Χρήστος Τσιάμης (ανταπόκριση Μανχάταν)
Μια μικρή και ασήμαντη τριλογία της Νέας Υόρκης
1.Το παρκάρισμα
Καθώς βγήκε από την εξώπορτα της πολυκατοικίας του, κοντοστάθηκε να παρατηρήσει τις μανούβρες του τζιπ, χρώματος στρατιωτικού λαδί, που διεκδικούσε τη μικρή θέση παρκαρίσματος μπροστά του. Μια, δυο, τρεις και χώρεσε! Κατέβηκε η γυναίκα οδηγός, με σχεδόν στρατιωτική περιβολή – χακί παντελόνι, μπουφάν χωρίς μανίκια με πλατιές τσέπες στο στήθος εκατέρωθεν, και φανελένιο πουκάμισο γκρι – ανέβηκε στο πεζοδρόμιο και προς στιγμήν του γύρισε την πλάτη για να επιθεωρήσει την απόσταση απ’ το περβάζι. Και όταν έστριψε προς τη μεριά του, με τον αντίχειρα του προς τα επάνω αυτός τη συνεχάρη για το παρκάρισμα. Εκείνη ανταποκρίθηκε με ένα πλατύ χαμόγελο και μια μικρή παιχνιδιάρικη υπόκλιση. Και προχωρώντας, λίγα βήματα πιο πέρα, έστριψε στην οδό Πρινς. Αυτός, βαδίζοντας ευθεία στην οδό Σάλλιβαν, ξεκίνησε τον απογευματινό του περίπατο για την πλατεία Γουάσινγκτον με τη χαρά αυτής της αναπάντεχης, ασήμαντης συναναστροφής του με τη διάσημη Λόρι Άντερσον.
2. Oι παρέες στο Milady’s
Μέσα στο κλίμα των γιορτών, με κοφτερή παγωνιά απέξω, παρέες ο κόσμος συνωστιζόταν όπου υπήρχε διαθέσιμο τραπέζι στα εστιατόρια, στις πιτσαρίες,
και στα μπαρ αυτής της πολύ δημοφιλούς γειτονιάς. Έτσι οι τρεις φίλοι ποιητές θεώρησαν τους εαυτούς τους τυχερούς που βρήκαν τραπέζι στο «Milady’s», και ας ήταν στη μπούκα της πόρτας που, όποτε άνοιγε, έστελνε ένα σφοδρό κύμα ψύχους επάνω τους. Αυτή η μοναδική πόρτα, που έκοβε τη γωνία του κτιρίου κάθετα, σαν να μην είχαν αποφασίσει οι ιδιοκτήτες αυτού του παλιού μπαρ πού θα ήθελαν να είναι η διεύθυνση του: στην οδό Τόμσον ή στην οδό Πρινς; Και τώρα τους κοίταγε και τους δυο δρόμους λοξά.
Κάθε που άνοιγε η πόρτα η προσοχή του Χρήστου, αντανακλαστικά, στρεφόταν προς τη μεριά της για να δει την καινούργια φουρνιά των θαμώνων. Και αυτή τη φορά ξεφώνισε αυθόρμητα: ‘Α! νάτη! η Λόρι Άντερσον!’. Και έστρεψαν και οι άλλοι δυο φίλοι τα κεφάλια για να δουν τη γνωστή καλλιτέχνιδα με το κοντό ξανθό μαλλί, όρθιο ακανθωτά στη χαρακτηριστική της κόμμωση. Και ο Ντίνος είπε «για κοίτα σύμπτωση! Ο φίλος μου ο Θανάσης την ψάχνει τόσο καιρό για να της πάρει μια συνέντευξη.» Και ο Γιώργος τον ενθαρρύνει «Μην το αφήσεις. Περίμενε λίγο να εγκατασταθεί με την παρέα της και πήγαινε να της μιλήσεις». Και όταν ο Ντίνος σηκώθηκε και πλησίασε προς το μέρος της, ο Χρήστος απ’ τη μεριά του μπορούσε να δει πόσο άνετα τον υποδέχτηκε αυτή και με χαμόγελο έγραψε σε μια χαρτοπετσέτα τις πληροφορίες που της ζήτησε. Ενθουσιασμένος εκείνος γύρισε στο τραπέζι τους και συνέχισαν οι φίλοι την κουβέντα τους. Και μέσα στη δυνατή μουσική ροκ από το τζουκ μποξ, τα γέλια, και τις φωνές που η ένταση τους ανέβαινε με το αλκοόλ, η παρέα της Λόρι Άντερσον φαινόταν (από του Χρήστου τη σκοπιά) ότι εκείνη τη βραδιά πέρναγε καλά. Και η παρέα των τριών φίλων πέρναγε ακόμα καλύτερα…όπως τελειώνουν, πάντα, τα παραμύθια.
3. Νύσταξε ο Λου Ριντ
Οι επισκέψεις στα μουσεία συνήθως γίνονταν μετά από παρακινήσεις τής συντρόφου του που είχε όλη τη γνώση επάνω στο θέμα. Πριν λίγες μέρες είχαν δει στο ΜΟΜΑ (το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης) μια μεγάλη έκθεση έργων του Γουίλιαμ Κέντριτζ από τη Νότιο Αφρική. Όλα εκείνα τα εντυπωσιακά εκθέματα όπου το μαύρο χρώμα και το άσπρο κυριαρχούσαν. Έργα που αναφέρονταν στην πολυτάραχη πολιτική ζωή της χώρας εκείνης την εποχή του απαρτχάιντ. Μεγάλα έργα σχεδίου σε χαρτί, ζωγραφικοί πίνακες επιβλητικοί, ξύλινες μαριονέτες, και οπτικές αφηγήσεις με κινούμενα σχέδια και με φιλμ. Σήμερα είχαν έρθει στο μουσείο για να παρακολουθήσουν μια συζήτηση με θέμα την καλλιτεχνική δημιουργία, τις πηγές της. Μια συζήτηση ανάμεσα στον επισκέπτη εικαστικό και τη Λόρι Άντερσον, τη ντόπια μουσικό, με συντονιστή το διευθυντή του μουσείου.
Ο θεατρικός χώρος του μουσείου ήταν σχεδόν γεμάτος. Για αυτό ο Χρήστος το βρήκε παράδοξο ότι οι τρεις-τέσσερες θέσεις ανάμεσα σε αυτόν και σε εκείνον που καθόταν στην άλλη άκρη της σειράς των καθισμάτων ήταν άδειες. Δυο τρεις είχαν ρούχα αφημένα επάνω τους, σαν να ήταν πιασμένες. Και όταν ξανακοίταξε προς τη μεριά τού απόμακρου γείτονα του διαπίστωσε ότι αυτός δεν ήταν άλλος από τον Λου Ρίντ, το ίνδαλμα τού underground ροκ και τωρινό σύζυγο της κυρίας Άντερσον. Και εκείνη τη στιγμή, χαμήλωσαν τα φώτα και έστρεψε την προσοχή του προς τη σκηνή όπου είχε αρχίσει να μιλάει ο συντονιστής, ο οποίος έκανε μια σύντομη εισαγωγή και έδωσε το λόγο στον Κέντριτζ. Αυτός μίλησε λίγο για τις ρίζες της τέχνης του μέσα στο αποπνιχτικό πολιτικό κλίμα της Νότιας Αφρικής, κατά τα χρόνια της νεότητας του, και ύστερα απηύθυνε ο ίδιος μια ερώτηση στη Λόρι Άντερσον. Αυτή πήρε το νήμα της συζήτησης από τις δικές της αρχές και το τράβηξε μέχρι που έφτασε σε κάτι γενικές, θεωρητικές τοποθετήσεις περί τέχνης. Κάπου εκεί ο Χρήστος την έχασε. Και η ματιά του άρχισε να περιφέρεται άσκοπα εδώ και εκεί στο ημίφως της αίθουσας. Ώσπου κατάληξε και πάλι επάνω στον Λου Ριντ. Με το κεφάλι του κατεβασμένο στο στήθος εκείνος φαίνεται πως είχε ακούσει να τον καλεί από την αντίπερα όχθη ο ύπνος, ίσως και τραγουδώντας του γλυκά τον πολύ γνωστό δικό του στίχο: «Hey, honey, take a walk on the wild side»…