του Γιάννη Μουγγολιά
Mια δεκαετία πέρασε από τότε που ο Phil Woods άφησε την τελευταία του πνοή και μαζί του σίγησε ένα από τα πιο ξεχωριστά πνευστά τεκμήρια από λευκό Αμερικάνο τζάζμαν τόσο στο άλτο σαξόφωνο όσο και στο κλαρινέτο. Στις 29 Σεπτεμβρίου 2015 πέθανε σε ηλικία 83 ετών ενώ η τελευταία φορά που εμφανίστηκε να παίζει ζωντανά ήταν στις 6 Σεπτεμβρίου 2015 στο Manchester Craftsmen’s Guild στο Πίτσμπουργκ της Πενσυλβάνια. Στη συναυλία αυτή προκειμένου να ολοκληρώσει μια ερμηνεία του κλασικού άλμπουμ «Charlie Parker With Strings» με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Πίτσμπουργκ, χρησιμοποίησε οξυγόνο για να ενισχύσει τους πνεύμονές του. Εκείνο το βράδυ ανακοίνωσε ότι είχε εμφύσημα και ότι αποσύρεται.
Μουσικός με εντελώς ιδιοσυγκρασιακό ύφος και χαρακτηριστική ταυτότητα στο παίξιμο του άλτο σαξοφώνου, σε ό,τι κι αν επιχειρούσε, είτε αυτό ήταν προσωπικές δουλειές του είτε συνεργασίες με άλλους σημαντικούς μουσικούς, ο Phil Woods ήταν αμέσως αναγνωρίσιμος από τις πρώτες ήδη πνευστές φράσεις του. Μάλιστα δεν είναι τυχαίο ότι του αποδόθηκε το προσωνύμιο «το Νέο Πουλί», ένας χαρακτηρισμός που είχε δοθεί και σε άλλους άλτο σαξοφωνίστες όπως ο Sonny Stitt και ο Cannonball Adderley προκειμένου να τονιστεί η αναμφισβήτητη αξία τους συγκριτικά με τον Charlie Parker («Jazz Bird»). Άλλωστε ο Charlie Parker μαζί με τους άλτο σαξοφωνίστες Benny Carter και Johnny Hodges ήταν βασικές αναφορές και επιρροές του Phil Woods ήδη από τα πρώτα βήματά του.
Γεννημένος στις 2 Νοεμβρίου 1931 στο Σπρίνγκφιλντ στη Μασσαχουσέτη και με κληρονομιά ένα σαξόφωνο στα 12 του στη γενέτειρά του πήρε μαθήματα στο πλευρό του Harvey LaRose σε ένα τοπικό κατάστημα μουσικών ειδών και αργότερα σπούδασε μουσική με τον Lennie Tristano στη Σχολή Μουσικής του Μανχάταν και στη Σχολή Juilliard της Νέας Υόρκης (1948-1952). Κλαρινέτο έμαθε στο πλευρό του φίλου του Joe Lopes, αφού δεν υπήρχε τομέας εκπαίδευσης για αυτό το όργανο στη σχολή Juilliard.
Η δεκαετία του 1950 ήταν καθοριστική για τον Phil Woods αφού τότε ήταν η απαρχή των πρώτων εγχειρημάτων του ως leader των δικών του συγκροτημάτων. Συμμετέχει σε παγκόσμια περιοδεία στο πλευρό του Dizzy Gillespie μετά από πρόσκληση του Quincy Jones. Μέσα στη δεκαετία του 1950 περιόδευσε με τον Quincy Jones στην Ευρώπη, ενώ το 1962 με τον Benny Goodman στη Ρωσία.

Στα 37 του και μέσα στην καρδιά της ανεπανάληπτης ατμόσφαιρας που διαμορφωνόταν τον Μάη του 1968 ο Phil Woods μετακινήθηκε από τις ΗΠΑ στη Γαλλία όπου ίδρυσε το σπουδαίο ευρωπαϊκό δικό του σχήμα, τους European Rhythm Machine, ξεδιπλώνοντας ένα πολύ ξεχωριστό ήχο που ξέφευγε από τα αναμενόμενα μονοπάτια της τζαζ και του αυτοσχεδιασμού και άγγιζε προωθημένες περιοχές της αβανγκάρντ.

Μετά από μια γόνιμη τετραετή πορεία στη Γαλλία επέστρεψε το 1972 στις ΗΠΑ ιδρύοντας ένα κουαρτέτο που με διάφορες αποχωρήσεις και εισόδους μελών διατηρήθηκε μέχρι και το 2004. Εκτός από την κύρια κατεύθυνσή του στο αγαπημένο του όργανο που τον καταξίωσε, το άλτο σαξόφωνο, έχει να επιδείξει εξαιρετικές επιδόσεις και στο κλαρινέτο όπου ενδεικτικά και λόγω εντοπιότητας αναφέρουμε το σόλο του στη «Μυσιρλού» του Νικόλα Ρουμπάνη, κομμάτι που διασκέδασε στο άλμπουμ του-συλλογή «Into the Woods – (The Best Of Phil Woods)» (Concord Jazz, 1996). Παράλληλα άφησε δημιουργικό ίχνος ως συνθέτης και ενορχηστρωτής.
Συνεργάστηκε με κορυφαίους μουσικούς και σχήματα όπως: Charlie Barnet Orchestra, Claude Thornhill, Buddy Rich Band, Thelonious Monk, Gerry Mulligan Concert Band, Oliver Nelson, Cannonball Adderley, Clark Terry Big Bad Band, Michel Legrand, John Lewis, Hank Jones, George Russell, Bill Potts, George Wallington, Red Garland, Bob Brookmeyer, Sonny Rollins, Stephane Grappelli, Bill Evans, Lena Horne, Tony Bennett, Tommy Flanagan, Johnny Griffin, Zoot Sims, Lee Konitz, Gene Quill, Jean-Luc Ponty, Tom Harrell, John Riley, Hal Galper κ.α. Εκτός όμως της τζαζ, ο Phil Woods ανοίχτηκε και σε άλλους χώρους, σαφώς πιο δημοφιλείς, αφού ηχογράφησε κλασικά τραγούδια με τους Billy Joel, Paul Simon, Steely Dan κ.α.
Από την πληθωρική και εκτεταμένη δισκογραφία του που εκτείνεται από το 1954 μέχρι το 2011, επιλέγουμε έξι «διαφορετικούς» δίσκους που ο καθένας αντιπροσωπεύει και μια ξεχωριστή παράμετρο του μουσικού μεγέθους του Phil Woods.
Phil Woods Septet «Pairing Off»
Ένα από τα πρώιμα προσωπικά δισκογραφικά του τεκμήρια, ήδη από τη δεκαετία του 1950 όπου ο σημαντικός πνευστός γινόταν αναγνωρίσιμος ανοίγοντας τα φτερά του στις τζαζ αναζητήσεις τους που θα μας επιφύλασσαν έκτοτε δυνατές συγκινήσεις και ανεπανάληπτες εμπειρίες.
Το «Pairing Off» που κυκλοφόρησε το 1956 από τη δισκογραφική εταιρεία Prestige, μας εισάγει στη σπουδαία μουσική του που εδώ χαρακτηρίζεται από μια χαρούμενη και εξωστρεφή διάσταση. Τρία πρωτότυπα κομμάτια που σφραγίζονται με τη συνθετική υπογραφή του Phil Woods και μια θαυμάσια διασκευή της μπαλάντας «Suddenly It’s Spring», όλα τους εκτεταμένα όσον αφορά τη διάρκειά τους προσεγγίζονται υποδειγματικά από ένα επιτελείο πρωτοκλασάτων τζάζμεν. Με έμφαση στα πνευστά αφού έχουμε δυο άλτο σαξοφωνίστες (μαζί με τον Phil Woods ο Gene Quill) και δυο εξαιρετικούς τρομπετίστες (Kenny Dohram και Donald Byrd), ο ήχος διευρύνεται με πληρότητα από τον πιανίστα Tommy Flanagan, τον κοντραμπασίστα Doug Watkins και τον ντράμερ Philly Joe Jones. Καθένας τους ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο της τζαζ με σημαντικές περγαμηνές. Ο τίτλος του δίσκου παραπέμπει στα ζευγάρια που συναντούμε εδώ, δηλαδή τους δυο άλτο σαξοφωνίστες και τους δυο τρομπετίστες.
Στα 25 του ήταν τότε ο Phil Woods και αυτό το άλμπουμ αντικατοπτρίζει ενθουσιασμό και ευφυία. Πολύ όμορφη μουσική με έμπνευση στη σύνθεση αλλά και με απαιτητικό βαθμό υλοποίησης που μας χαρίζει ένα τζαζ άλμπουμ που ακτινοβολεί μελωδισμό, ρυθμό και ενέργεια σηματοδοτώντας την αφετηρία ενός μουσικού που μόνο δεδομένος, συμβατικός, αναμενόμενος δεν μπορεί να θεωρηθεί.
Την ίδια χρονιά, το 1957 από την Prestige κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Four altos» που συνυπογράφουν και παίζουν οι σαξοφωνίστες Phil Woods Gene Quill, Sahib Shihab και Hal Stein. Συνθέσεις των Mal Wadron, Teddy Charles, Hal Stein, Dorothy Fields, Jimmy McHugh τυγχάνουν εμπνευσμένων διασκευών σε έναν υπέροχο δίσκο που τους τέσσερις άλτο σαξοφωνίστες πλαισιώνουν ιδανικά οι Mal Waldron (πιάνο), Tommy Potter (κοντραμπάσο) και Louis Hayes (ντραμς).
Phil Woods Featuring Iordanis Tsomidis «Greek Cooking»
Ο δίσκος αντανακλά τη συνεργασία του Phil Woods με τον κορυφαίο Έλληνα δεξιοτέχνη μπουζουξή Ιορδάνη Τσομίδη (Jordan), ο οποίος από το 1957 διέπρεπε στην Αμερική και για 15 χρόνια θα έπαιζε σε κέντρα της Νέας Υόρκης, του Λος Άντζελες, του Σαν Φραντσίσκο, του Χόλιγουντ, του Λας Βέγκας και της Νεβάδα και θα γινόταν διάσημος όχι μόνο στους Έλληνες ομογενείς αλλά και σε πασίγνωστους Αμερικανούς φίλους και θαυμαστές, μεταξύ των οποίων οι ηθοποιοί Jack Nicholson, Shirley McLaine, Jane Fonda κ.α.
Στο «Greek Cooking» που κυκλοφόρησε το 1967 από τη σπουδαία δισκογραφική εταιρεία Impulse!, γνωστή για τα αριστουργήματα του John Coltrane και πολλών μεγάλων της τζαζ, και που είχε ως παραγωγό τον πολύ Bob Thiele, ο Phil Woods παίζει άλτο σαξόφωνο και ο Τσομίδης μπουζούκι, ενώ ενορχηστρωτής των κομματιών και διευθυντής του μουσικού συνόλου που αποτελείται από μουσικούς αρμένικης και μεσανατολικής καταγωγής που συνδυάζουν την τζαζ και τις παραδοσιακές μουσικές τους και έπαιζαν επίσης τότε σε κέντρα της Νέας Υόρκης και του Σικάγου (William Costa-ακορντεόν, μαρίμπα, Souren Baronian-κλαρινέτο, κρουστά, Stuart Scharf-κιθάρα, Chet Amsterdam-μπάσο, John Yalenezian-ντραμς (Dumbeg), Bill Lavorgna-ντραμς, George Mgrdichian-ούτι, Seymour Salzberg -κρουστά) είναι ο Norman Gold. Ενορχηστρώσεις οργανωμένες με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι πολύ ελεύθερες και να μπορεί ο Phil Woods να κάνει ό,τι τον οδηγούσαν τα συναισθήματά του. Woods, Gold και Τσομίδης εικονίζονται στο εξώφυλλο του δίσκου.
Πρόκειται για την πρώτη φορά που ο Phil Woods φλέρταρε με την ελληνική μουσική, αφού προηγουμένως δεν είχε ανάλογη εμπειρία. Ακούγοντας τον δίσκο ωστόσο καταλαβαίνουμε ότι το αίσθημα του Woods για την ελληνική μουσική σε αυτή την πρώτη απόπειρα ήταν πολύ καλό. Τρία χρόνια πριν την κυκλοφορία του δίσκου μέσω της ταινίας του Μιχάλη Κακογιάννη «Zorba the Greek» και της διεθνούς πορείας της με τον Anthony Quinn να ζωντανεύει τον θρυλικό ήρωα του Καζαντζάκη, είχε δημιουργηθεί σε παγκόσμιο επίπεδο ένας μύθος με εκρηκτική δημοσιότητα. Έτσι από αυτόν τον δίσκο της σύμπραξης Woods και Τσομίδη δεν θα μπορούσε να λείπει το μουσικό θέμα της ταινίας γραμμένο από τον Μίκη Θεοδωράκη και μάλιστα ως εναρκτήριο κομμάτι, παιγμένο βέβαια με το πάθος, τη δεξιοτεχνία και τον τρόπο των δυο μουσικών. Έτσι η σύλληψη της ιδέας να δημιουργηθεί ένας δίσκος που θέτει την ελληνική μουσική στο προσκήνιο, στην περίπτωσή μας σε μια τζαζ κατεύθυνση, αποδεικνύεται εξαιρετικά επιτυχημένη. Το «Greek Cooking» που μαγείρεψαν ο Phil Woods και ο Ιορδάνης Τσομίδης, πρωτοπορεί και θέτει θεμέλια λίθο για την εποχή του σε αυτό που λέμε world jazz. Στα υπόλοιπα κομμάτια του άλμπουμ έχουμε εκδοχές του «A Taste Of Honey» του Bobby Scott, του μουσικού θέματος του Alex North για την ταινία «Anthony and Cleopatra» του Charlton Heston, του «Got A Feelin΄» των Mamas and the Papas, του μουσικού θέματος που έγραψε ο Victor Young για την ταινία «Samson & Delilah» του Cecil B. DeMille και δυο κομματιών του Norman Gold, του ομώνυμου και της «ελληνικής» μπαλάντας «Mica».
Ένας πολύ καλός δίσκος που η εξωστρέφεια και το fun περνούν μέσα από αυτοσχεδιασμούς, τζαζ διαδρομές και τη χειμαρρώδη δεξιοτεχνία του μπουζουκιού και των ανατολικών παραδόσεων. Πλέον είναι αρκετά δύσκολο να εντοπιστεί και η τιμή του έχει αυξηθεί πολύ. Σίγουρα είναι ένα ασυνήθιστο νούμερο στην εκτεταμένη δισκογραφία του Phil Woods.
Phil Woods And His European Rhythm Machine
Στο ομώνυμο άλμπουμ «Phil Woods And His European Rhythm Machine» που κυκλοφόρησε το 1970 από τη Les Disques Pierre Cardin, γαλλική βραχύβια δισκογραφική εταιρεία του μόδιστρου Pierre Cardin, με το κομψότατο αισθητικά εξώφυλλο και οπισθόφυλλο, έργο του Άγγλου σκιτσογράφου Rowland Emett, που απεικονίζει έναν υπολογιστή-σύστημα πληροφοριών με το όνομα «Fleur Bleue» (Μπλε Λουλούδι) σατιρίζοντας την τεχνολογική εξέλιξη, ο κορυφαίος Phil Woods (άλτο σαξόφωνο, κλαρινέτο, κρουστά, μαγνητοταινία, φωνητικά) συνοδεύεται από τους Henry Texier (κοντραμπάσο, φλάουτο, αφρικάνικα κρουστά, φωνητικά), Daniel Humair (ντραμς, κρουστά) και Gordon Beck (πιάνο, όργανο) στη θαυμάσια ηχογράφηση της 5ης Ιουλίου 1970 στο Europa-Sonor Studio.
Τέσσερα υπέροχα κομμάτια που δημιουργούν ένα ευχάριστο μείγμα μπίμποπ και αβανγκάρντ αναζητήσεων. Μουσική εκτός των αναμενόμενων, πειραματική, συχνά κοντά στο «ψυχεδελικό» «Bitches Brew» του Miles Davis, απρόβλεπτη, πνευματική, γεμάτη εκπλήξεις, τζαζ με ψήγματα ηλεκτρονικής και προγκρέσιβ ροκ, με τον Phil Woods σε μεγάλα κέφια, αντισυμβατικό αλλά χωρίς να παρεκκλίνει από την ταυτότητά του και τους Ευρωπαίους μουσικούς να συνεισφέρουν τα μέγιστα με δεξιοτεχνικούς διαλόγους και σόλο. Μουσική της εξαιρετικά δημιουργικής περιόδου του Woods στην Ευρώπη που διέκοψε την πολλά υποσχόμενη καριέρα του στην Αμερική και αντιμετωπίστηκε με αρκετή δυσπιστία από τους θαυμαστές του. Δυσπιστία που στο εσωτερικό του εξωφύλλου αντικατοπτρίζεται σε μια αλληλογραφία του Phil Woods με απογοητευμένο από την κατεύθυνσή του αυτή θαυμαστή του. Σε ερωτήσεις όπως: «Πού είναι η μελωδία;», «Τι στο καλό είναι μια Χρωματική Μπανάνα;» υπονοώντας τον τίτλο του εναρκτήριου κομματιού, ο Phil Woods απαντά με αστείο τρόπο. Αστεία όμως είναι και τα σχόλια στις σημειώσεις που αντανακλούν την εύθυμη ατμόσφαιρα κατά την ηχογράφηση. Στο τέλος του δίσκου ο μικρός γιος του Phil Woods παρουσιάζει στα γαλλικά και αγγλικά τους μουσικούς καταλήγοντας: «Non, c’est mon Pápá, Philippe du Bois from France!» και στα αγγλικά: «Από την Αμερική, ο μπαμπάς μου Phil Woods στο άλτο σαξόφωνο!».
Phil Woods And His European Rhythm Machine «Live At Montreux»
Δυο χρόνια μετά κυκλοφορεί ο αριστουργηματικός δίσκος «Live At Montreux 72» του Phil Woods And His European Rhythm Machine αποτυπώνοντας τη συναυλία της 19ης Ιουνίου στο θρυλικό ελβετικό τζαζ φεστιβάλ. Και εδώ η δισκογραφική εταιρεία που έδωσε βήμα ήταν η Les Disques Pierre Cardin.
Τον Henry Texier έχει αντικαταστήσει ο κοντραμπασίστας Ron Mathewson και το σχήμα μας παρουσιάζει τρεις υπέροχες εκτεταμένες συνθέσεις του Gordon Beck με εξέχουσα την 26λεπτη «The Executive Suite», ένα συγκλονιστικό δείγμα αυτοσχεδιαστικής τζαζ και μοναδικής οργανικής δεξιοτεχνίας του Phil Woods. Οι άλλες δυο συνθέσεις του άλμπουμ είναι το 9λεπτο «Falling» και το 15λεπτο «It Does Not Really Matter Who You Are». Ο Phil Woods σε αυτή τη συναυλία και κατ΄ επέκταση στον ζωντανά ηχογραφημένο δίσκο κάνει ασύλληπτα πράγματα. Εκφράζει την εξαιρετική του οργανική μαεστρία ξεδιπλώνοντας με σπάνια άνεση την εξαιρετική δεξιοτεχνία του και τον ιδιοσυγκρασιακό ήχο του, ενώ πολλές φορές, σε ένα πλαίσιο free jazz, αυτοσχεδιασμού και μιας διαρκούς αίσθησης περιπέτειας ενσωματώνει στον ήχο του ακραίες κραυγές έως σοβαρά ακραία βογκητά του οργάνου. Ένα παίξιμο που ανανεώνει την παράδοση της bop και καθηλώνει με τα σαγηνευτικά σόλο του. Είναι αυτή η δημιουργική περίοδος που έφερε γόνιμους καρπούς της ξεχωριστής τέχνης του Phil Woods στην Ευρώπη. Αφήνοντας πίσω του μια πολλά υποσχόμενη καριέρα στις Ηνωμένες Πολιτείες ως ηγέτης και sideman, ο Woods κατευθύνθηκε στην Ευρώπη και κυρίως στη Γαλλία, πιστεύοντας ότι αυτό θα ήταν ένα πιο υγιές μέρος για έναν μουσικό της τζαζ (τόσο πολιτικά όσο και πολιτισμικά). Και ήταν στο Παρίσι, σε σύντομο χρονικό διάστημα, που ο Phil Woods σχημάτισε το European Rhythm Machine με τον Daniel Humair στα ντραμς, τον Henri Texier στο μπάσο και τον George Gruntz στο πιάνο που αργότερα αντικαταστάθηκε από τον Gordon Beck, τον οποίο ακούμε στον θαυμάσιο αυτό δίσκο αλλά και στον προηγούμενο.
Ένας σπάνιος δίσκος που παρότι κυκλοφόρησε και από τη Verve με άλλη ονομασία-διάταξη στα κομμάτια κατόπιν άδειας του Pierre Cardin, δεν εκδόθηκε ποτέ σε cd.
Phil Woods «Musique Du Bois»
Έξοχο δείγμα post bop που κυκλοφόρησε το 1974 από τη νεοϋορκέζικη δισκογραφική εταιρεία Muse Records.
Το μουσικό υλικό περιλαμβάνει δυο συνθέσεις του Phil Woods, διασκευές κομματιών συνθετών της τζαζ με τους οποίους ο Woods συνεργάστηκε (Michel Legrand και Sonny Rollins), καθώς και των Ann Ronnell («Willow Weep For Me») και Wayne Shorter («Nefertiti»), το οποίο ακούγεται πολύ διαφορετικό και πολύ πιο σουίνγκ από το πρωτότυπο. Ειδικά το κομμάτι «The Last Page» αποτελεί έναν πραγματικό άθλο του Phil Woods όσον αφορά τόσο τη συνθετική του ιδιοφυία (ένα από τα δυο πρωτότυπα του δίσκου) όσο και τη μοναδική εκφραστικότητα και δεξιοτεχνία του στο άλτο σαξόφωνο, ενώ από τις διασκευές, ο τρόπος που ο Woods με τους τρεις σπουδαίους μουσικούς συνοδοιπόρους του παρουσιάζουν το «The Summer Knows» του Michel Legrand (από το πασίγνωστο σάουντρακ «Summer of 42» για την ομώνυμη ταινία του Robert Mulligan που είχε κυκλοφορήσει τρία χρόνια νωρίτερα, το 1971) αναμφίβολα ξεχωρίζει. Μπαλάντες, βαλς, λάτιν νύξεις, hard bop, samba, νέες ακουστικές κατευθύνσεις, τολμηρή πρωτοτυπία και post bop μπλέκονται με τον πιο γοητευτικό τρόπο και η μοναδική δεξιοτεχνία του Phil Woods λειτουργεί σαν καταλύτης και συνεκτικός κρίκος αλλά κυρίως σαν η απόλυτη συνθήκη να απαλείφονται οι διαφορές και να γίνονται γόνιμο έδαφος να αναπτυχθεί ο προωθημένος μουσικός λόγος του δημιουργού. Τον Phil Woods συνοδεύει μια ομάδα εκλεκτών μουσικών, αποτελούμενη από τον πιανίστα Jaki Byard, τον κοντραμπασίστα Richard Davis και τον ντράμερ Alan Dawson. Όλοι τους εδώ είναι υπέροχοι. Ο Phil Woods είναι πραγματικά τυχερός που έχει δίπλα του αυτούς τους δυο θαυμάσιους μουσικούς που στελεχώνουν ένα απόλυτα δομημένο και στιβαρό ρυθμικό τμήμα. Πάνω σε αυτή την ακλόνητη βάση ο Woods πατά ξετυλίγοντας μοναδικής ευκρίνειας και δυνατών συναισθημάτων μελωδικές φράσεις αλλά και αποδεικνύει την τέλεια αίσθηση που έχει για τον ρυθμό. Παράλληλα απελευθερώνει ένα παίξιμο γεμάτο ψυχή, λυρισμό, πάθος και ενέργεια ενώ ταυτόχρονα με τις τεχνικές του αγγίζει προωθημένες περιοχές της σύγχρονης τζαζ. Ειδική μνεία αξίζει στον Αμερικανό πιανίστα Jaki Byard, επίσης συνθέτη και ενορχηστρωτή, ο οποίος γνώριζε και έπαιζε επίσης και άλτο σαξόφωνο, κάτι που εξασφαλίζει με τον πιο πειστικό τρόπο την εκλεκτή χημεία και τον τέλειο βαθμό επικοινωνίας που αναπτύσσει με τον Phil Woods. Ένας Jaki Byard με μεγάλα κέφια και στα καλύτερά του που με το εκλεκτικό του στυλ ενσωματώνει ποικίλες και συναρπαστικές κατευθύνσεις της τζαζ, από παλαιότερες και πιο συμβατικές φόρμες έως free jazz.
Πραγματικά ένα κορυφαίο άλμπουμ, αντάξιο των πιο ιδιαίτερων στιγμών της μοντέρνας τζαζ αλλά κυρίως αντιπροσωπευτικό της τέχνης του σπουδαίου άλτο σαξοφωνίστα που φέρνει τον δίσκο στην αφρόκρεμα της ογκώδους δισκογραφίας του.

Όλη η πορεία και οι δισκογραφικές δουλειές του Phil Woods θα μπορούσαν να αναφέρονται σε ένα μεγάλο μαύρο τζαζ διαμάντι απεριόριστων δυνατοτήτων. Ο Phil Woods όμως με το λευκό του δέρμα είναι κάτι παραπάνω από μια ακατάπαυστη γεννήτρια ήχων και ιδεών. Και βεβαίως δεν είμαστε καθόλου ρατσιστές, απλά προσπαθούμε να εντάξουμε το φαινόμενο Phil Woods σε μια γενικότερη δημιουργική φάση και να δώσουμε τις πραγματικές διαστάσεις αυτού του σπουδαίου και αεικίνητου μουσικού.