“Αφέσου” (διήγημα της Μιλού Χατζηστεργίου)

0
386

Μιλού Χατζηστεργίου

 

Μια κυρία/ένας κύριος με μονόκλ και ψηλό μαύρο καπέλο βγαίνει στη σκηνή. Από πάνω το φεγγάρι φέγγει και κλείνει το μάτι, ακούγεται ένα ντινγκ που λάμπει, έχει δυο κρατήρες για μάγουλα. Αλλόκοτο δίδυμο.

Εμείς είμαστε στο κοινό και μας απευθύνουν το λόγο: “Κυρία μου, δεσποινίς δηλαδή γιατί κυρία δεν είστε με τίποτα, με συγχωρείτε, θα συνεχίσω μόλις βρω τις λέξεις, με συγχωρείτε για αυτό, έχασα τον οιρμό μου. Βεβαίως και αρχίζει αυτό και τελειώνει αυτό και μετά αρχίζει ξανά, συνεχώς, και μεταμορφώνεστε αδιάκοπα. Δεν χρειάζεστε εμένα ούτε για να το μάθετε ούτε για να το θυμηθείτε. Είστε σπουδαία και υπέροχη και προπαντώς γελοία.”

Εξαφανίζεται σε ένα σύννεφο καπνού και η φωνή αντηχεί μέσα από αυτό: “Αυλαία και χειροκρότημα, παρακαλώ. Πάμε.”

 

****

Περίοδος/Χαστούκι

Δυο βέλη ξεκινάνε από τα κόκκαλα της λεκάνης, με κατεύθυνση προς τον αφαλό σου. Παλεύουν, το δεξί σπρώχνει το αριστερό αλλά την πληρώνεις εσύ και σε πιέζουν. Τέσσερα νύχια μιας εκατοντάχρονης Κασσάνδρας ξύνουν το δέρμα σου από μέσα σαν να θέλουν να το σκίσουν αλλά ξέρουν πότε να σταματήσουν ώστε να μην το σκίσουν ποτέ και σε βασανίζουν. Ομίχλη μέσα στα αυτιά σου και μπροστά από τα μάτια σου. Η μέση σου και τα μπούτια σου είναι από λάβα και ξυπνάς στο κρεβάτι με αίματα παντού στα λευκά σεντόνια και στην γαλάζια σου φόρμα. Μαύροι κύκλοι, χλωμό δέρμα, πηγαίνεις στο σουπερμάρκετ και δυσκολεύεσαι να κρατήσεις το καλάθι, το τεχνητό κρύο ενισχύει τα τέσσερα νύχια. Βλέπεις μια γυναίκα χωρίς χέρι, πώς γίνεται, πού είναι το χέρι της, έτσι γεννήθηκε ή το έχασε με κάποιον τρόπο, ας μην την κοιτάξεις περισσότερο γιατί θα το καταλάβει και θα νιώσει παράξενα, κοιτάς τις φακές στο ράφι, την ξανακοιτάς διακριτικά, έχει χέρι ρε μαλάκα, είσαι τρελή τελείως; Νυστάζεις επαγγελματικά. Δεν χωράνε τα ρούχα την πρώτη μέρα, ξαπλωμένη, φαντασιώνεσαι να είσαι καλυμμένη μέχρι το λαιμό με ζεστό χώμα. Πας να βάλεις θερμόμετρο και σπάει με το που ακουμπάει τη μασχάλη σου. Γελάς. Το μυαλό σου καθαρίζει σιγά-σιγά.

Αίματα αίματα αίματα!!! Μην φοβάσαι, είναι απλά χίλια λίτρα αίμα!!! Κόκκινο σίδερο. Αντίο ενδομήτριο, σε φιλούμε πολύ, ήμασταν καλοί φίλοι!!! Το βρακί πάλεται ρυθμικά, είναι το κέντρο, το δέρμα είναι ευαίσθητο, εσύ δεν είσαι. Πεινάς, κρέας και ρύζι και ρύζι και τι άλλο, α ναι, και τυρί και πάστα σεράνο. Οι ιδέες έρχονται ξανά αλλά τις σπρώχνεις γιατί δεν σε νοιάζουν σήμερα, τα λόγια σου είναι ευδιάκριτα και δεν σε ενδιαφέρει ποιος καταλαβαίνει τι, δεν βάζεις υπότιτλους. Υπομονή δεν έχεις. Ευαίσθητα μάγουλα και φρύδια, ενώνονται με κλωστές.

Και τώρα τα πράγματα είναι τακτοποιημένα σε κουτιά, χωρίς καπάκι μεν αλλά σε κουτιά. Κοιτάς τις παλάμες σου για ώρες, τις μελετάς, σκέφτεσαι να τις βυθίζεις μέσα σε βάζα μελιού. Μέσα στο λαιμό κάτι σαν ανεμοστρόβιλος, ποιος ξέρει αν το βλέπουν. Περπατάς και όλο το πέλμα ακουμπάει κάτω, τα δάχτυλα γραπώνουν το έδαφος. Λες λευκά ψέματα και η μουσική βγάζει νόημα.

Οι κύκλοι κάτω από τα μάτια λαμπυρίζουν, δεν είσαι σίγουρη αν φαίνεται, φαίνεται παιδιά; Εσείς εκεί πισω τι λέτε; Είσαι πέντε σκιουράκια, το ένα πάνω στους ώμους του άλλου, με μια μαύρη καμπαρντίνα. “Μες στα δισκάδικα όταν βρίσκω, πελάτες άγνωστους ν’ ακούν δικό μου δίσκο”. Χαμόγελο και τα μάτια ανοιγοκλείνουν κάπως γρήγορα. Όλα καλά. Γιατί είναι τόσο σκούρα και τόσο όμορφα τα μαλλιά σου σήμερα; Κολυμπάς σε ένα ποτάμι, σε παρασύρει ένα δυνατό ρεύμα, φοβάσαι και αφήνεσαι, φοβάσαι και πανικοβάλλεσαι, αφήνεσαι αφήνεσαι, λούπα ατελείωτη. Ωραία είναι πάντως, χωρίς να έχεις πιέσει το συμπέρασμα. Όλα καλά, το ξαναλές.

Η αύρα σου διαβάζει Τζέιν Έιρ και κάθεται σε μια άνετη κουνιστή πολυθρόνα δίπλα σε αναμμένο τζάκι, τσικ τσακ τα καμμένα κούτσουρα, ή στη μέση ενός κατάφυτου κήπου και ακούγεται από κάπου ένας γκιώνης. Μανταρίνια. Κεράσια. Καφέ στακάτο αίμα, απλά έτσι, σε θυμήθηκε, δεν είναι τίποτα. Δυνατός ύπνος. Δυνατός κορμός. Μυαλό ξυράφι. Καιρός; Αδιάφορο.

Κάτι κατάλαβες αλλά δεν έχει απάντηση.

*****

Ωοθυλακική/Γαρύφαλλο στ’ αυτί

Δέντρα και θάμνοι και λουλούδια και βρύα και λειχήνες. Η φωνή σου χαμηλώνει μια οκτάβα. Ξεκινάς μπαλέτο. Οι ώμοι και η πλάτη σου δημιουργούν ένα μεγάλο, σίγουρο χαμόγελο στο πρόσωπό σου. Τα όμορφα μπαλκόνια της Αθήνας και τα σκουπίδια στους δρόμους της πιάνονται χέρι-χέρι. Γράφεις σε λίστες στο μυαλό σου όλα όσα πρέπει και όλα όσα θέλεις να κάνεις – είναι όλα εφικτά. Σταματάς να μελετάς το σώμα σου – μόνο αν τύχει, αν περάσεις μπροστά από καθρέφτη γυμνή, μόνο τότε θα ρίξεις μια ματιά με ευχαρίστηση. Σου λείπει να είσαι παιδί, να περιμένεις σε μια καρέκλα στο μπαλκόνι την γιαγιά σου να φέρει τα μπαρμπούνια που τηγανίζει, τα πόδια σου να μην ακουμπάνε το πάτωμα, να κοιτάζεις τον ήλιο κατάματα και μετά να βλέπεις το σημάδι του πάνω στα μπαρμπούνια, ναι, το σκέφτεσαι και μπορείς να μεταφερθείς εκεί αν θέλεις. Ο καιρός είναι ήπιος, μια τυπική μέρα μυθιστορήματος. Ξαπλωμένη στο πάτωμα με τα πόδια ανεβασμένα στην καρέκλα, μένεις έτσι για ώρες και φτάνεις σε ζενίθ συγκέντρωσης. Τι καθαρό. Ποτά, φαγητά, μιλάς, ακούς. Τι φίλους έχεις, πόσο τυχερή είσαι. Έξω έξω έξω. Περπατάς ατελείωτες ώρες και στο τέλος της ημέρας αισθάνεσαι τις γάμπες και τον κώλο σου να πάλλονται, τσακ τσακ τσακ δεξιά και αριστερά. Όλα ωριμάζουν, όλα ετοιμάζονται. Ανοίγεις το ψυγείο, αγναντεύεις μέσα και αφαιρείσαι. Όταν ξυπνούσες τρομαγμένη από εφιάλτη και έμπαινες ανάμεσα στους γονείς σου – το έχεις κι αυτό μέσα σου. Τα ρούχα είναι μεγάλα, ο θυμός εξατμίζεται με τους μαύρους κύκλους, τα όνειρα δεν σοκάρουν, μόνο φωτίζουν, και ξυπνάς έτοιμη. Κουράζεσαι και ξεκουράζεσαι, ξέρεις τι σημαίνουν. Είσαι πολύ όμορφη! Χαμογελάς κι άλλο. Τελικά μήπως είναι πολύ ωραίο να ζεις; Και μήπως, λέω μήπως, είναι και καταπληκτικό;

****

Ωορρηξία/Φυλαχτό

Όταν ξυπνάς: τότε ξημερώνει. Στενά, κοντά ρούχα. Μην ζαλιστείτε! Ο λαιμός σου μυρίζει σαν βούτυρο και σαν αυτό που θέλεις. Δεν είναι μόνο ότι είσαι η πιο έξυπνη, οι σκέψεις σου είναι ένα σχήμα που δεν υπήρχε πριν το δημιουργήσεις. Για χιούμορ δεν το συζητάω, μαζί πάνε αυτά. Στάζεις και βάζεις δυο δάχτυλα μέσα σου – βγαίνουν πολύ νόστιμα, τα ανοίγεις στο σήμα της ειρήνης και φυσάς φούσκες. Πιο αγγελικό ανθρώπινο δέρμα έχεις ακουμπήσει ποτέ; Κόσμος και κοσμάκης κοιτάει τα πόδια σου και ψάχνει να αγοράσει κώνειο. Το μαλακό στόμα μιας κοπέλας που θέλει να την φροντίσεις – την φιλάς την φιλάς και αν πεθάνει τώρα θα είναι υπερπλήρης. Όλα τα αγόρια τρίβουν τα μάτια τους, θέλουν να σε πηδήξουν και μετά να αποκοιμηθούν στην αγκαλιά σου. Είσαι και πριγκίπισσα και μαλακισμένη και κακομαθημένη και γλιστράει ωραία. Ξεκινάς να κάνεις βαρελάκια στην Πατησίων και τα αυτοκίνητα σταματάνε, όλη αυτή η κίνηση για να σε δει ο κόσμος να παίζεις με φόντο την Ακρόπολη! Σε μυρίζουν τα αδέσποτα σκυλιά, μαζεύονται γύρω σου και σε ακολουθούν. Τα υπόλοιπα σκυλιά σπάνε τα λουριά τους και αφήνουν τα αφεντικά τους με το στόμα ανοιχτό, έρχονται και ενώνονται με τα αδέσποτα. Όσο προχωράς σχηματίζεται πίσω σου μια αγέλη που όλο και μεγαλώνει, όλο και μεγαλώνει. Σε προστατεύουν, όποιος πάει να σε πειράξει θα τον σκοτώσουν. Δεν υπάρχει στόχος, απλώς υπάρχουμε. Απολαύσεις δεξιά και αριστερά, ό,τι θέλεις το παίρνεις. Μα ποια είσαι τέλος πάντων;

*****

Ωχρινική/Αλίμονο

Έλα δίπλα μου να ξαπλώσεις, έλα να σε κάνω καλά μωρό μου. Έχεις πρηστεί μέσα και έξω, λίγη υπομονή, προσπάθησε να το ζήσεις. Θέλεις να δουλέψεις, να ακούσεις κάποιον και το πρόβλημά του, να χαθείς μέσα σε κάτι άλλο και να φαντάζεσαι τον εαυτό σου με διαφορετικό πρόσωπο. Δεν έρχεσαι. Δεν μπορείς να κοιμηθείς πάνω από τρεις ώρες τα βράδια, δεν συγκέντρωνεσαι, απεχθάνεσαι το σώμα σου τώρα. Θέλεις να τα ξεχάσεις όλα αυτά, να νομίζεις κάτι άλλο. Χτυπάς σε γωνίες και τοίχους. Γιατί; Το φεγγαράκι δουλεύει μόνο του και δεν θα μας ρωτήσει δυστυχώς, κι αυτό την δουλειά του κάνει, δεν φταίει, μην το κατηγορείς. Τόσο δύσκολο είναι να θυμάσαι ότι θα συμβεί το ίδιο με την προηγούμενη φορά και με όλες τις επόμενες; Μην πανικοβάλλεσαι.

Έχει κύμα. Μπαίνουν μέλισσες στα αυτιά και κατασκηνώνουν στο κρανίο σου. Προσπαθείς να ισορροπήσεις πάνω στο κεφάλι μιας καρφίτσας. Ο εαυτός σου στον καθρέφτη δεν βγάζει νόημα, δεν ξέρεις τι είναι αυτό που κοιτάς, δεν καταλαβαίνεις αν είναι πρόσωπο ή άσχετα μεταξύ τους κομμάτια συγκεντρωμένα μέσα σε ένα περίγραμμα.

 

*****

*Π.Ε.Σ./Φίδι*

Τι κοιτάνε αυτοί; Τι λένε για σένα; Σε ποιον ανήκεις; Είσαι άσχημη και απωθητική. Τα μάτια σου τρέμουν από αβεβαιότητα, το κεφάλι σου κουτουλάει συνεχώς στον γκρίζο ουρανό, έλεος πια, δεν το βουλώνεις καμιά ώρα; Γιατί προσπαθείς να πεις στους άλλους τι σκέφτεσαι και τι νιώθεις; Γιατί προσπαθείς να αποφασίσεις πράγματα; Είσαι χαζή, είσαι ανίκανη, τα κάνεις όλα γεωμετρικά χειρότερα κάθε δευτερόλεπτο, κλάψε λίγο, και λίγο ακόμα και λίγο ακόμα, ναι, έτσι μπράβο. Κοίτα τους όλους να είναι καλά, κοίτα τους να είναι χαρούμενοι και τακτοποιημένοι – κι αν εσύ τις άλλες μέρες απεχθάνεσαι την τακτοποίηση, τώρα σου γυαλίζει. Κουράζεις αγάπη μου. Ούτε μια καλή ιδέα, τίποτα αξιόλογο. Πέσε στα τέσσερα, μόνο να σέρνεσαι ξέρεις. Ταχυπαλμία και πόνος στη μέση. Τι νόημα έχει; Πόνος πόνος πόνος. Αίμα είναι αυτό;

 

*****

 

Η αυλαία ξανακλείνει. Το φεγγάρι έχει κουραστεί αλλά είναι ακούραστο, κλείνει πάλι το μάτι, ακούγεται ένα ντινγκ που λάμπει. Ο κύριος/Η κυρία με το μονόκλ και το ψηλό καπέλο εμφανίζεται στη σκηνή: “Καλησπέρα σας δεσποινίς, το είπα σωστά αυτήν τη φορά, ναι, καλωσήρθατε, δεν σας ξεχάσαμε αλλά ούτε κι εσείς μας ξεχάσατε, όχι, μην ξεκουράζεστε, όχι, δεν έχουμε χρόνο, ξεκινάει πάλι, ναι πάλι το ίδιο, ναι βεβαίως, εικοσιοκτώ μέρες τώρα, καλύτερο από εικοσιέξι που ήταν πριν, ναι, ακουμπήστε την πλάτη πίσω στο βελούδινο κάθισμα και απολαύστε, αυτή η φορά θα είναι πιο ήπια, κάνουμε κι εμείς μερικές φορές αλλαγές, δεν το νιώθετε; Καλή απόλαυση”.

Προηγούμενο άρθροDana Grigorcea: Ο ολοκληρωτισμός δεν πρέπει να σχετικοποιείται (συνέντευξη στον Θανάση Μήνα)
Επόμενο άρθροΟ Θάνατος Του Ιερού Ελαφιού, ή: το σκληρό πρόσωπο της ευγένειας (του Μανώλη Γαλιάτσου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ