γράφει η Αλεξάνδρα Χαΐνη
«Η Flannery. Της άρεσε να πίνει κόκα-κόλα μαζί με τον καφέ της. Έκανε δώρο στην μητέρα της, Ρεγγίνα, ένα μουλάρι για την Ημέρα της Μητέρας. Πήγαινε για ύπνο στις 9 το βράδυ λέγοντας ότι ήταν πάντα ευχαρίστησή της να βρίσκεται στο κρεβάτι της.»
«Η Flannery. Όταν την ρωτούσαν γιατί γράφει, απαντούσε, “Γιατί είμαι καλή σε αυτό”. Θεωρούσε ότι η ασθένεια ήταν πιο εκπαιδευτική από ένα μεγάλο ταξίδι στην Ευρώπη.»
Έχουμε ακόμη πολλά να μάθουμε για την Flannery O’Connor έγραφε η εφημερίδα New York Times το 2009, με αφορμή την κυκλοφορία της βιογραφίας της «Flannery: A Life of Flannery O’Connor».
Ευτυχώς στην Ελλάδα μαθαίνουμε όλο και περισσότερα, χάρη στις εκδόσεις Αντίποδες που κυκλοφόρησαν μόλις το τρίτο βιβλίο της, τη συλλογή διηγημάτων «Σπάνιο να σου τύχει καλός άνθρωπος», σε μετάφραση Ρένας Χατχούτ. Πρόκειται για την πρώτη από τις συλλογές της Αμερικανίδας συγγραφέως που κυκλοφόρησαν και η μοναδική που βγήκε όσο ακόμη ζούσε (1955). Η δεύτερη -«Everything That Rises Must Converge»- κυκλοφόρησε το 1965, έναν χρόνο μετά τον θάνατό της, ενώ η τρίτη με όλα τα 31 συνολικά διηγήματά της («The Complete Stories»), βγήκε το 1971, εξασφαλίζοντάς της μετά θάνατον το Αμερικανικό National Book Award for Fiction και μια θέση στις σημαντικότερες Αμερικανικές ανθολογίες διηγημάτων.
Η O’Connor έγραψε και δύο μυθιστορήματα, τα οποία κυκλοφορούν επίσης από τις εκδόσεις Αντίποδες, το «Ημερολόγιο προσευχής» (μετάφραση Γιάννης Παλαβός) και το «Και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν» (μετάφραση Αλέξανδρος Κοτζιάς). Άφησε, ακόμη, ένα ανολοκλήρωτο έργο («Why Do the Heathen Rage?») το οποίο αντλεί στοιχεία από διάφορα διηγήματά της. Από το 1956 έως το 1964, δημοσίευσε περισσότερες από 100 κριτικές βιβλίων για δύο καθολικές εφημερίδες της Τζόρτζια.
Φέτος τον Μάρτιο συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τη γέννησή της και η επέτειος εορτάστηκε με αφιερώματα στον ξένο, κυρίως Αμερικανικό, Τύπο καθώς και με μια έκθεση ζωγραφικών έργων της (ναι, η O’Connor ήταν και πολύ δυνατή σκιτσογράφος και ζωγράφος), στην ιδιαίτερη πατρίδα της.
Σπάνιο να σου τύχει καλός άνθρωπος
Το συγκεκριμένο διήγημα, που είναι και το πρώτο της ομώνυμης συλλογής, κυκλοφόρησε το 1953 στη συλλογική ανθολογία διηγημάτων «Modern Writing I» που εξέδωσε ο εκδοτικός οίκος Avon. Το 1955 συμπεριλήφθηκε στην πρώτη ατομική συλλογή της O’Connor που εξέδωσε ο Harcourt.
Το διήγημα δεν ξεπερνά τις 25 σελίδες, και η έκτασή του είναι τόση όση έχει ανάγκη ο αναγνώστης και η αναγνώστρια για να μυηθούν στο εφιαλτικό σύμπαν της γιαγιάς και του «Ανισόρροπου». Δεν θα γράψω τίποτα άλλο για την πλοκή γιατί το ξάφνιασμα και η ανατροπή είναι το ήμισυ του παντός στα διηγήματα της O’Connor και ειδικά στο συγκεκριμένο αποκαλύπτονται με τρόπο αριστοτεχνικό. Θα πω μόνο ότι το «Σπάνιο να σου τύχει καλός άνθρωπος» παραμένει το πιο διάσημο και ανθολογημένο από τα διηγήματά της. «Θα σου προκαλέσει οίκτο και τρόμο, παρόλο που ο τρόπος που περιγράφεται το θέμα είναι στην ουσία κωμικός», θα γράψει η ίδια για την ιστορία της, προτρέποντας τους αναγνώστες να αγνοήσουν τα «πτώματα» και να επικεντρωθούν στη μεταμορφωτική «δράση της χάριτος»…
Βία και «χάρις»
Τι είναι αυτό όμως που την κάνει ξεχωριστή; Θα έλεγα η λοξή ματιά της πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση· η ασυνήθιστη θεματολογία της και το απρόσμενο και αναπάντεχο που χαρακτηρίζει τα διηγήματά της. Ειδικά στο κλείσιμό τους, στον τρόπο που ολοκληρώνει την αφήγηση, που είναι ταυτόχρονα αστείος και βαθύς, ή όπως έλεγε και η ίδια «στην αίσθηση ότι εδώ συμβαίνει κάτι που έχει σημασία».

Είναι επίσης αυτή η αμφιλεγόμενη παρουσία του Θείου στο έργο της, κάτι καθόλου αναμενόμενο για κάποιαν που παρέμεινε πιστή καθολική έως τον θάνατό της. Γιατί διαβάζοντας τα διηγήματά της με απόσταση από καθετί το θεολογικό, η ωμή, τραχιά και συχνά βίαιη αφήγηση, οι σχεδόν απωθητικοί χαρακτήρες, κάνουν το έργο της να φαντάζει κάθε άλλο παρά χριστιανικό με την έννοια τουλάχιστον που αποδίδουμε συνήθως στη λέξη: το καλό δεν νικάει και λύτρωση δεν προβλέπεται – αντιθέτως, μάλιστα. Για μένα τουλάχιστον, μια και για εκείνην η κυριαρχία της σκληρότητας και της βίας στις ιστορίες της «είναι ικανή περιέργως να επιστρέψει τους χαρακτήρες στην πραγματικότητα και να τους προετοιμάσει για να αποδεχτούν τη στιγμή της χάριτος».
Τα σκοτάδια της
Οι ήρωες και οι ηρωίδες της, θρέμματα του Αμερικάνικου Νότου, ζουν στο σκοτάδι, είναι γεμάτοι δαίμονες στην ψυχή αλλά και στο σώμα. Είναι θύματα και θύτες, υποφέρουν αλλά δεν διστάζουν να βλάψουν και να καταστρέψουν, συμπεριφέρονται ανελέητα, στα όρια της ύβρεως. Είναι άνθρωποι σακατεμένοι, φτωχοπρόδρομοι, χωρίς στον ήλιο μοίρα που δεν έχουν τίποτα να χάσουν. Οι ηρωίδες της, ακόμη κι αν πρόκειται για μεγαλοκυρίες του Νότου, κινούνται σε μια γκρίζα ζώνη μεταξύ καλής πράξης και αδικίας, όπου θα κυριαρχήσει τελικά το μαύρο· είναι γυναίκες δυστυχείς, ή ψευδώς ευτυχείς, που νιώθουν ότι κάτι τους χρωστάει η ζωή αλλά ουδέποτε θα μπουν στη διαδικασία να διεκδικήσουν αυτό το κάτι. Δεν έχουν σανίδα σωτηρίας -δεν προβλέπεται να έχουν-, και το κυριότερο, δεν έχουν ούτε προβλέπεται να έχουν, ελεύθερη βούληση.
«Η Flannery Ο’ Connor», λέει κάποια στιγμή στο βραβευμένο ντοκιμαντέρ Flannery, η Mary Gordon, συγγραφέας και καθηγήτρια Αγγλικής Λογοτεχνίας στο Barnard College, «είναι μια από τους 5 με 6 συγγραφείς στον κόσμο που φοβάται λιγότερο να δει το σκοτάδι». Η ίδια άλλωστε είχε νιώσει αυτό το σκοτάδι στο πετσί της: ήδη από τα 20 της διαγνώστηκε με ερυθηματώδη λύκο, με αποτέλεσμα να επιστρέψει στο αγρόκτημα της μητέρας της και να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής της -πέθανε το 1964, μόλις 39 ετών- συντροφιά με τα παγόνια της και άλλα κατοικίδια ζώα.
Στα διηγήματά της όλα αυτά τα δραματικά και αδιέξοδα, δεν περιγράφονται με δραματικό και αδιέξοδο αντίστοιχα, τρόπο. Υπάρχει χιούμορ και σαρκασμός, αλλά κυρίως υπάρχει μια τεράστια γκάμα απροσδόκητων παρομοιώσεων και μεταφορών, οι οποίες απογειώνουν την αφήγηση.
Αντιγράφω κάποιες σκόρπιες αλλά ενδεικτικές φράσεις για να γίνω πιο κατανοητή: «Ακόμη και κορδωμένη ήταν κοντή γυναίκα, με σώμα που θύμιζε τεφροδόχο»· «Ε, είχε τόσο νεύρο όσο κι ένα σφουγγαρόπανο»· «Η μικρή φανταζόταν ότι ο ουρανός έμοιαζε να σπρώχνει το τείχος για ν’ ανοίξει δρόμο.»· «Η γυναίκα μου έλεγε ότι αν ξέρεις δυο γλώσσες είναι σαν να ’χεις μάτια στο πίσω μέρος του κεφαλιού σου.»
Γκροτέσκο & ρεαλισμός
Το ύφος της σε συνδυασμό με τους οριακούς χαρακτήρες της, κατέταξαν την πρόζα της O’Connor στην «γοτθική γραφή του Νότου», όρος που είχε χρησιμοποιήσει υποτιμητικά η συγγραφέας Ellen Glasgow το 1935 για να περιγράψει την «εκκεντρική» λογοτεχνία του William Faulkner – ο οποίος υπήρξε και μια από τις σημαντικότερες επιρροές της, μαζί με τον Edgar Allan Poe, τον François Mauriac, και τη σχεδόν σύγχρονή της Katherine Anne Porter.
Στην ομιλία της πριν την ανάγνωση του διηγήματός της «Σπάνιο να σου τύχει καλός άνθρωπος» ενώπιον του Wesleyan College το 1960, θα πει: «Νομίζω ότι κάθε συγγραφέας, όταν μιλάει για τη δική του προσέγγιση στη μυθοπλασία, ελπίζει να δείξει, με ουσιαστικό και βαθύ τρόπο, ότι είναι ρεαλιστής. Και για μερικούς από εμάς, για τους οποίους η καθημερινή ζωή δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο μυθοπλαστικό ενδιαφέρον, αυτό είναι πολύ δύσκολο. Έχω διαπιστώσει ότι αν ο νεαρός ήρωας κάποιου δεν μπορεί να ταυτιστεί με το μέσο Αμερικανό αγόρι, ή ακόμα και με τον μέσο Αμερικανό παραβάτη, τότε ο δημιουργός του θα πρέπει να δώσει πολλές εξηγήσεις». Και συνεχίζει: «Πάντα μου επισημαίνεται ότι η ζωή στη Τζόρτζια δεν είναι καθόλου όπως τη φαντάζομαι, ότι δεν περιφέρονται στους δρόμους δραπέτες εγκληματίες εξοντώνοντας οικογένειες, ούτε τριγυρνάνε πωλητές Βίβλων αναζητώντας κορίτσια με ξύλινα πόδια.»
Όσο για το γκροτέσκο: «Όταν εξετάζουμε ένα μεγάλο μέρος της σοβαρής σύγχρονης μυθοπλασίας, και ιδιαίτερα της νότιας μυθοπλασίας, βρίσκουμε αυτή την ποιότητα που γενικά περιγράφεται, με υποτιμητικό τρόπο, ως γκροτέσκο. Φυσικά, έχω διαπιστώσει ότι οτιδήποτε προέρχεται από τον Νότο θα χαρακτηριστεί γκροτέσκο από τον Βόρειο αναγνώστη, εκτός αν είναι γκροτέσκο, οπότε θα χαρακτηριστεί ρεαλιστικό… Σε αυτά τα γκροτέσκα έργα, διαπιστώνουμε ότι ο συγγραφέας έχει ζωντανέψει κάποια εμπειρία που δεν είμαστε συνηθισμένοι να παρατηρούμε κάθε ημέρα ή που ένας απλός άνθρωπος μπορεί να μην βιώσει ποτέ στη καθημερινότητά του. Διαπιστώνουμε ότι οι συνδέσεις που θα περιμέναμε στο σύνηθες είδος ρεαλισμού έχουν αγνοηθεί, ότι υπάρχουν παράξενα κενά και παραλείψεις που σίγουρα δεν θα είχε αφήσει όποιος θα ήθελε να περιγράψει συνήθειες και έθιμα. Ωστόσο, οι χαρακτήρες έχουν μια εσωτερική συνοχή, αν και όχι απαραίτητα μια συνοχή με το κοινωνικό πλαίσιο. Οι μυθοπλαστικές τους ποιότητες κλίνουν μακριά από τα τυπικά κοινωνικά πρότυπα, προς το μυστήριο και το απροσδόκητο. Αυτό το είδος ρεαλισμού θέλω να εξετάσω.»
Φυλετικές διακρίσεις

Είπαμε, ο Νότος είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο υφαίνει η O’Connor τις ιστορίες της – είναι ένα περιβάλλον σκληρό και αφιλόξενο που έχει ενσωματωθεί από τους ήρωες και τις ηρωίδες. Είναι επίσης και ένα περιβάλλον διακρίσεων, πλούσιων και φτωχών, λευκών και μαύρων. Πού στέκεται όμως η O’Connor σε αυτό το πλαίσιο; Ήταν άραγε ρατσίστρια; Μέχρι σχετικά πρόσφατα κανείς δεν είχε αναρωτηθεί στα σοβαρά -και ανοιχτά-, παρότι υπήρχαν αρκετά στοιχεία «εις βάρος της».
Το ερώτημα έθεσε (και απάντησε) με άρθρο του το περιοδικό The New Yorker το 2020. Ο συγγραφέας Paul Elie, επικαλούμενος τα γράμματα και τις κάρτες που έστελνε στο σπίτι της το 1843 –προσβάσιμα στους μελετητές από το 2014– την χαρακτηρίζει μισαλλόδοξη νέα γυναίκα, την οποία ενοχλούσε η παρουσία αφροαμερικανών στο Πανεπιστήμιο ή στον δημόσιο χώρο.
«Δεν είναι δίκαιο να κρίνουμε μια συγγραφέα από τα νεανικά της γραπτά» θα γράψει μεν ο Elie, προσθέτοντας δε ότι «καθώς εξελίχθηκε σε οξύνου και ευαίσθητη συγγραφέα, η μισαλλοδοξία στα γράμματά της παρέμεινε – σε ανέκδοτα, παρατηρήσεις και στην σταθερή χρήση της λέξης “αράπης”. Για πενήντα χρόνια, αυτά τα στοιχεία τα απέκρυπταν οι εκτελεστές της λογοτεχνικής της κληρονομιάς, τα παρέλειπαν οι επιμελητές και τα δικαιολογούσαν οι ερμηνευτές, προσπαθώντας να διασώσουν την O’Connor από τον εαυτό της.»
Ο Elie παραπέμπει επίσης στο βιβλίο «Radical Ambivalence: Race in Flannery O’Connor» της Αμερικανίδας συγγραφέως και πανεπιστημιακού Angela Alaimo O’Donnell, όπου το έργο της O’Connor χαρακτηρίζεται «στοιχειωμένο» από ζητήματα φυλετικών διακρίσεων και η ίδια «παραβατική στα γραπτά της για τη φυλή, αλλά επιρρεπής σε ολισθήματα και υπερβολές που προέρχονταν από κοινωνικές δυνάμεις πέρα από τον έλεγχό της».
Αρκετά χρόνια νωρίτερα, το 2001, ο βραβευμένος με Pullitzer κριτικός θεάτρου και λογοτεχνίας Hilton Als, έγραφε επίσης στο περιοδικό The New Yorker για τους μαύρους χαρακτήρες της: «Δεν τους χρησιμοποιεί ως με στόχο να προκαλέσει τη συμπάθεια ή την περιφρόνηση· απλώς –και με πολύπλοκο τρόπο– αντλεί υλικό από τη ζωή.»
Η υστεροφημία στη λογοτεχνία, καταλήγει ο Elie, είναι ένας παράξενος θεός, που ευνόησε την Flannery O’Connor: «οι αναγνώστες του έργου της σήμερα ξεπερνούν κατά πολύ αυτούς που είχε όσο ήταν εν ζωή. Μετά τον θάνατό της, τα ρατσιστικά αποσπάσματα αποτέλεσαν εμπόδια στη συνάντηση της επόμενης γενιάς μαζί της, και ήταν κάπως λογικό να τα παρακάμψουμε. Τώρα, η απροθυμία να τα αντιμετωπίσουμε κατάματα είναι από μόνη της ένα εμπόδιο, ένα εμπόδιο που δεν μας επιτρέπει να την προσεγγίσουμε με τη σοβαρότητα που αξίζει σε μια μεγάλη συγγραφέα.»
Info:
- Το τρέιλερ της βραβευμένης ταινίας «Flannery»
- Η Flannery O’Connor με τα δικά της λόγια.
Τα βιβλία της Flannery O΄Connor στα ελληνικά :
Σπάνιο να σου τύχει καλος άνθρωπος, μτφρ, Ρένα Χάτχουτ, Αντίποδες
Και οι βιασταί αρπάζουσιν αυτήν, μτφρ. Αλέξανδρος Κοτζιάς, Αντίποδες
Ημερολόγιο Προσευχής, μτφρ. Γιάννης Παλαβός, Αντίποδες
Κυρία Χαΐνη,για το άρθρο σας”τα σκοτάδια της Φλάννερυ Ο’Κόννορ ,εγκάρδια συγχαρητήρια.
Συμβαίνει πολλές φορές,να μετρώ την αξία των συγγραφέων με το φόβο που μου προκαλεί η δύναμή τους.Ετσι ,συχνά φοβάμαι μια ολόκληρη στήλη βιβλίων που έχω δίπλα στο κρεββάτι μου ,επειδή σκέφτομαι ξαφνικά πως κάπου ανάμεσα βρίσκονται και τα δικάτης.Ειρήνη Κίτσιου.