της Βαρβάρας Ρούσσου
Είκοσι πέντε χρόνια μετά την πρώτη της εμφάνιση η Αριστέα Παπαλεξάνδρου με έξι συλλογές έως το 2020 και με σταθερή εκδοτική παρουσία, έχει διαμορφώσει έναν συνεκτικό, αναγνωρίσιμο ποιητικό τόνο. Η συγκεντρωτική έκδοση Εφ’ όλης της Εύας. Ποιήματα 2000–2020 είναι από εκείνες των οποίων η κυκλοφορία επιβάλλεται όχι μόνο για πρακτικούς λόγους, όπως συμβαίνει γενικά με τις συγκεντρωτικές, αλλά από το ίδιο το έργο. Αυτό για δυο λόγους: αφενός γιατί η Παπαλεξάνδρου ξεκινά το 2000 με το Δυο όνειρα πριν, με μια ομάδα ποιητριών/ποιητών, σχεδόν συνομηλίκων, που σηματοδοτούν μια σταδιακή στροφή και μια ανανέωση στην ποίηση, όπως εξάλλου πολλές φορές έχει συζητηθεί από την κριτική. Συνεπώς, είναι σκόπιμη μια συνολική συγκεντρωμένη εικόνα του έργου της, ως αποτίμηση του έργου της σε αυτό το πλαίσιο, όπως είναι απαραίτητη και για άλλες/ους της ίδιας περιόδου που άφησαν δυναμικό στίγμα στην περίοδο 2000-2020.
Αφετέρου γιατί η Παπαλεξάνδρου διαμόρφωσε στην πορεία ένα όλως ιδιαίτερο γνώρισμα στην ποίησή της. Αρχικά κινείται σε μια περιοχή τρόπων και νοημάτων με έμφαση στην πολυδύναμη δεύτερη και εν μέρει τρίτη μεταπολεμική γενιά και ιδίως στο έργο δημιουργών που επικεντρώθηκαν στην επεξεργασία εμπειριών από το χώρο του ατομικού βιώματος. Όμως, επιδιώκοντας να συστήσει προσωπικό ύφος στρέφεται προς μια καρυωτακική ρητορική της σάτιρας και ειρωνείας σε μια κλίμακα από το χιούμορ στην απλή ειρωνική διατύπωση, στην μελαγχολική αυτό-ειρωνεία και εντέλει στην αιχμηρή σάτιρα ως τρόπο καταγγελίας. Προχωρώντας προς τις τελευταίες συλλογές η επεξεργασία της προσωπικής εμπειρίας από τις ερωτικές σχέσεις, την επαγγελματική σταδιοδρομία, το χώρο της λογοτεχνίας, την ηλικιακή ωριμότητα, την απώλεια αγαπημένων διέρχεται σταθερά μέσα από αυτή την αποστασιοποιημένη οπτική της ειρωνείας και σάτιρας που εντέλει γίνεται ισχυρός και διαρκής τρόπος θέασης του κόσμου.
Συγκεκριμένα, στα Δύο όνειρα πριν και Άλλοτε αλλού, σε τόνο ελεγχόμενης εξομολόγησης που δεν εκπίπτει στον εύκολο συναισθηματισμό αλλά υποβάλλει το συναίσθημα, τα ποιήματά της λειτουργούν ως οχήματα αυτοσυνειδησίας και χαρακτηρίζονται από μια συνεχή απόπειρα αυτοελέγχου, αυτοερμηνείας. Εδώ η ειρωνεία διαμορφώνεται ως αυτοσάτιρα με μορφή εξομολόγησης: «Κυνήγησα καριέρα/αοιδού/αλλά/μου ξέφυγε/Λόγω ασυμβατότητας/φωνής και/ πλάτης//Κυνήγησα αγάπη/ μου παλιά/αλλά/μου πέθανε/λόγω προτεραιότητας/κυρίας άλλης» («Κολλάζ φοβίας»). Η ποιητική φωνή αναζητεί το μέτρο και το χώρο της μέσα σε μια καθημερινότητα που συχνά διαψεύδει τις προσδοκίες, ιδίως στον ερωτικό τομέα όπου συχνά εμφανίζεται ένα γυναικείο υποκείμενο τραυματισμένο από την ερωτική ματαίωση: «Ανυπόγραφο της αγάπης μας/ ποίημα/ Φέτος βρήκα τον λόγο που σ’ έγραψα/[…]ματαίως οι στίχοι που πρόλαβα/τραγουδούν του έρωτά μας την λήξη.» («Ληξιπρόθεσμα»).
Μορφολογικά ήδη διαφαίνεται η τάση προς το ρυθμό, όπως φαίνεται από το παραπάνω ποίημα, που ενεργοποιείται περισσότερο και γίνεται αισθητός και από τις μικρές φόρμες. Αυτή η τακτική θα συνεχιστεί και θα καλλιεργηθεί συστηματικά και συνδυαστικά με μια γλώσσα ελλειπτική αλλά ακριβή: «Από τους στίχους δεν/σωθήκαμε//Δαγκώνει βλέπεις τσουχτερά η ρίμα/ κάθε που μπλέκει/στ’ άδυτα της μοναξιάς» («Η νάρκη της εμπνεύσεως»).
Ενώ λοιπόν με τη δεύτερη συλλογή Άλλοτε αλλού (2004) κινείται ακόμη στους άξονες της πρώτης, στην τρίτη, τα Ωδικά πτηνά (2008) που εμπίπτει χρονικά στη γενικότερη κοινωνική, και ιδίως οικονομική, κρίση η Παπαλεξάνδρου όχι μόνο σταθεροποιεί πλέον το ιδίωμά της αλλά να ανοίγει το εύρος των θεματικών της προς κοινωνικά θέματα και εδώ με την ιδιαίτερη, στο φάσμα της ειρωνείας, ρητορική της.
Η Παπαλεξάνδρου εισάγει εδώ έναν διαφορετικό τόνο, σατιρικό και παιγνιώδη, χωρίς να εγκαταλείπει ένα είδος νηφαλιότητας που ονόμασα αποστασιοποίηση. Το αριστοφανικό μότο (Όρνιθες) δίνει ένα στίγμα στη συλλογή η οποία διέρχεται από το καρυωτακικά μελαγχολικό «Λευκό» («Έχω μια θλίψη στην καρδιά/Απ’ την καρδιά μου πιο παλιά/) στο σχεδόν αυτοσαρκαστικά πικρό «Curriculum vitae» («Είναι της μέγιστης της βαρεμάρας μου το ποίημα/Μα έχει κι υστερόγραφο που ίσως ενδιαφέρει/Γνωρίζω και της άλλης σας Ευρώπης τα ταξίδια/Για fucking και για shopping στα Λονδίνα»). Μένω επίσης στο πάντα επίκαιρο «Κρατικά βραβεία 3003», ένα ποιητικό σχόλιο στο χώρο των λογοτεχνικών θεσμών και των θεσμικών προσώπων, ποίημα που χωρίς να φωτογραφίζει σημαίνει.
Η σάτιρα λοιπόν εκδιπλώνεται και στην επόμενη συλλογή, Υπογείως (2012), μια ιδιαίτερη ενότητα ποιημάτων επιγράφεται «Σατιρικά»: «Η πιο κακόγουστη γενιά/γεννήθηκε μαζί μου το εβδομήντα// Για μόδες ομιλώ και τέτοια/[…]Η γενιά του εβδομήντα/ πιάνει αισίως τα εβδομήντα» («Γεννηθείσα το εβδομήντα»). Στο παραπάνω ποίημα παρά την εξισορρόπηση η γενικότερη σατιρική κριτική στη μαζική κουλτούρα του ’70 μπορεί να εκληφθεί ως ειδικότερη αιχμηρή σάτιρα προς την ποιητική γενιά του ’70. Στη Νυχτερινή βιβλιοθήκη (2020) η ενότητα «Το Φιρικόντιο» κινείται σε παρόμοια σατιρική γραμμή.
Είναι η πρώτη φορά που μια γυναίκα ποιήτρια στην πρόσφατη ελληνική ποίηση οικειοποιείται με τέτοια ακρίβεια και συστηματικά το σατιρικό ύφος, απογυμνώνοντάς το από τον ανδρικό του κυνισμό. Η σάτιρα γίνεται στρατηγική επιβίωσης μέσα στην κοινωνία των ρόλων, αλλά και μέσα στον λογοτεχνικό μικρόκοσμο. Στην Παπαλεξάνδρου, το σατιρικό δεν είναι αντίδραση αλλά πικρή γνώση αποκτημένη από την προσωπική εμπειρία. Την πρακτική αυτή θα ακολουθήσουν πολύ νεότερες ποιήτριες ανάγοντας κυρίως την ειρωνεία σε αντιθεσμικό, αντιρρησιακό, καταγγελτικό όπλο.
Καθώς στο Υπογείως το βλέμμα στρέφεται στην κοινωνία το προσωπικό αποκτά πολιτική διάσταση, το ιδιωτικό και το κοινωνικό δεν είναι διακριτές σφαίρες. Η ποίηση της Παπαλεξάνδρου λοιπόν κινήθηκε εξελικτικά από τον ατομικό μικρόκοσμο προς το συλλογικό, από τη θέαση ως αυτοσυνειδησία στην ετεροσυνείδηση, ως κατανόηση της κοινωνικής συνθήκης και των σχέσεων που συγκροτούν μια γυναικεία υποκειμενικότητα.
Με το Μας προσπερνά (2015), κατά τη δική μου ανάγνωση η κορύφωση της ποιητικής της Παπαλεξάνδρου, ξεκάθαρα πλέον η ποίηση αντιμετωπίζεται ως πράξη ηθικής διαύγειας μέσα στην κοινωνική και ατομική αβεβαιότητα. Το προσωπικό βίωμα, το επαγγελματικό περιβάλλον, οι σχέσεις, το ατομικό παρελθόν, όλα μετατρέπονται σε σκηνή παρατήρησης του εαυτού και του κόσμου. Η γλώσσα είναι ακριβής και καίρια, η ειρωνεία, όπου υπάρχει δεν αναιρεί το συναίσθημα αλλά το μετατρέπει σε πικρία και μελαγχολία. Η ποίηση και ό,τι δι’ αυτής έχει κατορθωθεί, αντιμετωπίζεται επίσης αυτοειρωνικά: «Όποιος σταθεί στο στέγαστρο/ίσως/μες στη ζωή του κλειδωθεί/-λίγων δεκάδων χιλιομέτρων/ασφυξία-/Έως εκεί/των βιωμένων σας στιγμών/η απεραντοσύνη// Όλα της γης τα πλάσματα τόσο δυνάμει ελεύθερα/Ελεύθερη κι εσείς/και δεν επείγεσθε δια της γραφής/να διαιτάσθε/Απ’ τ’ άγραφα στιχάκια σας/ούτε η ζωή σας σώζεται/ούτε ο θάνατός σας./»(Εις εαυτόν»). Το ποίημα, με τη συντομία και τη ρυθμική του ισορροπία, λειτουργεί ως μορφή καθαρής σκέψης, ως πράξη αυτοσυνειδησίας. Θα έλεγα ότι η Παπαλεξάνδρου προσεγγίζει εκείνη τη γνωστή στάση παλαιότερων ποιητών: της ποίησης ως ταυτισμένης με τη ζωή, με την ίδια την καθημερινή συνθήκη της/του δημιουργού.
Εντέλει και συνοπτικά, λιτότητα και πειθαρχία στη φόρμα με συνειδητή αποφυγή μεγάλων συνθέσεων, ρυθμική οικονομία με σύντομους κοφτούς στίχους και μετρημένες παύσεις κατά το καβαφικό πρότυπο, γλωσσική ακρίβεια με αποφυγή κάθε ρητορισμού και φλυαρίας, σκηνικότητα είναι βασικά κρυσταλλωμένα στοιχεία που εντοπίζονται στην ανάγνωση της της συγκεντρωτικής Εφ’ όλης της Εύας.
Τέλος, αυτός ο τίτλος, αντί του συνήθους παλιομοδίτικου «Άπαντα» ή του εύκολα αναγνωρίσιμου «Ποιήματα» (που εξάλλου υπάρχει στον υπότιτλο), μπορεί να διαβαστεί ως δείκτης για τη συνεχή παρουσία μιας ξεκάθαρα γυναικείας ποιητικής φωνής που γίνεται ρητή και ηχηρή στις τελευταίες δυο συλλογές. Εφ’ όλης της Εύας λοιπόν μιας και από την αρχή μεταφέρεται η εμπειρία μιας γυναίκας ποιήτριας. Μάλιστα, στο ποίημα «Γι’ αυτήν τη δική μας Μαντώ [Επιστολή ανεπίδοτη μισή στον ενικό]» από τη Νυχτερινή βιβλιοθήκη στο πρόσωπο της Μαντώς Μαυρογένους και πάλι μέσω μιας πικρά ειρωνικής διατύπωσης συμπυκνώνει μια διαμαρτυρία για τη σιωπή, την περιφρόνηση και τον ευτελισμό που έχουν υποστεί όλες οι γυναίκες: «Το ποίημα αυτό σας το χρωστώ/από πολύ πριν γεννηθώ/Το γράφαν και δεν γράφονταν/τόσες και τόσες σιωπηλές/ανώνυμες προμήτορες της πρώτης/ενοχής μου/». Η αμφιβολία για την ποιητική αξία, για την αυθυπόστατη έμφυλη ύπαρξη μέσα σε έναν ανδροκεντρικά δομημένο κόσμο (συμπεριλαμβανομένου και του λογοτεχνικού χώρου) στις πρώτες συλλογές, σταδιακά μετατρέπεται σε έμφυλη αυτοπεποίθηση ήδη με τα σατιρικά των δυο επόμενων συλλογών και με τις ευθείες αναφορές στην πατριαρχική υπόταξη των δυο τελευταίων συλλογών.
Το Εφ’ όλης της Εύας, όπως οι περισσότερες συγκεντρωτικές που εκδίδονται σε μια καίρια ποιητική στιγμή της/του δημιουργού, δεν έρχεται απλώς και μόνο να επισφραγίσει μια ποιητική πορεία αλλά να τη φωτίσει εκ των έσω και να την επανατοποθετήσει στο χρονικό και λογοτεχνικό πλαίσιο. Δεν έχει μόνο το χαρακτήρα αναδρομής, αλλά επαναφοράς και σύνδεσης με την αναγνωστικά αναμενόμενη -στα προσεχώς- συνέχεια. Δεν είναι απλώς η συγκέντρωση ενός έργου αλλά ένα είδος ποιητικής αυτοσυνειδησίας: το σημείο όπου η/ο δημιουργός επιστρέφει στο σώμα των ποιημάτων για να το ξαναδιαβάσει ως αναγνώστρια/αναγνώστης μαζί και παράλληλα με το αναγνωστικό κοινό.
Αριστέα Παπαλεξάνδρου, Εφ’ όλης της Εύας. Ποιήματα 2000-2020 εκδ. ενύπνιο 2025
![]()




























Ευχαριστώ θερμά την Βαρβάρα Ρούσσου, για την στήριξή της στην δουλειά μου, όλα αυτά τα χρόνια. Η εμψύχωση κριτικών όπως αυτή κάνει τους δημιουργούς να επιμένουν να υφίστανται. Και αυτό δεν το λέω για να το πω, ποιητική αδεία, αλλά το εννοώ.