Ανδρέας Αντωνιάδης
Ο Μάρκο τα γνώριζε όλα. Τα πάντα. Γνώριζε πως η Ροζαλία, η επί δέκα χρόνια οικιακή βοηθός της Καθηγήτριας του, σταμάτησε να δουλεύει γιατί ο αρραβωνιαστικός της ο Ρομπέρτο κληρονόμησε ένα συνεργείο αυτοκινήτων στις Συρακούσες και μόλις παντρεύτηκαν, πήγαν να ζήσουν στην από αρχαιοτάτων χρόνων διάσημη πόλη που βρισκόταν στην άλλη άκρη της Σικελίας.
Γνώριζε επίσης, πως η Καθηγήτριά του, τους τελευταίους δυο μήνες είχε μόνη την ευθύνη του σπιτιού της, ενός τεράστιου αρχοντικού σε προάστιο του Παλέρμο, που είχε κληρονομήσει από τους γονείς της. Και αυτό βέβαια, παράλληλα με τα καθημερινά μαθήματά της στο Πανεπιστήμιο αλλά και τα ιδιαίτερα μαθήματα που έκανε στο σπίτι της, τρία απογεύματα στον ίδιο και σε μια συμφοιτήτριά του, την Κλαούντια. Η οποία Κλαούντια θα ταξίδευε την ερχόμενη βδομάδα στην Αθήνα για μια τρίμηνη περίοδο γρήγορης εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας. Κάτι που ο ίδιος είχε κάνει πριν δυο χρόνια περίπου, ύστερα από υπόδειξη της Καθηγήτριας του, όταν τον είχε ξεχωρίσει μέσα στο Τμήμα Ελληνικών Σπουδών και συγκεκριμένα την περίοδο που τους ανέλυε την Αντιγόνη του Σοφοκλή.
Και κυρίως, γνώριζε πως όταν έλεγε «είχε μόνη την ευθύνη του σπιτιού της» η Καθηγήτριά του δεν εννοούσε τα αυτονόητα. Που δεν είναι και λίγα. Φασίνα, ψώνια, μαγείρεμα, πότισμα του κήπου και γενικά η πάστρα όλου του σπιτιού. Γνώριζε πως η μεγαλύτερη ευθύνη της, ήταν οι γάτες. Οι δώδεκα γάτες της που ζούσαν νύχτα-μέρα μαζί της και είχαν ανάγκη μιας φροντίδας, της δικής της φροντίδας.
Ασφαλώς και γνώριζε ο Μάρκο τα ονόματα όλων των γάτων της Καθηγήτριάς του, όπως και ποια γατιά ζούσαν μέσα στο σπίτι και ποια ζούσαν μονίμως έξω στην τεράστια ημικυκλική βεράντα που κάλυπτε όλη την πρόσοψη του σπιτιού και έφτανε μέχρι την πίσω πόρτα της κουζίνας. Για να αποστηθίσει τα ονόματά τους, τα έγραψε στο Τετράδιο Σημειώσεων Ελληνικής Λογοτεχνίας και του πήρε μια βδομάδα να μάθει ποιος είναι ποιος και αν ζούσε μέσα ή έξω από το σπίτι.
Θεοδώρα, βάφτισε η Καθηγήτρια του την πρώτη γάτα που απέκτησε, τόσο για τον αυτοκρατορικό και αγέρωχο βηματισμό της όσο και για το λαμπερό παρδαλό τρίχωμά της.
Ο Ορφέας, ήταν ο πρώτος αρσενικός γάτος που μπήκε στο αρχοντικό του Παλέρμο και συμπεριφερόταν πάντα σαν αρχηγός γιατί ήταν όμορφος, ρομαντικός και όπως διαπίστωσε κάποια στιγμή η Καθηγήτρια του, ήταν και λίγο….έκφυλος κάτι που τόνιζε το περίεργο γκρι τιγρέ τρίχωμά του.
Η Σαπφώ πάλι, μια ανοιχτόχρωμη, φουντωτή και ρομαντική γατούλα έκανε παρέα συνήθως με τον Απόλλωνα, τον μαύρο αθλητικό και έξυπνο γάτο. Όταν νιαούριζαν οι δυο τους, νόμιζε ο Μάρκο πως άκουγε ένα μοναδικό ντουέτο! Νόμιζε επίσης, ή μάλλον δεν νόμιζε, ήταν σίγουρος πως η Σαπφώ ήταν και λίγο χαζούλα και πως μερικές φορές την…..τακτοποιούσε ο Ορφέας, όταν αυτός βέβαια κατάφερνε να ξεφύγει από το ερευνητικό βλέμμα της Θεοδώρας.
Στην παρέα της Σαπφούς και του Απόλλωνα έμπαινε και η γλυκειά τιγρέ και ολοστρόγγυλη νοικοκυρούλα, η Αγλαϊα που φαινόταν να είναι η γάτα που έκανε τα θελήματα των άλλων δύο αλλά και του Φλάβιο που ήταν παχύς και δυσκίνητος, πάντα ήρεμος και που ξεχώριζε με το περίεργο ασπροκόκκινο τρίχωμά του.
Την ομάδα των εφτά γάτων που έμεναν μέσα στο σπίτι συμπλήρωνε η Διοτίμα, μια ασπρόμαυρη, ψηλή και κακιά γάτα που η Καθηγήτρια εμπιστεύτηκε στον Μάρκο πως έφτανε στα όρια της στρίγγλας! Για να αποφεύγει μάλιστα τις όποιες δύσκολες γατοεντάσεις είχε φτιάξει εφτά ομοιόμορφα σπιτάκια, μέσα στο μεγάλο δωμάτιο που παλιά το είχαν για πρόχειρο καθιστικό, στην πρόσοψη δε του καθενός, υπήρχε γραμμένο το όνομα ενός εκάστου. Γάτου.
Για να μπορέσει ο Μάρκο να καταλάβει τη λογική των γάτων που επέμεναν να μένουν έξω στη βεράντα -και που η Καθηγήτρια του το είχε δεχτεί αδιαπραγμάτευτα- έφτιαξε ένα σχεδιάγραμμα ολόκληρης της βεράντας και τοποθέτησε τα πέντε σπιτάκια στο σημείο που η βεράντα είχε ένα τεράστιο στέγαστρο, προστατευτικό, χειμώνα-καλοκαίρι. Και φυσικά με τα ονόματα των αιλουροειδών.
Πρώτος και καλύτερος ο Βαρονέ, γκρι και ..γλύκας! Καλός, πολύ καλός και ιπποτικός, όπου τον έχανες, όπου τον έβρισκες ήταν δίπλα στην Ειρήνη, την τρίχρωμη, ντροπαλή και μοναχική γατούλα της παρέας. Σε αντίθεση με την Δαντζέλλα, την μπεζ, ψηλή και ανεξάρτητη γάτα που χανόταν σε γωνιές που μόνο η Καθηγήτρια μπορούσε να υποψιαστεί.
Τον κύκλο της πεντάδας στη βεράντα, έκλειναν δύο… αγόρια! Ο Ορέστης, ασπροκόκκινος, παχουλός και ντροπαλός με το altrer ego του, τον Άπι με το γκρίζο τρίχωμα και ένα χαρακτηριστικό αστεράκι στο μέτωπο, ίδιος αιγυπτιακός ταύρος, όμορφος και τρυφερός.
Και όλα αυτά ο Μάρκο πίεσε τον εαυτό του και τα έμαθε για κείνη. Μόνο για κείνη.
Την Καθηγήτρια. Την Καθηγήτριά του. Για χάρη της. Από τότε που την ερωτεύτηκε. Στην τάξη. Καθώς τους ανέλυε το Έρως ανίκατε μάχαν και έβλεπε τα μαύρα της μάτια να λάμπουν από πάθος και ενθουσιασμό.
Ήταν μια γυναίκα γύρω στα σαρανταπέντε, λιγνή, σφριγηλή, μετρίου αναστήματος με σκούρα κόκκινα μαλλιά, ούτε κοντά, ούτε μακριά, που έδινε την εντύπωση πως μόλις τα έλουζε, έτσι βρεγμένα, τα χτένιζε μόνο περνώντας τα δάχτυλα του χεριού της, ανάμεσά τους. Μια-δυο φορές και τέρμα. Ύστερα τα άφηνε να στεγνώνουν και να ανεμίζουν ανάλογα με το περπάτημά της, την κίνησή της. Ακόμα και στην αίθουσα διδασκαλίας καθώς απάγγελε τους στίχους του Σοφοκλή, στα αρχαία αλλά και τα νέα ελληνικά, στα ιταλικά αλλά και τα σισιλιάνικα! Με μάτια λαμπερά, γεμάτα έρωτα. Για ποιόν :
Αυτό ήταν το μόνο που δεν γνώριζε ο Μάρκο.
Θάπρεπε να ήταν και λίγο ηθοποιός η Καθηγήτριά του. Γιατί όταν τους δίδασκε το χορικό του Ευριπίδη ήταν σοβαρή και αυστηρή ενώ όταν διάβαζε τον μονόλογο της Αντιγόνης, ερμήνευε τόσο θεατρικά τον θρήνο έτσι που στην αίθουσα του Πανεπιστημίου δεν ακουγόταν κιχ. Και αφού στο τέλος, η σιωπή κρατούσε κάποια δεύτερα, ξεσπούσε το χειροκρότημα των σπουδαστών ως σε παράσταση σε αρχαίο ανοιχτό θέατρο.
Την ερωτεύτηκε. Σφοδρά. Ειδικά όταν του πρότεινε, μόνη της, οικειοθελώς και χωρίς καμμιά οικονομική επιβάρυνση από μέρους του, να του κάνει κάποια ιδιαίτερα μαθήματα στο σπίτι της, για να τον προετοιμάσει για κάτι ανώτερο, να τον «τρέξει» στις σπουδές του, να πάρει το δίπλωμά του νωρίτερα, να προηγηθεί των συμφοιτητών του, γιατί όπως του είπε, το άξιζε. «Είσαι διάνοια» του είπε και τον φίλησε. Στο μάγουλο.
Από τη μέρα εκείνη άρχισε να την βλέπει διαφορετικά.
Κατ’ αρχήν πρόσεξε πόσα κομψά ντυνόταν. Ό,τι και να φορούσε της ταίριαζε. Φόρεμα ή ταγιέρ, φούστα-μπλούζα ή παντελόνι με τι-σερτ ήταν όλα πάνω της άψογα. Εκείνο όμως που την ξεχώριζε ήταν τα αξεσουάρ της. Είχε μια συλλογή από εσάρπες, καλοκαιρινές ή χειμωνιάτικες, σε σκούρα χρώματα με θαμπά χρωματιστά λουλούδια ή ζωηρόχρωμα ψυχεδελικά σχέδια και κάθε φορά, όποια εσάρπα και να φορούσε, την τύλιγε γύρω από το λαιμό της και οι δυο τεράστιες άκρες της κυμάτιζαν πέρα-δώθε, δημιουργώντας μια θεσπέσια αίσθηση θηλυκότητας. Η Καθηγήτριά του ήταν η πιο εντυπωσιακή παρουσία στο πανεπιστήμιο.
Αυτό ήταν το μόνο που σχολίασε με συμφοιτητές και συμφοιτήτριές του και φυσικά με την Κλαούντια. Και συμφωνούσαν όλοι. Η Καθηγήτρια ήταν η πιο κομψή από όλες τις καθηγήτριες. Δεν τους είπε τίποτε άλλο. Ούτε ότι την ερωτεύτηκε. Ούτε ότι την ονειρευόταν.
Τα όνειρά του ξεκινούσαν αθώα με κυνηγητά σε καλοκαιρινές παραλίες ή αγκαλιάσματα μπροστά σε χριστουγεννιάτικα τζάκια και κατέληγαν σε τολμηρούς εναγκαλισμούς στο φοιτητικό κρεββάτι του, στο μικρό και άνω-κάτω δωμάτιο που νοίκιαζε στην παλιά πόλη. Μάλιστα, κάποιες αποχαυνωτικές ιουλιανές νύχτες, που ξάπλωνε ολόγυμνος, τα όνειρά του Μάρκο έφταναν στα όρια της διαστροφής.
Στην αίθουσα διδασκαλίας προσπαθούσε να δείχνει σοβαρός και προσηλωμένος, διώχνοντας τα όνειρά του και κρατώντας σημειώσεις για τις ερωτήσεις που θα της έκανε το απόγευμα, στο ιδιαίτερο μάθημα. Εκεί ,στο σπίτι της, οι δυο τους, μόνοι ή σχεδόν μόνοι, μια και συνεχώς κυκλοφορούσαν ανεμπόδιστα αλλά τουλάχιστον αθόρυβα, όχι μόνο οι εφτά γάτες που έμεναν μέσα στο σπίτι, αλλά και τα άλλα πέντε γατιά της βεράντας. Η χωροταξία, του είπε η Καθηγήτρια, ίσχυε μόνο για τις ώρες φαγητού, ξεκούρασης και ύπνου!
Ο Μάρκο δοκίμασε πολλές μεθόδους για να κάνει την Καθηγήτριά του να καταλάβει πως ένοιωθε και κάτι άλλο εκτός από τον σεβασμό και την εκτίμηση προς μια δασκάλα.
Άρχισε με λουλούδια. Με διάφορες προφάσεις. Καλό μήνα, καλή βδομάδα και ότι άλλο καλό του ερχόταν στο μυαλό. Τριαντάφυλλα. Μόνο τριαντάφυλλα, αφού αυτά τα λουλούδια της άρεσαν. Κόκκινα, λευκά, κίτρινα, ροζ για να καταλήξει στα Βιβάλντι, όπως του εξήγησε πως λέγονταν κάποια σομόν που της χάρισε μια μέρα.
Μετά το γύρισε στα γλυκά. Πανετόνε, σοκολατίνες, προφιτερόλ, παγωτά. Ανάλογα με την εποχή. Επειδή όμως δεν ήταν ιδιαιτέρως γλυκατζού, όπως του ομολόγησε, αποφάσισε κάτι άλλο.
Γατοτροφές.
Είχε μάθει από πιο μαγαζί αγόραζε η Καθηγήτρια τα τρόφιμα και τις λιχουδιές των αγαπημένων της αιλουροειδών και φρόντιζε να τους αγοράζει ακριβώς τα ίδια. Κάτι που εκτίμησαν πολύ τα γατιά αλλά και η αγαπημένη του Καθηγήτρια. «Μάρκο, μικρέ μου Μάρκο» του έλεγε τρυφερά και τον φιλούσε. Στο μάγουλο. Πάλι.
Το αποκορύφωμα των δώρων ήταν η εσάρπα.
Όταν κάποια Χριστούγεννα ανέβηκε στο Μιλάνο να δει τον Θείο του, τον μοναδικό, εξ άλλου, συγγενή που είχε και ο οποίος, εδώ που τα λέμε είχε αναλάβει όλο το πακέτο των σπουδών του στο Παλέρμο από τότε που έχασε ο Μάρκο τους γονείς του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, από εκείνα λοιπόν, τα Χριστούγεννα που γύρισε και της έφερε δώρο μια εσάρπα στα χρώματα που της ταίριαζαν και με αχνές φατσούλες γάτων, ε, τότε σίγουρα έκανε ένα βήμα μπροστά στη σχέση τους, γιατί του έδωσε δύο φιλιά στα δύο μάγουλα.
Κάποια στιγμή δοκίμασε και τα βιβλία.
Ο ίδιος, τις ώρες της χαλάρωσής του προτιμούσε να διαβάζει αστυνομική λογοτεχνία. Είχε ξεκινήσει με τους κλασσικούς, Ζορζ Σιμενόν, Άγκαθα Κρίστι, Ντάσιελ Χάμετ, Π.Ντ. Τζέημς, Κεν Φόλετ για φτάσει στον Λη Τσάιλντ και τον δικό τους τον Σικελό, τον Αντρέα Καμιλλέρι. Αγόρασε, λοιπόν, το Χάρτινο Φεγγάρι με ήρωα πάντα τον Μονταλμπάνο και της το πήγε με ένα ωραίο περιτύλιγμα.
Το πήρε, το άνοιξε, το είδε, του είπε ευχαριστώ και του υποσχέθηκε να το διαβάσει και να του πει τη γνώμη της. ΄Οντως σε δεκαπέντε μέρες, που στον Μάρκο φάνηκε αιώνας, του την είπε. Όχι μόνο για το συγκεκριμένο βιβλίο άλλα γενικά. Δεν είχε διαβάσει ποτέ αστυνομικά γιατί δεν της άρεσαν οι φόνοι. Όσες φορές δοκίμασε να διαβάσει τις διαφημιστικές περιλήψεις των μυθιστορημάτων που κυκλοφορούσαν, γιατί ενημερωνόταν σφαιρικά για όλες τις εκδόσεις, δεν κατάφερε κανένα να την κερδίσει. Απέρριπτε γενικά όλους τους νεοεμφανιζόμενους Σκανδιναβούς, που τα τελευταία δέκα τόσα χρόνια είχαν γίνει μόδα καθώς και όλους τους άλλους ανά τον κόσμο συγγραφείς του είδους, γιατί τους έβρισκε αιμοβόρους.
Σίγουρα ο Καμιλλέρι, του τόνισε, δεν ανήκε στην κατηγορία αυτή. Ήταν ήπιος εγκληματογράφος- άρεσε πολύ στον Μάρκο η φράση που χρησιμοποίησε η Καθηγήτρια του- μα αυτό δεν θα άλλαζε τις προτιμήσεις της. Ουγκό, Ντίκενς, Δουμάς, Φόκνερ, Ντοστογιέφσκι, Καζαντζάκης αλλά και Μαντσόνι, Καλβίνο και Ταμπούκι.
Σκέφτηκε να της απαντήσει πως και αυτοί οι συγγραφείς γράφουν στα βιβλία τους για φόνους. Το απέφυγε. Μια τέτοια συζήτηση μαζί της θα κατέληγε σε δική του ήττα γιατί δεν ήθελε ποτέ να της εναντιωθεί. Έτσι, την επόμενη φορά, της έφερε, πάλι, τα σίγουρα ροζ σομόν τριαντάφυλλα Βιβάλντι. Και ευτυχώς το επεισόδιο ξεχάστηκε σχεδόν γρήγορα σε αντίθεση με την άλλη γκάφα που έκανε λίγο πριν μπει το καλοκαίρι.
Η Κινηματογραφική Λέσχη του Παλέρμο ανακοίνωσε αφιέρωμα στον Τέννεσι Ουίλλιαμς. Ο Μάρκο ήταν μέλος της Λέσχης και λάτρης του Αμερικανού δραματουργού. Οι περισσότερες ταινίες ήταν βασισμένες σε γνωστά θεατρικά του έργα όπως το Λεωφορείο ο Πόθος, η Λυσσασμένη Γάτα (αυτό σκόπιμα το απέφυγε για να μην γίνει συσχετισμός της Γάτας-Ελίζαμπεθ Τέιλορ με τις γάτες της Καθηγήτριας) και το Γλυκό πουλί της Νιότης. Αυτή που αποφάσισε ο Μάρκο να προτείνει στην Καθηγήτριά του να δουν, ήταν η Ρωμαϊκή άνοιξη της κυρίας Στόουν που ήταν λιγότερο γνωστή γιατί στηριζόταν στην ομώνυμη νουβέλα του. Την όμορφη, ώριμη και εκκεντρική Αμερικανίδα ερμήνευε η Βίβιαν Λι και τον νεαρό, γοητευτικό Ρωμαίο εραστή της, ο Γουόρεν Μπίτι.
Βέβαια ο ίδιος είχε πάντα στο μυαλό του την Σκάρλετ Ο’Χάρα της Λι από το Όσα παίρνει ο άνεμος γιατί έτσι του θύμιζε την Καθηγήτριά του και όχι η κυρία Στόουν. Όλες όμως αυτές τις σκέψεις τις έκανε αφού τέλειωσε η ταινία.
‘Όλα είχαν ξεκινήσει λαμπερά και αισιόδοξα.
Ο Μάρκο φόρεσε το κοστούμι του. Μπλε με γραβάτα ριγέ. Η Καθηγήτρια ήρθε με ένα μαύρο αμάνικο φόρεμα μέχρι το γόνατο. Και ένα κολιέ με πέρλες. Φυσικά και την εσάρπα που της είχε φέρει δώρο από το Μιλάνο. Λογάριαζε μάλιστα, να της προτείνει μετά το σινεμά να πάνε κάπου να φάνε. Οι δυο τους. Μόνοι τους. Να αναλύσουν τους χαρακτήρες και την υπόθεση της ταινίας.
Όσο όμως προχωρούσε το έργο και παρακολουθούσαν την οδύνη της Βίβιαν Λι και την ερωτική εκμετάλλευση της από τον Γουόρεν Μπίτι, τόσο πιο σιωπηλοί και απόμακροι γινόντουσαν οι δυο τους. Και ο Μάρκο παραδέχτηκε μέσα του, πως ήταν αποτυχημένη η πρότασή του να δουν αυτή την ταινία.
Στην πρότασή του να φάνε για να αλλάξουν διάθεση, η Καθηγήτρια προφασίστηκε πρωινή συνάντηση στο Πανεπιστήμιο με τον Κοσμήτορα και του πρότεινε να τον πάει σπίτι του με το αυτοκίνητό της. Είχε ένα μικρό Φίατ που σπάνια χρησιμοποιούσε γιατί η ίδια προτιμούσε να κυκλοφορεί με τα μέσα μαζικής μεταφοράς ή πεζή.
Και βέβαια έδιωξε από το μυαλό του τη σκέψη να της προτείνει να ανέβει στο διαμέρισμά του για ένα ποτό. Είχε μόνο νερό και πορτοκαλάδα. Ούτε κρασί ούτε ουϊσκι που έχουν οι ήρωες του σινεμά. Τίποτε δεν είχε υπολογίσει σωστά αυτό το βράδυ. Όλα ήταν μια αποτυχία. Η επιλογή της ταινίας, το δείπνο που δεν έγινε, το ποτό που δεν είχε.
Η καληνύχτα τους ήταν τυπική και απόμακρη έτσι όταν την άλλη μέρα του έστειλε μήνυμα με την Τζούλια, την βοηθό της, ότι για δεκαπέντε μέρες αναβάλλονται τα ιδιαίτερα μαθήματα, δεν έκανε καμμιά προσπάθεια να την συναντήσει.
———————-
Κλείστηκε στο φοιτητικό δωμάτιό του και ξαναδιάβασε από την αρχή όλη την ύλη του τελευταίου τριμήνου.
Και όχι μόνο δεν την έβλεπε στα ιδιαίτερα μαθήματα, αλλά ούτε και στην αίθουσα διδασκαλίας στο πανεπιστήμιο, γιατί όπως του είπε η Τζούλια, όταν φυσικά την ρώτησε, η Καθηγήτρια πήγε στην Αθήνα. Για ένα συνέδριο με τίτλο « Η ρωμαϊκή και αθηναϊκή ποίηση στην Αρχαιότητα» που θα κρατούσε τρεις μέρες και στην συνέχεια θα ανέβαινε στη Θεσσαλονίκη για να προεδρεύσει σε ένα σεμινάριο γύρω από τη σχέση της ελληνικής γλώσσας με τα γκρεκάνικα της νοτίου Ιταλίας.
Μια-δυο φορές πέρασε από το σπίτι της Καθηγήτριάς του για να αφήσει κάποιες λιχουδιές για τις γάτες. Του άνοιξε η Catsitter (όπως την έλεγε η δασκάλα του, κατά το babysitter), πήρε τα δέματα, τον ευχαρίστησε και του επιβεβαίωσε πως η Καθηγήτρια θα ερχόταν «σε λίγες μέρες». Φυσικά πήρε και τηλέφωνα. Στο σταθερό απαντούσε η Κάτσιττερ ενώ το κινητό έδειχνε απενεργοποιημένο.
Το μαρτύριο του Μάρκο έληξε τη μέρα που η Τζούλια του έδωσε την πρόσκληση για το Πάρτι των Γάτων.
Συνήθως, όταν τελείωνε το ακαδημαϊκό έτος και ηρεμούσε το Πανεπιστήμιο η Καθηγήτρια υποδεχόταν το καλοκαίρι κάνοντας ένα μεγάλο πάρτι στην αυλή του σπιτιού της. Το Πάρτι των Γάτων όπως το ονόμαζε και γιόρταζε σε μια μέρα τα γενέθλια και των δώδεκα γάτων της. Συνήθως καλούσε καμμιά δεκαριά συναδέλφους και φοιτητές της που όλοι ήταν φιλόζωοι. Όσοι είχαν γατιά, μπορούσαν να τα φέρουν.
Για τον στολισμό του κήπου μπροστά και της αυλής γύρω και πίσω από το σπίτι η Καθηγήτρια ζήτησε, όπως τις άλλες χρονιές, τη βοήθεια της Τζούλια, του Μάρκο και φυσικά της Κάτσιττερ.
Όταν έφτασε πρώτος ο Μάρκο, η Καθηγήτρια τον υποδέχτηκε φιλικά και εγκάρδια, όπως πριν την βραδιά του σινεμά, ως να μην είχε συμβεί τίποτα, ως να μην είχαν μεσολαβήσει οι δεκαπέντε μέρες απουσίας της και η διακοπή των μαθημάτων τους. Δυσκολεύτηκε να ξεπεράσει τη συστολή του και να το παίξει ανέμελος ( μήπως μόνο αυτός έφτιαξε στο μυαλό του την παρεξήγηση: ).
Στο μεταξύ,έφτασαν η Τζούλια και η Κάτσιττερ και όλοι μαζί άρχισαν να κρεμάνε τα λαμπιόνια και τις γιρλάντες στα γύρω δέντρα και με όλους τους γάτους να κυκλοφορούν χαρούμενα λες και είχαν καταλάβει τι θα ακολουθούσε. Όταν έφτασε μάλιστα το Κέτερινγκ με τις λιχουδιές για ζώα και ανθρώπους, τα γατιά ξετρελάθηκαν, χοροπηδούσαν και νιαούριζαν τόσο που αναγκάστηκε η Καθηγήτρια να τους θυμώσει. Μόνο αυτή μπορούσε να τα βάλει σε μια τάξη.
Ανέθεσε επίσης στον Μάρκο να δέσει γύρω από τον λαιμό των γατιών-αγοριών γαλάζιες κορδέλες με ένα ασημένιο καμπανάκι και στην Τζούλια να δέσει το ίδιο καμπανάκι στο λαιμό των γατιών-κοριτσιών αλλά με ροζ κορδέλες. Δεν ήταν κάτι εύκολο όμως έγινε σαν ένα παιχνίδι. Την ίδια στιγμή η Κάτσιττερ τακτοποιούσε τα εδέσματα στα τραπεζάκια που είχε φέρει η ομάδα του Κέτερινγκ.
Τέλος πάντων, αφού όλα τακτοποιήθηκαν, η Καθηγήτρια πίνοντας, με τους τρεις συνεργάτες της, τον απογευματινό τους καφέ, τους εκμυστηρεύτηκε την έκπληξη που ετοίμαζε στο φετινό πάρτι.
Όταν είχε πάει στο συνέδριο στην Αθήνα, κάποια στιγμή, την κάλεσαν να πάρει μέρος σε μια πολιτιστική εκπομπή, στην ΕΡΤ, το κρατικό κανάλι της Ελλάδας. Με το που τέλειωσε το γύρισμα, ο σκηνοθέτης πρότεινε σ’ αυτήν και τον δημοσιογράφο της εκπομπής, να τσιμπήσουν ένα μεσημεριανό μεζέ στο ρεστοράν του καναλιού.
Μόλις κάθισαν, το μάτι της Καθηγήτριας έπεσε στην οθόνη που βρισκόταν στη γωνιά της αίθουσας και πρόβαλλε μια ασπρόμαυρη ελληνική ταινία. Εκείνη τη στιγμή ακριβώς, μια ομάδα είκοσι-τριάντα κοριτσιών, χόρευε και τραγουδούσε νιάου-νιάου βρε γατούλα, με την πρωταγωνίστρια να το επαναλαμβάνει σόλο, γεμάτη νάζι και μπρίο.
Στις ερωτήσεις της, έμαθε πως η ταινία πριν πολλά χρόνια, ήταν μεγάλη επιτυχία και πως ακόμα και τώρα που προβάλλεται στην τηλεόραση κερδίζει τις νεότερες γενιές, πως η πρωταγωνίστρια, η Αλίκη Βουγιουκλάκη (δύσκολο επίθετο) υπήρξε η μεγαλύτερη σταρ της εποχής της και πως την μουσική έγραψε ο σπουδαίος Έλληνας συνθέτης, ο Μάνος Χατζιδάκις.
Χωρίς δισταγμό, σε αυτό βέβαια έπαιξε ρόλο και το τρίτο ούζο που είχε πιει, όπως παραδέχτηκε η Καθηγήτρια, ρώτησε αν μπορεί να έχει μια κόπια του τραγουδιού, μόνο του τραγουδιού, όχι της ταινίας, σε ένα στικάκι. Έκπληκτος ο σκηνοθέτης της απάντησε πως θα έδινε οδηγίες στο βοηθό του να της αντιγράψει το τραγούδι στο ίδιο στικάκι με την εκπομπή που είχε λάβει μέρος, ενώ ο δημοσιογράφος , έκπληκτος και αυτός, ρωτούσε γιατί.
Τους εξήγησε.
Με την ίδια περιέργεια άκουσαν όλη την ιστορία ο Μάρκο, η Τζούλια και η Κάτσιττερ και έκπληκτοι περίμεναν να δουν τι ετοίμαζε η Καθηγήτρια η οποία τους ζήτησε να την βοηθήσουν να μεταφέρει στην βεράντα με το μεγάλο στέγαστρο, ένα τραπεζάκι με τον υπολογιστή της και να κάνει τις ανάλογες συνδέσεις των καλωδίων. Ύστερα πάτησε το κουμπί να ξεκινήσει το στικάκι.
Η οθόνη γέμισε νιάτα, χαρά και ξεγνοιασιά με καμιά τριανταριά κορίτσια να τραγουδούν και να χορεύουν ένα παλιομοδίτικο μεν τσα τσα τσα που όμως παρέσυρε γάτους και ανθρώπους σε μια διάθεση γλεντιού και διασκέδασης με πρώτη και καλύτερη την πρωταγωνίστρια που εξιστορούσε με το τραγούδι της τον έρωτα ενός τολμηρού γάτου με μια ντροπαλή γατούλα.
Στην επανάληψη του βίντεο που θέλησε η Καθηγήτρια να δουν και να ακούσουν όλοι, συνέβη και το εξής παράδοξο.
Η Σαπφώ, προφανώς μεθυσμένη από τα ερωτικά νιαουρίσματα των κοριτσιών της ταινίας, προχώρησε στο πλατύσκαλο της βεράντας και άρχισε να χορεύει με τον ρυθμό, φουντωτή-καμαρωτή με αποτέλεσμα να την ακολουθήσει ο ερωτίλος Ορφέας τον οποίο βέβαια περιτριγύρισαν αμέσως ο Άπι και ο Ορέστης. Τον κύκλο γύρω από την χορευταρού Σαπφώ συμπλήρωσαν η Αγλαϊα, η Ειρήνη, ο Βαρόνε, η Δοντζέλλα και ο Απόλλων.
Εκτός χορογραφίας έμειναν η σοβαρή Θεοδώρα, ο παχύς Φλάβιο και η κακιά Διοτίμα.
Η Καθηγήτρια, η Κάτσιττερ, η Τζούλια και ο Μάρκο είχαν μείνει άφωνοι. Και θα έμεναν για πολλή ώρα ακόμα έτσι αν δεν χτυπούσε το σήμαντρο της σιδερένιας πόρτας του κήπου και να φτάσουν οι καλεσμένοι. Άλλοι μόνο με γλυκά και άλλοι με γλυκά και τα γατιά τους.
Καθήκοντα Διασκεδαστή Γάτων ανέλαβε η Κάτσιττερ. Ως δια μαγείας παρουσίασε στο κέντρο της αυλής, ένα πλαστικό ερμάρι που όταν το άνοιξε, είχε μέσα ένα σωρό πλαστικά παιχνίδια για γατιά. Τα μοίρασε σε όλους, δηλαδή και στους γάτους ένοικους του σπιτιού και στους καλεσμένους γάτους, έτσι που όλοι βρήκαν απασχόληση, διασκεδαστική και χαρούμενη μέχρι που έδωσε το σύνθημα για το φαγητό.
Την ίδια ώρα βρήκαν την ευκαιρία οι καλεσμένοι της Καθηγήτριας να χαρούν τους νόστιμους μεζέδες και τα δροσερά αναψυκτικά που πρόσφεραν οι άνθρωποι του Κέτερινγκ.
Φυσικά το «Γκρίζο Γατί» όπως λεγόταν το ελληνικό χορευτικό τραγούδι του βίντεο, είχε την τιμητική του, αφού κάθε λίγο και λιγάκι το ζητούσαν οι καλεσμένοι για να χορέψουν με τα γατιά του.
Το πάρτι τελείωσε στις δέκα το βράδυ.
Φεύγοντας, όλοι ζήτησαν από την Καθηγήτρια να τους προμηθεύσει μια κόπια του τραγουδιού, κάτι που τους το υποσχέθηκε.
Τέτοια επιτυχία το τραγούδι.
——=–=—————-=-=
Ο Μάρκο δεν θα έλεγε πώς αυτό το καλοκαίρι ήτανε και το καλύτερό του. Χωρίς Πανεπιστήμιο και χωρίς ιδιαίτερα μαθήματα σημαίνει χωρίς Καθηγήτρια. Η οποία είχε κανονίσει με δέκα πρωτοετείς φοιτητές της και την Τζούλια, τη βοηθό της, να ενοικιάσουν ένα μικρό πούλμαν για να κάνουν εκπαιδευτικό τουρισμό στην Πελοπόννησο με κατάληξη την Αθήνα.( Την Ελλάδα την είχε σαν δεύτερη της πατρίδα). Εκεί, θα έμενε κάποιες μέρες για να επισκεφτεί την Αμερικανική Σχολή Κλασσικών Σπουδών όπου στεγαζόταν η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη και βρίσκονταν τα Αρχεία Σεφέρη.
Όπως του είχε πει σε ανύποπτο χρόνο η Καθηγήτριά του, το επόμενο φθινόπωρο θα συμμετείχε στο Διεθνές Συνέδριο Γιώργου Σεφέρη που γινόταν κάθε δύο χρόνια στην Κύπρο και συγκεκριμένα στην Αγία Νάπα, ένα καλοκαιρινό θέρετρο στα νότια του νησιού που είχε επισκεφτεί κάποτε ο ποιητής και είχε αφιερώσει και ποιήματά του.
Ο Έλληνας ποιητής ήταν ο αγαπημένος της και η ανακοίνωσή της στο συνέδριο θα είχε τίτλο « Οι Γάτες του Άϊ-Νικόλα, πολιτικός υπαινιγμός ή ουτοπία :» και βασιζόταν στο γνωστό ποίημα του Σεφέρη.( Ο Μάρκο δεν είχε καμιά απορία για την επιλογή του ποιήματος, ήταν όμως περίεργος για την ανάπτυξη του θέματος). Στην Αθήνα, στο πλαίσιο της έρευνάς της, θα συναντούσε και την κληρονόμο του ποιητή με την οποία διατηρούσε φιλικές σχέσεις.
Άρα : Όλο του το καλοκαίρι θα το περνούσε χωρίς την Καθηγήτρια: Και ο ίδιος τι θα έκανε : Να της τηλεφωνούσε μια φορά στο κινητό, άντε δυο. Δεν μπορούσε να της τηλεφωνεί κάθε μέρα. Για ποιο λόγο: Εκτός και αν της έλεγε την αλήθεια. Πως την αγαπούσε. Πως δεν τον ένοιαζε η διαφορά ηλικίας που είχαν, πως, πως, πως. Δεν το έκανε. Το μόνο που έκανε ήταν να περάσει από το αρχοντικό του Παλέρμο να δει τα γατιά που του έκαναν γαλιφιές. Έμεινε για λίγο μάλιστα και κουβέντιασε με την Κάτσιττερ που θα φρόντιζε τους γάτους όλο το διάστημα που θα απουσίαζε η Καθηγήτρια.
Παρακολουθώντας την να του αφηγείται ήρεμα και χαμηλόφωνα για τη ζωή και τις σπουδές της, έδιωξε από το μυαλό του την εικόνα που είχε σχηματίσει για την Κάτσιττερ που φυσιογνωμικά έμοιαζε με μια παλιά Γερμανίδα ηθοποιό, την Λότε Λένυα. Η μπρεχτική ηθοποιός είχε γίνει παγκοσμίως γνωστή όταν έκανε την κακιά κατάσκοπο στην ταινία του Τζέημς Μπόντ «Από τη Ρωσία με αγάπη» και που ο Μάρκο είχε δει δυο-τρεις φορές στην τηλεόραση. Αξέχαστη η σκηνή που η Λότε Λένυα προσπαθεί να κλωτσήσει τον Σον Κόνερι, ενώ στο παπούτσι της υπάρχει μια βελόνα με δηλητήριο.
Εκείνη την ημέρα, λοιπόν, ο Μάρκο, πίνοντας φρέσκο χυμό πορτοκάλι που είχε στύψει μόλις η Κάτσιττερ, έμαθε πως την έλεγαν Αμέλια και καταγόταν από την Λαμπεντούζα. Πως αγαπούσε το νησί της που παλιότερα ήταν μόνο τουριστικός προορισμός ενώ τα τελευταία χρόνια είχε γίνει το κατ’ εξοχήν μεταναστευτικό κέντρο κυρίως με πολιτικούς και οικονομικούς πρόσφυγες από χώρες της Αφρικής. Πως αργότερα, στο Παλέρμο πια, γνώρισε την Καθηγήτρια όταν αυτή αποτάθηκε στον Σύνδεσμο Φίλοι των ζώων της πόλης, για να βρει λύση στο πρόβλημα που της δημιούργησε η οικιακή βοηθός της σαν έφυγε για να ζήσει στις Συρακούσες.
Η Καθηγήτρια εντυπωσιάστηκε όταν είδε στα χαρτιά της Κάτσιττερ πως είχε παρακολουθήσει μαθήματα Φροντίδας και Περιποίησης Ζώων με ειδίκευση στις γάτες. Κουβέντιασαν για λίγο, είχαν περίπου την ίδια ηλικία, αγαπούσαν τις γάτες, δεν κάπνιζαν, έμεναν στο ίδιο προάστειο και τέλος πάντων τα βρήκαν και έτσι άρχισε η συνεργασία τους. Κάθε φορά που η Καθηγήτρια έπρεπε να απουσιάζει από το Παλέρμο, η Κάτσιττερ μετακόμιζε στο σπίτι της, φρόντιζε τις γάτες και έμενε όσο καιρό χρειαζόταν, καμμιά φορά και δυο-τρεις μέρες παραπάνω, αν της το επέτρεπαν οι άλλες υποχρεώσεις της, μια και είχαν γίνει και φίλες με την Καθηγήτρια.
Λίγο πριν φύγει ο Μάρκο έπαιξε με τον Άπι και τον Ορέστη που εδώ και αρκετή ώρα τον γυρόφερναν και υποσχέθηκε στην Κάτσιττερ να ξαναπεράσει πριν φύγει για διακοπές.
Στο δρόμο της επιστροφής συνειδητοποίησε πως δεν είχε κανονίσει τίποτα για τις διακοπές του καλοκαιριού παρόλο που η Κλαούντια, που είχε επιστρέψει από την Ελλάδα, του είχε τηλεφωνήσει πως κανόνιζε μια μεγάλη παρέα να πάνε για λίγες μέρες στην Ταορμίνα. Και αυτός είχε αρνηθεί προφασιζόμενος φόρτο μελέτης.
Το καλοκαίρι, εκτός από υπερβολικά καυτό του φαινόταν και υπερβολικά ατελείωτο. Μέχρι που του τηλεφώνησε ο Θείος του από το Μιλάνο. Για να τον καλέσει στο πάρτι των αρραβώνων του. Εξηντάρης ο Θείος, είχε γνωρίσει και ερωτευτεί μια όμορφη πενηντάρα χήρα, όπως του είπε, απόγονο της παλιάς οικογένειας Ορσίνι και αποφάσισαν να ενώσουν τις ζωές τους. Το πάρτι δεν θα γινόταν στο Μιλάνο αλλά στο εξοχικό του Θείου, ένα σαλέ στην Κορτίνα ντ’ Αμπέτσο, στις ιταλικές Άλπεις.
Ο Μάρκο είχε ξαναπάει στο σαλέ του Θείου, κάποια Χριστούγεννα ή Πρωτοχρονιά που ήταν η κατ’εξοχήν high season σ’αυτό το ιταλικό θέρετρο όπου έσπευδαν όλοι οι επώνυμοι για να κάνουν το σκι τους. Μάλιστα λέγανε πως στο εξοχικό που ο Θείος είχε κληρονομήσει από τους γονείς του, είχαν γυριστεί κάποιες σκηνές από μια παλιά ταινία που είχε κάνει μεγάλη επιτυχία. Πρώτον γιατί «Ο Ροζ Πάνθηρας» του Μπλέϊκ Έντουαρτς ήταν μια έξυπνη κωμωδία, δεύτερον γιατί οι ηθοποιοί, Σέλλερς, Νίβεν, Καπυσίν, Καρτινάλε, Βάγκνερ ήταν δημοφιλείς και θαυμάσιοι, τρίτον γιατί η μουσική του Χένρι Μαντσίνι πέρασε στην Ιστορία και τέταρτον και πιο χαρακτηριστικό, το αιλουροειδές καρτούν των τίτλων αρχής και τέλους που έγινε κάρτα, τι-σερτ, στιλό, αναπτήρες, μολύβια, τετράδια και ότι άλλο μπορεί να φανταστεί το μυαλό του ανθρώπου, με ήρωα ένα ροζ πάνθηρα.
Στο κινητό του βρήκε τις πτήσεις Παλέρμο-Μιλάνο που του έκλεισε ο Θείος και σε δύο μέρες ήταν ήδη μακριά από τον σικελικό καύσωνα, καθισμένος σε ένα από τα τέσσερα πολυτελή μικρά βαν που μίσθωσε ο Θείος φυσικά, για τους καλεσμένους στους αρραβώνες του, καθ’ οδόν για την Κορτίνα ντ’ Αμπέτσο.
Ευτυχώς είχε περάσει το αμήχανο στάδιο των συστάσεων που συνήθως συναντούσε σε πολυάριθμες συνάξεις και που πάντα αναλογιζόταν αργότερα, πως την ώρα των γνωριμιών, συγκρατούσε μόνο το δικό του όνομα που επαναλάμβανε συνέχεια, ενώ άκουγε αλλά δεν συγκρατούσε τα ονόματα των άλλων.
Την ίδια ώρα που ο Μάρκο καθόταν στο πούλμαν με τα μάτια κλειστά και το κεφάλι ακουμπισμένο στο τζάμι να αναλογίζεται πόσο μελαγχολικός ένοιωθε μέσα σε μια υποσχόμενα απρόσμενη χλιδή, η Καθηγήτριά του ήταν πανευτυχής που η εκπαιδευτική τουρνέ στην Πελοπόννησο πήγε υπέροχα, ειδικά το διήμερο στη Μεσσήνη,( μητέρα-πόλη της Μεσσήνα στην Σικελία) και τώρα πια βρισκόταν στην Αθήνα για να ασχοληθεί αποκλειστικά και μόνο με την έρευνά της για την ομιλία που θα έκανε το φθινόπωρο στο διεθνές συνέδριο Σεφέρη στην Κύπρο. Δεν έβρισκε χρόνο ούτε για τηλεφωνήματα στο Παλέρμο ούτε για σκέψεις για διακοπές. Μίλησε μόνο μια φορά με την Κάτσιττερ για να ρωτήσει για τις γάτες της και να της πει την ημερομηνία επιστροφής ώστε να μπορέσει κι αυτή να πάει για λίγες μέρες κάπου να κάνει τα θαλάσσια μπάνια της.
Και ενώ στα αυτιά της Καθηγήτριας γυρόφερναν οι μελοποιημένοι στίχοι «στο περιγιάλι το κρυφό…πάνω στην άμμο την ξανθή γράψαμε …» ο Μάρκο χόρευε στο πάρτι των αρραβώνων του Θείου, το «μελιοστασέρα…κε ντομάνι..» νοιώθοντας πια πως είχε τη δύναμη να της ομολογήσει τον έρωτά του, μόλις την συναντούσε στο Παλέρμο.
Το φθινόπωρο ήταν ή εποχή που συμπαθούσε ο Μάρκο. ΄Αρχιζε το ακαδημαϊκό έτος και οι αίθουσες του Πανεπιστημίου γέμιζαν φοιτητές με όρεξη να αφηγούνται πως πέρασαν το καλοκαίρι τους και φυσικά παρούσα η Καθηγήτριά του που φέτος όμως, τους ανακοίνωσε από την πρώτη μέρα πως για δυο μήνες η διδασκαλία της θα περιοριζόταν αυστηρά τις πρωϊνές ώρες και θα σταματούσε τα ιδιαίτερα μαθήματα. Στη δυσαρέσκεια που απλώθηκε στην αίθουσα, εξήγησε πως είχε όγκο εργασίας για δύο πολύ σημαντικά συνέδρια που θα συμμετείχε και πως θα ξεκινούσε τα ιδιαίτερα στα μέσα Νοεμβρίου, μόλις επέστρεφε από την Κύπρο.
Παρόλα αυτά αποφάσισε το ίδιο απόγευμα αργά, να επισκεφτεί στο σπίτι την Καθηγήτριά του, ίσως μάθαινε κάτι παραπάνω αλλά και να την δει κατ’ ιδίαν. Ξυρίστηκε, έκανε το μπάνιο του, ντύθηκε προσεγμένα και πήγε.
Του άνοιξε η Τζούλια.
Η Κάτσιττερ είχε πάει στις διακοπές της και η Καθηγήτρια τους στον κτηνίατρο γιατί δυο γάτες, η Θεοδώρα, το alter ego της Καθηγήτριας και ο παχουλός Φλάβιο είχαν κάνει δυο-τρεις φορές εμετό. Η ίδια θα έμενε για όσο έπρεπε, να προσέχει τους υπόλοιπους γάτους.
Του πρότεινε να της κάνει παρέα ενώ, όσο στεκόταν στην βεράντα, είχαν μαζευτεί στα πόδια του ο Άπι και ο Ορέστης που είχαν ήδη μυρίσει το after shave του, αυτό το συγκεκριμένο που του είχε χαρίσει η Καθηγήτρια στα περασμένα του γενέθλια.
Στο πρώτο λευκό κρασί που ετοίμασε η Τζούλια, μίλησαν για το πως πέρασαν τις διακοπές τους. Στο δεύτερο ποτήρι, ο Μάρκο πρόσεξε σε ένα γωνιαίο υπερυψωμένο τραπεζάκι, τον λευκό λούτρινο γάτο που είχε φέρει δώρο στην Καθηγήτριά του την περίοδο της πρώτης αμήχανης ερωτικής συμπεριφοράς του. Πρόσεξε μάλιστα πως είχε προστεθεί στο κεφάλι του γάτου, μια γαλάζια κορδελίτσα που έγραφε Μάρκο. Γέλασαν με την Τζούλια και ο Μάρκο ένοιωσε να ανεβαίνουν οι μετοχές του. Γιατί:
Διότι τότε, όταν χάρισε στην Καθηγήτρια τον λούτρινο γάτο, αυτή άνοιξε το δέμα, ενθουσιάστηκε, χοροπήδησε, τον ευχαρίστησε και τον φίλησε στο μάγουλο πάλι και ύστερα άνοιξε ένα ντουλάπι όπου φύλαγε διπλωμένες τις υφασμάτινες πολυθρόνες της βεράντας και έβαλε το δέμα με το δώρο. Από τότε δεν το είχε ξαναδεί και τώρα, εν τη απουσία του, εν τη απουσία της, ως εκ θαύματος ο άσπρος λούτρινος γάτος βρισκόταν σε περίοπτη θέση στο σαλόνι της Καθηγήτριας, με γαλάζια κορδέλα στο κεφάλι, να γράφει το όνομά του «Μάρκο». Τι σήμαινε λοιπόν : Πως τον αγαπούσε και αυτή και είχε στολίσει το δώρο του αλλά δεν τολμούσε να του το πει: Τι άλλο: Με την πρώτη ευκαιρία, λοιπόν, θα της μιλούσε. Θα της έκανε ερωτική εξομολόγηση και γαία πυρί μιχθείτω. Τώρα, μόλις την έβλεπε. Μπροστά στη Τζούλια.
Φυσικά και δεν το έκανε ο ερωτευμένος Μάρκο. Γιατί μόλις μπήκε στο σπίτι η Καθηγήτρια έχοντας στην αγκαλιά της τα δυο γατιά μισοκοιμισμένα πιθανόν από κάποιο εμβόλιο και στο πρόσωπό της μια έκφραση οδύνης, κούρασης και απελπισίας, τους ευχαρίστησε για την παρουσία και συμπαράστασή τους, παρακάλεσε την Τζούλια να αναλάβει τον Φλάβιο και τη Θεοδώρα και να μείνει το βράδυ μαζί της και αποσύρθηκε στο υπνοδωμάτιό της χωρίς άλλη κουβέντα.
Ο Μάρκο για να φτάσει στο σπίτι του περπάτησε εβδομήντα πέντε ολόκληρα λεπτά, αλλά μόνο έτσι μπόρεσε να κοιμηθεί εξουθενωμένος από κούραση και απογοήτευση.
Ο δεύτερος μήνας του φθινοπώρου μπήκε στην αυλή του σπιτιού της Καθηγήτριας με χρυσοκόκκινα χρώματα στα δέντρα που ήταν φυτεμένα ολόγυρα στο φράχτη. Τα είδε στιγμιαία από το παράθυρο του γραφείου της, αφαιρέθηκε νοσταλγικά για μια στιγμή και ύστερα έσκυψε πάλι στον υπολογιστή να συνεχίσει την εργασία της για τον Σεφέρη. Έδινε μεγαλύτερη σημασία στο συνέδριο της Αγίας Νάπας μια και στο συνέδριο του Γυθείου στην Πελοπόννησο, ο ρόλος της ήταν πιο εύκολος.
Ποιο εύκολος με ποια έννοια;
Το συνέδριο του Γυθείου με τίτλο «Μεταφρασμένοι Έλληνες ποιητές» επρόκειτο να γίνει πριν δεκαοκτώ μήνες. Ενέσκηψε όμως η Πανδημία του Κορωνοϊού, γνωστή και ως Covid 19 με αποτέλεσμα να ακυρωθεί, όπως συνέβη και με όλες τις εκδηλώσεις σε όλο τον κόσμο. Όχι μόνο στο Γύθειο ή το Παλέρμο. Την Ελλάδα ή την Ιταλία. Σε όλο τον κόσμο αναγκάστηκαν οι πάντες να ακυρώσουν τα πάντα. Έτσι τώρα που θα γινόταν επιτέλους το συνέδριο, το μόνο που είχε να κάνει η Καθηγήτρια ήταν να φρεσκάρει την ήδη γραμμένη ομιλία της με τίτλο «Αισχύλος, Ευρυπίδης, Σοφοκλής-οι Αιώνιοι» που θα διάβαζε την πρώτη μέρα του συνεδρίου. Την επομένη θα προήδρευε και την τελευταία μέρα θα ήταν απλή ακροάτρια.
Στη συνέχεια θα πήγαινε οδικώς στην Αθήνα όπου θα διανυκτέρευε ένα βράδυ και την άλλη μέρα θα πετούσε για Κύπρο για το πολυαναμενόμενο συνέδριο Σεφέρη στην Αγία Νάπα.
Όλα αυτά ο Μάρκο τα έμαθε από την Τζούλια και κλείστηκε ακόμη πιο πολύ στον εαυτό του.
Έτσι πήρε τις αποφάσεις του.
————=———–
Στον πρόλογο της εργασίας της « Οι γάτες του « Αϊ-Νικόλα, πολιτικός υπαινιγμός ή ουτοπία:» η Καθηγήτρια με ένα εύσχημο τρόπο έκανε αναφορά και στις δικές της γάτες, κάτι που άρεσε στους συνέδρους και χειροκρότησαν θερμά όπως και στο τέλος της ομιλίας της. Ένας δημοσιογράφος μάλιστα, που κάλυπτε τα πολιτιστικά θέματα για μια τηλεοπτική εκπομπή του ΡΙΚ της έκλεισε ραντεβού για το απόγευμα, για μια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης.
Επίσης, ένα ζευγάρι φίλοι της από την Λευκωσία που παρακολουθούσαν το συνέδριο, την κάλεσαν να την φιλοξενήσουν για πέντε μέρες, κάτι που αποδέχτηκε με μεγάλη χαρά που ακόμα μεγάλωσε με την έκπληξη που της προετοίμασαν. Της έκαναν δώρο μία γάτα, μία γάτα με ασυνήθιστο κόκκινο πυκνό τρίχωμα, πανέμορφη που την φώναζαν Δυσδαιμόνα. Οι φίλοι της, την ενημέρωσαν πως είχαν κάνει όλα τα εμβόλια και τα απαραίτητα χαρτιά για να μπορεί να ταξιδέψει μαζί της από την Κύπρο στο Παλέρμο μέσω Αθηνών. Ήταν η δεύτερη φορά που έβλεπε μια τόσο όμορφη κόκκινη γάτα. Η πρώτη, ήταν σε ένα ντοκιμαντέρ στη RAI για ένα σπίτι στο Τόκιο που φιλοξενούσε δεκάδες γάτες και όπου ο κάθε επισκέπτης μπορούσε έναντι χιλίων γιεν, κάπου εφτά ευρώ, να ζήσει μια ώρα χαϊδεύοντας και παίζοντας με τη γάτα της επιλογής τους.
Η Καθηγήτρια ένοιωσε πανευτυχής και αμέσως πήρε τηλέφωνο την Κάτσιττερ. Την ενημέρωσε βιαστικά πως δεν θα επέστρεφε την Παρασκευή αλλά αργότερα, την παρακάλεσε να μείνει και να φροντίσει τις γάτες της, πως απέκτησε άλλη μία και της τόνισε να κρατήσει ως συνήθως σημείωση με όσους την ζητήσουν χωρίς να τους εξηγήσει για την παράταση της απουσίας της. Στο Πανεπιστήμιο θα τηλεφωνούσε η ιδία. Και έκλεισε το τηλέφωνο. Βιαστικά. Τόσο βιαστικά που η Κάτσιττερ δεν πρόλαβε να της πει πως ο Μάρκο είχε περάσει πριν δέκα λεπτά από το σπίτι και άφησε λιχουδιές για τις γάτες και ένα κλειστό σημείωμα για την «αγαπημένη του καθηγήτρια». Και πως το σημείωμα το ακούμπησε στο έπιπλο με τον λούτρινο λευκό γάτο ώστε μπαίνοντας η Καθηγήτρια όταν φτάσει, να το δει αμέσως, φάτσα, στο σαλόνι, όπως είπε ο ίδιος.
Το σημείωμα έγραφε Σ ’αγαπώ. Όλα αυτά τα χρόνια που σε γνωρίζω. .Σ ’αγαπώ. Δεν μπορώ να ζω χωρίς εσένα. Περιμένω τηλεφώνημά σου μέχρι το Σάββατο. Διαφορετικά θα χαθώ. Μάρκο.
Παρόλα αυτά ο Μάρκο περίμενε να περάσει το Σάββατο και η επόμενη μέρα, μια βασανιστική Κυριακή, χωρίς τηλέφωνο από την Καθηγήτρια και τη Δευτέρα πέταξε το κινητό του μαζί και όλη την προηγούμενη ζωή του.
Σ’ αυτό συνέβαλε και ο Θείος στο Μιλάνο. Με το που άκουσε την απόφαση του ανεψιού του να πάει στο Μιλάνο, να εγκατασταθεί στο Μιλάνο, να ζήσει στο Μιλάνο, τον βοήθησε σε όλα.
Μέσα σε μια βδομάδα ο Μάρκο, αφού πούλησε τα ελάχιστα υπάρχοντά του, πλήρωσε το ενοίκιο στη σπιτονοικοκυρά του, άφησε το διαμέρισμα και της είπε αορίστως πως θα ταξιδέψει στην Ευρώπη, βρέθηκε στο Μιλάνο, στον ξενώνα-διαμέρισμα της έπαυλης του Θείου και με όλα τα χαρτιά της μεταγραφής του από το Πανεπιστήμιο του Παλέρμο στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου, τακτοποιημένα.
Στους μήνες που ακολούθησαν και λίγο πριν πάρει το δίπλωμά του, εξέφρασε μια επιθυμία του, που ο Θείος την έκανε πραγματικότητα. Σ’ αυτό βοήθησε και η μνηστή του Θείου που συμπάθησε τον Μάρκο πολύ και του ζήτησε να την αποκαλεί Θεία. Μαζί βρήκαν ένα όμορφο χώρο στην Γκαλερία Ρουτζέρι με ακριβό ενοίκιο αλλά κατάλληλο για να ανοίξει το Κέντρο Συγκριτικής Λογοτεχνίας που ονειρεύτηκε ο Μάρκο. Μεταξύ άλλων, ο Μάρκο θα οργάνωνε βραδιές γνωριμίας με Έλληνες συγγραφείς, πεζογράφους, ποιητές και δοκιμιογράφους. Θα ήταν ιδανικά να μπορούσε να καλέσει την Καθηγήτρια να αναλάβει αυτό το project. Αλλά….
…..Φανταζόταν την Καθηγήτρια να φτάνει στο σπίτι της, να ανοίγει το σημείωμά του, να το διαβάζει, να γελάει, να το τσαλακώνει, να το πετάει και να μην του τηλεφωνεί βεβαίως.
Είχε συμβεί όντως κάτι τέτοιο : Όχι βέβαια.
Γιατί τη μέρα που θα επέστρεφε από την Κύπρο η Καθηγήτρια, η Κάτσιττερ αποφάσισε να εκμεταλλευτεί τον ανοιξιάτικο καιρό του Νιόβρη και άνοιξε όλα τα παράθυρα να αεριστεί το σπίτι όσο αυτή θα μαγείρευε για βραδινό.
Από μια διαβολική σύμπτωση, όπως θα έγραφε και ο συγγραφέας ρομαντικών αναγνωσμάτων, το θαλασσινό αεράκι ανέμιζε τις κουρτίνες ευχάριστα μεν αλλά με δυσάρεστο αποτέλεσμα αφού μια κουρτίνα παρέσυρε το κλειστό σημείωμα του Μάρκο που ακουμπούσε στον άσπρο λούτρινο γάτο. Το σημείωμα αφού έκανε δυο-τρεις πιρουέτες στον αέρα, προσγειώθηκε δίπλα στο σπιτάκι της Διοτίμας. Χωρίς χρονοτριβή η ασπρόμαυρη κακιά γάτα το γρατσούνισε και το σήκωσε με τα νύχια της ψηλά σαν τρόπαιο. Για να της το αρπάξει αμέσως ο ζωηρός και αθλητικός Απόλλωνας και να τρέξει έξω στη βεράντα. Όπου ο ευκίνητος Άπι του το άρπαξε από το στόμα για να το μοιραστεί με τον αγαπημένο του Ορέστη. Στην αντεπίθεση του Απόλλωνα εμφανίστηκαν ταυτόχρονα ο Ορφέας και η Θεοδώρα για να διεκδικήσουν το μισοσκισμένο πια σημείωμα ενώ γύρω τους εμφανίστηκαν όλα τα άλλα γατιά νιαουρίζοντας με την εκδικητική Διοτίμα να καιροφυλακτεί, χωρίς βέβαια να γίνεται αντιληπτό ποιος ήτανε με ποιον. Τελευταίος βγήκε στη βεράντα ο παχουλός Φλάβιο ενώ πίσω του έφτανε θορυβημένη η Κάτσιττερ που έμεινε άναυδη όταν είδε τα χιλιάδες κομματάκια του σημειώματος του Μάρκο να αιωρούνται και να χάνονται όπου τα παρέσυρε το θαλασσινό αεράκι.
Φυσικά όταν αργότερα το απόγευμα, έφτασε η Καθηγήτρια φορτωμένη με βαλίτσα, τσάντα, δώρα και την Δυσδαιμόνα στην αγκαλιά της, τα πράγματα είχαν ηρεμήσει. Μέχρι δε, να κάνει τις συστάσεις της νεοφερμένης κοκκινοτρίχας γάτας και των υπολοίπων δώδεκα, μοιράζοντάς τους ταυτόχρονα τα δώρα, το γεγονός ξεχάστηκε.
Η Κάτσιττερ το θυμήθηκε σαν έφευγε και όταν η Καθηγήτρια της έδωσε ένα φάκελο με τα λεφτά της αμοιβής της. Τότε της μίλησε για το σημείωμα του Μάρκο και την κατάληξή του αλλά η κουρασμένη από το ταξίδι Καθηγήτρια την καθησύχασε λέγοντας πως την επομένη θα τηλεφωνούσε στον φοιτητή της και θα τον ρωτούσε για το περιεχόμενο του γράμματος. Εξ άλλου και άλλες φορές στο παρελθόν, της είχε αφήσει σημειώματα στην Γραμματεία του Πανεπιστημίου με απορίες του για τα μαθήματα.
Οι μέρες που ακολούθησαν παρέσυραν την Καθηγήτρια στη ρουτίνα των μαθημάτων με μόνη της διέξοδο τις προσπάθειες να δημιουργήσει ένα φιλικό κλίμα στις γάτες της και να δεχτούν την Δυσδαιμόνα. Χάρηκε πολύ όταν διαπίστωσε ότι ο Βαρονέ έδειξε αδυναμία στην καινούργια ένοικο. Αυτό έπεισε την Καθηγήτρια να φέρει τον μάστορα και να φτιάξει το σπιτάκι της Δυσδαιμόνας, έξω στην βεράντα, κοντά σ’αυτό του νέου φίλου της. Και κάτι σαν φλασιά, την έκανε να σκεφτεί πως φέτος στις γιορτές καλό θα ήταν να έστελνε στους φίλους της μια φωτογραφία της Δυσδαιμόνας δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο, με ευχές για τον καινούργιο χρόνο.
Τη μέρα που η βοηθός της, η Τζούλια, της παρέδωσε την αλληλογραφία που έφτασε στο Πανεπιστήμιο, η Καθηγήτρια θυμήθηκε και το χαμένο σημείωμα του Μάρκο και ρώτησε γι’ αυτόν. Για να πληροφορηθεί πως ούτε η Τζούλια είχε νέα του, εδώ και κάποιο καιρό, και πως δεν απαντούσε στο κινητό του, κάτι που και η ίδια είχε διαπιστώσει μια-δυο φόρες αλλά το είχε αποδώσει σε πρόσκαιρη βλάβη.
Φεύγοντας από το Πανεπιστήμιο, έκανε τη σκέψη μήπως ο Μάρκο ήταν άρρωστος και πέρασε από το σπίτι του, ίσως χρειαζόταν κάποια βοήθεια. Εκεί, η σπιτονοικοκυρά του την πληροφόρησε πως ο Μάρκο εγκατέλειψε το διαμέρισμα, μάζεψε τα πράγματά του και έφυγε για να γνωρίσει την Ευρώπη.
Η είδηση αυτή της δημιούργησε πολλά ερωτηματικά. Σχεδόν την σόκαρε. Έμεινε καθισμένη στο αυτοκίνητό της, για πόση ώρα ούτε η ίδια μέτρησε, με τα χέρια στο τιμόνι και το βλέμμα της στον όροφο που έμενε ο Μάρκο, κάνοντας διάφορες σκέψεις.
Αν ο Μάρκο είχε αποφασίσει να αλλάξει ζωή, δεν θα έπρεπε να την συμβουλευτεί : Ήταν ο αγαπημένος της φοιτητής, ήταν η αγαπημένη του καθηγήτρια, είχαν έρθει πολύ κοντά. Θα μπορούσε να της κάνει ένα τηλεφώνημα, να της στείλει ένα μέϊλ, να συναντηθούν, να μιλήσουν για το θέμα που τον απασχολούσε όπως έκαναν για τόσα άλλα θέματα. Και πόσο σοβαρό ήταν το θέμα που απασχολούσε ένα νεαρό, πετυχημένο, λαμπρό φοιτητή που όλα στη ζωή του ήταν τακτοποιημένα: Και αυτό πάλι: Να γνωρίσει την Ευρώπη : Της φαινόταν παιδιάστικο. Δεν το πίστευε. Κάτι άλλο συνέβαινε
Δεν είχε καμιά απάντηση στα ερωτήματά της γι’ αυτό το άλλο πρωί έπεισε την Τζούλια να ρωτήσει στη Σχολή, γνωστούς και γνωστές, φίλους και φίλες αλλά το αποτέλεσμα ήταν μηδέν. Όλοι δήλωναν άγνοια. Αυτό βέβαια ανησύχησε την Καθηγήτρια ακόμα πιο πολύ. Τελικά κατέληξε να ρωτήσει στην Γραμματεία του Πανεπιστημίου, παραμερίζοντας οποιονδήποτε ενδοιασμό, για να πάρει την απάντηση πως ο Μάρκο είχε ζητήσει μεταγραφεί στο Μιλάνο. Αυτό κάπως την καθησύχασε αλλά όσο πιο πολύ σκεφτόταν πως για μια τέτοια απόφαση δεν είχε ζητήσει τη γνώμη της, δεν την είχε συμβουλευτεί καν, ε, ναι, γινόταν έξω φρενών. Δεν θα του ξαναμιλούσε ποτέ στη ζωή της. Θα ήταν το μελανό σημείο στη ζωή της. Θα φρόντιζε να τον αντικαταστήσει στη ζωή της.
Ευτυχώς στην αλληλογραφία της βρήκε δυο ενδιαφέρουσες προσκλήσεις. Μία, για ένα συνέδριο στη Βιέννη και μία για ένα άλλο στην Κέρκυρα. «Αύριο είναι μια άλλη μέρα» σκέφτηκε ανέμελα την ρήση της αγαπημένης ηρωίδας του Μάρκο και άρχισε να μελετά τους φακέλους των συνεδρίων.
Όντως ο Μάρκο παλαιότερα σκεφτόταν συχνά τα λόγια της Σκάρλετ Ο’ Χάρα στην τελευταία σκηνή της ταινίας «Όσα παίρνει ο άνεμος». Παλαιότερα. Γιατί με το πέρασμα του χρόνου, τις σπουδές του στο νέο πανεπιστήμιο, τα τρεχάματα της μικρής επιχείρησης που του έστησε ο Θείος, τα σουαρέ που η Θεία οργάνωνε κάθε μήνα τηρώντας έτσι μια παλιά οικογενειακή παράδοση και σε ένα τέτοιο σουαρέ γνώρισε την Αμάντα, ναι, με όλα αυτά, μόνο αραιά και που, θυμόταν αυτά τα τσιτάτα των περασμένων ημερών.
Ξεθώριαζε στη μνήμη του ακόμα και το σημείωμα που άφησε στην Καθηγήτρια ….Σ’αγαπώ…δεν μπορώ να ζω χωρίς εσένα… περιμένω τηλεφώνημά σου μέχρι το Σάββατο…διαφορετικά θα χαθώ….
Δεν τον ενδιέφερε πια να ξέρει τα πάντα γι’ αυτήν. Του αρκούσε που γνώριζε πως η Καθηγήτρια το διάβασε και δεν του απάντησε. Δεν του περνούσε βέβαια από το μυαλό πως οι μόνες που το διάβασαν ήταν οι γάτες του Παλέρμο.