Αποχαιρετώντας τον Τάσο Γουδέλη (του Γιάννη Ν.Μπασκόζου)

0
59

 

του Γιάννη Ν.Μπασκόζου

 

Τα παιδιά του περιοδικού Το Δέντρο, τον Τάσο και τον Κώστα τους εκτιμούσα και τους αγαπούσα. Ήταν και αυτοί χειρώνακτες σαν κι εμάς του ΔΙΑΒΑΖΩ. Χειρόγραφα που μετά περνούσαν στη γραφομηχανή και μετά στη φωτοσύνθεση, κουβάλημα περιοδικών στα ταχυδρομεία και στα βιβλιοπωλεία, κυνήγι της διαφήμισης.  Αλλά και παρουσία σε εκδηλώσεις, λογοτεχνικές παρέες, στέκια, κυρίως στα Εξάρχεια, συζητήσεις, ναι, άπειρες συζητήσεις. Τα δύο περιοδικά ξεκίνησαν μετά τη Μεταπολίτευση και εν μέρει στο λογοτεχνικό πεδίο την συνδιαμόρφωσαν μαζί με προηγούμενα και επόμενα περιοδικά, μαζί με παλιά βιβλιοπωλικά στέκια, την Εστία, το Χνάρι, την Ενδοχώρα, το πρώτο υπόγειο της Πρωτοπορίας, την Πολιτεία στη Στοά της Όπερας και νεότερα που προστέθηκαν (Ο Βασίλης Χατζηιακώβου τα καταγράφει ωραία στο πρόσφατο βιβλιαράκι του).

Ο Τάσος Γουδέλης με τον Κώστα Μαυρουδή ήταν το ακτύπητο δίδυμο του περιοδικού Το Δέντρο και του παιδιού  τους Το μικρό Δέντρο. Δύο προσωπικότητες που νόμιζες ότι κινούνταν στις δύο αντίθετες γραμμές μιας λογοτεχνικής λεωφόρου που κατάφερναν όμως να υπάρχουν ως ένα λογοτεχνικό σύμπαν στην έκδοση του Δέντρου, ο ένας συμπληρώνοντας τον άλλον.

Ο Τάσος είχε όμως και την κινηματογραφική του σκευή. Σκηνοθέτης ο ίδιος αλλά και σεναριογράφος με τον Τάσο Ψαρρά στην εκπομπή Εποχές και Συγγραφείς, κριτικός κιηματογράφου, μέλος επιτροπών στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και άλλα.

Νομίζω πιο πολύ αγαπούσε το λογοτεχνικό του έργο. Τα διηγήματα του ήταν μοντέρνα και ίσως και μετα-μοντέρνα, πείτε τα όπως θέλετε. Ήταν κείμενα υπονόμευσης του ρεαλιστικού περιεχομένου, με παιχνιδίσματα κοντά σε ένα Ζωρζ Περέκ, μινιμαλισμό κοντά σε έναν Κάρβερ. Ήταν κάτι περισσότερο. Όπως πολλοί μελετητές του έχουν επισημάνει, ήταν καλειδοσκοπικά παρουσιάζοντας φευγαλέες εντυπώσεις, σκέψεις, αναζητήσεις, ζωηρά στιγμιότυπα μιας εσωτερικής υπαρξιακής ζωής με αληθινή δραματική ένταση και πηγαίο ψυχικό ρίγος.

Ο Τασούλης, με έλεγε πάντα Γιαννάκη κι εγώ Τασούλη, αγαπούσε πολύ το λογοτεχνικό του έργο. Μερικές φορές παραπονιόταν όταν αργούσαμε στο Διαβάζω ή τον Αναγνώστη να γράψουμε κάτι γι αυτό, αλλά το παράπονο του ήταν γλυκό, αγαπησιάρικο.

Με συντρόφευαν, φαντάζομαι όχι μόνον εμένα, οι καθημερινές συχνά αναρτήσεις του στο fb για πρόσωπα, λογοτέχνες και σκηνοθέτες που αγάπησε. Σε αυτά  έβλεπες την ισχυρή παράδοση που τον συγκροτούσε. Αγαπούσα πολύ τις ιστορίες που έλεγε για τον θείο του Γιάννη Γουδέλη που είχε τον ιστορικό εκδοτικό οίκο Δίφρος και στον οποίον εξέδωσαν τα έργα τους οι περισσότεροι των παλιών αριστερών λογοτεχνών. Μια ιστορία αχαρτογράφητη. Στα σύντομα αυτά κείμενα συμπύκνωνε εύστοχα όχι μόνο το γενικό του θέματος αλλά και κάποιες αθέατες πλευρές της ιστορίας προσώπων και έργων τέχνης.

Ο Τάσος ήταν εξωστρεφής, στις παρέες και στα στέκια. Θα του λείψει σίγουρα ο καπετάν Μιχάλης και η παρέα της Φειδίου. Και σε μας όλους θα λείψουν οι μικρές παρατηρήσεις του, τα κείμενά του, το περίφημο χαμόγελο του.

 

Προηγούμενο άρθροΟ Wallace Thurman και η Αναγέννηση του Χάρλεμ (γράφει ο Θανάσης Μήνας)
Επόμενο άρθροΧαρτογραφώντας την ενηλικίωση (γράφει ο Γιώργος Δρίτσας)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ