Συνάντησα 4 Νομπελίστες: Λ. Γκλυκ, Γ.Μπρόντσκι, Οκτ. Πας, και Ντ.Γουόλκοτ (γράφει ο Χρήστος  Τσιάμης)

0
422

γράφει ο Χρήστος  Τσιάμης

 

                                                                            Κουαρτέτο Νόμπελ σε κλίμακα μινόρε

 

 

Στην αρχή   

 Εξωτερικά ήταν άκρως αυστηρή.  Αυτή η φήμη είχε εδραιωθεί.  Και ήταν νωρίς στην πορεία της.  Στα μέσα της δεκαετίας του ’80.  Κι έτσι μου έκανε μεγάλη έκπληξη όταν ο εκδοτικός της οίκος, όπου είχα απευθυνθεί για να έρθω σε επαφή μαζί της, μου απάντησε πως η ποιήτρια θα ήθελε να μου μιλήσει, και μου έδωσαν τη διεύθυνση της και το τηλέφωνο της. Έμενε, τότε, στην αραιοκατοικημένη, αγροτική πολιτεία Βερμόντ, στις βόρειες ΗΠΑ, και από το όνομα τού δρόμου στη διεύθυνση του σπιτιού της, Creamery Road, είχα σχηματίσει στο μυαλό μου μια εικόνα με λιβάδια γεμάτα αγελάδες τριγύρω και, εδώ και εκεί, γαλακτοκομικές επιχειρήσεις στεγασμένες σε γραφικές ξύλινες κατασκευές.  Είχε μετακομίσει εκεί με τον άντρα της, πριν κάμποσα χρόνια, αυτή η Νεοϋρκέζα από το Λόνγκ Άϊλαντ.

Όταν απάντησε στο τηλέφωνο η φωνή της ήταν παγερή.  Έκανα εγώ την αρχή εξηγώντας της ποιος είμαι και πώς προέκυψε το ενδιαφέρον μου για την ποίηση της.  Και η φωνή από την άλλη γραμμή άρχισε να ζεσταίνει όταν η ποιήτρια έκανε μια αναδρομή και ανακάλεσε τη ζεστασιά που της έφερνε στην παιδική της ψυχή η ελληνική μυθολογία.  Και αργότερα, είπε, όταν άρχισε να καταπιάνεται με την ποίηση, πάλι μια ελληνική φωνή την είχε κερδίσει.  Ήταν η ποίηση του Κωνσταντίνου Καβάφη.  Και όπως είχε αλλάξει ο τόνος της φωνής της γινόταν όλο και πιο φανερό ότι ήταν πολύ χαρούμενη που η δική της ποίηση, τώρα, θα μεταφερόταν στη γλώσσα αυτού του αγαπημένου της ποιητή.  Κι εκεί που είχα χαλαρώσει στη συζήτηση, αυτή το ξαναγύρισε στο matter-of-fact στυλ και στα δύσκολα.  Ότι θα ήθελε να ελέγξει την ποιότητα της μετάφρασης.  Και μόνο τότε θα έδινε την έγκριση της για δημοσίευση.  Και πώς θα γινόταν αυτό, τη ρώτησα εγώ, αφού δεν ήξερε καθόλου Ελληνικά;  «Θα το σκεφτώ και θα σου γράψω αργότερα», μου είπε.

Πριν τελειώσουμε την τηλεφωνική μας συζήτηση, θεώρησα καλό να την ρωτήσω για την προφορά του επώνυμού της.  Οι δυο τελείες πάνω από το φωνήεν υπήρχαν εκεί για ένα λόγο, είχα σκεφτεί, κάτι που δεν το παρατηρούσαν όλοι οι Αμερικάνοι, εξ ου και οι διάφορες προφορές που είχα ακούσει.  Γκλουκ, Γκλακ, Γκλυκ.  Και τώρα ο τόνος της φωνής της έγινε χαρίεις.   «Σίγουρα όχι γκλακ… κλακ, κλακ, σαν τα κοτόπουλα», είπε, και άρχισε να γελάει δυνατά.  Προς στιγμήν, σάστισα, γιατί στο  ελληνικό μυαλό μου τα κοτόπουλα έκαναν κο κο κο…  Να που έμαθα όμως και τη γλώσσα των κοτόπουλων (cluck, cluck, cluck) στα αγγλικά!  Τελικά, το όνομα της προφέρεται, είπε, Γκλυκ, με κάποιους ελαφριούς απόηχους από «ου» στο φωνήεν.  Και προπονήθηκα, αφού κλείσαμε το τηλέφωνο, στην προφορά, για να είμαι έτοιμος όταν θα συναντιόμαστε στη Νέα Υόρκη.  Θα ερχόταν, για αναγνώσεις, σε λίγους μήνες.

Η ανάγνωση ήταν σε μια γκαλερί του Σόχο, κοντά στη Χάουστον Στρητ.  Είχαν τοποθετήσει κάποιες λυόμενες κερκίδες (με την πλάτη στην είσοδο που ήταν μια πόρτα ρολό- γκαράζ), και είχαν σχεδόν γεμίσει όταν έφτασα.  Έσβησαν τα φώτα, άναψε ένας προβολέας από ψηλά που φώτιζε έναν κύκλο μπροστά από τις κερκίδες, και μέσα στο φωτεινό αυτό κύκλο μπήκε η ποιήτρια.  Άρχισε να διαβάζει αμέσως, χωρίς «προεόρτια».  Φορούσε ένα ολόσωμο φόρεμα που κυλούσε, μέχρι τους αστραγάλους, πάνω στο λιγνό της σώμα, ένα λευκό με μια ιδέα ροζ, αν θυμάμαι καλά.  Σε κάποιο της στίχο, κάμποσοι ψηλά στην κερκίδα γέλασαν δυνατά.  Σταμάτησε επί τόπου!  «Αν ήρθατε εδώ για γέλια», είπε, «θα απογοητευθείτε φρικτά.  Να ξέρατε τι σας περιμένει σε αυτά που ακολουθούν…».   Εκεί πραγματικά τα χρειάστηκα.  Πώς θα τη συναντήσω, τι θα της πω, σε τέτοια διάθεση που ήταν;  Διάβασε σε απόλυτη ησυχία για την επόμενη μισή ώρα περίπου, και όταν άναψαν της γκαλερί τα φώτα ήταν λίγοι εκείνοι που τόλμησαν να περάσουν μπροστά της και να ανταλλάξουν έναν χαιρετισμό.  Ανάμεσα στους τελευταίους, την πλησίασα κι εγώ.  «Ο Χρήστος είμαι», και της έτεινα το χέρι.  Και μπροστά μου συνέβη μια μεταμόρφωση!  Έλαμψαν τα μάτια της, χαλάρωσαν οι ώμοι της, και μονομιάς συνεχίσαμε την προ μηνών τηλεφωνική μας κουβέντα…  Κάποιος φίλος της ποιητής, που είχε μαζί της συχνή επαφή, είχε αναφέρει, χρόνια αργότερα, πόσο αστεία, στην πραγματικότητα, ήταν η Λουίζ Γκλυκ!  Τις κυκλώπειες μάχες της, φαίνεται, τις έδινε μέσα στην ποίηση.

 

Μόνος με τη γλώσσα του

 Ήταν προτού πάρει το Νόμπελ.  Ένας άγνωστος Σοβιετικός ποιητής, που τον είχε εκδιώξει η χώρα του, όπου είχε κάνει φυλακή με μια παράλογη κατηγορία, και στο πολιτικό πινγκ πονγκ εκείνης της εποχής τον είχε αγκαλιάσει αμέσως η Αμερική.  Και είχε έρθει να εγκατασταθεί στην πόλη μας.  Είχα πάει σε εκείνη την ποιητική βραδιά όχι για αυτόν αλλά από το μεγάλο μου ενδιαφέρον για την άλλη συμμέτοχο της εκδήλωσης, μια σχετικά νεαρή Αμερικανίδα ποιήτρια που μόλις είχα ανακαλύψει: τη Λουίζ Γκλυκ.  Για αυτό μου είναι ανεξήγητο ότι στο τέλος της ανάγνωσης η μοναδική μου ερώτηση απευθύνθηκε σε αυτόν!  Οι λίγοι ακροατές, που είμαστε μαζεμένοι κοντά στη σκηνή, στο πελώριο αμφιθέατρο της σχολής καλών τεχνών Πάρσονς, κάτω χαμηλά στην Πέμπτη Λεωφόρο, φαίνεται πως είχαμε δημιουργήσει την ψευδαίσθηση μιας σύναξης οικογενειακής.  Και ίσως η αίσθηση αυτή με παρακίνησε να ρωτήσω τον Γιόζεφ Μπρόντσκι: «Σας δυσκολεύει τώρα που οι γλωσσικοί ήχοι της καθημερινής σας ζωής δεν είναι οι ήχοι της γλώσσας στην οποία γράφετε ποίηση;»  Και εκείνος μου απάντησε κοφτά, «Όχι!»,  και κάτι άλλα που εγώ τα εξέλαβα ως εξής: «Μα δεν ακούω τον περίγυρο όταν κάθομαι να γράψω ποιήματα…».

Όταν έρχονταν στην πόλη φίλοι, με ευχαριστούσε ιδιαιτέρως να τους κάνω μια λογοτεχνική περιήγηση της γειτονιάς.  Να, στο δρομάκι Patchin Place, στο Γκρήνουιτς Βίλλετζ, όπου έζησαν ο ποιητής ε.ε. κάμμινγκς και η πρωτοποριακή συγγραφέας Τζούνα Μπαρνς σε απέναντι σπίτια.  Στο σπίτι όπου έζησε ο Ώντεν, ο Άγγλος ποιητής, στην οδό Σεντ Μαρκς.  Και στην πολυκατοικία, στην Ένατη Οδό και Έκτη Λεωφόρο, όπου έζησε η Μάριαν Μουρ, πάντα μαζί με τη μητέρα της.  Στο τύπου «μπράουνστοουν» σπίτι όπου έζησε για λίγα χρόνια ο Μαρκ Τουέιν.  Τελευταία, σε αυτή τη μικρή λίστα περιήγησης είχα προσθέσει και το στέκι του Γιόζεφ Μπρόντσκι, τώρα πιά Νομπελίστα, στο Καφέ Ρέτζιο στην οδό ΜακΝτούγκαλ.  Και ήταν τότε, όταν πήγα εκεί με δυο φίλους μου επισκέπτες στην πόλη, που είχα αρχίσει να τους λέω ότι «ο Μπρόντσκι, ο ποιητής, συνηθίζει να έρχεται εδώ, και να κάθεται μόνος του στο πρώτο τραπέζι δεξιά, όπως μπαίνεις».  Και ήταν τότε ακριβώς που τον είδα, καθώς οι τρεις μας είχαμε ήδη διασχίσει το κατώφλι.  Και ξεφώνισα «Και αλήθεια λέω!  Νάτος εδώ!».  Και η φίλη μου έκανε «σσσσ! μη μας ακούσει…».  Και τότε κοίταξα κάτω στο τραπέζι του και είδα ότι έγραφε στα Ρωσικά, «μάλλον ποιήματα», υπέθεσα από μέσα μου.  Και τους είπα, «Μη φοβάστε, γιατί ξέρω από καλή πηγή ότι αυτή τη στιγμή δεν μας ακούει».  Και η φίλη μου αναστέναξε, «Αχ! είναι κουφός ο κακομοίρης;».  Και προχωρήσαμε, και βρήκαμε στο βάθος ένα άδειο τραπέζι, και καθίσαμε, και αφήσαμε τον ποιητή στην ησυχία του.

ο Πολωνός Τσέσλαφ Μίλος, ο Ρώσος Γιόζεφ Μπρόντσκι, ο Ντέρεκ Γουόλκοτ από την Καραϊβική, και ο Μεξικανός Οκτάβιο Πας.

 

Ο Νομπελίστας το έβαλε στα πόδια

 Ήταν ακόμα η εποχή στη Νέα Υόρκη που γεγονότα σαν αυτό λάμβαναν χώρα δωρεάν προς ευχαρίστηση του κόσμου.  Ήταν αρχές του Δεκέμβρη του 1993.  Τέσσερις ποιητές που είχαν τιμηθεί όλοι τους με το βραβείο Νόμπελ διάβαζαν τα ποιήματα τους στον τεράστιο ναό Saint John the Divine, δίπλα στο πανεπιστήμιο Κολούμπια.  Χιλιάδες κόσμος είχαν συνωστισθεί στην εκκλησία (χωράει λέει πάνω από οχτώ χιλιάδες) να τους ακούσουν.  Ήταν ο Πολωνός Τσέσλαφ Μίλος, ο Ρώσος Γιόζεφ Μπρόντσκι, ο Ντέρεκ Γουόλκοτ από την Καραϊβική, και ο Μεξικανός Οκτάβιο Πας.  Θα τους παρουσίαζε (και θα διάβαζε και αυτή την ποίηση της) η νεαρή μαύρη Αμερικανίδα ποιήτρια Ρίτα Ντοβ που μόλις πριν λίγους μήνες είχε γίνει η επίσημη ποιήτρια (poet laureate) των Ηνωμένων Πολιτειών.

Πριν πολλά χρόνια, αυτός είχε μεταφράσει ποιήματα και πεζά κομμάτια τού Πας και τα είχε δημοσιεύσει σε λογοτεχνικά περιοδικά στην Ελλάδα.  Καθόταν τώρα με τις ώρες εδώ, στην εκκλησία, απολαμβάνοντας τους ήχους της ποίησης σε όλες εκείνες τις  διαφορετικές γλώσσες, κρατώντας στο χέρι του σφιχτά ένα  περιοδικό με τη μετάφραση του αποσπασμάτων  από το μεγάλο ποίημα του Πας «Πέτρα του Ήλιου».  Έλπιζε πως θα είχε την ευκαιρία να συναντήσει τον ποιητή στο τέλος της εκδήλωσης, να του δείξει το περιοδικό, και να του το χαρίσει σαν μια φιλική χειρονομία.

Όντως, όταν ολοκληρώθηκαν οι αναγνώσεις, οι οργανωτές ανακοίνωσαν πως όλοι οι ποιητές θα υπόγραφαν τα βιβλία τους για όσους ενδιαφέρονταν.  Και αμέσως σχηματίστηκαν πέντε διαφορετικές τεράστιες ουρές.  Και μπήκε και αυτός στην ουρά για τον Οκτάβιο Πας.  Και σε όλο αυτό το διάστημα που περίμενε τη σειρά του υπομονετικά κατασκεύαζε στο μυαλό του προτάσεις, στα ισπανικά, που θα τις απεύθυνε στον ποιητή όταν θα βρίσκονταν πρόσωπο με πρόσωπο.  Και όλο τις ανασκεύαζε.  Γιατί δεν είχε εμπιστοσύνη στον εαυτό του με τη γλώσσα αυτή.  Και ανησυχούσε: «Και αν δεν καταλάβω αυτό που θα μου απαντήσει;».  Και είχε φτάσει ήδη να είναι ο επόμενος στη σειρά.  Και τότε κατάλαβε πολύ καλά αυτό που είπε στα ισπανικά στον σύνοδο του ο Μεξικανός ποιητής ενώ υπέγραφε του μπροστινού του το βιβλίο:  «Αυτό θα είναι το τελευταίο βιβλίο που υπογράφω.»  Και αμέσως μετά γύρισε την πλάτη, και η φιγούρα με το μακρύ, μπλε βαθύ παλτό απομακρύνθηκε βιαστικά προς του ναού το ιερό.  Και αυτός με το περιοδικό ανοιγμένο στη σελίδα με τη μετάφραση του από το «Piedra del Sol» στράφηκε προς του ναού την έξοδο.  Πέταξε στον κάλαθο των αχρήστων το συνονθύλευμα όλων εκείνων των ατελών ισπανικών φράσεων που είχε σκαρώσει στο μυαλό ενόσω περίμενε, και πήρε τη Λεωφόρο Άμστερνταμ νότια, δυο τρία τετράγωνα πιο κάτω, μέχρι το περίφημο στέκι των καθηγητών και των φοιτητών του Κολούμπια, το ‘Ουγγαρέζικο Ζαχαροπλαστείο’.  Στο γνώριμο εκείνο περιβάλλον, από τα χρόνια του στο πανεπιστήμιο, παράγγειλε, στο ξένο γλωσσικό ιδίωμα που του ήταν εντελώς οικείο, μια ζεστή σοκολάτα και μια φρέσκια πάστα που του είχε γυαλίσει στην προθήκη-ψυγείο καθώς έμπαινε.  Και ύστερα χαλάρωσε, κρυφακούγοντας τα σχόλια για εκείνη την ποιητική βραδιά από τα γύρω τραπέζια …

Από τη συνάντηση στην Γρανάδα

Ο Νομπελίστας παραδίπλα

 Ήταν απίστευτο και ήξερε ότι δεν επρόκειτο να επαναληφθεί για μια ολόκληρη ζωή.  Σε εκείνο το πανηγύρι της ποίησης, στη Γρανάδα της κεντρικής Αμερικής, τον είχαν βάλει να διαβάσει τα δικά του, μαζί με πέντε-έξι άλλους, στην τελευταία τιμητική ανάγνωση του Σαββάτου, τότε που θα έπεφτε η αυλαία αυτής της μεγάλης γιορτής που είχε αρχίσει από την προηγούμενη Κυριακή.  Στο μικρό εκείνο γκρουπ των πολύ γνωστών ποιητών (τού ήταν άγνωστο με ποιο κριτήριο είχε συμπεριληφθεί εκεί και αυτός) ήταν και ο Ντέρεκ Γουόλκοτ που, είκοσι χρόνια πριν, του είχε απονεμηθεί το βραβείο Νόμπελ της λογοτεχνίας!

Στη μακριά τράπεζα που είχε στηθεί στη σκηνή, στη μεγάλη κεντρική πλατεία δίπλα στην ιστορική εκκλησία, ανέβηκαν να πάρουν τις θέσεις τους οι ποιητές οδηγούμενοι από τους εθελοντές φοιτητές.  Πρώτα, παρατήρησε με θαυμασμό το πλήθος των πολιτών που καθόντουσαν στις εκατοντάδες πλαστικές καρέκλες που είχαν γεμίσει την πλατεία και, έναν γύρο πίσω από αυτούς, όλοι οι άλλοι που στεκόντουσαν ορθοί για να ακούσουν ποίηση!  Και αμέσως μετά, κοίταξε εκ δεξιών και αριστερών για να χαιρετήσει τους γείτονες του στο μεγάλο αυτό ποιητικό τραπέζι.  Αντάλλαξε δυο τρεις κουβέντες με τον Αμερικανό ποιητή. (Είχαν μια κοινή γνωστή, την ποιήτρια Λουίζ Γκλυκ).  Κατόπιν στράφηκε προς την άλλη μεριά και μίλησε με τη Τζοκόντα, τη ντόπια μυθιστοριογράφο και ποιήτρια παγκοσμίου ολκής, που είχε διατελέσει μέλος της πρώτης επαναστατικής κυβέρνησης των Σαντινίστας, όπως ονομαζόταν το αντάρτικο κίνημα που είχε ανατρέψει τη μακρόχρονη δικτατορία της χώρας.  Την είχε γνωρίσει από το πρώτο βράδυ που είχε φτάσει στο φεστιβάλ και είχε αποκτήσει κάποια οικειότητα μαζί της.  Και ενώ της μιλούσε διαπίστωσε πως δίπλα της, στην άκρη του τραπεζιού, καθόταν ο Νομπελίστας, δίπλα από το έδρανο των αναγνώσεων με σκοπό, προφανώς, να τον διευκολύνουν λόγω του προχωρημένου της ηλικίας του.

Άρχισαν οι αναγνώσεις.  Ποιήματα και χειροκροτήματα, ποιήματα και χειροκροτήματα,  και χωρίς να το καταλάβει είχε φτάσει και η σειρά του.  Πλησίασε το μικρόφωνο, άνοιξε το βιβλίο, το ακούμπησε μπροστά του, και άρχισε την ανάγνωση στα Ελληνικά.  Απόλυτη ησυχία από κάτω.  (Αργότερα ο φίλος του, ο άλλος Έλληνας ποιητής εκεί και γνώστης καλός της Ισπανικής, του είχε πει ότι το ακροατήριο άκουγε με ενδιαφέρον τον ήχο των λέξεων γιατί έμοιαζαν με λέξεις δικές τους).  Κάποτε, καθώς γύριζε σελίδα στο βιβλίο, το μάτι του έπιασε από ψηλά τον βραβευμένο ποιητή, καθισμένο εκεί δίπλα του, να είναι στραμμένος προς το μέρος του και να τον κοιτάει προσηλωμένος.  Λίγο αργότερα, έκανε στην άκρη για να πλησιάσει το μικρόφωνο ο νεαρός φοιτητής και να διαβάσει το ποίημα στα Ισπανικά.  Και είχε, τότε, την ευκαιρία να σκεφτεί: τι να περνούσε απ’ το μυαλό του διάσημου ποιητή σαν άκουγε τα ποιήματα ενός «παντελώς άγνωστου», όπως λέει και το τραγούδι του Μπομπ Ντύλαν, σε μια γλώσσα που του ήταν ακατάληπτη;  Όταν τέλειωσε την ανάγνωση και στράφηκε να πάει να πάρει πάλι τη θέση του στο τραπέζι, αντίκρυσε τον Γουόλκοτ που με ένα χαμόγελο φαινόταν να του συγκατανεύει.

Οι δυο τους δεν είχαν καμιά συναναστροφή μαζί πριν, μια ολόκληρη εβδομάδα που είχε διαρκέσει εκείνη η γιορτή.  Ούτε συναναστράφηκαν την άλλη μέρα που έφευγαν από τη χώρα εκείνη στην ίδια πτήση, μόλις λίγα καθίσματα απόσταση ο ένας απ’ τον άλλον στο αεροπλάνο.  Και τότε αναλογίστηκε ξανά του ποιητή τη συμπεριφορά την προηγούμενη βραδιά, στη σκηνή, σαν διάβαζε τα ποιήματα του στα Ελληνικά. Και έκανε τη σκέψη αυτή: Ο ποιητής, από το νησί Σάντα Λουσία της Καραϊβικής, είχε γράψει, δυο τρεις δεκαετίες πριν, ένα μακρύ ποίημα με τον τίτλο «Όμηρος».  Φαίνεται λοιπόν πως η γλώσσα του, τα ελληνικά, ο ήχος της, την ώρα της απαγγελίας εκείνη τη ζεστή βραδιά, στην όμορφη Γρανάδα της Νικαράγουας, ίσως για λίγες στιγμές να είχαν ταξιδέψει τον Νομπελίστα στα μακρινά, πλατιά νερά του αρχαίου ποιητή της «Οδύσσειας».  Και ίσως να τον είχαν φέρει, για λίγες στιγμές, νοσταλγικά, στην ατμόσφαιρα της δικής του μεγάλης ποιητικής δημιουργίας που του είχε αποφέρει τόσα και τόσα βραβεία!

 

Προηγούμενο άρθροΘεόδωρος Παπακώστας:σπάμε στερεότυπα, νικάμε εμμονές, συμπλέγματα και ερωτευόμαστε την ανθρωπότητα (συνέντευξη στον Ιάσονα Νεύρη)
Επόμενο άρθροΠέθανε ο ποιητής Τάσος Γαλάτης

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ