τηςΌλγας Σελλά
Τα μεγάλα κείμενα έχουν απαντήσεις για πολλά ερωτήματα, διαρκή. Και τα πιο σπουδαία, τα πιο σημαντικά κείμενα καταγίνονται με τις πάγιες αναζητήσεις απαντήσεων: για τη διαδρομή της ζωής, για το θάνατο, τον αναπότρεπτο προορισμό, για το ενδιάμεσο του βίου. Και οι καλλιτέχνες σ’ αυτά τα μεγάλα κείμενα ανατρέχουν, ξανά και ξανά, για να ψάξουν, με τον δικό τους τρόπο ο καθένας κι η καθεμιά, εκείνες τις ακριβές απαντήσεις.
Δύο από αυτά τα μεγάλα κείμενα της παγκόσμιας δραματουργίας επέλεξε ο σκηνοθέτης Γιάννης Χουβαρδάς για τη φετινή του κάθοδο στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου και για τη συμπλήρωση των 50 χρόνων του στο θέατρο αδιάλειπτα: τον «Οιδίποδα Τύραννο» και τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» του Σοφοκλή. Και μάλιστα επέλεξε εκτός από τη σκηνοθεσία, να συνθέσει ένα νέο κείμενο, απολύτως βασισμένο σ’ εκείνα του Σοφοκλή, με τίτλο «Οιδίπους» και υπότιτλο «Η ιστορία μιας μεταμόρφωσης από το σκοτάδι στο φως». Και επέλεξε επίσης να εντάξει μέσα σ’ αυτό το νέο κείμενο-απόσταγμα των δύο αρχικών και στην παράσταση που σκηνοθέτησε, και επιδράσεις δικές του, από την τέχνη πάντα, αυτές που συνοδεύουν τον προσωπικό και καλλιτεχνικό του βίο. Δεν είναι τυχαίο ότι στις οθόνες των υπέρτιτλων στην Επίδαυρο εναλλάσσονταν ο τίτλος της παράστασης με τη φράση του Εντγκαρ Άλαν Πόε: «Όλα όσα βλέπουμε και όλα όσα φαινόμαστε, όνειρο μέσα στ’ όνειρο που ονειρευόμαστε». Και δεν είναι η μόνη «συνομιλία» αυτή με άλλους δημιουργούς, με άλλες τέχνες στη διάρκεια της παράστασης.
Ένα νεκροταφείο, ψυχρό και αυστηρό, κάποιας δυτικής πολιτείας κι ένα εκκλησιαστικό όργανο είναι το σκηνικό που έστησε η Εύα Μανιδάκη στην ορχήστρα της Επιδαύρου. Κι αμέσως μετά, τα μέλη του χορού αρχίζουν να στήνουν δίπλα στους τάφους δωμάτια κάποιου σπιτικού, όψεις και μνήμες της επίγειας ζωής όσων βρίσκονται στους τάφους προφανώς.
Στη διασκευή και την ελεύθερη απόδοση των δύο τραγωδιών, που υπογράφει ο Γιάννης Χουβαρδάς, επέλεξε να ξεκινήσει από το τέλος, από τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» καθώς φτάνει στην Κήπο των Ευμενίδων, στην Αθήνα. Και στο τέλος της ζωής του πια, στο τέλος της επώδυνης διαδρομής, ελπίζει ότι θα του δοθεί το χάρισμα «να καταλάβω το πώς και γιατί έζησα όπως έζησα». Και να ξαναπερπατήσει «στον χρόνο τον αέναο, τον νυν και αεί και διάχρονο».
Και πρώτος εμφανίζεται ένας σύγχρονός μας, αρχαιοφύλακας (Νίκος Χατζόπουλος) που μας προειδοποιεί ότι «θα παρέμβω πάραυτα αν χρειαστεί. Γιατί πώς να το κάνουμε, ζητούν και οι νεκροί τιμές και έναν κάποιον σεβασμό». (Αναμφίβολα θέση και δήλωση στην κειμενική προσθήκη).
Κι από εκείνο το σημείο ξεκινάει ένα αδιάκοπο flash back, με απολύτως κινηματογραφικό ύφος και ρυθμό, με παρόντα όλα τα πρόσωπα που παίρνουν μέρος και στις δύο τραγωδίες, κάποια από τα οποία παίζουν διπλούς ρόλους. Όχι τυχαία. Η Ιοκάστη (Στεφανία Γουλιώτη) είναι και ο Θησέας, ο βασιλιάς της Αθήνας. Και είναι εκείνους, και τους δύο, που προσφωνεί ο Οιδίπους (Νίκος Καραθάνος) με σπαραγμό: «Ιοκάστη, Θησέα, προστάτη μου».
Ο κινηματογράφος ανιχνεύεται σε μεγάλο μέρος της όψης της παράστασης, στα κοστούμια, στο στήσιμο των ηθοποιών και κυρίως του χορού. Το δεύτερο ισχυρό στοιχείο είναι η θρησκεία και η θρησκευτικότητα που επίσης είναι παρούσες με διάφορους τρόπους και μορφές σε όλη τη διάρκεια της παράστασης. Το λέει άλλωστε στην εισαγωγή του και ο Γ. Χουβαρδάς: «Σαν να έχουμε στην ουσία να κάνουμε με δύο θρησκευτικά δράματα». Και πράγματι, ο τρόπος που η θρησκεία επιδρά στον ψυχισμό, στις επιλογές και στις συμπεριφορές των πιστών, ο τρόπος που συχνά ορίζει τις ζωές τους, είναι διάχυτη στην παράσταση. Ένα εκκλησιαστικό όργανο είναι μέρος του σκηνικού και η πολύ ωραία μουσική που υπέγραψε ο Άγγελος Τριανταφύλλου είναι νότες που έρχονται απευθείας από εκκλησιαστικούς ύμνους. Το ίδιο και τα θαυμάσια χορικά. Αλλά και ο τρόπος που οι ζωγράφοι τα αποτύπωσαν όλα αυτά, ανά τους αιώνες, είναι επίσης παρών σε αρκετές σκηνές της παράστασης του Χουβαρδά.
Ο χρόνος είναι το άλλο μεγάλο θέμα που απασχολεί την παράσταση. Ο χρόνος ο γενικός, ο χρόνος ο προσωπικός. Η γνώση επίσης, η διαδρομή προς αυτήν καλύτερα. Και φυσικά πώς επιδρούν όλα αυτά στον ψυχισμό των ανθρώπων, πώς διαμορφώνουν τις επιθυμίες τους, τις εμμονές τους, τους φόβους τους. «Ο μύθος του Οιδίποδα αφορά την ανακάλυψη του εαυτού, την αυτογνωσία», σημειώνει στο ενδιαφέρον πρόγραμμα της παράστασης ο ψυχαναλυτής Σωτήρης Μανωλόπουλος.
Όλα αυτά τα πολλά και σύνθετα ενέταξε ο Γιάννης Χουβαρδάς σε δύο τραγωδίες που έτσι κι αλλιώς περικλείουν πολλά και σύνθετα και συναρπαστικά. Κατάφεραν να φτάσουν στο κοίλον; Κατάφεραν να μετουσιωθούν σε θεατρική πράξη; Όχι διαρκώς, όχι με την ίδια ένταση, όχι με την ίδια δύναμη. Υπήρχαν ισχυρές στιγμές, υπέροχες, καθηλωτικές και υπήρχαν και άλλες που άφηναν απορίες και κενά. Η συνέπεια ήταν διαρκώς παρούσα στην όψη και στο ύφος της παράστασης. Η μέθεξη, αποσπασματικά. Ξεχωρίζοντας μερικές από τις σπουδαίες στιγμές αυτής της ρηξικέλευθης και φιλόδοξης παράστασης θα έλεγα οπωσδήποτε την ερωτική σκηνή της Ιοκάστης με τον Οιδίποδα, ενώ μαθαίνουν τις φρικτές αποκαλύψεις. Σκηνή υψηλής θεατρικής ποιότητας και χημείας. Θα έλεγα οπωσδήποτε την Αντιγόνη (Ορέστης Χαλκιάς) και τον τρόπο που στηρίζει και συνοδεύει τον Οιδίποδα και πώς την επόμενη στιγμή μεταμορφώνεται σε Τειρεσία. Θα έλεγα την Ισμήνη που έγινε και Εξάγγελος (Πηνελόπη Τσιλίκα) για να αφηγηθεί τον τρόπο που έφυγε από τη ζωή η Ιοκάστη. Τα περισσότερα από τα χορικά αλλά και ο τρόπος που ο χορός κινήθηκε και στάθηκε στη σκηνή ήταν θαυμάσια. Τη σκηνή που ο αρχειοφύλακας και ο χορός μαζί λένε την πιο πικρή και γήινη αλήθεια του κειμένου: «Καλύτερα να μη γεννιόμασταν ποτέ. Αφού όμως δεν γίνεται αλλιώς, ας επιστρέψουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε εκεί πίσω, εκεί απ’ όπου ήρθαμε. Μόλις το όνομά μας συλλαβίσουμε, διχόνοιες, φθόνος, πόλεμοι, εγκλήματα και ψυχοκτόνοι έρωτες, μίσος, φθορά του σώματος, αρρώστιες, πόνοι αβάσταχτοι. Και τέλος, η χαριστική βολή, το πιο ανελέητο χτύπημα, τ’ ανήμπορα, τα έρημα και άφιλα, τα σιχαμένα γηρατειά. Όλα μια κόλαση απύθμενη επί γης. Ζωή, βασανιστήριο. Γι’ αυτό θα ξαναπώ: Καλύτερα να μη γεννιόμουνα ποτέ».
Το κείμενο της διασκευής είναι πυκνό, ποιητικό, σύνθετο, συγκινητικό σε πολλά σημεία. Κι όμως η παράσταση είχε σε αρκετά σημεία τα χαρακτηριστικά μιας κατασκευής. Στέρεης μεν, κατασκευής δε. Φταίει η κινηματογραφική «γλώσσα» της παράστασης, αυτό το διαρκές flash back; Φταίει αυτή καθεαυτή η γλώσσα και η πυκνότητα του κειμένου; Ήταν εμπόδιο η διαρκής αλλαγή των ηρώων από τον έναν στον άλλον, από τη μια στιγμή στην άλλη;
Όμως αυτή τη δύσκολη, επίπονη και πρωτότυπη σκηνική συνθήκη την έφεραν σε πέρας οι ηθοποιοί με τρόπο αφοσιωμένο, επαγγελματικό, συγκινητικό. Και δεν γίνεται να παραβλέψουμε ότι ικανός σκηνοθέτης είναι εκείνος που ξέρει να βγάζει τους ηθοποιούς από το «καλούπι» τους. Να τιθασεύει τις «ευκολίες» τους. Να τους μεταμορφώνει και να μας εκπλήσσει. Και αυτό το πέτυχε απολύτως ο Γιάννης Χουβαρδάς με όλους τους ηθοποιούς της παράστασης. Ο Νίκος Καραθάνος επωμίσθηκε έναν εξαιρετικά δύσκολο και πολυεπίπεδο ρόλο και μας χάρισε έναν γήινο και στοχαστικό Οιδίποδα. Η Στεφανία Γουλιώτη ήταν σπαρακτική, στοργική, απελπισμένη, υποστηρικτική. Ο Νίκος Χατζόπουλος ήταν ο καταλύτης και η σύνδεση. Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη έφερε τη σκληρότητα και το άκαμπτο της εξουσίας. Ιδιαιτέρως ξεχωρίζω τις ερμηνείες του Ορέστη Χαλκιά (από τις καλύτερες της παράστασης), της Πηνελόπης Τσιλίκα και του Κωνσταντίνου Μπιμπή, ενώ ο χορός και με την κίνηση, και με τα χορικά του και τις εικόνες που δημιούργησε συνομίλησε πολύ ταιριαστά με το ύφος και την όψη της παράστασης. Στην υψηλή ποιότητα της παράστασης συνέβαλαν, επίσης με απόλυτη συνέπεια, τα σκηνικά, τα κοστούμια, η κίνηση, οι φωτισμοί.
Μια παράσταση που είχε δουλειά, σκέψη, συνομιλία με άλλους δημιουργούς, προσωπική κατάθεση –όπως πάντα έχουν οι παραστάσεις του Γιάννη Χουβαρδά. Κι αυτά ακριβώς, τα ίδια στοιχεία, ήταν εκείνα που μπλόκαραν την απογείωσή της.
Η ταυτότητα της παράστασης
Ελεύθερη απόδοση – Διασκευή – Σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς, Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη, Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη, Μουσική: Άγγελος Τριανταφύλλου, Κίνηση: Ερμίρα Γκόρο, Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος, Α΄ Βοηθός Σκηνοθέτη: Δέσποινα Λάρδη, Βοηθοί Σκηνοθέτη: Ηλιάνα Καλαδάμη, Ναυσικά Κιρκή, Βοηθός σκηνογράφου: Άννα Μπίζα, Βοηθός ενδυματολόγου: Δήμητρα Σταυρίδου, Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή
Photo Editing: Κατερίνα Λιακοπούλου, Πέτρος Αντωνίου, Διεύθυνση Παραγωγής: Κατερίνα Μπερδέκα, Οργάνωση Παραγωγής: Ρόζα Καλούδη
Ερμηνεύουν (αλφαβητικά)
Στεφανία Γουλιώτη, Νίκος Καραθάνος, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Κωνσταντίνος Μπιμπής, Πηνελόπη Τσιλίκα, Ορέστης Χαλκιάς, Νίκος Χατζόπουλος
Χορός
Γιάννης Κότσιφας, Έκτορας Λυγίζος, Πολυξένη Παπακωνσταντίνου, Θεόβη Στύλλου
Άγγελος Τριανταφύλλου
Παραγωγή: Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου και Πολιτιστικός Οργανισμός ‘Λυκόφως’με την υποστήριξη του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ).