γράφει η Πελαγία Μπότση
Η Φωτεινή Τσαλίκογλου, μία εξέχουσα μορφή της ψυχολογίας στην Ελλάδα, ξεπερνάει τα όρια της τάξης των ακαδημαϊκών, χαράσσοντας με συνέπεια λογοτεχνικούς δρόμους αφήγησης. Όπως γράφει και η ίδια στο προλογικό σημείωμα: «Είναι μία ιστορία που πιστεύει στις λέξεις· για να το πεις, στις λέξεις· για να σωθείς[1]». Το επικείμενο έργο παρουσιάζεται στο αναγνωστικό κοινό, έπειτα από μια σειρά μυθιστορημάτων, μεταφρασμένων σε πολλές γλώσσες, και βεβαίως, πολύ μετά την κόρη της Ανθής Αλκαίου[2], ένα όνομα το οποίο επαναλαμβάνεται στον ίδιο ρόλο εδώ, στο ρόλο της μητέρας.
Οι ήρωές της είναι ανάγλυφες προσωπικότητες, οι οποίες δρουν μέσα στην οδύνη. Οι σπουδές της ψυχολογίας στη Γενεύη, καθώς και η μακρόχρονη ακαδημαϊκή της πορεία[3] της προσφέρουν εργαλεία για να ξεπεράσει τη διανθισμένη αναπαράσταση γεγονότων, περνώντας στην αληθοφανή σκιαγράφηση σχέσεων και προσώπων. Δεν αποτελούν όμως μόνο τα ακαδημαϊκά της προσόντα εφόδια για τη δημιουργία χαρακτήρων και μιας ιστορίας με πολυπλοκότητα και βάθος. Το εμβιωτικό στοιχείο δεσπόζει στο έργο της Τσαλίκογλου. Η ίδια αποτελεί ένα κομμάτι ζωντανής ιστορίας του πόνου πίσω από τις κλειστές πόρτες της χώρας. Αντλεί υλικό από την ίδια της την εμπειρία. Η συγγραφέας, στο συγκεκριμένο έργο, επεξεργάζεται και αναπλάθει αληθινά συμβάντα.
Ένα κομμάτι συκώτι με αίμα,[4] από τη μία, ο Ιωσήφ ως ενσάρκωση του κακού, και μία μαμά δίχως ψυχική διαθεσιμότητα από την άλλη, σε συνδυασμό με το τραυματικό οικογενειακό, ιστορικό φόντο που διατρέχει το μυθιστόρημα, δημιουργούν ένα ματωμένο λογοτεχνικό μωσαϊκό, φιλοτεχνημένο από αιχμηρά θραύσματα. Η συγγραφέας εξιστορεί, δια στόματος του πρωτοπρόσωπου αφηγητή, της κόρης της Ανθής, μία σύγχρονη τραγωδία. Με αμεσότητα και τρυφερότητα περιγράφονται ενσταντανέ της οικογένειας, η οποία κατακυριεύεται από αυτό το κομμάτι συκώτι με αίμα – το αγέννητο παιδί, δηλαδή, που χάνει η μητέρα της οικογένειας- σκηνή κατά την οποία είναι παρούσα η αφηγήτρια της ιστορίας. Το πένθος για το αγέννητο μωρό πυροδοτεί την εξέλιξη. Πένθος το οποίο εκτείνεται από το παρελθόν της οικογένειας και διατρέχει το μέλλον. Ο μικρός Ιωσήφ κουβαλάει για πάντα μαζί του, πάνω του ή μέσα του, το χαμένο αδερφάκι[5].
Η αναπλήρωση του νεκρού μέλους συναντάται χαρακτηριστικά στη διηγηματογραφία του Βιζυηνού, στο Αμάρτημα της μητρός μου[6]. Η ζωή των παιδιών φαίνεται να είναι ανταλλάξιμη[7], όταν η μητέρα υπόσχεται στο Θεό να Του προσφέρει τα δύο της παιδιά: Σου έφερα δύο παιδιά μου στα πόδια σου… χάρισέ μου το κορίτσι![8]. Η αναπλήρωση εκδηλώνεται επίσης μέσα από την ονοματολογία. Εύλογα, ο Χρυσανθόπουλος διαπιστώνει πως η μετωνυμία πηγαίνει χέρι χέρι με την ονοματοθεσία[9]. Σε αυτήν την περίπτωση, με την πράξη της ονοματοδοσίας δηλαδή, επιχειρείται να επουλωθεί η τρύπα που αφήνει πίσω του ο θάνατος. Στο έργο της Τσαλίκογλου, ο Ιωσήφ είναι αυτός ο οποίος έρχεται μετά τον θάνατο. Και τον ενσαρκώνει.
Η περίθλαση από το τραύμα διαχέεται στην υική- μητρική σχέση. Η μητέρα δείχνει με αιρετικό τρόπο την αγάπη της· φεύγοντας αφήνει ηχογραφημένα παραμύθια στα παιδιά της, επιμελημένα με περίσσιο ταλέντο. Σαγηνεύει με έναν παρανοϊκό τρόπο, υπογράφοντας την απουσία της. Η αφηγήτρια- κόρη σκέφτεται συνεχώς το νεκρό αδερφάκι. Συχνά αναρωτιέται πώς θα ήταν η ζωή της οικογένειας, αν δεν υπήρχε ο Ιωσήφ. Οι ήρωες, σαν διαγενεαλογικά προγραμματισμένοι, δύνανται να επενδύσουν συναισθηματικά σε ένα νεκρό έμβρυο, σε ένα φάντασμα, αλλά όχι στο ολοζώντανο παιδί που εκλιπαρεί για αγάπη, με βίαιο βέβαια τρόπο.
Ο Ιωσήφ παρουσιάζει από τα πρώτα κιόλας βήματα της ζωής του ακραίες συμπεριφορές. Ως άλλος τραγικός ήρωας, ασυνείδητα αντικαθιστά ένα απόρριμα, κάνοντας ο ίδιος τον εαυτό του απόρριμα, αλλά και τους άλλους, ακόμη και μέσα από πράξεις ωμής βίας. Ως παιδί, τελεί σε συναισθηματική πείνα μπροστά στο κενό· το γυάλινο βλέμμα της μάνας του. Μεγάλης συγκίνησης είναι η σκηνή με το νυχτικό της Ανθής στο οποίο τυλίγονται τα παιδιά για να βρουν λίγη θαλπωρή, ακούγοντας την ηχογραφημένη της φωνή, μέχρι που ο Ιωσήφ επαναστατεί στην βασανιστική αντικατάσταση της φυσικής της παρουσίας. Πρόκειται για μία αδιέξοδη σχέση, με το ζωντανό παιδί να μένει στερημένο από το μητρικό βλέμμα.
Οι δραματικές αντανακλάσεις από την πρόσφατη απώλεια του εμβρύου, καθώς και από το προϊστορικό οικογενειακό τραύμα, δεν σταματούν όμως εκεί. Ο πατέρας, ένας αριστερός του Εμφυλίου με κομμένα τα φτερά, άτονος κι ευήθης, προσπαθεί να βοηθήσει με κάθε τρόπο τον γιο του. Ανάμεσα στο συλλογικό πένθος (σε σχέση με τον Εμφύλιο και την εξέλιξη της Αριστεράς), αλλά και το ατομικό πένθος (μέσα στο σπίτι) υφέρπει η πατρική φτώχεια. Στο σημείο αυτό, είναι αδύνατο να μην θυμηθούμε τον Sigmund Freud, στην Ερμηνεία των Ονείρων[10], ο οποίος περιγράφει το όνειρο ενός πατέρα με το νεκρό παιδί που καίγεται. Χρόνια αργότερα, ο Lacan, στο 11ο σεμινάριό του, σχολιάζει πως το όνειρο αυτό δείχνει την αδυναμία να ειπωθεί στην πραγματικότητα ο θάνατος ενός παιδιού, αφού κανείς δεν μπορεί να πει τι είναι ο θάνατος ενός παιδιού, αν όχι ο ίδιος ο πατέρας, δηλαδή κανένα συνειδητό όν[11]. Ο πατέρας δεν καταφέρνει να λειτουργήσει ως συναισθηματικό αντίβαρο για τον Ιωσήφ. Παρά τις καλές του προθέσεις, δεν μπορεί να οριοθετήσει την τρικυμία, να κλείσει το παιδί στις κοίτες του και να του δώσει σχήμα, Γιατί μόνο μέσα στο σχήμα που της δίνουν οι κοίτες της μπορεί να υπάρχει[12] – όπως λέει και ο Θανάσης Βαλτινός στο Μπλε βαθύ, σχεδόν μαύρο, έκφραση του τίτλου την οποία συναντάμε και στο νεοεκδοθέν έργο της Τσαλίκογλου.
Η Τσαλίκογλου συνθέτει εικόνες λογοτεχνικού αλλά και κοινωνικού ενδιαφέροντος, με όχημα μία γλώσσα λιτή. Με αμεσότητα κι απαλλαγμένη από περιττές συγκινήσεις, εξηγήσεις ή μελό στοιχεία, εναποθέτει στο κοινό την ιστορία, απογυμνωμένη, πράγμα που βοηθά τον αναγνώστη να αισθανθεί το ρίγος που φέρνει μαζί του ο θάνατος- ψυχικός και φυσικός. Η συγγραφέας στο μυθιστόρημα αυτό, εξιστορεί μία σύγχρονη τραγωδία. Όχι χάρη στην απώλεια ενός εμβρύου· σε μία τέτοια περίπτωση, στην παρουσίαση ενός μόνο θλιβερού περιστατικού, θα μιλούσαμε για δράμα. Εδώ, όμως, το γεγονός, δηλαδή η ακούσια πτώση του εμβρύου, πυροδοτεί ένα ντόμινο δραματικών εξελίξεων, την αναδίπλωση μιας κληρονομούμενης «κατάρας» και τέτοια επίδραση στις ψυχικές ζυμώσεις, που καθιστούν τα μέλη της οικογένειας τραγικούς ήρωες.
[1] Φ. Τσαλίκογλου, Ο Ιωσήφ ήρθε μετά, (Καστανιώτης, 2025), σ. 19
[2] Φ. Τσαλίκογλου, Η κόρη της Ανθής Αλκαίου, (Καστανιώτης, 1996)
[3] Ομότιμη καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, στο οποίο διετέλεσε Αντιπρύτανης Ακαδημαϊκών Υποθέσεων.
[4] Φ. Τσαλίκογλου, Ο Ιωσήφ ήρθε μετά, (Καστανιώτης, 2025), σ. 20
[5] Β. Αθανασόπουλος, Μύθοι ζωής και έργο Γ. Βιζυηνού, (Καρδαμίτσα, 1996), σ. 221
[6] Π. Μουλλάς, Γ. Μ. Βιζυηνός: Νεοελληνικά διηγήματα, (Εστία, 2011)
[7] Γ. Γραμματόπουλος, Εις τας Αθήνας εφάνη παράξενος τύπος, (Εκκρεμές, 2022), ς. 34
[8] Γ. Βιζυηνός, Το αμάρτημα της μητρός μου, (Λέσχη του Βιβλίου, 2014), σ. 16
[9] Μ. Χρυσανθόπουλος, Γεώργιος Βιζυηνός: Μεταξύ φαντασίας και μνήμης, (Εστία, 1994), σ. 40
[10] Σ. Φρόυντ, Η ερμηνεία των ονείρων, μτφρ Β. Πετσογιάννης, (Πλέθρον, 2018)
[11] Ζ. Λακάν, Το Σεμινάριο XI Οι τέσσερις θεμελιακές έννοιες της ψυχανάλυσης, μτφρ Α. Σκαρπαλέζου (Κέδρος, 1982), σ. 82
[12] Θ. Βαλτινός, Μπλε βαθύ σχεδόν μαύρο, (ΑΓΡΑ, 1994)
Φ. Τσαλίκογλου, Ο Ιωσήφ ήρθε μετά, (Καστανιώτης), 2025
![]()
























