της Όλγας Σελλά
Είναι το στοίχημα κάθε Φεστιβάλ: να δείξει ή να συνομιλήσει με όλα τα στάδια της κάθε τέχνης που παρουσιάζει. Να μπολιάσει το παλαιότερο με νέες όψεις και τεχνικές, να συγκεράσει το καινούργιο με το κλασικό, να προτείνει ανατρεπτικές προσεγγίσεις και αναγνώσεις. Το φετινό πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών τα έχει όλα αυτά. Και θα διακινδύνευα από τώρα να εντοπίσω μια τάση, που μοιάζει να είναι ισχυρή: η χρήση της τεχνολογίας, οι μορφές «μετα-θεάτρου» (που ανιχνεύονται διαρκώς από τους καλλιτέχνες), το εγχείρημα «παντρέματος» παλαιότερων μορφών τέχνης δίπλα και παράλληλα με τις σύγχρονες. Φυσικά, σε μια τέτοια, πειραματική συχνά διαδρομή, υπάρχουν και αστοχίες, και υπερβολές, και αποτυχίες. Ή πολύ πολύ ευχάριστες εκπλήξεις. Με δύο τέτοια δείγματα θα ασχοληθούμε στο σημερινό σημείωμα. Το πρώτο είναι το έργο «Κατσούρμπος» του Γεωργίου Χορτάτση, κλασικό δείγμα της κρητικής αναγεννησιακής δημιουργίας, που σκηνοθέτησε ο Γιάννος Περλέγκας και το δεύτερο έχει τίτλο «Ιππόλυτος (στα χέρια της Αφροδίτης)» και είναι ένα μικρό απόσπασμα από τον «Ιππόλυτο» του Ευριπίδη, το οποίο μετέπλασε σκηνοθετικά η Γιολάντα Μαρκοπούλου σε μια παράσταση «επαυξημένης πραγματικότητας».
«Ιππόλυτος (στα χέρια της Αφροδίτης)»
Σε μια μικρή αίθουσα στο Χώρο Β της Πειραιώς 260, μπαίνουμε ανά δύο θεατές. Μας υποδέχονται οι συντελεστές της παράστασης, μπροστά μας δεν υπάρχουν παρά τρεις μικρές στρογγυλές δεξαμενές με νερό. Μας δίνουν να φορέσουμε ειδικά γυαλιά, μέσω των οποίων θα μπορούμε να δούμε και τους ηθοποιούς ζωντανά μπροστά μας (κυριολεκτικά μπροστά μας) και τα ειδικά εφέ που δημιουργήθηκαν σ’ αυτήν την παράσταση «επαυξημένης πραγματικότητας». Ένα πρωτοπόρο εγχείρημα που επιχειρεί να συνδυάσει την τεχνολογία με την ανθρώπινη παρουσία ταυτόχρονα. Δηλαδή μέσα από τα γυαλιά βλέπουμε και ακούμε τους ηθοποιούς να παίζουν κανονικά, όπως σε οποιαδήποτε άλλη παράσταση, και την ίδια στιγμή βλέπουμε, έγχρωμα, το σκηνικό περιβάλλον και τα αντικείμενα που θα συνόδευαν μια κλασική παράσταση. Αλλά με τη βοήθεια της τεχνολογίας, τα αντικείμενα κινούνται μπροστά μας, σαν animation. Οι ηθοποιοί παίζουν παράλληλα με αυτά που δημιουργούνται χωρίς εκείνα να υπάρχουν μπροστά τους. Δεν ξέρω αν το περιγράφω καλά, αλλά αυτό είδαμε. Και ήταν γοητευτικό, συναρπαστικό, παραμυθένιο, παρότι υπήρχε το άγχος του άγνωστου. Η Γιολάντα Μαρκοπούλου, που της αρέσει να καταπιάνεται με τις νέες τάσεις της τεχνολογίας, αλλά δεν αφήνει απ’ έξω το ατόφιο θέατρο, μας έδειξε μια πολύ εντυπωσιακή πρόταση.
Οι θεατές είναι όρθιοι, η παράσταση διαρκεί μόλις ένα τέταρτο και στρέφουμε το σώμα μας σύμφωνα με την κίνηση των ηθοποιών. Υπάρχει δηλαδή μια συνολική διάδραση.
Η μόνη παρατήρηση-επιφύλαξη είναι ότι, υποδεχόμενοι οι θεατές αυτή τη γοητευτική οπτική εμπειρία μέσω τεχνολογίας, απομακρυνόμαστε από την παρακολούθηση του κειμένου και της δράσης των ηθοποιών. Περισσότερο μπορώ να σας περιγράψω τι είδα, παρά τι άκουσα στην παράσταση. Και διόλου δεν οφείλεται στους δύο ηθοποιούς, τον Πάρη Αλεξανδρόπουλο και τη Βιβή Φωτοπούλου, που ανταποκρίνονται σε μια πολύ κοπιαστική και επαναλαμβανόμενη διαδικασία, αλλά στην ιδιαίτερη διαδικασία θέασης. Και φυσικά τα εύσημα σε όλους και όλες που δημιούργησαν αυτή την πρωτότυπη εικαστική ατμόσφαιρα.
Η ταυτότητα της παράστασης
Μετάφραση Κώστας Τοπούζης, Διασκευή Κατερίνα Ευαγγελάτου, Σκηνοθεσία Γιολάντα Μαρκοπούλου, Διασκευή για την παράσταση Αλεξάνδρα Κ*, Φωτογραφίες Karol Jarek.
Προγραμματισμός Όλγα Χατζηφώτη / Maggioli, Προγραμματισμός, τεχνολογικός καλλιτεχνικός σχεδιασμός & VFX Αλεξάνδρα Νιάκα, 2D animation & γραφιστική επιμέλεια Χρυσούλα Κοροβέση (Μαύρα Γίδια), 3D σχεδιασμός Χάρης Λαλούσης, 3D animation & 3D σχεδιασμός Κωνσταντίνος Παγώνης, Μουσική & ηχητικός σχεδιασμός Μανώλης Μανουσάκης, Σχεδιασμός φωτισμών Άγγελος Παπαδόπουλος, Μίξη ήχου Κώστας Στυλιανού, Υποτιτλισμός Μελισσάνθη Γιαννούση, Βοηθός σκηνοθέτη Αναστασία Μανώλα, Χειρισμός συστήματος παράστασης Εύα Κοβάτσου, Υπεύθυνη έρευνας Έλενα Οικονόμου, Τεχνολογική λύση Maggioli
Εκτέλεση Παραγωγής Polyplanity Productions
Ερμηνευτές: Πάρις Αλεξανδρόπουλος, Βιβή Φωτοπούλου
Φωνές χορού: Pentagónia (Μαριάμ Ρουχάτζε, Θεοδώρα Γεωργακοπούλου, Ασημίνα Αναστασοπούλου, Θάλεια Σταματέλου, Βιβή Φωτοπούλου)
Ημέρες και ώρες παραστάσεων (στην Πειραιώς 260)
19-22/6/25 από τις 8μ.μ.
26-29/6/25 από τις 8μ.μ.
5-8/7/25 από τις 8μ.μ.
13-16/7/25 από τις 8μ.μ.
«Κατσούρμπος»: υπερβολή χωρίς στόχο
Ο Ρεθυμνιώτης ποιητής Γεώργιος Χορτάτσης (1545-1610) «σήκωσε στις πλάτες του και μόνος του πραγματοποίησε ένα έργο τόσο αποφασιστικής σημασίας, έναν άθλο καλλιτεχνικό και ιστορικό. Πέτυχε να μεταφυτεύσει στο ελληνικό πολιτιστικό έδαφος και τα τρία βασικά θεατρικά είδη, που πρώτοι επεξεργάστηκαν οι συγγραφείς της ιταλικής Αναγέννησης πάνω στα χνάρια των κλασικών της αρχαίας ελληνικής και της λατινικής γραμματείας. Τα τρία είδη, η κωμωδία, η τραγωδία και το ποιμενικό δράμα, με ποικίλες προσαρμογές, παραλλαγές ή με τις παραφυάδες τους, θα κυριαρχήσουν στο ευρωπαϊκό θέατρο των νέων καιρών». Έτσι ξεκινάει το σημαντικό έργο του «Από τον Χορτάτση στον Κουν – Μελέτες για το νεοελληνικό θέατρο» (εκδόσεις ΜΙΕΤ) ο σπουδαίος θεατρολόγος Δημήτρης Σπάθης.
Ο «Κατσούρμπος» του ήταν το δείγμα της κωμωδίας σ’ αυτή τη δημιουργική διαδικασία. Γράφτηκε ανάμεσα στο 1580 ως το 1600, κι αυτό συμπεραίνεται από αναφορές σε γεγονότα επικαιρότητας, καθώς ο ακριβής χρόνος γραφής δεν είναι γνωστός. Ένα έργο με την κλασική δομή της λόγιας ιταλικής κωμωδίας (commedia erudita), δηλαδή με πρόλογο και πέντε πράξεις, γραμμένο σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο με ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία. Η ιστορία είναι απλή: δύο νέοι, ο Νικολέτος (Μιχάλης Τιτόπουλος) και η Κασσάντρα (Ανθή Ευστρατιάδου) είναι ερωτευμένοι. Η θετή μητέρα της Κασσάντρας όμως, η Πουλισένα (Γιάννος Περλέγκας) μια «πολιτική» (εταίρα) θέλει να της δώσει για σύζυγο τον γερο-Αρμένη (Χρήστος Σαπουντζής). Ο Νικολέτος προσφεύγει στη βοήθεια της γειτόνισσας Αρκολιάς, και μια άλλη γειτόνισσα, η Αννέζα, φανερώνει τα σχέδια του γερό-Αρμένη στον πατέρα του Νικολέτου. Τελικά, όπως συμβαίνει σε όλες τις κωμωδίες καταστάσεων, αποκαλύπτεται ότι η Κασσάντρα είναι κόρη του γερο-Αρμένη, την οποία την είχαν αρπάξει οι Τούρκοι και όλα τα εμπόδια εξαφανίζονται. Ο δρόμος της ευτυχίας για τους δύο νέους είναι ανοικτός.
Πώς να έρθει στο σήμερα αυτή η ιστορία; Πώς να συνδεθεί με σημερινά διακυβεύματα; Τα ήθη απέχουν πολύ από τα τέλη του 16ου αιώνα. Και η γλώσσα του Χορτάτση, κακά τα ψέματα, δεν περνάει εύκολα στο σημερινό κοινό, παρά το ανάλαφρο της ρίμας. Χρειαζόταν, λοιπόν, αρκετή δουλειά σε πολλά επίπεδα. Στη διασκευή πρωτίστως, στη δραματουργία, στη διαμεσολάβηση με τη γλώσσα του Χορτάτση.
Η παράσταση ξεκινάει με μια πρόζα σκωπτική, σαν παράβαση, από τον Δημήτρη «Χαΐνη» Αποστολάκη, μια διαδικασία που επαναλήφθηκε αρκετές φορές στη διάρκεια της παράστασης, με διαφορετικό περιεχόμενο κάθε φορά. Περιεχόμενο που μπορούσε να σταθεί μόνο του, αλλά δεν έγινε αντιληπτή κάποια σύνδεσή του με την υπόλοιπη σκηνική δράση. Και μετά η ιστορία του Χορτάτση ξεδιπλώθηκε στη σκηνή, αλλά μ’ έναν τρόπο γκροτέσκο, στον οποίο συνέβαλε πολύ η όψη της παράστασης. Τα κοστούμια του Άγγελου Μέντη υποστήριξαν απολύτως τη σκηνοθετική ματιά, υπερθεματίζοντας στην γκροτέσκο αντίληψη (υποθέτω ότι ο Νικολέτος φορούσε σχολική μπλε ποδιά για να παραπέμψει στη νεότητά του). Όσο για τα σκηνικά το πιο αναγνώσιμο ήταν το παραθύρι με το κεφαλάκι που πρόβαλλε κάθε τόσο. Αυτό το ψηλό σπίτι με το παραθύρι δεν είχε πόρτα, αλλά έναν μεγάλο κύκλο, με χρυσές κουρτίνες. Και γύρω βρίσκονταν ανισόπεδες κατασκευές τροχήλατες και μια «λιμνούλα» με το άγαλμα της Αφροδίτης της Μήλου στη μέση. Σ’ αυτό το περιβάλλον τα πρόσωπα της ιστορίας έτρεχαν διαρκώς, έκαναν ασκήσεις ισορροπίας στις κατασκευές και επελέγη, σαν ένας ακόμη τρόπος υπερβολής και υπονόμευσης της κατάστασης, η ερμηνεία γυναικείων ρόλων από άντρες και ανδρικών από γυναίκες.
Όλες τις διαδρομές μπορούν να επιλέξουν και να δοκιμάσουν οι καλλιτέχνες. Αρκεί να συνιστούν αυτές μιαν αφήγηση που κάπου οδηγεί. Δυστυχώς, σ’ αυτόν τον «Κατσούρμπο» δεν έγινε κατανοητή η επιλογή αυτού του ύφους, δεν έγινε αντιληπτός ο σκηνοθετικός στόχος και σχολιασμός μέσω αυτού. Η διαρκής επανάληψη τρεχαλητών και ακροβατικών όχι μόνο δεν πρόσθεσαν κάτι στη ροή της παράστασης, αλλά μάλλον απορία δημιούργησαν ως προς τη σκοπιμότητά τους.
Αρκετά γρήγορα χάθηκε το νήμα της αφήγησης, χάθηκε και το ενδιαφέρον της θέασης. Έπιασα τον εαυτό μου να εντοπίζει λέξεις της κρητικής διαλέκτου από το έργο του Χορτάτση, που συναντούμε είτε στην επτανησιακή διάλεκτο είτε στην κυπριακή –όλες περιοχές που είχαν κατακτηθεί από Ενετούς. Κι αυτό ήταν το δώρο της «συνάντησής» μας με τη γλώσσα του Γεωργίου Χορτάτση, αφού ήταν διακριτές οι διαδρομές της σε τόπους και εποχές.
Η μία «στάση» ήταν η γλώσσα. Η άλλη «στάση» ήταν κάποιες ερμηνείες, που κατάφεραν να μεταδώσουν τη μουσικότητα της ρίμας, τις λέξεις, άρα και το νόημα. Το κατάφερε θαυμάσια η Ανθή Ευστρατιάδου, που είχε μια λαμπερή παρουσία. Και μαζί με τον Μιχάλη Τιτόπουλο, μετέδωσαν περισσότερο από τον καθένα τον πλούτο, την ποίηση, το χιούμορ, τα δάνεια και τα αντιδάνεια της γλώσσας. Ο Γιάννος Περλέγκας, έμπειρος και πολύ καλός ηθοποιός, έκανε πολλά πράγματα, με επάρκεια αλλά και ένα διακριτό άγχος. Ανταποκρίθηκε στο εγχείρημα με επάρκεια η Κατερίνα Λυπηρίδου. Καλή κι αυτή τη φορά η Χριστίνα Σουγιουλτζή, παρότι είχε μια παραπάνω έμφαση και ένταση στην εκφορά του λόγου και δεν ξέρω αν ευθύνεται, ως συνεργάτρια στη σκηνοθεσία, για εκείνο το 20λεπτο ηχηρού γέλιου στο ρόλο της, προς το τέλος της παράστασης, που κούρασε έως ενόχλησε τους θεατές. Ο πολύ καλός Χρήστος Σαπουντζής φάνηκε να μην εντάσσεται ακριβώς στο όλο εγχείρημα, και απλώς το διεκπεραίωσε. Όσο για τον Δημήτρη «Χαΐνη» Αποστολάκη έκανε πολύ καλά αυτό που κλήθηκε να κάνει, αλλά η παρουσία του έμοιαζε με ιδέα που δεν ολοκληρώθηκε.
Ήταν μια ατυχής στιγμή για ένα έργο που σηματοδοτεί τις απαρχές του θεάτρου μας, που παίζεται σπάνια πλέον -και η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω αν «μιλιέται» ατόφιο επί σκηνής ή χρειάζεται περαιτέρω παρεμβάσεις. Κρίμα, γιατί ήταν μια προσδοκία που δεν ευοδώθηκε.
Η ταυτότητα της παράστασης
Σκηνοθεσία Γιάννος Περλέγκας , Κίνηση – Συνεργασία στη σκηνοθεσία Χριστίνα Σουγιουλτζή, Σκηνικά – Κοστούμια Άγγελος Μέντης, Μουσική Δημήτρης «Χαΐνης» Αποστολάκης, Κλέων Αντωνίου, Φωτισμοί Νίκος Βλασόπουλος
Παίζουν Δημήτρης «Χαΐνης» Αποστολάκης, Ανθή Ευστρατιάδου, Κατερίνα Λυπηρίδου, Γιάννος Περλέγκας, Χρήστος Σαπουντζής, Χριστίνα Σουγιουλτζή, Μιχάλης Τιτόπουλος
Οργάνωση – Εκτέλεση παραγωγής Delta Pi
(Η παράσταση παίχτηκε από 19 ως 22 Ιουνίου, στην Πειραιώς 260).