του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου (*)
Ο Βίκτωρ Ουγκώ έγραψε ότι όταν διαβάζεις ένα βιβλίο είναι σαν να ανάβεις ένα φως στο σκοτάδι. Όπως γράφει ο Μάριο Βάργκας Λιόσα στο τελευταίο του βιβλίο με τίτλο ^Σας αφιερώνω τη σιωπή μου^, εκδόσεις Καστανιώτη: «Οι Ίνκας δεν μάθαιναν στους υποτελείς τους να διαβάζουν, φοβούμενοι ότι στα βιβλία κρύβονταν οι σπόροι της εξέγερσης, διότι τα βιβλία και τα γραπτά κείμενα θεωρούνται από τους κατέχοντες την εξουσία ανατρεπτικά και καταραμένα».
Όπως και νάχει, τα βιβλία, ως επιδραστικό είδος, δεν κατατάσσονται εύκολα. Στο βιβλίο «A marvelous solitude: the art of reading in early Modern Europe», της Lina Bolzoni, που μεταφράστηκε από τα ιταλικά στα αγγλικά, και εκδόθηκε από το Harvard University Press, αναδεικνύεται ένα γραπτό του Ιταλού ποιητή Πετράρχη, το 1348: «Ακούω καθημερινά τα λόγια σας με μεγαλύτερη προσοχή από όσο θα μπορούσε κανείς να πιστέψει, και θα ήλπιζα να μην ακουστώ αυθάδης εκφράζοντας την επιθυμία μου να ακουστώ από σας». Ο ποιητής απευθύνεται στον Ρωμαίο φιλόσοφο Σενέκα, ο οποίος είχε πεθάνει κάπου 13 αιώνες πριν. Η πρακτική του Πετράρχη, το να γράφει απευθυνόμενος σε συγγραφείς που είχαν πεθάνει προ πολλού, προκειμένου δι’αυτής της «συναναστροφής» να εξελίξει τα έργα τους, συντονίζεται με μια μέθοδο επαφής των ανθρωπιστών με την αρχαιότητα, στη μεσαιωνική και πρωτο-μοντερνιστική Ευρώπη, αποκαλείται λατινικά imitatio, με άλλη σημασία της «μίμησης» από αυτή του Αριστοτέλη.
Μια έκτακτη ενέργεια μπορεί να αναδύεται από τα βιβλία και γενικότερα από τον γραπτό λόγο, που κάποτε μοιάζει με εξω- κανονική, σχεδόν ανορθολογική, ώστε ορισμένως να συγγενεύει με τη μαγεία. Γράφει γι’αυτή και ο Ουμπέρτο Έκο, αναφερόμενος σε απομνημονεύματα με τις εμπειρίες ευρωπαίου ιερωμένου στον νεοανακαλυφθέντα αποκαλούμενο Νέο Κόσμο, τον 15ο ή 16ο αιώνα. Ο ιερωμένος γράφει ότι παρατηρώντας οι παλαιότεροι κάτοικοι του Νέου Κόσμου τους ευρωπαίους να διαβάζουν μεγαλόφωνα, θεωρούσαν ότι τα βιβλία είναι μαγικά αντικείμενα που συνομιλούν με τους ανθρώπους.
Είχα αυτή την ιδέα περί έκτακτης ενέργειας των βιβλίων, μεταξύ πολλών άλλων, στο μυαλό μου από την παιδική μου ηλικία (σε Έκθεση που μας ζητήθηκε να γράψουμε στο Δημοτικό με τίτλο «Ο καλλίτερός μου φίλος», είχα γράψει ^Οι καλλίτεροί μου φίλοι είναι τα βιβλία^), μα κατά καιρούς προκύπτουν περιστάσεις που ευνοούν την εμβάθυνση αυτής της θεώρησης.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.

Ταξιδεύοντας στην πρωτεύουσα του Ισπανόφωνου Κόσμου
Στα ταξίδια που κρατάνε αρκετές ώρες, φροντίζω πάντα να παίρνω μαζί μου ένα καινούριο βιβλίο, ένα βιβλίο που δεν έχω διαβάσει. Ιδανικά κάτι που να αφορά τη χώρα του προορισμού μου, με την έννοια της προοικονομίας για ό,τι θα συναντήσω. Θυμάμαι ότι την πρώτη φορά που πήγα στη Λισαβώνα, είχα πάρει μαζί μου τα ποιήματα του Πεϊσότο, σε δίγλωσση έκδοση του Γαβριηλίδη, και δεν το μετάνιωσα.
Στην παράξενα θελκτική Ισπανία είχα πάει και ξαναπάει, στη Βαλένθια, τη Σεβίλλη, τη Σαραγόσα, το Μπιλμπάο, τη Βαρκελώνη, μα την Μαδρίτη την επισκεπτόμουν για πρώτη φορά, και είχα την αίσθηση ότι εκεί θα συναντούσα κάτι το διαφορετικό, πέρα από τη μεγάλη γοητεία των τοπικών πολιτισμών της χώρας- καθώς η Μαδρίτη δεν ήταν μόνο η πρωτεύουσα ενός κράτους που υπάρχει επιδραστικά εδώ και πολλούς αιώνες, κάτι που από μόνο του έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον-, μα αυτή η πόλη είναι ο κατ’εξοχήν κόμβος του ισπανόφωνου κόσμου συνολικά. Καθώς λοιπόν ψυχοδιανοητικά τριγυρίζω εδώ και καιρό συχνά στις γειτονιές της Λατινικής Αμερικής, διάλεξα για το αεροπορικό μου ταξίδι το τελευταίο βιβλίο (εκδόθηκε μετά τον θάνατό του) του περουβιανού Μάριο Βάργκας Λιόσα με τίτλο «Σας αφιερώνω τη σιωπή μου», που κυκλοφορεί στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Ο Λιόσα ανήκει στη χορεία των Λατινοαμερικάνων συγγραφέων που βαθιά εκτιμώ, για το ότι δια του ξεχωριστού σύμπαντος της ανθρωπογεωγραφίας των χωρών τους- που τέμνεται μεν με αυτό του ευρωπαϊκού πολιτισμού, μα έχει τα δικά του χαρακτηριστικά- με φέρνουν σε επαφή αλλιώς με τη διαχρονία της ανθρωπότητας. Περουβιανός και κοσμοπολίτης παράλληλα, τιμημένος με βραβείο Νόμπελ, έχει γράψει έναν μεγάλο αριθμό βιβλίων, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζω δύο καθαρά πολιτικά έργα του: το μυθιστόρημα που έγραψε στις αρχές της συγγραφικής του σταδιοδρομίας με τίτλο «Η χρονιά του τράγου», για τις συμφορές που μπορεί να επιφέρει η απόλυτη, ολοκληρωτική εξουσία- μα και για τα όριά της-, και από τα τελευταία του με τίτλο «Harsh Times» («Τραχείς καιροί»), που το διάβασα στα αγγλικά, καθώς ακόμα δεν έχει εκδοθεί στα ελληνικά, όπου αναδεικνύονται με ενάργεια οι συνθήκες της ανατροπής του εκλεγμένου Προέδρου της Γουατεμάλας τη δεκαετία του 1950, με κεντρικό πρωταγωνιστή τον πρεσβευτή των ΗΠΑ Πιουριφόϋ (μετά τη θητεία του στην Ελλάδα), σε συνδυασμό με τα συμφέροντα της πολυεθνικής εταιρείας United Fruit Company για την παραγωγή και διάθεση της μπανάνας ανά τον πλανήτη, καθώς και ενός μικρού αριθμού εγχώριων γαιοκτημόνων. Αυτό το βιβλίο είναι ένα πολύτιμο μυθιστορηματικό στοχαστικό δοκίμιο για τα δύσβατα μονοπάτια της πολιτικής όπως τη ζούνε οι κοινωνίες της Λατινικής Αμερικής.
****
Το ζήτημα είναι ότι το βιβλίο του Λιόσα «Σας αφιερώνω τη σιωπή μου»( μτφρ. Κ.Παλαιολόγου), Καστανιώτης) όχι μόνο δεν ανταποκρίθηκε στις ευφρόσυνες προσδοκίες μου, μα με απογοήτευσε κατά τη διάρκεια της πτήσης μου από την Αθήνα προς τη Μαδρίτη. Μεταξύ άλλων, θύμωνα με τον συγγραφέα, που ονειρεύτηκε με αυτό το έργο τη χώρα του, το Περού, ενωμένη μέσω της μουσικής, του βαλς της κρεολικής μουσικής που γεννήθηκε στα στενοσόκακα της Λίμα. Δεν εύρισκα το βιβλίο αντάξιο του μεγαλειώδους θέματός του, κι ας μη γνώριζα την περουβιανή μουσική.
Κι επειδή σ’αυτές τις περιπτώσεις της κακοδιαθεσίας το ένα φέρνει το άλλο, μου ερχόταν στο μυαλό οι παλαιότερες εκτιμήσεις μου, ότι δηλαδή ο Λιόσα- παρά την ειδικά συνάφεια που αισθάνομαι ως αναγνώστης ότι έχω μαζί του- είναι ένας άνισος συγγραφέας, δεν του βγαίνουν όλα όσα επιχειρεί να κάνει. Η σχέση μας με τα βιβλία είναι ιδιότροπη- όπως όλες οι σχέσεις, άλλωστε.
Όπως και νάχει, αισθανόμουν ως τούβλο- κάτι σχεδόν χωρίς οποιαδήποτε ενέργεια- το βιβλίο που είχα διαλέξει να με συντροφεύσει στη φάση της μετάβασης.

Στους παλμούς της Μαδρίτης
Με το που φτάσαμε στη λαμπερή Μαδρίτη, το ποιο βιβλίο κουβαλούσα κατά τη διάρκεια της πτήσης, δεν είχε πιά κάποια σημασία. Το ξενοδοχείο μας ήταν σε μια πολύ ζωντανή περιοχή, με πολύ κόσμο και νεολαία στις καλοσχηματισμένες πλατείες: μας ενημέρωσαν ότι με τον θάνατο του Φράνκο το 1975, από κει ξεκίνησε ένα πολυδιάστατο κίνημα, το επονομαζόμενο «La Movida Madrileña», σε αναζήτηση μιας νέας ταυτότητας για την Ισπανία, πέρα από τα «κουτιά», και τα «σφιχτά λουριά» της μακρόχρονης δικτατορίας. Η περιοχή του ξενοδοχείου ήταν ακριβώς αυτή όπου ο Αλμοδοβάρ γύριζε τις πρώτες γνωστές ταινίες του. Υπήρχε μια έντονα ηδονιστική διάθεση, στα πλαίσια της Movida, που αποτυπωνόταν σε φράσεις όπως «Madridnunca duerme» (Η Μαδρίτη δεν κοιμάται ποτέ», «Esta noche todo el mundo a la calle» (Σήμερα, όλος ο κόσμος στους δρόμους!), ή «Madrid me mata» (Η Μαδρίτη με σκοτώνει!).
Έβλεπα γύρω μου ότι αυτή η διάθεση, τόσα χρόνια μετά, έχει ποτίσει ήσυχα την πόλη, μα η Μαδρίτη δεν είναι μόνο αυτό: επάλληλα στρώματα Πολιτισμού και Ιστορίας, μαζί με τις πλατιές λεωφόρους, τους καθαρούς δρόμους, τις πλατείες με τα θερινά σινεμά, τα εστιατόριά τους και τα μπαρ, τα ατελείωτα ενδιαφέροντα κτίρια με τη δική τους ιδιοπροσωπία, τα συγκλονιστικά Μουσεία με έργα από όλο τον Κόσμο- μα με έναν πολύ στιβαρό και δημιουργικό υπομνηματισμό που αναδεικνύει μια θέαση και ερμηνεία μέσα από τον δικό τους πολιτισμό. Όλα αυτά, και άλλα πολλά, συγκροτούν μια πόλη πολύ δυνατών παλμών.
Μέσα σ’αυτό τον αναζωογονητικό καταιγισμό, αναζήτησα και τα βιβλιοπωλεία της πόλης. Έχοντας ήδη δει και συζητήσει σχετικά, δεν ήταν έκπληξη για μένα ότι εκεί (όπως και στα μενού των εστιατορίων, και αλλού) πρυτάνευε κατ’αποκλειστικότητα η ισπανική γλώσσα: δεν υπήρχαν βιβλία στα αγγλικά ή σε άλλη γλώσσα, άλλο αν υπήρχαν πολλές μεταφράσεις από την ξένη γραμματεία. Δεν πρόκειται για εσωστρεφή εμμονικό επαρχιωτισμό, μα για το αντίθετο: η ιδέα είναι ότι προκειμένου να υπάρξει μια δημιουργική ώσμωση και σύνθεση πολιτισμών, είναι απαραίτητο ο καθένας απ’αυτούς να είναι συγκροτημένος: αλλιώς, προκύπτει μια άνευρη, συχνά καταπτωτική, συναναστροφή.
*****
Εκεί, σ’αυτά τα βιβλιοπωλεία, ξανασυνάντησα τον Μάριο Βάργκας Λιόσα: παντού, σε ωραία σημεία, με περιποιημένες εκδόσεις αναδείκνυαν το έργο του. Μπροστά – μπροστά, το βιβλίο της πτήσης μου- εννοείται, στα ισπανικά.
Αλλού, αλλιώς, συνάντησα επίσης ζώσες όψεις της Λατινικής Αμερικής. Οι κατά βάση συμπτωματικές, μα πυκνές, επαφές γινόταν είτε κατά τη διάρκεια του πρωϊνού στο ξενοδοχείο- όπου ολόκληρες κατά τεκμήριο εύπορες οικογένειες έκαναν τις διακοπές τους, γνωρίζοντας τη Μαδρίτη και την Ισπανία-, είτε στα εστιατόρια- όπου, τουλάχιστον σ’αυτά που πηγαίναμε, η πλειονότητα των υπαλλήλων ήταν άνθρωποι που είχαν έρθει σε αναζήτηση καλλίτερης τύχης από το ισπανόφωνο νότιο τμήμα της Αμερικής.
Όλοι αυτοί, μαζί με τους μόνιμους κατοίκους της Μαδρίτης, μιλούσαν την ίδια γλώσσα: τα ισπανικά. Όπως είχα προλάβει να διαβάσω στον Λιόσα: «Υπάρχουν περίπου χίλιες πεντακόσιες γλώσσες, διάλεκτοι και ντοπιολαλιές στη Λατινική Αμερική, αν και ορισμένοι φιλόλογοι ανεβάζουν αυτό τον αριθμό σε πέντε χιλιάδες…Σ’αυτόν τον ωκεανό από γλώσσες, ντοπιολαλιές και διαλέκτους σε διαφορετικά επίπεδα εξέλιξης, τα ισπανικά έπεσαν σαν πρωϊνή βροχούλα που κάλυψε και ένωσε τους πάντες…»
Κάποια στιγμή συμπέσαμε στο πρωϊνό με μια νέα γυναίκα από την Κόστα Ρίκα. «Πώς είναι τα πράγματα εκεί;» τη ρωτάω. «Μια χαρά» μου λέει, «έχουμε προ πολλού καταργήσει τον Στρατό, οπότε δεν κινδυνεύουμε από πραξικοπήματα». «Από ευημερία;» συνεχίζω. «Τα τελευταία περίπου είκοσι χρόνια έχουν μεγαλώσει οι ανισότητες» λέει, «μα γενικά μια χαρά, αποκαλούν τη χώρα μας ^Ελβετία της περιοχής^». Ήταν καταρτισμένη και εργαζόταν σε παραγωγικό τομέα της οικονομίας, οπότε επέκτεινα το πεδίο της συνεννόησής μας: «Τί φταίει και η Λατινική Αμερική συνολικά μοιάζει να είναι καθηλωμένη και προβληματική;» «Διαβάστε το ^Harsh Times^ του Λιόσα» μου απάντησε, ξαναφέρνοντας από αλλού τον Λιόσα στο προσκήνιο. Φωτίστηκα. «Οπότε, τί λέτε για τη Γουατεμάλα, που είναι και το θέμα του βιβλίου;» άρπαξα την ευκαιρία. «Α, δεν φαντάζεστε πόσο μαγικά όμορφη είναι η φύση της!» μιλούσε κι άπλωνε τα χέρια της. «Σε πλήρη αντιδιαστολή με την ελεεινή κατάσταση που βρίσκεται η κοινωνία της. Από τη δεκαετία του 1950 και μετά, όχι μόνο δεν έκανε ένα βήμα προς τα μπρος, μα διαρκώς καταβυθίζεται: είναι μια από τις φτωχότερες και πιο επικίνδυνες χώρες του πλανήτη». «Μήπως ήταν πάντα ένας τόπος μακριά από τον Κόσμο;» Δεν γνώριζα, και ρωτούσα για να μάθω. «Αστειεύεστε; Υπήρξαν σπουδαίες αιχμές στη Γουατεμάλα. Δέστε, για παράδειγμα, τον συγγραφέα Miguel Angel Asturias, που έζησε στον Μεσοπόλεμο και στις πρώτες δεκαετίες μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο- σημειωτέον ότι ο ισπανόφωνος κόσμος δεν συμμετείχε σ’αυτόν τον πόλεμο. Αυτός είναι ο πατέρας, ο επινοητής του Μαγικού Ρεαλισμού, όχι ο Μάρκες!» Αυτή η γυναίκα ήταν θησαυρός. «Διαβάστε μια καινούρια μετάφραση στα αγγλικά του μυθιστορήματός του ^Mr President^, με πρόλογο του Μάριο Βάργκα Λιόσα!» Όπως έλεγξα μετά, το βιβλίο του αυτό έχει κυκλοφορήσει και σε ελληνική μετάφραση, και ότι μεταξύ των έργων του Asturias, που εξόριστος στη Γαλλία είχε σπουδάσει στη Σορβόννη, είναι το «Μύθοι της Γουατεμάλας» που αφορά τη κουλτούρα των Μάγια πριν από την εποχή του Κολόμβου, και πρωτοκυκλοφόρησε το 1931 με πρόλογο του ποιητή Πωλ Βαλερύ.
Ο Κόσμος είναι εν δυνάμει πολύ πλούσιος. Ένα άλλο από τα πρόσωπα του πρωϊνού, μια νέα γυναίκα που επισκεπτόταν με τον άνδρα της και τα δυο παιδιά της την Ισπανία, ήταν από το Εκουαδόρ, τη χώρα που στα ελληνικά αποκαλούμε Ισημερινό. «Είστε από την Ελλάδα και θα μιλάμε για το Εκουαδόρ;» μου λέει χαμογελώντας. «Μια φορά επισκέφτηκα τη χώρα σας, πριν από δέκα χρόνια, και δεν θα την ξεχάσω ποτέ!»
******

Όπως είπαμε, στα μαγέρικα, τα εστιατόρια και τα μπαρ, οι άνθρωποι από τη Λατινική Αμερική που εργαζόταν εκεί, δεν ερχόταν στη Μαδρίτη για διακοπές, μα για να βγάλουν το ψωμί τους.
Σε μια Θερβεθερία- μπυραρία στα καθ’ημάς-, που καταλήγαμε κάθε βράδυ για φαγητό, ξεθεωμένοι από τις ξέφρενες δραστηριότητες της μέρας, όλοι οι υπάλληλοι ήταν θαυμάσιοι με τους θαμώνες, μα ξεχώριζαν δύο, με τους οποίους είχαμε και τη βασική επαφή: η Λάουρα, ένα κορίτσι από την Κούβα που έκανε κουμάντο στο μαγαζί («πώς έφυγες από την Κούβα;» τη ρώτησα, «κολυμπώντας;». Γέλασε και μου είπε: «όχι βέβαια! Πάντως περιπετειωδώς έφτασα εδώ, μετά από επτά χώρες, ενώ οι γονείς μου έμειναν στο Περού, και άνοιξαν μια επιχείρηση εκεί»), κι ένας νευρώδης νεαρός σερβιτόρος από το Περού, που δεν μιλούσε λέξη αγγλικά και είχε ένα μεγάλο τατουάζ στο χέρι.
Η περιποίηση ήταν μεγάλη και η κουζίνα εξαιρετική, το ίδιο και οι μπύρες και τα κρασιά σ’αυτό το άνετο οικογενειακό εστιατόριο (σε ένα τραπέζι καθόταν ένα γεροντοπαλλήκαρο παλαιάς κοπής που γνωρίζανε τα γούστα του και τον σερβίρανε χωρίς να παραγγείλει συγκεκριμένα, σε ένα άλλο μια θεία με την ανιψιά της που κουτσομπολεύανε μακριά από την κλεισούρα του σπιτιού και τις τηλεοράσεις ή, αλλού, ένα ζευγαράκι που κανόνιζε τα μελλοντικά, και τα λοιπά). Προσωπικά δεν έβλεπα την ώρα να ζητήσω ένα συγκεκριμένο πιάτο (ακόμα λαχταράω τη γεύση του), που ποτέ δεν έμαθα το όνομά του στα ισπανικά, μα ήταν τόσο απολαυστικό, και μαζί τόσο χωνευτικό για τα κόκκινα κρασιά που το συνόδευαν.
Βράδυ με το βράδυ αισθανόμαστε όλο και περισσότερο τη Θερβεθερία σαν ένα πολύ φιλικό σπίτι που μας φιλοξενούσε στη Μαδρίτη, με οικοδεσπότες την Κουβανέζα και τον Περουβιανό που προανέφερα.
Όταν πλησίαζε λοιπόν η μέρα που θα φεύγαμε- αφού όλα τα καλά, όπως και τα καλά κάποτε τελειώνουν- είχα μια διάθεση συμβολικής ανταπόδοσης, αναγνώρισης του πλούσιου αναβαπτισμού που μας προσφέρθηκε από αυτή τη σπουδαία πόλη. Ήταν βεβαίως αδύνατο αυτό να γίνει προς τους αόρατους ευεργέτες- όπως, για παράδειγμα, τους Διευθυντές των Μουσείων ή των Πάρκων, όπως και αυτούς που φρόντιζαν για την έκτακτη καθαριότητα των δρόμων, αλλά και τους πρωταγωνιστές του Πολιτισμού των Φαντασμάτων, όπως αυτούς που προνόησαν κάποτε για τον σχεδιασμό της Χωροταξίας της πόλης και των κτιρίων της-, μα μπορούσε εκ των πραγμάτων αυτό να γίνει συμβολικά σε ανθρώπους κοντινούς μας, κι αυτοί θα ήταν οι άνθρωποι της Θερβεθερίας, και κυρίως το κορίτσι από την Κούβα που μιλούσε αγγλικά, και μπορούσαμε να συνεννοηθούμε καλλίτερα.
Αλλά, πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό;
Το βιβλίο ως φυλαχτό
Από την ώρα που αποφάσισα να σχηματοποιήσω τη συγκεκριμένη διάθεσή μου, ήξερα πώς θα το κάνω. Θα χάριζα στη Λάουρα το βιβλίο του Μάριο Βάργκα Λιόσα «Σας αφιερώνω τη σιωπή μου», που παρέμενε ανενεργό για μένα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. «Μα θα χαρίσεις στην ισπανόφωνη κοπέλλα ένα βιβλίο που δεν σου μίλησε, και μάλιστα στα ελληνικά;» εξανέστη η γυναίκα μου, η Λη, παρ’όλο που δεν την εξέπλητταν οι παραξενιές μου.
Επιχειρηματολόγησα: «Η πράξη είναι συμβολική. Πόσοι άνθρωποι δεν έχουν στο σπίτι τους το «1984» του Όργουελ, και εμπνέονται απ’αυτό, χωρίς να το έχουν διαβάσει; Ο Λιόσα μου κάνει για γέφυρα, ως ενιαία, κοινή αναφορά: πόσες φορές δεν έχουμε πέσει επάνω του, εδώ κι εκεί; Μα, στα ελληνικά; Γιατί δεν πάω να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο στα ισπανικά, και να το δωρίσω; Μα γιατί δεν είναι το περιεχόμενο που ενδιαφέρει: είναι η ιδέα της γέφυρας, το σημείο όπου οι Μούσες μας συναντούν τις Μούσες των άλλων; Πόσες φορές στη ζωή μας κάποια βιβλία δεν λειτουργούν ως φυλαχτά, μόνο και μόνο για την ιδέα που αποπνέουν; Κι έπειτα, δίνω σε ένα βιβλίο μια καινούρια ζωή- παρά να το κρατάω για μένα ανενεργό».
Παρ’όλα αυτά, πείστηκα. Δύσκολα, αλλά πείστηκα. Τα επιχειρήματα της γυναίκας μου αναπτυσσόταν στο πεδίο του ορθού λόγου, κι εκεί δεν είχα πολλά να πω. Άλλωστε, αυτά λειτουργούν όταν γίνονται ήσυχα και εξαίφνης, με το «τζιζ!» μιας ιδέας, όχι όταν γίνονται μεγάλο θέμα. Παρ’όλα αυτά, έκανα μια γέφυρα με την ιδέα «το βιβλίο ως φυλαχτό»: το «φυλαχτό», που οι Άγγλοι αποδίδουν ως «talisman», μια λέξη που την πήραν από το «telsman» των Αράβων, που κι αυτοί με τη σειρά τους την είχαν υιοθετήσει από τους Έλληνες που χρησιμοποιούσαν τη λέξη «τέλεσμα», κάτι που σε επίπεδο τελετουργίας σήμαινε «πράγμα αφιερωμένο», και το οποίο μεταξύ άλλων θα μπορούσε να αναφέρεται και σε «χρήματα πληρωθέντα ή μέλλοντα να πληρωθούν». Έκλεισα τον κύκλο δίνοντας κάποια χρήματα ως ανταπόδοση στην Κουβανέζα και τον Περουβιανό (ο οποίος στην αρχή νόμιζε ότι πρόκειται να ζητήσω κάποια χάρη απ’αυτόν, και στη συνέχεια, όταν αντιλήφθηκε την χειρονομία, μας εξήγησε χαμογελώντας πλατιά, με χειρονομίες και ακατάληπτα από μας λόγια, ότι το τατουάζ το έκανε για τον μικρό του γιό, για τον οποίο ήταν περήφανος).
*******
Όταν ξεθύμανε η δουλειά, το τελευταίο μας βράδυ στην Ισπανία, η Λάουρα κάθισε στο τραπέζι μας να κουβεντιάσουμε. Της ανοίχτηκα, εξηγώντας τη διάθεσή μου για το «τέλεσμα» και τη διαχείρισή του. Γέλασε με την καρδιά της, έδειχνε να της αρέσει αυτό που άκουγε, αν και έμοιαζε ότι το είχε ήδη σκεφτεί. «Ο Λιόσα έχει αναδείξει πολύ ωραία αυτό τον τρόπο, σε σχέση με τη συγκεκριμένη διάθεση!» είπε. Αντιλήφθηκα, από όσα μου εξήγησε, ότι στα καθ’ημάς θα μπορούσαμε να το αποδώσουμε με τον όρο «φανταγμός», που- μαζί με την έννοια «προκαλώ ζωηρή εντύπωση» ή μια στροφή του λόγου όπως «μου φάνταξε ένα κοστούμι»- έρχεται να συναντηθεί κατ’ευθείαν με το ρεμπέτικο «φάνταζε σαν πριγκηπέσσα».
Για να συνεννοηθούμε, της μίλησα για μια σχετική δική μου έμμεση εμπειρία:
Ένας από τους υπαλλήλους στην επιχείρηση του πατέρα μου, ο Κώστας Τ., άνθρωπος με το δικό του αποτύπωμα στην πόλη, ξερακιανός με ^βούρτσα^ το μαλλί, κάθε Σάββατο αργά το απόγευμα, με το που τελείωνε τη δουλειά του, πήγαινε στο σπίτι του, έκανε μπάνιο, φορούσε το καλό το σταυρωτό του κοστούμι και τα τριζάτα τα παπούτσια, και στη συνέχεια με το λεωφορείο της γραμμής ή με κάποιον φίλο του που είχε αυτοκίνητο, πήγαινε στη Θεσαλονίκη, στο μαγαζί που έπαιζε ο παιδικός του φίλος ο Βασίλης Τσιτσάνης. Μόλις έβλεπε τον παλιό του φίλο να ανοίγει την πόρτα και να μπαίνει, ο Τσιτσάνης του έπαιζε το αγαπημένο του τραγούδι. Το άκουγε όρθιος, από σεβασμό, και μετά καθόταν να ακούσει κανα δυο από το πρόγραμμα. Δεν κρατούσε πολύ αυτό. Σηκωνόταν, χαιρετούσε από μακριά, κι έφευγε για να επιστρέψει στην πόλη που ήταν το σπίτι του.
«Ναι! Αυτός είναι ο φανταγμός!» αναφώνησε το κορίτσι από την Κούβα. Σηκωθήκαμε όλοι, αποχαιρετιστήκαμε, ευχηθήκαμε τα καλλίτερα, και πήγαμε για άλλα.
Επίμετρο
Παρά τις αντιρρήσεις μου (εκτιμούσα ότι, με όλον τον σεβασμό, είχε εξαντληθεί κάθε προσπάθεια να αναδυθεί κάποια καινούρια ενέργεια από το συγκεκριμένο βιβλίο του Λιόσα), η γυναίκα μου έφερε το μυθιστόρημα «Σας αφιερώνω τη σιωπή μου» ξανά πίσω στην Ελλάδα. Την ευγνωμονώ γι’αυτό, καθώς λίγες μέρες μετά την επιστροφή μας ξεφύλλισα το βιβλίο και- παρά το ότι το βασικό περιεχόμενό του εξακολουθούσε να μην με ενδιαφέρει- βρήκα σ’αυτό μια πολύτιμη ανάλυση του φανταγμού, από τον Λιόσα. Παραθέτω κάποια αποσπάσματα (σε μετάφραση Κωνσταντίνου Παλαιολόγου):
-Οι σουρεαλιστές έλεγαν ότι το άκρον άωτον του σουρεαλισμού ήταν το να βγει κάποιος στον δρόμο και να πυροβολήσει τον πρώτο περαστικό που θα έβρισκε. Η εμβληματική πράξη του φανταγμού είναι εκείνη του πυγμάχου που, από τις οθόνες της τηλεόρασης, με το πρόσωπο πρησμένο ακόμη από τις μπουνιές που δέχτηκε, χαιρετάει τη μανούλα του που τον παρακολουθεί και προσεύχεται για τη νίκη του.
-Η φανταγμένη επικοινωνία μεταξύ ενός ατόμου και του κόσμου περνά περισσότερο μέσα από τα συναισθήματα και τις αισθήσεις παρά μέσα από τη λογική, διότι για την αυτού εξοχότητα τον φανταγμό οι ιδέες είναι διακοσμητικές και αναλώσιμες, αποτελούν εμπόδιο στην ελεύθερη έκχυση συναισθημάτων.
-Υπάρχει ένας φανταγμός τρυφερός (η κοπέλα που αγοράζει το κόκκινο κιλοτάκι, με δαντέλα, για να αναστατώσει τον αγαπημένο της) και λογιών – λογιών προσεγγίσεις οι οποίες, ως μη αναμενόμενες, τον φέρνουν στον νου: οι μαρξιστές παπάδες, για παράδειγμα. Ο φανταγμός προσφέρει μια οπτική γωνία μέσα από την οποία μπορεί κανείς να παρατηρήσει και να οργανώσει και τον κόσμο και την κουλτούρα.
-Ο φανταγμός (που δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με την επιτήδευση, δηλαδή τη διαστρέβλωση του γούστου ή την πόζα, η οποία έχει κάτι το δυσοίωνο, προαναγγέλει κάτι άσχημο) μπορεί να είναι υπέροχος, αλλά σπάνια είναι ευφυής. Είναι διαισθητικός, περίπλοκος, φορμαλιστικός, μελωδικός, ευφάνταστος, και, πάνω απ’όλα, ψυχοπονιάρης.
(*) Ο Γιώργος Μ. Χατζηστεργίου είναι πολιτικός μηχανικός και συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο «Μεθόριος- η επικράτεια των ορίων», όπως και το σύνολο των έργων του, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.