Χρήστος Τσιάμης (ανταπόκριση Μανχάταν)
Η τέχνη είναι σαν τη θρησκεία. Μας προσφέρει ένα σύστημα για να κατανοήσουμε τον κόσμο και να πορευτούμε μέσα του (να βρούμε τον δρόμο μας σε αυτόν). Σαν τη θρησκεία, η καλή τέχνη (αυτή που τελικά αποκτάει την ονομασία «κλασσική»), έχει απήχηση στον άνθρωπο σε διαφορετικές εποχές σε διάστημα αιώνων (είναι διαχρονική δηλαδή), και σε διαφορετικούς τόπους που τους χωρίζουν τεράστιες αποστάσεις (δηλαδή αποκτάει ένα βαθμό παγκοσμιότητας). Η διαφορά όμως με τη θρησκεία είναι ότι η τέχνη δεν είναι δογματική. Έχει την ευελιξία της φαντασίας. Της φαντασίας όχι μόνο του δημιουργού καλλιτέχνη, αλλά και του αποδέκτη θεατή, αναγνώστη, ακροατή. Αυτές οι σκέψεις ήρθαν στο νου μου καθώς απολάμβανα την έκθεση του Γουίλιαμ Κέντριτζ, αρχές του μήνα, σε δυο πανύψηλους ορόφους της γκαλερί Hauser & Wirth στη γειτονιά Τσέλσι του Μανχάτταν.
Ο Γουίλιαμ Κέντριτζ είναι Νοτιοαφρικανός, εβραϊκής καταγωγής, στα 70 του, και εκθέτει τη δουλειά του στη Νέα Υόρκη επί δεκαετίες τώρα. Ένα έργο διαρκείας που συνδυάζει το προσωπικό με το πολιτικό με υποδειγματική πειθαρχία και επιτυχία. Και παρόλο που η τεχνική του έχει μια σταθερότητα, δεν παύει να μας εκπλήσσει και να μας μαγνητίζει κάθε φορά. Η παρούσα έκθεση, που έχει τον τίτλο «Μια Φυσική Ιστορία του Ατελιέ» («A Natural History of the Studio») αποτελείται από ένα φιλμ, με εννέα επεισόδια (σε έναν ειδικά διαρρυθμισμένο χώρο του ισόγειου της γκαλερί), και από τα έργα (σχέδια, κολλάζ, και γλυπτά) που βλέπουμε τον καλλιτέχνη να τα δημιουργεί (μόνος ή και με συνεργάτες του) σε αυτό το φιλμ. Το μέρος του ισόγειου όπου προβάλλεται το φιλμ έχει διαρρυθμιστεί να μοιάζει με το ατελιέ του Κέντριτζ και να περιλαμβάνει πολλά από τα αντικείμενα τού πραγματικού στούντιο που εικονίζεται στο φιλμ. Στον υπόλοιπο, κατά πολύ μεγαλύτερο χώρο, εκτίθενται τα σχέδια (από μικρά μέχρι τεράστια που πιάνουν έναν ολόκληρο τοίχο). Και στο δεύτερο όροφο εκτίθενται τα γλυπτά, που για εμένα είναι μια έκφανση της τέχνης του Κέντριτζ που βλέπω για πρώτη φορά. Μια ομάδα από αυτά φαίνονται σαν πανύψηλες ανθρώπινες, αεράτες, μορφές αφηρημένης έκφρασης, κατασκευασμένες από μη συμμετρικά κομμάτια αλουμίνιου χρωματισμένα κόκκινο, κίτρινο, και πορτοκαλί. Μια άλλη ομάδα γλυπτών αποτελείται από βαριά, στέρεα, μπρούτζινα κομμάτια με μια στρώση μαύρης μπογιάς. Πρόκειται για αναγνωρίσιμες μορφές μεν (μια συσκευή παλιού τηλέφωνου, ένα ιδιόμορφο περιστέρι, και ιδιόμορφες ανθρώπινες μορφές) αλλά σε εκφάνσεις σουρεαλιστικής έκφρασης και παιχνιδιού.
Απολαμβάνοντας τα σχέδια από μαύρο και κόκκινο μελάνι και από κάρβουνο, σταματάω μπροστά σε έναν πελώριο πίνακα που από μόνος του καταλαμβάνει έναν ολόκληρο τοίχο. Πρόκειται για το κολλάζ ενός δέντρου που δεσπόζει σε ένα τοπίο χαμηλής πυκνής βλάστησης και ανοιχτού πεδίου. Πλησιάζω και διαπιστώνω ότι ο κορμός του και η φυλλωσιά είναι γεμάτη από λέξεις μηνύματα. Διαβάζοντας τα, σιγά σιγά ταξιδεύουν το λογισμό μου μακριά από αυτό το Νοτιοαφρικάνικο τοπίο, και τον φέρνουν στην άλλη άκρη της ηπείρου, εκεί παραδίπλα, στη Λωρίδα της Γάζας, όπου συμβαίνουν πράγματα φριχτά. Και αυτά τα λόγια του Κέντριτζ που πηγάζουν από προσωπικά, πολιτικά, ιστορικά βιώματα του στη δική του πατρίδα τα χρόνια τα δύσκολα εκεί, την εποχή του απαρτχάϊντ, δίνουν φωνή σε αισθήματα για αυτά που βιώνουμε τις μέρες μας, έστω και μέσα από την οθόνη, σε εκείνη την πονεμένη Παλαιστινιακή γη.
Τι λένε λοιπόν αυτά τα λεκτικά κολλάζ, όπως τα διαβάζω ανάκατα, χωρίς καμιά σειρά;
«Αφήστε τους να πιστεύουν ότι είμαι δέντρο»
Είναι φορές που για πολλούς δεν είναι ευπρόσδεκτη η γυμνή αλήθεια. Κι έτσι χρειάζεται να μεταμορφωθεί σε μια πιο ήπια μορφή. Για να περνάει σαν τον αέρα ανάμεσα στα φύλλα.
«Οι μέρες σου θα γίνουν χρόνια
Τα χρόνια σου θα γίνουν τόποι»
Ανακαλώ αυτούς τους ταλαίπωρους ανθρώπους που βλέπω καθημερινά στην οθόνη. Πηγαινοέρχονται, εξ αναγκασμού, κάτω από τα φοβερά όπλα ενός αμείλικτου στρατού. Πηγαινοέρχονται σε μια λουρίδα άμμο, φορτωμένοι ό,τι τους έχει απομείνει από αυτό που κάποτε το έλεγαν σπίτι. Για αυτούς ο χρόνος έχει αλλάξει. Μέρα με τη μέρα έχουν γεράσει. Και το μέτρημα του χρόνου το έχουν χάσει. Μετρούν τη διάρκεια της ζωής τους από τόπο σε τόπο, όπου τους πάει η βία.
«Η μέρα θα χαράξει πάνω από μια φορά»
Οι φοβερές, απανωτές εκλάμψεις από τις βόμβες των τζετ που σκάνε ανάμεσα στις σκηνές είναι το χάραμα που επαναλαμβάνεται πολλές φορές. Όχι με το φως του ήλιου και της δροσιάς τη μυρουδιά, αλλά με του θανάτου τις πύρινες γλώσσες και με των χημικών την καπνούρα.
«Αυτή την πόλη δεν θα τη δεις ποτέ»
Ήταν μια πόλη που την έλεγαν Ράφα. Με κοντά τρακόσιες χιλιάδες ανθρώπους. Οι «δυνατοί» είχαν χαράξει γύρω της μια «κόκκινη γραμμή». Μην τολμήσει να την περάσει ο επελαύνων στρατός. Και λοιπόν; Ο στρατός βρυχάται και ορμάει σαν το θηρίο. Αν κοιτάξτε τώρα έναν χάρτη δορυφορικό, θα δείτε ένα ισοπεδωμένο τοπίο. Τίποτα άλλο.
«Μου θυμίζει κάτι που δεν μπορώ να θυμηθώ»
Πρόσφατα, μια φίλη μου είχε γράψει (για μια παράσταση που είχαμε παρακολουθήσει πριν χρόνια μαζί): «Θυμάμαι ότι γονάτισε [ο μουσικός] το αριστερό πόδι αλλά δεν μπορώ να φέρω την εικόνα μετά στο μυαλό μου.» Η μνήμη λειτουργεί με διάφορους τρόπους.
Έτσι, βλέπω τη σημερινή οικτρή εικόνα πόνου και θανάτου στη Γάζα, ανάγλυφη, συγκεκριμένη, και μου θυμίζει χιλιάδες παρόμοιες εικόνες που έχω συσσωρεύσει στο νου επί είκοσι μήνες τώρα, την ένταση τους, όχι όμως και την ακριβή μορφή τους κάθε φορά. Αυτό είναι αρκετό.
«Σε αυτή την άπλα είσαι μόνος»
Άλλη μια σκηνή που έχω δει. Μια λιγνή μορφή μοναχή, περπατάει αργά στον αμμόλοφο, το χέρι υψωμένο με μια λευκή σημαία στην κορυφή ενός ξύλου. Κατόπιν, ο ξερός κρότος ενός αθέατου όπλου και η μορφή καταρρέει επί τόπου. Στην άμμο ακίνητη. Φαίνεται πέτυχε διάνα ο ακροβολιστής!
«Να φοβάσαι τις αγέλες
από μυστικούς πράκτορες»
Είναι μια μηχανή θανάτου ο κατακτητής. Και δεν είναι μόνο από ατσάλι τα όπλα.
«Δεν είναι αρκετό
(αλλά δεν είναι τίποτα)»
Πεθαίνουν από την πείνα. Τους στέλνουν σάκους αλεύρι, μετρημένους. Έρχονται οι πεινασμένοι να τους παραλάβουν. Τους κάνουν στόχο. Τους σκοτώνουν, τους σακατεύουν. Ένας σκισμένος σάκος αδειάζει στην άμμο. Ένα παιδάκι μαζεύει από τα χυμένα ό,τι μπορέσει.
«Κάτι έχει αναβληθεί»
Η ανθρωπιά μας δεν είναι ιδιότητα έμφυτη. Είναι ένα γεγονός. Χρειάζεται να το επιτελούμε κάθε φορά. Είναι μια πράξη ενεργή. Και στη Γάζα, η ανθρωπιά εκείνων που απαρτίζουν τον εισβολέα στρατό έχει αναβληθεί για τα καλά. Όπως επίσης έχουν αναβληθεί και τα σχέδια, για τη ζωή, εκατοντάδων χιλιάδων κατοίκων της.
«Έφυγε η στιγμή»
Ήρθε στο νου μου το φωτεινό χαμόγελο της νεαρής φωτογράφου Φάτιμα Χασούνα, που ζούσε στην Πόλη της Γάζας. Και έφυγε αμέσως εκείνη η στιγμή όταν ακολούθησε, στη μνήμη, ο τραγικός θάνατος της. Είχε γίνει φιλμ. Το είχαν δεχτεί στο φεστιβάλ στις Κάννες, της είχαν πει. Την άλλη μέρα μια συστημένη βόμβα του Ισραήλ, στο σπίτι της κατευθείαν, την απάλειψε, με τους δικούς της μαζί. Δεν έσβησε όμως και τη μορφή της στο φιλμ. «Αν πεθάνω», είχε πει, «θα ήθελα έναν θάνατο με πάταγο». Οι βόμβες σκάνε και γίνονται άχρηστα κομμάτια. Τα λόγια, όμως, εξακολουθούν να βομβαρδίζουν το μυαλό. Παραμένουν μια ζωντανή παρουσία.
«Όμως κανένας τόπος δεν θα
αντισταθεί στην καταστροφή»
Ακόμα και οι τόποι του ίδιου του κατακτητή. Γιατί οι καρδιές είναι τόποι και αυτές. Και όταν ο στρατιώτης πυροβολεί, η σφαίρα του είναι αμφίδρομη. Σκοτώνει κάτι και από τις δυο μεριές.
Στη συνέχεια του περιπάτου μου στη γκαλερί, μετά τα πελώρια κουρνιασμένα πουλιά, μετά το γυμνό, ώριμης ηλικίας, σώμα του καλλιτέχνη, μετά από κάποια παιχνίδια με τη σκέψη, και με το είδωλο της μορφής μπροστά σε έναν καθρέφτη, στάθηκα προσεκτικά σε μια ομάδα από έξη μικρότερα σχέδια από κάρβουνο και μελάνι. Το θέμα τους, προφανώς, ήταν η βαναυσότητα του καθεστώτος του απαρτχάϊντ, και η βία στα ορυχεία της Νότιας Αφρικής. Εργάτες μέσα σε τούνελ, στρατιώτες με τα όπλα στραμμένα σε άοπλους μαύρους πολίτες, μια περιοχή γεμάτη πτώματα στο χώμα, και ο κορμός του επίσημα ντυμένου σερβιτόρου με έναν δίσκο ποτά που προορίζονται, προφανώς, για τους «άρχοντες». Αυτά, εικονίζονται στα πέντε από τα σχέδια. Το έκτο περιέχει μόνο λόγια, γραμμένα κάποια σαν ποίημα, κάποια με τα τεράστια γράμματα ενός πανό διαμαρτυρίας:
Το αίμα μυρίζει μόνο αίμα
Βρίσκουμε τη μοίρα μας
Ούτε ένα από τα όνειρα μας
δεν βγήκε ποτέ αληθινό
ΑΡΚΕΤΑ
&
ΠΑΡΑ ΠΑΝΩ ΑΠΟ
ΑΡΚΕΤΑ
Και όλα αυτά παραπέμπουν επίσης απευθείας στη σημερινή Γάζα. Και ίσως δεν είμαι μόνος με τέτοιες σκέψεις εδώ. Εκεί που κάθομαι να ξαποστάσω σε ένα πάγκο, παρατηρώ έναν κύριο εξηντάρη να πλησιάζει αυτή την ομάδα πινάκων και να φωτογραφίζει με το κινητό του τον πίνακα με τα παραπάνω λόγια.
Ανεβαίνοντας στον δεύτερο όροφο της γκαλερί, βλέποντας τα γλυπτά αρχίζει να αλαφρώνει η διάθεση. Εδώ ο καλλιτέχνης παίζει, τρισδιάστατα. Και μας παρασύρει στο παιχνίδι του, και μας δίνει χαρά. Το επιτραπέζιο τηλέφωνο από μπρούτζο, μαύρο, στη μεγαλοπρεπή ακινησία του πάνω στο βάθρο. Σαν να περιπαίζει τις επιπόλαιες κινήσεις των μικρών κινητών, στις παλάμες των γύρω θεατών, καθώς ανταγωνίζονται να το περάσουν στη «μνήμη» τους. Το μπρούτζινο περιστέρι, το ταχυδρομικό, με δυο κυλίνδρους αποθήκευσης χαρτιών στην πλάτη του. Ο κύριος με το ριγωτό κοστούμι που στο μαύρο μέταλλο οι ρίγες γίνονται τρισδιάστατες σαν πτυχές ενός ακορντεόν, που είναι τώρα το σώμα του. Τέλος η ανθρώπινη μορφή που αντί για κεφάλι έχει μια βρύση, για να τρέχει, σαν το ζωογόνο νερό, φαντάζομαι, η σκέψη.
Με αυτές τις τελευταίες εικόνες στο νου, φεύγοντας από τη γκαλερί, σκέφτομαι ότι η τέχνη, αν είμαστε δεκτικοί, όντως μας αναζωογονεί. Οι άλλες εικόνες, όμως, που είχαμε δει πριν, οι σκοτεινές, οι βίαιες; Εκείνες οι λέξεις με αιχμή; Τι ρόλο άραγε παίζουν; Κάνει πόλεμο η τέχνη, θα πει κανείς; Και βέβαια κάνει, λέμε εμείς. Όποτε χρειαστεί. Όμως η τέχνη δεν σκοτώνει. Μόνο κατατροπώνει. Αυτό μπορεί. Μήπως και συγκρατήσει (ακόμα και να αφανίσει) του δολοφόνου τη ροπή.