«Όσα παίρνει ο άνεμος»: επιτυχής συνύπαρξη του κλασικού με το σύγχρονο (της Όλγας Σελλά)

0
636

 

της Όλγας Σελλά

Δύο μεγάλα στοιχήματα έβαλε με τον εαυτό της η σκηνοθέτιδα Ιόλη Ανδρεάδη, όταν καταπιάστηκε με το κλασικό και εμβληματικό έργο της Μάργκαρετ  Μίτσελ «Όσα παίρνει ο άνεμος»: το πρώτο ήταν να καταφέρει να συμμαζέψει την έκταση του πολυσέλιδου μοναδικού μυθιστορήματος της Αμερικανίδας συγγραφέα, χωρίς να απαλείψει γεγονότα, καταστάσεις, αντιλήψεις και πρόσωπα από αυτή την ιστορία του αμερικανικού Νότου στα χρόνια του Εμφυλίου με τους Βόρειους. Αυτό το πρώτο, η Ιόλη Ανδρεάδη και ο Άρης Ασπρούλης που συνυπογράφουν τη διασκευή του μυθιστορήματος, το πέτυχαν θαυμαστά.

Το δεύτερο ήταν να καταφέρει, ως σκηνοθέτιδα του έργου, να μετατοπίσει την ισχυρή ανάμνηση της εμβληματικής ταινίας του Βίκτορ Φλέμινγκ ( 1939),  που αναμφίβολα έχουν δει οι περισσότεροι από τους θεατές που φτάνουν στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά για να δουν την παράσταση. Να το δουν μέσα από μιαν άλλη τέχνη, σε μιαν άλλη εποχή. Να μην συνδέσουν όσα γίνονται επί σκηνής με τις εικόνες της Βίβιαν Λι, του Κλαρκ  Γκέιμπλ, του Λέσλι  Χάουαρντ, της Ολίβια  ντε  Χάβιλαντ, της Χάτι Μακ Ντάνιελ στην ταινία που έγινε η μεγαλύτερη κινηματογραφική επιτυχία όλων των εποχών. Η Ιόλη Ανδρεάδη το κατάφερε και αυτό, υπογράφοντας και την εικαστική σύλληψη και την κίνηση της παράστασης.  Και παρότι κράτησε τα κοστούμια εποχής (μου είχε φανεί πολύ παρακινδυνευμένο όταν είδα τις φωτογραφίες της παράστασης, αλλά τελικά λειτούργησαν κι αυτά μ’ έναν αφαιρετικό και ταυτόχρονα συνδετικό τρόπο) έφερε μια σύγχρονη σκηνική θεατρική όψη και με τους φωτισμούς (Στέλλα Κάλτσου) και με τα tablo vivan που έστηνε, που δεν ήταν άψυχα όμως: ήταν η επικέντρωση σε μια συγκεκριμένη στιγμή των ηρώων και της αφήγησης, ήταν η υπογράμμιση ενός σημείου του κειμένου που επέλεξε να φωτιστεί ιδιαίτερα.

Και πράγματι, είχα την αίσθηση ότι άκουγα το έργο για πρώτη φορά, κυρίως γιατί αναδείχθηκαν  με διαφορετικό τρόπο όσα έθιγε η Μάργκαρετ Μίτσελ στο μυθιστόρημά της, αγγίζοντας τους προβληματισμούς και τις ευαισθησίες του σύγχρονου κόσμου. Που μέσα από την ιστορία της Σκάρλετ Ο’ Χάρα, της κακομαθημένης, πλην δυναμικής κόρης ενός γαιοκτήμονα από το Νότο, η Μίτσελ έθιξε ιδεολογίες, αντιλήψεις, ταμπού, οράματα μιας εποχής και μιας περιοχής. Η διασκευή της Ιόλης Ανδρεάδη και του Άρη Ασπρούλη φώτισαν τις φωνές της σύνεσης – του Άσλεϊ (Όμηρος Πουλάκης), του Τζέραλντ Ο’ Χάρα (Γεράσιμος Γεννατάς) αλλά και του Ρετ Μπάτλερ (Ορέστης Τζιόβας), αυτού του ιδεολόγου τυχοδιώκτη- απέναντι στις πολεμικές και πολεμοχαρείς κορώνες του Εμφυλίου, που θα μπορούσαν να συμπυκνωθούν στη φράση «Από την καταστροφή ενός πολιτισμού βγάζεις πολλά περισσότερα απ’ όσα βγάζεις από τη δημιουργία του». Στάθηκαν με ευαισθησία και ειρωνεία απέναντι στις ρατσιστικές αντιλήψεις των Νοτίων, -«Εμείς έχουμε μόνο βαμβάκι, σκλάβους και αλαζονεία», είναι μια αυτοσαρκαστική φράση του έργου.

Κι όχι μόνο γιατί ανέλαβε η Idra Kayne τον σημαντικό και συνδετικό ρόλο της αφηγήτριας και της Μάμι, αλλά γιατί πολλές φορές στην παράσταση αναδείχθηκαν αυτές οι αντιλήψεις που δεν έμειναν μόνο σ’ εκείνη την εποχή. Είτε στις δύο παραβάσεις που έκανε η ηθοποιός, είτε μέσα από τα τραγούδια που ερμήνευσε υπέροχα. Να θυμηθούμε πως η Χάτι Μακ Ντάνιελ έγινε η πρώτη Αφροαμερικανίδα που τιμήθηκε με Όσκαρ, που όμως δεν την άφησαν να μπει στην πρεμιέρα της ταινίας στην Ατλάντα, και  δεν της επέτρεψαν να καθίσει με τους υπόλοιπους συντελεστές της ταινίας στην τελετή απονομής των Όσκαρ. Αντιλήψεις και συμπεριφορές που είναι ακόμα εδώ, και όχι μόνο στο Νότο των ΗΠΑ.

Και φυσικά τονίστηκε ιδιαίτερα –όπως και στο μυθιστόρημα της Μάργκαρετ Μίτσελ- ο ζόφος, η παράνοια, το αδιέξοδο, η καταστροφή που φέρνει ένας πόλεμος, κι όχι μόνο ένας εμφύλιος πόλεμος. Το κατάλαβε πολύ καλά αυτό και η Σκάρλετ Ο’ Χάρα της παράστασης (Λένα Παπαληγούρα), όταν χρειάστηκε ν’ αφήσει πίσω της την ανέμελη ζωή, τα παιχνίδια με τους άνδρες που ήθελε διαρκώς να γοητεύει και έπρεπε να δουλέψει σκληρά για να επιβιώσει η ίδια και οι άνθρωποι που έπρεπε να φροντίσει.

Αλλά, οπωσδήποτε, δεν έμειναν έξω από την παράσταση οι «μάχες» της καρδιάς που ήταν πολλές σ’ αυτό το έργο. Ανομολόγητες αγάπες, καταδικασμένες, έντονα πάθη που δεν ομολογήθηκαν, ευαισθησίες που κρύφτηκαν πολύ καλά για χάρη ενός καθωσπρεπισμού, ενός εγωισμού ή ενός κακώς εννοούμενου παιχνιδιού.

Κι όλα αυτά «ντύθηκαν» με τραγούδια και μουσικές του αμερικανικού νότου, με ήχους τζαζ, σόουλ, γκόσπελ, με την πρωτότυπη μουσική σύνθεση του  Γιώργου Παλαμιώτη και άλλα σύγχρονα και γνωστά τραγούδια, που τα σιγοτραγουδούσαμε στην παράσταση, και συνομιλούσαν με τις όψεις και τις στιγμές της.

Όλο αυτό το πολύπλοκο σύμπαν το ζωντάνεψαν οι ηθοποιοί της παράστασης. Η Λένα Παπαληγούρα ήταν παιγνιώδης, ειρωνική, υπολογίστρια, γοητευτική και άπιαστη, αλλά δεν έδειξε όσο χρειαζόταν, πιστεύω, το δυναμικό πρόσωπο της Σκάρλετ, που έκρυβε, κάτω από το προσωπείο της σκληρότητας και ηθελημένης ελαφρότητας, μια γυναίκα αποφασισμένη, αποφασιστική, ικανή και αγωνίστρια. Ο Ρετ, του Ορέστη Τζιόβα, είχε όλα τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας που η Μάργκαρετ Μίτσελ έπλασε: ήταν τυχοδιώκτης, ήταν κυνικός, ήταν περήφανος αλλά είχε καλά κρυμμένη την ευαίσθητη πλευρά του, ήταν ιδεολόγος και τρυφερός. Και είχε και πολύ ωραία φωνή ο Ορέστης Τζιόβας. Η Idra Kayne ήταν γήινη, σοφή, στωική, και έκλεινε στα χέρια της και στη φωνή της (και στα τραγούδια και στην πρόζα) όλα τα πάθη της φυλής της και της τάξης της. Από τις πιο εύστοχες ερμηνείες της παράστασης. Όπως κι εκείνη του Όμηρου Πουλάκη, που υποδύθηκε τον Άσλεϊ, έναν καλλιεργημένο γαιοκτήμονα, που διέφερε από τους άλλους, που έκανε άλλες επιλογές από εκείνες της καρδιάς του και που δεν κατάφερε να μην παρασυρθεί από τη θανατηφόρα μισαλλοδοξία μετά τη λήξη του  Εμφυλίου και να γίνει ένα από τα στελέχη της Κου-Κλουξ-Κλαν. Ο Γεράσιμος Γεννατάς ήθελε περισσότερο να κουρνιάζει στη θαλπωρή της οικογενειακής γαλήνης, παρά να διοικεί μια βαμβακοφυτεία. Και ξεδίπλωσε την γκάμα του κυρίως στο δεύτερο μέρος της παράστασης, όταν συνειδητοποίησε ότι λάτρευε μια γυναίκα που πέθανε με το όνομα ενός άλλου στα χείλη. Η Ιφιγένεια Καραμήτρου (επίσης πολύ ωραία φωνή) ήταν η φοβισμένη και υποταγμένη Μέλανι, το κορίτσι που θέλει πάντα κάποιον να την προστατεύει δίπλα της. Πολύ καλός ο Θάνος Κόνιαρης στο ρόλο των διδύμων (και ωραίο ενδυματολογικό εύρημα). Εξίσου καλά στάθηκαν σε κάθε πτυχή του ρόλου τους η Δάφνη Καμμένου και η Ελευθερία Πάλλα.

Μια παράσταση που συνδύασε ένα κλασικό κείμενο με μια σύγχρονη σκηνική όψη και το έκανε εύστοχα.

Η ταυτότητα της παράστασης

Σκηνοθεσία – Εικαστική Σύλληψη – Κίνηση: Ιόλη Ανδρεάδη, Πρωτότυπη διασκευή για το θέατρο: Ιόλη Ανδρεάδη & Άρης Ασπρούλης, Πρωτότυπη μουσική σύνθεση: Γιώργος Παλαμιώτης, Συνεργάτις Σκηνογράφος: Μικαέλα Λιακατά, Κοστούμια: Νίκος Χαρλαύτης, Σχεδιασμός Φωτισμών: Στέλλα Κάλτσου, Βοηθοί Σκηνοθέτη: Δάφνη Καμμένου & Κατερίνα Μήκα, Διεύθυνση Παραγωγής:  Έφη Πανουργιά

Φωτογραφίες: Κική Παπαδοπούλου

Συμπαραγωγή: Τεχνηχώρος

 

Παίζουν: Λένα Παπαληγούρα, Ορέστης Τζιόβας, Όμηρος Πουλάκης, Γεράσιμος Γεννατάς, Ιφιγένεια Καραμήτρου, Θάνος Κόνιαρης, Δάφνη Καμμένου, Ελευθερία Πάλλα, και (σε διπλή διανομή) οι μικρές Νάρια Αθανασοπούλου και Άνα Χριστοδούλου.

Δημοτικό Θέατρο Πειραιά

Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη και Κυριακή στις 7μ.μ., Πέμπτη και Παρασκευή στις 8.30μ.μ., Σάββατο στις 5.30μ.μ. και στις 9μ.μ.

 

 

Προηγούμενο άρθρο“Ξένος από το βίωμα, ξένος από τον εαυτό” (της Κατερίνας Σχινά)
Επόμενο άρθροΤα σκοτάδια της Flannery O’Connor (γράφει η Αλεξάνδρα Χαΐνη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ