό της σπίτι, αυτό που θα τη φέρει για πρώτη φορά μακριά απ’ τις τριβές της συγκατοίκησης με τη μέσης ηλικίας μητέρα της. Το αρχικό σεναριακό έναυσμα, ωστόσο, σύντομα θα αρχίσει να μετατρέπεται σε ιστορία προσωπικής, ψυχολογικής και υπαρξιακής, ωρίμανσης για την ηρωίδα. Αλλά και σε κάτι πολύ περισσότερο στη συνέχεια, αυτό όμως ας το αφήσουμε για τη συνέχεια.

Αν ένα κρεβάτι και ένα τραπέζι, μια κουβέρτα και ένα κασετόφωνο (για να μπορείς ν’ ακούς στην ησυχία του δωματίου σου τη μουσική του Ερίκ Σατί), είναι αντικείμενα γύρω από τα οποία αρθρώνονται τα καθημερινά περιστατικά της ζωής – τότε μια σειρά από φυτά προσωποποιημένα με ανθρώπινα ονόματα, ή κάποιες φωτογραφίες αγνώστων που βρέθηκαν τυχαία, αποτελούν την αφορμή για τη  συνομιλία με το αόρατο κομμάτι της. Όλα έχουν την ιστορία τους – κι έτσι όλα καταλήγουν να γίνονται μέρος της μυστικής ύπαρξης των πραγμάτων.

Είναι μια έκπληξη –για μια Τέχνη, όπως ο κινηματογράφος, που «παίζεται γύρω από τα μάτια»- να παρακολουθείς την, ανεκδήλωτη ακόμη, αντιπαράθεση του ζευγαριού καθώς τρώει τη μακαρονάδα του,  όχι από το σύνολο των αντιδράσεων (την όρεξη του ενός, τη σχετική ανορεξία του άλλου), ούτε και από κάποια υποτιθέμενα εναλλακτικά γκρο πλαν που θα εστίαζαν στα στόματα, αλλά από κάτι ενδιάμεσο όπως το μισό ή τα δύο τρίτα του κάτω μέρους των προσώπων τους. Όλα τ’ άλλα, δηλαδή, εκτός απ’ τα μάτια; Ναι. Ίσως γιατί ο καθένας τους πρέπει να καταβάλλει ιδιαίτερη προσπάθεια για να μπορέσει ν’ αντικρίσει τον άλλον, καθώς  έχει εντελώς άλλα πράγματα να σκεφτεί.  Ή, σε κατοπινό σημείο, πώς μ’ ένα απλό εύρημα όπως η περιστροφή στις πλαϊνές πλευρές της οθόνης των διαδοχικών πλάνων των δύο ηρώων υπονοείται ο τερματισμός της σχέσης τους: ένα νεοσύστατο  σημείο στίξης στο σύγχρονο συντακτικό της έκφρασης των συναισθημάτων. Προς το τέλος της όμως η ταινία προχωρεί στην αποκάλυψη του φιλοσοφικού αφετηριακού της υπόβαθρου, όπως μας το υποσχόταν ήδη απ’ την αρχή ο τίτλος της. Διότι, για παράδειγμα, σε τι άλλο θα διέφερε η ανάκληση στη μνήμη του κάδου των σκουπιδιών (εκεί όπου βρέθηκαν οι παλιές φωτογραφίες κάποιων ήδη –κατά πάσα πιθανότητα- νεκρών), από το όνειρο κάθε μελλοθάνατου ο οποίος αναμετριέται με τα έσχατα όρια – και δεν βρίσκει να περισσεύει τίποτα, ούτε και τα πιο δυσάρεστα, απ’ όσα τον συνδέουν ακόμη με τη ζωή; Αλλά και τι άλλο θα σήμαιναν κάποια κρεμασμένα κάδρα τα οποία τη μια στιγμή υπάρχουν και λίγα μόλις δευτερόλεπτα αργότερα –για όσο ακριβώς διαρκεί η σύντομη παρεμβολή ενός φοντί- παύουν να υπάρχουν, πέρα από τη θλίψη του τοίχου που νιώθει ότι χάνει αίφνης τα τεκμήρια της μνήμης του; Καθώς και από τις σκέψεις του (κάθε διαφορετικού) ενοίκου αυτού του σπιτιού, ο οποίος βλέπει τον τοίχο να αδειάζει και  προσπαθεί να σταθμίσει τη δική του εσώτερη ζωή μέσω της σχέσης του με τα πράγματα – πριν και μετά απ’ αυτόν; Ό,τι προμηθεύεται η ηρωίδα είναι, όπως ήδη είπαμε, από δεύτερο χέρι, και έτσι –αναπόφευκτα- η σύνδεση με τα πράγματα σημαίνει ταυτόχρονα τη σύνδεση με τους άλλους. Και να λοιπόν που από την κοινωνική τους θεώρηση  «τα πράγματα ανήκουν σε όλους, είναι κοινά». Για λίγο μόνο περιέρχονται στην κατοχή μας και αυτό ίσως συμβαίνει αποκλειστικά για λόγους αγωγής της ψυχής. Γι’ αυτό και στις περισσότερες περιπτώσεις χαρίζονται – και μόνο όταν προκύπτει πολύ μεγάλη ανάγκη πωλούνται. Την ίδια στιγμή, από την υπαρξιστική σκοπιά, «τα πράγματα είναι οι άλλοι». Κάποιοι θα τον έλεγαν ποιητικό κινηματογράφο, επειδή όμως η ποίηση είναι κάτι που εννοούν να το κολλάνε παντού – χάνεται το νόημα, γι’ αυτό και νομίζω ότι μάλλον θα του άρμοζε να τον χαρακτηρίσουμε ως  κινηματογράφο «διακριτικά δοκιμιακό». Το βάρος των πραγμάτων αποδεικνύεται  ήρεμο, όπως έγκαιρα μας είχε επισημάνει από τον τίτλο της η ταινία, γιατί τα πράγματα είναι σε θέση να υπάρχουν και να κινούνται με την ίδια άνεση ανάμεσα στην απώλεια και την επανένωση, στο κενό και την καινούργια τους ύπαρξη, χωρίς τίποτα απ’ όσα (τους) συμβαίνουν να μπορεί να τ’ αλλάξει ή να τα παραβιάσει· μόνο –διαχρονικά- να τους προσδώσει το βάθος τους, να τα εμπλουτίσει.

Φιλοσοφεί κανείς, όπως ξέρουμε, σε πολύ νεαρή ηλικία, γιατί η νεότητα δεν νιώθει (όχι ακόμη) φόβο κανέναν για τον θάνατο – ή φιλοσοφεί (ξανά;) στη χρυσή του ωριμότητα. Στην πρώτη –χρονολογικά- περίπτωση παράγονται οι ιδέες· στη δεύτερη, έρχεται η ώρα τους για να μπουν σε τάξη. Η σκηνή στην αίθουσα της διδασκαλίας του μπαλέτου μοιάζει να εμπνέεται τις λεπτομέρειές της από τον πίνακα «Μάθημα Χορού» του Εντγκάρ Ντεγκά (αλλά και ίσως απ’ όλον τον Ντεγκά) – και η Δήμητρα Πετμεζά, απ’ τη δική της μεριά, ακονίζει με επιδεξιότητα το σύνολο των μέσων της καθώς φαίνεται αποφασισμένη -και σχεδόν έτοιμη- για το επόμενο κρίσιμο βήμα της και την όσο γίνεται πιο στέρεα μετάβασή της στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της.

Προηγούμενο άρθροΌψεις της επαναστατικής-ρομαντικής γυναικείας δημιουργίας (γραφει η Χ. Μ. Νιφτανίδου)
Επόμενο άρθρο11ο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης Αθηνών – Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου – Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2025

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ