της Χριστίνας Λιναρδάκη
Στο αφιέρωμα στην κριτική που δημοσιεύθηκε σχετικά πρόσφατα στη Νέα Ευθύνη συγκροτήθηκε μια – ετερόκλητη, ομολογουμένως – ομάδα 11 ανθρώπων που ασχολούνται συστηματικά και επί σειρά ετών ή κατά μεγάλο όγκο, καίτοι μη επαγγελματικά, με την κριτική και χαίρουν γενικά (με ό,τι εξαιρέσεις μπορεί να εμπεριέχει ο αφορισμός «γενικά») αποδοχής από διαφορετικές ομάδες του λογοτεχνικού χώρου. Οι άνθρωποι αυτοί συμφωνήσαμε στα σημεία, χωρίς να λείπουν οι μεταξύ μας διαφωνίες, και προσεγγίσαμε το ζήτημα της κριτικής, όπως γράφεται σήμερα, ο καθένας/η καθεμία από τη δική του/της οπτική γωνία με βάση τα προσωπικά του/της κριτήρια, τα οποία εδράζονται στις σπουδές, τις κατευθύνσεις και τις απευθύνσεις που επέλεξε και επιλέγει.
Προσωπικά, διάλεξα να θίξω το ζήτημα μέσα από τη θεωρία της κοινωνικής δράσης (Social Action Theory) του Max Weber. Στο κείμενό μου που δημοσιεύθηκε στη Νέα Ευθύνη βλέπω το ζήτημα στο ευρύτερό του πλαίσιο, τοποθετώντας την/τον κριτικό στον κόσμο του βιβλίου και προσπαθώντας να αναδείξω τις πιέσεις και λοιπές επιδράσεις που δέχεται και ασκεί εξ αφορμής αυτής της/του της τοποθέτησης. Οι εν λόγω πιέσεις αντανακλούν, χωρίς χρεία ευθείας αναφοράς, την ουσία του ρόλου του/της, τις συνθήκες μέσα στις οποίες παράγει τα κείμενά του/της, αλλά και διάφορες άλλες, όλες ενδιαφέρουσες, όψεις του έργου του.
Η θεωρία του Weber ωστόσο μπορεί να εφαρμοστεί και στο μικροπεδίο της ίδιας της λογοτεχνικής κριτικής, με την προσδοκία να φωτίσει διαφορετικές ή και απρόσμενες όψεις της. Στη βάση της, ο/η εκάστοτε κριτικός ή ασκών/ασκούσα κριτική αποτελεί ένα σημείο (node) σε ένα σύνολο σημείων που συναπαρτίζουν το πεδίο της κριτικής. Όλα αυτά τα επιμέρους σημεία αποτελούν τους κοινωνικούς δρώντες (social actors) του πεδίου, οι οποίοι συνθέτουν ένα σύνολο ενεργών υποκειμένων με κοινά χαρακτηριστικά ή ενδιαφέροντα. Και κάπου εδώ είναι που ξεκινά η συζήτηση περί της ουσίας του συνόλου αυτού, του πεδίου δηλαδή της λογοτεχνικής κριτικής, η οποία εμπλέκει ενδιαφέροντα ερωτήματα: Μπορεί οποιοσδήποτε να είναι μέλος του πεδίου; Για να είναι μέλος χρειάζεται να διαθέτει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά; Υπάρχουν ποιοτικά ή/και ποσοτικά κριτήρια που καθορίζουν το ποιος/ποια ασχολείται με την κριτική; Τι καθιστά ένα σημείο/κοινωνικό δρώντα ειδήμονα στο πεδίο και τι προχειρολόγο; Και ούτω καθεξής.
Οι αποκρίσεις σε αυτές οι ερωτήσεις, όπως μπορεί να φανταστεί κάποιος, ποικίλλουν ανάλογα με το τι θεωρεί για τον εαυτό του καθένας/καθεμία που επιχειρεί να τις απαντήσει και από ποια σκοπιά το επιχειρεί. Εμπίπτουν επομένως περισσότερο στο φάσμα της ερμηνείας και όχι σε εκείνο μιας αντικειμενικότητας που – όπως σε κάθε ευκαιρία αποδεικνύει η ίδια η ζωή – είναι τόσο φευγαλέα και πολυποίκιλη που καθίσταται εντέλει ανύπαρκτη. Η εκάστοτε πραγματικότητα βρίσκεται, σαν την ομορφιά, «in the eye of the beholder», περισσότερο δηλαδή στη σφαίρα της προσωπικής εκτίμησης και ερμηνείας, παρά σε μια συνολικότερη σφαίρα η οποία μοιάζει να αντιστέκεται στην ίδια τη συγκρότησή της. Και αυτό γιατί η εν λόγω συγκρότηση εγείρει πολύ περισσότερα προβλήματα από όσα προσπαθεί να λύσει.
Δεν είναι δυνατόν να υπάρξει λοιπόν κανένα κριτήριο για το ποιος είναι κατάλληλος να ασκεί λογοτεχνική κριτική; Φυσικά και είναι. Ο Weber, με τα εργαλεία της θεωρίας του οποίου ξεκίνησα αυτό το κείμενο, διακρίνει τέσσερις αιτιολογικούς τύπους που μπορεί να προσδιορίσουν μια κοινωνική δράση όπως είναι η άσκηση κριτικής: (α) έλλογη δράση σε σχέση προς κάποιο σκοπό, (β) έλλογη δράση σε σχέση προς κάποια αξία, (γ) θυμική ή συγκινησιακή δράση, και (δ) παραδοσιακή δράση. Ας δούμε καθέναν από αυτούς τους τύπους χωριστά.
Τύπος (α): σκοπός της άσκησης κριτικής είναι η πρόκληση διαλόγου γύρω από τα βιβλία και η αναπόφευκτη αποτύπωση των χαρακτηριστικών της λογοτεχνικής εποχής. Μεμονωμένες κριτικές, δυστυχώς στις μέρες μας σπάνια σε διάλογο μεταξύ τους, ρίχνουν φως σε διαφορετικές όψεις ενός βιβλίου και σε ισάριθμους τρόπους ανάγνωσής του – κάτι που η λογοτεχνία όχι μόνο επιτρέπει, αλλά με διάφορους τρόπους επιβάλλει. Αν αφήσουμε κατά μέρος τις αρνητικές κριτικές, που σε ορισμένες περιπτώσεις είναι απλώς κακεντρεχείς και στοχεύουν στον εντυπωσιασμό (μολονότι οι λιγοστές που ασκούνται σωστά έχουν τω όντι κάτι ορθό και χρήσιμο να θίξουν), οι υπόλοιπες κριτικές αναδεικνύουν διαφορετικές όψεις του βιβλίου και γι’ αυτό είναι χρήσιμες. Εφόσον λοιπόν το κάνουν, με τεκμηριωμένο τρόπο και με παραδείγματα μέσα από το σώμα του, λαμβάνοντας υπόψη το συνολικό έργο του συγκεκριμένου δημιουργού ή και όχι, αντιμετωπίζοντας το κείμενο σαν αυτόνομη οντότητα ή και όχι, φέρνοντάς το σε διάλογο με άλλα έργα της συγχρονίας του ή και όχι, προκρίνοντας το περιεχόμενο έναντι της μορφής ή το αντίθετο ή βλέποντας το πόνημα συνολικά, αναγνωρίζοντας όμως σε κάθε περίπτωση την κοινωνική, πολιτική, αισθητική ή ιστορική συνθήκη μέσα στην οποία παράγεται, ποιος είναι εκείνος που λες και είναι κριτής ή θεματοφύλακας θα αποφασίσει ότι συνιστούν θέσφατα ή, αντίθετα, προχειρολογίες; Κανείς, μόνο η επιδραστικότητά τους. Είναι φανερό το πότε ένα κείμενο είναι από πλήρες έως εμβληματικό ή, αντίθετα, από ανέμπνευστο έως διεκπεραιωτικό.
Είναι κατά τη γνώμη μου ακόμη και φαιδρός ο ισχυρισμός ότι όσοι δεν ασκούν την κριτική κατ’ επάγγελμα, δηλαδή δεν βιοπορίζονται από αυτήν, είναι εξ ορισμού προχειρολόγοι. Η θέση αυτή μου θυμίζει όσους κάνουν μεταφράσεις χωρίς να έχουν διδαχθεί τίποτα σχετικό με τη μετάφραση. Σωρεία οι ποιητές που αναλαμβάνουν να μεταφράσουν έργα ξένων ομοτέχνων τους, συχνά κλασικών, αγνοώντας βασικές αρχές της μετάφρασης. Και όμως οι μεταφράσεις τους όχι μόνο στέκουν, αλλά είναι ως επί το πλείστον καλές. Αυτό συμβαίνει επειδή αγαπούν αυτό που κάνουν και επειδή έχουν συναίσθηση της ευθύνης την οποία αναλαμβάνουν για να φέρουν το έργο τους εις πέρας.
Τύπος (β): μια και ήδη έγινε λόγος περί ευθύνης, θα αδράξω την ευκαιρία για να διατυπώσω την προσωπική μου άποψη. Κριτικός είναι εκείνος που γράφει με συναίσθηση της ευθύνης του κειμένου του, μετά λόγου γνώσεως, και σύμφωνα προς το προσωπικό αξιακό του σύστημα το οποίο προκρίνει τα βιβλία για τα οποία αξίζει να γράψει αλλά και τα επιμέρους σημεία που θα αγγίξει η κριτική του/της. Ελεύθερα, χωρίς να δεσμεύεται από άλλες απόψεις και αντιλήψεις σχετικά.
Και εννοώ το αξιακό σύστημα ως μια περίφραση της λέξης «ήθος». Γιατί ήθος είναι αυτό που πρωτίστως χρειάζεται να διέπει τον/την κριτικό. Και ήθος σημαίνει ότι δεν γράφει για να ευχαριστήσει τον τάδε ή τον δείνα εκδότη, δεν γράφει για να ευχαριστήσει τον τάδε ή τον δείνα συγγραφέα/ποιητή, δεν γράφει με την προσωπική σκοπιμότητα να καθιερωθεί σαν παράγοντας στον κόσμο του βιβλίου. Γράφει με συναίσθηση και σοβαρότητα, σκύβοντας επιμελώς πάνω στα κείμενα, ενώ τα αφουγκράζεται για να διαπιστώσει αν θα τα ερωτευτεί ή θα τα παρατήσει.
Σήμερα βέβαι παρατηρείται το φαινόμενο ακόμη και οι ίδιοι οι λογοτέχνες να επιδίδονται σε κριτική των έργων άλλων ομοτέχνων τους – όχι πάντα με επιτυχία, συχνά μένοντας σε πιο επιφανειακό επίπεδο, αφού δεν κατέχουν τη θεωρητική σκευή ούτε τα κατάλληλα εργαλεία προσέγγισης του λογοτεχνικού κειμένου. Παρ’ ότι η ευγένεια της αναφοράς σε ένα βιβλίο μένει, κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος ότι αυτή τους η εναχόληση δεν γίνεται με προσωπική σκοπιμότητα, στη βάση της ανταπόδοσης ή για χάρη ενός εκδότη, καταλήγοντας να είναι παραπλανητική και αποπροσανατολιστική.
Τύπος (γ): ορισμένες φορές ένας/μία κριτικός γράφει από παρόρμηση, επειδή εμφορείται από ενθουσιασμό για ένα βιβλίο. Είναι κάτι που προσωπικά μου έχει συμβεί μερικές φορές και νιώθω ευγνώμων γι’ αυτό, ιδίως μάλιστα για το γεγονός ότι ο ενθουσιασμός μου με έχει οδηγήσει να γράψω ορισμένα από όσα θεωρώ τα καλύτερά μου κείμενα.
Αντίθετα, η παρόρμηση είναι καταστρεπτική όταν εμπεριέχει πάθη, εξωλογοτεχνικά ή ενδολογοτεχνικά. Αυτή είναι η περίπτωση όσων γράφουν επηρεασμένοι από προσωπικές φιλίες, παρέες ή, αντίστροφα, άσπονδους εχθρούς και αντιπάλους. Ωστόσο, επειδή τα πράγματα δεν είναι μόνο άσπρα ή μαύρα, ένας κριτικός είναι βέβαιο ότι θα γράψει περισσότερες από μία φορές επηρεασμένος/η από προσωπικές συμπάθειες, γιατί απλούστατα αυτό είναι ανθρώπινο.
Τύπος (δ): ο/η κριτικός γράφει από συνήθεια ή επειδή επιτυγχάνει μεγαλύτερη προσωπική προβολή με αυτόν τον τρόπο (αυτή είναι η έννοια του «παραδοσιακός» στη θεωρία του Max Weber). Στο παράδειγμα των λογοτεχνών που γράφουν κριτικές για έργα ομοτέχνων τους, πιθανόν να ισχύει η αρχή της ανταποδοτικότητας που ήδη αναφέρθηκε: εκείνοι οι συγγραφείς/ποιητές τα βιβλία των οποίων έχουν αντιμετωπίσει θετικά είναι πιθανότερο να καλωσορίσουν ένα νέο δικό τους βιβλίο.
Ορισμένοι ίσως να εκτονώνουν, διαμέσου της κριτικής, μια καταπιεσμένη φιλοδοξία να γίνουν οι ίδιοι συγγραφείς: εμπνευσμένοι από τα βιβλία που διαβάζουν μπορεί να γράψουν εξαιρετικά κείμενα με αδρές ή και λεπτότερες λογοτεχνικές ποιότητες και ιδιότητες. Άλλοι, ίσως συνταξιούχοι πλέον, να αποφασίζουν να ασχοληθούν γιατί έχουν τον χρόνο και αγαπούν το βιβλίο – και τη γραφή. Είναι και ορισμένοι που, σαν τον Δον Κιχώτη, φαντάζονται ότι μπορούν να αντιπαλέψουν τον ασυγκράτητο πληθωρισμό του βιβλίου και να ξεθολώσουν έτσι το ασφυκτικά συνωστισμένο τοπίο της σύγχρονης λογοτεχνικής παραγωγής…
Έχοντας τελειώσει λίγο-πολύ με τον Weber μετά τα παραπάνω, ας πούμε και τα αυτονόητα. Ο βασικός λόγος που το πεδίο της κριτικής ξεχειλώνει έγκειται στην υποκειμενικότητα που αναπόφευκτα το διακρίνει. Όπως πολύ εύστοχα γράφει η Λίλια Τσούβα στο αφιέρωμα της Νέας Ευθύνης, «Η σκέψη [της/του κριτικού] επηρεάζεται από υπάρχουσες ιδεολογικές δεσμεύσεις, ενώ η αξιολόγηση διεξάγεται με κοινωνικά και ηθικά κριτήρια, υπό την επίδραση αρχών (κοινωνικών, αισθητικών, φιλοσφικών) και δεν είναι τυχαίο ότι μεταβάλλεται από γενιά σε γενιά. Τα νοήματα μέσα στο λογοτεχνικό κείμενο, από την άλλη, δεν είναι ποτέ σίγουρα και σταθερά, αλλά μεταβαλλόμενα και πολυεδρικά, ακόμη και αμφίσημα […] Η γλώσσα γεννάει άπειρους ιστούς νοήματος, ενώ τα κείμενα αναδύονται από συγκεκριμένες κοινωνικοπολιτικές καταστάσεις».
Να σημειώσω για το τέλος ότι η λογοτεχνική κριτική αποτελεί, όταν ασκείται σωστά, και έναν πολύτιμο οδηγό αυτογνωσίας για τον/την κριτικό. Όπως σημειώνει η Βασιλική Κοντογιάννη, «πολλές φορές, σε κριτικά κείμενα, ο άξονας της απόπειρας αυτογνωσίας τέμνεται καίρια με τον άξονα της προσέγγισης του λογοτεχνικού κειμένου», καθώς μέσα από την ανάγνωση – πάντα την ανάγνωση – και τον αναστοχασμό που παράγει η κριτική σκέψη οδηγούμαστε ολοένα σε νέους ταυτοτικούς και υπαρξιακούς προσδιορισμούς.
Αλλά και η κριτική της κριτικής μπορεί να επωφεληθεί ως προς τη βελτίωση της αυτογνωσίας του/της γράφοντος, όταν τελείται με αυτοκριτική διάθεση, όπως οφείλει, γιατί ουδείς τέλειος και ουδείς αξεπέραστος. Στο πεδίο της μαγειρικής, για παράδειγμα, κάποτε οι νοικοκυρές ήξεραν μόνο τον Τσελεμεντέ. Προσωπικά έμαθα να μαγειρεύω, νιόπαντρη, από τα βιβλία της Βέφας Αλεξιάδου. Στις μέρες μας υπάρχουν πια πολλοί καταξιωμένοι μάγειρες: από την Αργυρώ Μπαρμπαρίγου μέχρι τον Άκη Πετρετζίκη, οι κατσαρόλες έχουν πάρει φωτιά! Και έτσι πρέπει. Γιατί οι εποχές εξελίσσονται και αλλάζουν. Ευτυχώς.
Καταλήγω λοιπόν – πού αλλού; Στο συμπέρασμα της Βαρβάρας Ρούσσου σε σχετικό της άρθρο, ότι δηλαδή «ο άνθρωπος είναι οι πράξεις του και η/ο κριτικός άνθρωπος (με τις θεσιακότητές του) τα κείμενά του».
Βιβλιογραφία:
Max Weber (1997), Βασικές έννοιες κοινωνιολογίας, μτφρ. Μ. Κυπραίος, εισαγ. Marianne Weber, Αθήνα: Κένταυρος.
Βασιλική Κοντογιάννη (2018), «Η αυτοβιογραφική διάσταση ως συνιστώσα της κριτικής» στο Β. Κοντογιάννη (επιμ.), Ελληνική λογοτεχνική κριτική (Πρακτικά συνεδρίου, Κομοτηνή 4-6 Δεκεμβρίου 2015), Αθήνα: εκδόσεις Σοκόλη.
Αφιέρωμα στην κριτική, περιοδικό Νέα Ευθύνη, τεύχος 66-67, Δεκέμβριος 2024.
Λίλια Τσούβα (2024), «Περί κριτικής του λογοτεχνικού έργου» στο Αφιέρωμα στην κριτική, ό.π.
Βαρβάρα Ρούσσου (2025), «Ερωτήματα περί κριτικής και κριτικών (μέρος Ι- η επανάληψη μάλλον δεν γίνεται μήτηρ κανενός)», oanagnostis.gr, στον σύνδεσμο https://www.oanagnostis.gr/erotimata-peri-kritikis-kai-kritikon-meros-i-i-epanalipsi-mallon-den-ginetai-mitir-kanenos-tis-varvaras-royssoy/ (τελευταία πρόσβαση: 1.7.2025).