του Γιάννη Ν. Μπασκόζου
Τα 11 παρουσιαζόμενα πεζογραφήματα, μυθιστορήματα και διηγήματα, είναι όλα εξαιρετικώς ενδιαφέροντα, όπου όμως το καθένα διατηρεί την ιδιαιτερότητα του. Από τη μίξη φαταστικού με το πραγματικό, τη δύναμη της παιδικής ηλικίας, το αναμοχλευμένο παρελθόν από την σκοπιά του παρόντος έως τη σημερινή ιλαροτραγική παραγματικότητα και τους “αόρατους” ανθρώπους δίπλα μας, κάθε συγγραφέας προσφέρει μια διαφορετική λογοτεχνική οπτική. Είναι όψεις μια καλειδοσκοπικής πραγματικότητας με άπειρες προεκτάσεις.
Κωνσταντία Σωτηρίου, Η κεφαλή του Τσάτσγουερθ, Πατάκης
Η Κωσταντία Σωτηρίου ανεβάζει με κάθε εκδοτικό της εγχείρημα τον πήχη της ποιότητας της. Μη σας μπερδεύει ο τίτλος, έχει κάποια σχέση με την ιστορία αλλά δεν λέει όλη την αλήθεια της. Ηρωίδα της και αφηγήτρια είναι μια ηλικιωμένη γυναίκα, μια γριά πια, που έχει χάσει, νεαρή ούσα, τον άνδρα της τον Νικολή όταν τον εγκατέλειψαν τα πνευμόνια του εργαζόμενος χρόνια στα μεταλλεία της Κοκκινοπεζούλας. Τα μεταλλεία αυτά πέρασαν από πολλές επιχειρηματικές μεταμορφώσεις για να κλείσουν στο τέλος. Στη θέση τους δημιουργήθηκε από τα βρόχινα νερά μια λίμνη χρώματος κόκκινου, λόγω των υπαρχόντων μεταλλευμάτων. Σε αυτή τη λίμνη το 2019 βρέθηκαν δολοφονημένες, στοιβαγμένες μέσα σε βαλίτσες, επτά φτωχές εργαζόμενες από τις Φιλιππίνες και το Νεπάλ.
Την αφηγήτρια βοηθά η φιλιππινέζα Λάνι Λανίλι, την οποία η γριά δεν πολυχωνεύει. Τα αισθήματα της αλλάζουν μετά την είδηση για τις δολοφονίες των οικιακών βοηθών. Η γρια είναι μόνη, τα κορίτσια της σχεδόν δεν επικοινωνούν μαζί της ενώ περιμένει με λαχτάρα το εβδομαδιαίο τηλεφώνημα από τον αγαπημένο της γιο Σαββάκη. Η ηλικιωμένη γυναίκα μεταφέρει τη μνήμη του τόπου. Τον αγώνα εναντίον των άγγλων αποικιοκρατών, τον πόλεμο, την μάχη για εργασία, τη φτώχεια που σπρώχνει τον άνδρα της να γίνει απεργοσπάστης, έναν κόσμο που αλλάζει γρήγορα γεμίζοντας πληγές τους ανθρώπους του. Παράλληλα η Κωνσταντία Σωτηρίου ανασύρει τη μυθολογία της Κύπρου που στοιχειώνει τους παλιότερους κατοίκους της. Έτσι ιστορίες από τη Γένεση, αποσπάσματα από τον Αισχύλο, η ιστορία του Βασιλιά Κινύρα, η Σάνδρη που μπορεί και διαβάζει τα σημάδια των καιρών και ο μύθος της νύφης και της κακιάς πεθεράς που έγινε πουλί για να φωνάζει «κοστέσσερα πεθερά» (η ανάλογη δική μας ιστορίας της δεκαοχτούρας).
Εκείνο που κυριαρχεί είναι η σκληρή τρίτη ηλικία. Οι ηλικιωμένοι είναι μόνοι, τα παιδιά είναι αλλού, η κοινωνία τους προσπερνά με γρήγορα βήματα, η μοίρα τους περνά από τις οικιακές βοηθούς στο γηροκομείο. Ζουν περισσότερο με τη μνήμη παρά με το παρόν. Η πλέξη συγχρονίας και διαχρονίας αφηγηματικά επιτυγχάνεται με απλό και ευέλικτο τρόπο ώστε να αποτελεί ουσιαστικό συνδετικό υλικό της αφήγησης. Εκείνο το οποίο έχει καταφέρει σε ύψιστο βαθμό η Κ.Σ. είναι η χρήση παλαιότερων λέξεων και ντοπιολαλιάς, τόσο – όσο, που χαρίζει ποιότητα στο λογοτεχνικό της λόγο.
Γιάννης Μακριδάκης, Στη σκιά του όρους Όχη, Εστία
Ο Γιάννης Μπακριδάκης δίνει ακόμα ένα βιβλίο, νουβέλα, εμπνευσμένο από ιστορίες του νησιού του. Κεντρική ηρωίδα του είναι η Βάσω που αλλάζει φύλο και γίνεται Βάσος. Στοιχείο που σκανδαλίζει την τοπική κοινωνία. Ένα γεγονός θα πυροδοτήσει πόλεμο μεταξύ των χωρικών: ένα καλοκαίρι θα διοργανωθούν «ολυμπιακοί αγώνες» στο χωριό. Οι νικητές, άνδρες και γυναίκες θα στεφανωθούν σε λαμπρή τελετή παρουσία των τοπικών αρχών. Όταν η Βάσω θα κερδίσει μετάλλια αγωνιζόμενη με τις γυναίκες μερίδα των κατοίκων θα ξεσηκωθεί. Την ιστορία διηγούνται διαφορετικά πρόσωπα της ιστορίας. Ο Αντώνης, ηλεκτρονικός μαγαζάτορας που διορθώνει τις πρώτες τηλεοπτικές συσκευές που ήρθαν στο χωριό. Ο Στεφανής στοιχειοθέτης και μετέπειτα συντάκτης περίεργων ειδήσεων στην τοπική εφημερίδα. Ο καθηγητής γυμνασίόυ Σαράντος. Ο φωτογράφος Γεράσιμος και η γυναίκα του Φρόσω.
Η εποχή είναι δύσκολη, η επικράτηση της δικτατορίας των συνταγματαρχών κανοναρχούσε και επιτηρούσε όχι μόνον τα πολιτικά φρονήματα αλλά και τις αξίες και την ηθική. Ο Μακριδάκης, όπως και σε πολλά μυθιστορήματά του και νουβέλες, χρησιμοποιεί την ιστορία για να ανατάμει κοινωνικές συνήθειες, συνέχειες ή ανατροπές παραδόσεων, σχέσεις κοινωνικών χώρων που ζούν μακριά από τις μεγάλες πόλεις. Ιδιαιτέρως φροντίζει τους χαρακτήρες του. Τα χαρακτηριστικά, το σώμα, τα ρούχα, τις μικρές ύπουλες καθημερινές συνήθειες τους. Οι εικόνες που φέρνω γι αυτούς στο μυαλό μου είναι πίνακες λαϊκών ζωγράφων του Παπανάκου, του Σικελιώτη, του Ριτσώνη και άλλων.
Και ο Γιάννης Μακριδάκης όπως και η Κωνσταντία Σωτηρίου χωνεύει με περίτεχνο τρόπο στο λόγο του λέξεις και εκφράσεις χωριάτικης ντοπιολαλιάς, δίνοντας χρώμα και περισσή ζωντάνια στο κείμενό του.
Βαγγέλης Σέρφας, Μην μπαίνετε στον κόπο, Πατάκης
Πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας, διακριθείς και στη λίστα πρωτοεμφανιζόμενων του Αναγνώστη, δίνει ένα δικό του στίγμα. Κατ αρχάς είναι ο χώρος: Ο Ασπρόπυργος, Η Ελευσίνα, η Σαλαμίνα. Κατά δεύτερον οι άνθρωποι: ρομά και ρωσοπόντιοι που ζουν σε υποβαθμισμένες περιοχές, ανάμεσα σε καμένα λάστιχα και παράγκες. Τρίτον είναι οι ήρωες του: χαμίνια, λίγο αθώα, λίγο ή περισσότερο πονηρεμένα, μοιάζουν να βγαίνουν από τις σελίδες του Μένη Κουμανταρέα. Πρωταγωνιστούν κυρίως παιδιά, αγόρια, κορίτσια, Ρομά. Όλα με παρατσούκλια, μεταξύ σχολείου και αλητοπαρεών. Αλλά κι οι ενήλικοι χαρακτήρες του είναι πένητες, άνεργοι ή εργαζόμενοι σε προσωρινές δουλειές. Ιδιαίτερα δυναμικές όσο και απελπισμένες μοιάζουν οι γυναίκες του. Η Τασία, η Σόφη, η Λολό. Οι ήρωες του είναι αυτοί που περνούν κάτω από τις επίσημες αντέννες των media, του κράτους, των θεσμών αλλά και της λογοτεχνίας. Αυτό το τελευταίο κάνει τα διηγήματα αυτά αξιοπρόσεκτα, όχι για το θέμα αλλά για το πως το παρουσιάζει.
Λόγος κοφτός, διάλογοι ελλειπτικοί, βάζουν το αναγνώστη να σκεφτεί περισσότερο. Οι ιστορίες του δεν τελειώνουν ή κλείνουν με ένα αβέβαιο τέλος όπως και αυτό των μικρών του ηρώων. Τα διηγήματά του μερικές φορές συνδέονται άλλοτε όχι, δείχνουν μια ζωή ασαφή, άλλοτε αφημένη σε μια μεταφυσική μοίρα κι άλλοτε στο τυχαίο. Σκληρό και ταυτόχρονα γλυκό βιβλίο για τους «αόρατους ανθρώπους» γύρω μας.
Μελίσσα Στοΐλη, Στους 44ο υπό σκιαν, Κίχλη
Η ΜΣ εμφανίστηκε κάπως καθυστερημένα αλλά έχει έκτοτε μια διακριτή πορεία. Με το «Στους 44ο υπό σκιαν» περνά από τα διηγήματα σε μια νουβέλα με προσωπικό ύφος. Είναι μια ιστορία που διαδραματίζεται την εποχή του μεγάλου καύσωνα στη Θεσσαλονίκη. Θυμόμαστε όλοι ότι ήταν ένα αφόρητο καλοκαίρι, με πολλούς θανάτους κυρίως ηλικιωμένων. Η μεγάλη θερμοκρασία εξαϋλώνει μορφές, εξαντλεί την πραγματικότητα, είναι ευεπίφορη για θαύματα. Η νουβέλα αυτή αφηγείται ιστορίες ανθρώπων που κινούνται σε μια αχλή μεταξύ μεταφυσικής και πραγματικότητας. Στο κέντρο της ιστορίας βρίσκεται μια σειρά ανεξήγητων θανάτων, που η αστυνομία δεν ξέρει αν πρέπει να τους αποδώσει στην υπερβολική ζέστη ή σε έναν σίριαλ κίλερ. Την αφήγηση οδηγεί ο Ανδρέας, ένας νέος άνθρωπος που παραδέρνει αναζητώντας το εργασιακό του στίγμα. Μονήρης ζει με μια ηλικιωμένη μακρινή συγγενή της μητέρας του. Στην αρχή εργάζεται σε συνεργείο και αργότερα ως οδηγός και υπεύθυνος σκηνικών σε θεατρικό μπουλούκι. Θα καταλήξει στον θίασο ενός ταχυδακτυλουργού πάλι ως υπεύθυνος σκηνικών. Γύρω του γριές που πιστεύουν σε θαύματα, μαγείες, επισκέπτονται τσαρλατάνους για να τους πουν την μοίρα τους. Απέναντί του ζει ένας περίεργος γέρος, ακαθόριστης ηλικίας, σαν ένα αόρατο πνεύμα που παρακολουθεί τους πάντες. Ο καύσωνα εξαντλεί τις αισθήσεις, εμφανίζονται πλοία να υπερίπτανται στο λιμάνι και κανείς δεν ξέρει αν είναι φυσικό φαινόμενο (σαν τις δροσουλίτες) ή μια ομαδική παράκρουση. Ο Ανδρέας «θα ήθελε να υπήρχε ένας άλλος μαγικός, αιωρούμενος κόσμος, κάπου αλλού, μακριά. Στη ζωή του τα πάντα του φαίνονταν αταίριαστα, σαν να μην ήταν υπαρκτά, σαν να τον είχαν ρίξει απότομα σ΄ένα όνειρο». Κάπως έτσι κυλάει η αφήγηση, μεταξύ παραισθήσεων και υπαρκτής πραγματικότητας. Η συγγραφέας παίζει δημιουργικά με το μοτίβο του καύσωνα, της μεταφυσικής και των ανεκπλήρωτων ονείρων δημιουργώντας μια ατμοσφαιρική, συμπαγή λογοτεχνικά , ενδιαφέρουσα νουβέλα.
Κωνσταντίνος Τζαμιώτης, Θα πέσει η νύχτα, Μεταίχμιο
Ένα μεγαλεπήβολο μυθιστόρημα που έχει ως κορμό μια οικογενειακή σάγκα αλλά εκτείνεται σε πολλές περιοχές της χώρας και σε αρκετές περιόδους, αναφερόμενη σε πολλά και οικεία κακά της σύγχρονης Ελλάδας. Κεντρικός χαρακτήρας είναι ο Λευτέρης Διαμαντόπουλος, επικεφαλής μιας παλιάς μεγάλης αγροτικής οικογένειας που δεσπόζει με τις επιχειρήσεις της στον θεσσαλικό κάμπο.
Η αφήγηση απλώνεται πέρα από τον κάμπο της Λάρισας και βρίσκουμε τους ήρωες της στα μεταλλεία των Σκουριών, στο Κολωνάκι και τα Εξάρχεια αλλά και στη Μεσσηνία. Η αφήγηση επεκτείνεται στα Τίρανα και στο ύψωμα 731 της Αλβανίας όπου ένας από τους ήρωες αναζητά τις σορούς δυο από τους χιλιάδες άταφους νεκρούς Έλληνες στρατιώτες του ελληνοϊταλικού πολέμου.
Μέσα στις 700 τόσες σελίδες ο ΚΤ περιγράφει φαινόμενα και καταστάσεις: διαφθορά, εξουσία, πλούτος και εκμετάλλευση, πορνεία, παραβατικότητα, εγκληματικότητα, συμμορίες. Από την άλλη υπάρχουν ήρωες που αναζητούν μια διαφορετική αίσθηση ζωής με την τέχνη, τη δημιουργία, στον έρωτα και την αλληλεγγύη , στο ήθος και την ειλικρίνεια.
Στο επίκεντρο της ιστορίας υπάρχει μια απαγωγή που τροφοδοτεί την αστυνομική πλευρά του μύθου, τις μπερδεμένες καταστάσεις θέτοντας τους ήρωες μπροστά σε διλήμματα και τελικές αποφάσεις. Ο ΚΤ αφηγείται μέσω των πολλών πρωτευόντων και κυρίως των δευτερευόντων ηρώων του την ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. Ένα πλούσιο αφήγημα που απαιτεί χρόνο για να το απολαύσεις.
Χρήστος Αστερίου, Η εγγαστρίμυθη φάλαινα, Πατάκης
Ο Χρήστος Αστερίου δημιουργεί συνήθως δικούς του λογοτεχνικού κόσμους. Είναι ένας περίτεχνος τεχνίτης και κάθε βιβλίο του έχει ένα προσωπικό ύφος. Μπορεί να παίζει με την ουτοπία, τον ψευδοντοκουμέντο, το μισο-φανταστικό. Στο Η εγγαστρίμυθη φάλαινα (μια νουβέλα κι έξι διηγήματα) διαφοροποιεί τα κείμενά του ανάλογα με το περιεχόμενο τους. Το πρώτο κείμενο, μια ολοκληρωμένη νουβέλα που δίνει και τον τίτλο σε όλο το βιβλίο κινείται στα πεδία του Μαρκές και του Μπόρχες. Η ιστορία ξεδιπλώνεται σε ένα λάτιν χωριό, χαμένο στον χώρο, το Ορίμπε. Την αφήγηση αναλαμβάνουν οι αδελφές Έλμα και Γιολάντα Αβεγιάρδο. Ο πατέρας τους, Χούλιο Αβεγιάρδο, έχει ένα μικρό πανδοχείο που μετατρέπει το ισόγειο του σε βιβλιοπωλείο. Από μια παραξενιά της τύχης το βιβλιοπωλείο γίνεται περιώνυμο λογοτεχνικό στέκι προκαλώντας την έλευση διαφόρων καλλιτεχνών. Το βιβλιοπωλείο με το όνομα «Κήτος» λίγο αργότερα δημιουργεί και τον ομώνυμο εκδοτικό οίκο. Το χωριό προσελκύει τουρίστες και οι κάτοικοι αποφασίζουν να το μετατρέψουν σε μουσείο. Όποιος πεθαίνει αφήνει το σπίτι του ως μουσειακό χώρο και εξορίζεται στις παρυφές της πόλης. Το Ορίμπε θα καταλήξει ένα νεκρό χωριό της μνήμης. Οι δύο αδελφές μετά τον θάνατο του πατέρας τους θα το σκάσουν με ένα πλοίο για να βρεθούν σε ένα φανταστικό πλωτό νησί που πλέει στον χώρο και τον χρόνο. Ο Χ.Α. μιλάει αλληγορικά για το μέλλον της τέχνης, τον πολιτισμό που γίνεται μουσείο, τους ανθρώπους που χάνουν τη σχέση τους με τη μνήμη. Στο διήγημα με τίτλο «Το φερμουάρ» διαπραγματεύονται μια δυστοπία, ένα κράτος με μια δικτατορική κυβέρνηση και στο «Απογραφή» την Αθήνα μετά από πυρηνική καταστροφή από «έξυπνες βόμβες» που αφήνουν ανέπαφα τα κτίσματα. Διαφέρουν τα πιο ρεαλιστικά, το «Μπορνχόλμερστράσσε», μια μικρή αισθηματική περιπέτεια που μου θυμίζει Κισλόφκσι, , το «Σταθμός διοδίων» σε στυλ Βιμ Βέντερς, το μετα-ρεαλιστικό «Καύσωνας» που θυμίζει Λάνθιμο.
Ο Χ. Αστερίου δεν αφηγείται απλώς ιστορίες για να βρει ο αναγνώστης το τέλος τους. Δίνει κείμενα για στοχασμό δημιουργώντας ευφάνταστους λογοτεχνικούς τόπους.
Αντώνης Πάσχος, Ετερόρρυθμη μέρα, Στερέωμα
Έχοντας εντυπωσιάσει με τη συλλογή διηγημάτων Το Αδελφομοίρι (Στερέωμα) ο Α.Πάσχος κάνει το μεγάλο του άλμα στο μυθιστόρημα. Μια ιλαροτραγωδάι ενός μικρομεσαίου που θέλει να κάνει το όνειρό του, την ίδρυση μιας σχολής πιλότων, πραγματικότητα. Η αφήγηση είναι ασθματική όπως και η ίδια η ημέρα – ο χρόνος μέσα στον οποίον ξετυλίγεται η ιστορία του Γιάννη Σπίνου. Η ημέρα του αρχίζει με διάφορες ατυχίες στις 3 τα ξημερώματα. Πρέπει να προλάβει να βρει τις τελευταίες πενήντα χιλιάδες που του λείπουν ενώ περιμένει να έρθει στο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης ένα μονοκινητήριο αεροπλάνο, το «κλου» της εταιρείας.
Για να κάνει όλα αυτά πρέπει να συνεννοηθεί με μεσάζοντες, επιθεωρητές, να αναμετρηθεί με την γραφειοκρατία του δημοσίου, να καλοπιάσει μιζαδόρους να έχει σε ισορροπία τους άλλους δύο μετόχους της εταιρείας και να φροντίσει τα οικογενειακά του. Έχει αποφασίσει να αυτοκτονήσει αν αποτύχει καθώς δεν θα έχει «πρόσωπο¨ στην κοινωνία. Γι αυτή την τελευταία του ενέργεια κάνει πρόβες για να δει αν τον κρατά το καλώδιο με το οποίο θα κρεμαστεί. Σε μία τέτοια πρόβα θα σωθεί από τύχη.
Η ετερόρρυθμη μέρα του Γιάννη Σπίνου είναι μία διαρκής πάλη με το χρηματοοικονομικό σύστημα, τη δαιδαλώδη γραφειοκρατία, τους αφερέγγυους συναλλασσόμενους. Αυτό το ασθματικό αφηγηματικό χρονικό που αρχίζει και τελειώνει σε μια μέρα, αποδίδεται από τον Αντώνη Πάσχο με χιούμορ, πολλαπλές (ίσως και τραβηγμένες κάπως) μεταφορές και παρομοιώσεις. Οι εικόνες του αποκτούν πλαστικότητα, ταχύτητα πρόσληψης, αμείωτο ενδιαφέρον.
Νάσια Διονυσίου, Μη γράφετε Αρθούρος, Πόλις
Οι καλοί κύπριοι συγγραφείς έχουν καταφέρει να μιλάνε για το σκληρό παρελθόν τους μέσα από το παρόν. Σε αντίθεση πολλοί ελλαδίτες συγγραφείς αναφέρονται στο παρελθόν και μένουν εκεί. Η Νάσια Διονυσίου με το Τι είναι ένας κάμπος πήρε ένα μεμονωμένο γεγονός για να αναχθεί στο κυπριακό παρόν. Και στο Μη γράφετε Αρθούρος, με αφορμή λίγα στοιχεία για το πέρασμα του ποιητή Αθρούρου Ρεμπώ από την Κύπρο την περίοδο εγκατάστασης της μόνιμης διοίκησης της αγγλοκρατίας μιλάει ταυτόχρονα για τον ποιητή, για την περιφρόνηση των άγγλων περιηγητών προς τον κυπριακό λαό αλλά και για τη περίπλοκη φύση του νησιού της Κύπρου, ιδιαίτερα γύρω από το εμβληματικό όρος της Τροόδου.
Ο Ρεμπώ αφίχθηκε στην Κύπρο τον Δεκέμβριο του 1878, με την άφιξη των Άγγλων στην Κύπρο. Εργάστηκε ως επιστάτης στα λατομεία της Ορόκλινης και της Ξυλοφάγου στον Ποταμό του Λιοπετρίου. Οι Άγγλοι είχαν αρχίσει τότε διάφορα έργα «βελτιώσεως». Ο Ρεμπώ κυκλοφορεί με άλλο όνομα και αποφεύγει να ονοματίσει τον εαυτό του «ποιητή». Μια σύντομη ερωτική γνωριμία του με έναν ταχυδρόμου κι ένας θάνατος κάποιου κύπριου που τον «φορτώνουν» σε αυτόν θα τον οδηγήσει σε νέα ταξίδια. Αυτό είναι το αφηγηματικό μυθοπλαστικό μοτίβο γύρω από το οποίο η ΝΔ πλέκει τον λογοτεχνικό της ιστό. Το πρώτο κομμάτι του μυθιστορήματος σκιαγραφεί τις απαξιωτικές αντιλήψεις και συμπεριφορές των άγγλων αποικιοκρατών σε αντίθεση με τις χωριάτικες αλλά κύπριες πανάρχαιες παραδόσεις και ήθη.
Το δεύτερο τμήμα αφορά την περιπέτεια του Ρεμπώ. Εκεί χρησιμοποιώντας και μεταπλάθοντας επιστολές και ποιήματα του ποιητή δίνει ένα πορτρέτο της πολυτάραχης ζωής του, στο παρελθόν και το μέλλον. Σε όλη την αφήγηση σχεδόν πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει η φύση, τα δέντρα, τα πουλιά τα σκαθάρια. Η Νάσια Διονυσίου χρησιμοποιώντας τις παραδοσιακές τους ονομασίες πλάθει έναν νέο λυρισμό, οικολογικό θα έλεγα. Το ίδιο κάνει με τα παραδοσιακά εργαλεία, τα οικογενειακά σκεύη, τις τελετουργίες. Το κείμενό της γεμίζει με εικόνες, αρώματα, σπάνιες και εξαντλημένες αισθήσεις. Το κείμενός της συναντά τον Ρεμπώ από μια άλλη σκοπιά, χρησιμοποιώντας έναν ποιητικό πεζό λόγο και μια πεζογραφία αισθαντικού ρεαλισμού.
Κώστας Μίντζηρας, Στην πόρτα, Ποταμός
Ένας άνδρας την ώρα που ετοιμάζεται να βγει από το σπίτι κι ενώ έξω από την πόρτα τον περιμένουν φίλοι ή συγγενείς για κάποια έξοδο σωριάζεται ξαφνικά στο πάτωμα. Στη συνέχεια βρίσκεται στο νοσοκομείο. Δεν μπορεί να περπατήσει, να μιλήσει, αυτοεξυπηρετηθεί. Η αφήγηση είναι του ίδιου, καθώς προσπαθεί να καταλάβει τι του συμβαίνει. Η περίοδος του νοσκομείου είναι σχετικά σύντομή και ακολουθεί η παραμονή του σε κέντρο αποκατάστασης. Έχει πλήρη άγνοια τι του έχει συμβεί. Παράλληλα δεν κατανοεί ποιοι είναι αυτοί που συναντά μπροστά του. Γιατροί, νοσοκόμοι, κοπέλες όλοι και όλες με άσπρες ποδιές δεν του λένε τίποτα. Δεν ξέρει αν είναι παντρεμένος, αν έχει παιδιά ή γονείς. Έτσι επινοεί έναν δικό του κόσμο. Σκέπτεται, επινοεί, θυμώνει, συμπαθεί ή αντιπαθεί κάποιους και κάποιες. Αναπτύσσει μια περίεργη σχέση με τον άνδρα που κοιμάται στο διπλανό κρεββάτι, στον ίδιο θάλαμο. Τον αποκαλεί πατέρα. Νιώθει μια συνενοχή μαζί του. Είναι σα να βλέπει τον πατέρα του σε μια θέση παρόμοια με τη δική του. Αργότερα καταφέρνει να σηκωθεί στα πόδια του. Του αρέσει να καπνίζει κάνοντας τράκες σε ένα νεαρό νοσηλευτή. Κάποια στιγμή βρίσκει ανοικτή την πόρτα και δραπετεύει. Θα περιπλανηθεί σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων και θα γνωρίσει τη συμπάθεια μιας μικρής περιπτερούς. Δεν μιλάει αλλά όλοι τον κατανοούν.
Δεν θυμάται τίποτα από το παρόν του. Ανακαλεί στη μνήμη του μόνο εικόνες από τα παιδικά του χρόνια, τα καλοκαίρια στις διακοπές, κάποια στιγμές από το δημοτικό σχολείο και ελάχιστες από τον στρατό. Η άνοια τον καταβάλει. Έχει έναν εφιάλτη πως κάποιος Άλλος τον επιβουλεύεται. Βυθίζεται συνεχώς, ο εξωτερικός κόσμος εξαϋλώνεται, υπάρχει μόνον ο εαυτός του βυθισμένος σε έναν εσωτερικό άλαλο κόσμο. Κι όμως το παλεύει ενώ ταυτόχρονα νιώθει ότι αποχωρεί από ότι τον περιτριγυρίζει.
Δυνατή γραφή, σφιχτή αφηγηματικά δομή – παρόλο που το θέμα δεν προσφέρεται- , συγκινησιακή δύναμη χωρίς αισθηματολογίες.
Γιάννης Μόσχος, Αμνοί και λέοντες, Τόπος
Ένα περιπετειώδες μυθιστόρημα στην αρχή του περασμένους αιώνα με ληστές και τσελιγκάδες. Είναι η εποχή του τέλους της ληστοκρατίας, η συμμορία του Μάρκου Μπόμποτα, μια από τις τελευταίες κυνηγημένη από τα από τα κυβερνητικά αποσπάσματα παίρνει τα βουνά. Θα βρει καταφύγιο στο Μοναστήρι της Παναγιάς Πελεκητής αλλά ούτε εκεί θα στεριώσει και θα συνεχίζει τον δρόμο της προς ορεινά σημεία σπέρνοντας από όπου περνάει τον τρόμο. Κάπως έτσι κινούνται και οι κυνηγοί τους. Έχουν προκηρύξει τους ληστές και προσφέρουν αμοιβή για κάθε κεφάλι νεκρού ληστή που θα τους παραδοθεί.
Στις ορεινές περιοχές που κυριαρχούν τα τσελιγκάτα νομάδες διωγμένοι τσέλιγκες κατεβαίνουν τα Άγραφα να βρουν να ξεχειμωνιάσουν. Η συνατήσή τους με τους ληστές είναι καθοριστική. Είναι ένα μυθιστόρημα «βρώμικου», σκληρού ρεαλισμού (ας πούμε τύπου Ταραντίνο ή ακόνα καλύτερα ενός Σαμ Πέκινπα). Κυριαρχούν οι προκαπιταλιστικοί νόμοι της υπαίθρου : Ο νόμος και η ηθική του δυνατού. Παράλληλα ο συγγραφέας καταγράφει λεπτομερώς τον κόσμο αυτό στις καθημερινές συνήθειες του, οι οποίες διακόπτονται από βίαια γεγονότα. Οι κεντρικοί του ήρωες δεν είναι συμπαθείς αλλά ούτε αντιπαθείς, είναι οι αναγκαίοι χαρακτήρες μια εποχής: O σκληρός λήσταρχος Ζίτσας, ο πιο σοφτ ληστής Γκαντάνης και ο τσέλιγκας Μήτρος, που παρασύρεται από την σκληρότητα των γεγονότων. Ο Γιάννης Μόσχος αναπαριστά με λογοτεχνικούς όρους μια ξεχασμένη εποχή με σημερινά αφηγηματικά μοτίβα, σασπένς, περιπέτεια, ρυθμικά εξελισσόμενη δράση, ψυχολογικές αναφορές με αδιάλειπτο ενδιαφέρον στην ανάγνωση.
Βαγγέλης Ραπτόπουλος, Αθωότητα, Κέδρος
Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος αφού άφησε τις περιπλανήσεις στον Καζαντζάκη επέστρεψε σε μια θεματική που ξέρει καλά και συγκινεί: φίλοι, Περιστέρι, νεανική ηλικία. Εμπνευσμένο από το Άνθρωποι και ποντίκια του Τζων Στάϊνμπεκ παρουσιάζει τους δύο ήρωες του παραλλάσσοντας τα ονόματα Λένι και Τζώρτς σε Λένος και Τζώρτζης. Ο Λένος είναι ένας αγαθός, εύπιστος γίγαντας, πειραγμένος στο μυαλό και απόλυτα προσκολλημένος στον φίλο του Τζώρτζη. Ο τελευταίος έχει την ευθύνη αυτή της φιλίας. Και οι δύο τους θα πιάσουν το καλοκαίρι του ΄75 δουλειά σε μια αποθήκη χάρτου. Το όνειρο των δύο παιδιών είναι να βρουν ένα παραθαλάσσιο κτήμα και να εκτρέφουν κουνέλια. Ο Λένος έχει μανία με τα μικρά χνουδωτά ζώα. Το όνειρό τους θα ενστερνιστεί και θα θελήσει να χρηματοδοτήσει ο επιστάτης γέρο- Γλύκας , εργαζόμενος κι αυτός στην αποθήκη. Στην αφήγηση παρελαύνουν και οι υπόλοιποι χαρακτήρες εργάτες στην αποθήκη, ο σοφός Ρένος, ο μαχαιροβγάλτης Άγγελος, ο μονόχερος νυχτοφύλακας. Ο γιος του αφεντικού Μπούλης που προκαλεί τον Λένο και η γυναίκα του Γιούλα, μια απελπισμένη, προκλητική λαϊκή νεαρά. Το κακό δεν θα αργήσει να γίνει όταν ο Λένος δεν θα μπορέσει να ελέγξει τα ένστικτά του. Ο Β.Ραπτόπουλος αγαπά τους ήρωες του, τους έχει φροντίσει, τους παρουσιάζει πειστικά σε όλες τις αποχρώσεις τους. Παράλληλα ελέγχει τον ρυθμό της αφήγησης με έναν καθαρό λογοτεχνικό λόγο. Οι δύο ήρωες του είναι αθώοι αλλά και ένοχοι. Οραματιστές αλλά και απελπισμένοι. Μαχητικοί αλλά και αδύναμοι μπροστά στις κοινωνικές άκαμπτες νόρμες. Ο Τζώρτζης θα αντιμετωπίσει σκληρά διλήμματα και θα πρέπει να πάρει αποφάσεις ενάντια σε ότι τον συγκινεί και τον συνέχει. Ελεγεία για την αγάπη, την ανθρωπιά και τη φιλία.